Σκηνές από μια σκηνή
Poka-Yio 


⁰¹ Βασίλης Καρούκ, Absurd Demand, 2007, ακρυλικό και λάδι σε καμβά, 210 × 190 cm. Παραχώρηση της γκαλερί Loraini Alimantiri Gazonrouge.
⁰² Ντόρα Οικονόμου, Sightseeing in an Old City, 2005, μοτίβο σχεδιασμένο σε ρούχο. Παραχώρηση της γκαλερί Loraini Alimantiri Gazonrouge.
⁰³ Στέφανος Τσιβόπουλος, Actors, 2003–04, video-εγκατάσταση με τρεις οθόνες, 35’. Παραχώρηση της Γκαλερί ΑΔ, Αθήνα.
⁰⁴ Λουκία Αλαβάνου, There is nothing between us (στιγμιότυπο), 2007, μονοκάναλι video-εγκατάσταση, χρώμα, ήχος. Παραχώρηση της καλλιτέχνιδος.
⁰⁵ Βαγγέλης Γκόκας, Χωρίς Τίτλο, 2005, λάδι σε καμβά, 196 × 196 cm. Συλλογή Μπέλτσιου.


Μου ζήτησαν να γράψω τη γνώμη μου για τη νέα ελληνική σκηνή. Ποιά είναι η γνώμη κάποιου που ζωγραφίζει γλυκά, φτιάχνει σκατένια γλυπτά και παιδαριώδη σχέδια και γιατί να μετράει; Τέλος, υπάρχει νέα ελληνική σκηνή, και αν ναι, ποιά τα χαρακτηριστικά της και γιατί δεν τα έχουν εντοπίσει μέχρι στιγμής τόσοι ντόπιοι θεωρητικοί;

Δεν πρόκειται να στήσω επιχειρήματα για την ύπαρξη ή μη σκηνής, αντί αυτού θα μιλήσω για μερικούς από τους δικούς μου μικρούς «ήρωες» και τις περιπέτειές τους, χωρίς σειρά αξιολόγησης ή προσωπική ατζέντα, αφήνοντας αναγκαστικά πολλούς έξω χάριν οικονομίας.


Διονύσης Καβαλλιεράτος

Με ιντριγκάρει όσο κανείς άλλος καλλιτέχνης και τον έχω νιώσει πολλές φορές συνομιλητή εξ αποστάσεως. Τα περισσότερα έργα του είναι α-νόητα (και γι’ αυτό τα νιώθω κοντά στα δικά μου). Τεράστιες κεφάλες και μουτσούνες οι περισσότερες μάλιστα ά-σχημες, σλόγκαν και λογοπαίγνια που γίνονται γλυπτά, αστείρευτο χιούμορ, αγορίστικη και σκανταλιάρικη διάθεση, μια τέχνη που κλείνει το μάτι στη σοβαροφάνεια και επιστημολογία που έχει πλακώσει εδώ και μια οκταετία στο χώρο της σύγχρονης τέχνης και τείνει να την μετατρέψει σε κοινωνιολογικό εργαστήρι. Όλα τα παραπάνω με μια πληθωρική σε όγκο, ποσότητα, κορεσμένα χρώματα κ.λπ., έκφραση που αντιστέκεται σε ένα ρεύμα κατήφειας, επιτηδευμένης εσωστρέφειας και δήθεν λογιοσύνης, που με τη σειρά τους μοιάζουν ως το κύριο ιδίωμα σήμερα. Δεν ξέρεις τι να περιμένεις από τον Καβαλλιεράτο και αυτό είναι αρκετό για να περιμένεις την επόμενη δουλειά του.


Στέλιος Φαϊτάκης

Για το υπερπληθωρικό και υπερφιλόδοξο κατασκεύασμά του που απλώνεται από γκαλερί, σε εκθέσεις, σε ξενοδοχεία, σε μάντρες κ.λπ. Μια εικονογραφία που έχει άμεση επικοινωνία με τον θεατή ανεξαιρέτως των γνώσεών του. Ναι και πάλι ναι, γιατί από πού κι ως πού καταλήξαμε να απαιτούμε από τους θεατές μας να γνωρίζουν την τελευταία δουλειά του Liam Gillick π.χ., ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσουν το έργο μας; Ο Φαϊτάκης, από την άλλη, σαν ethnocultural VJ παραλλάσσει φόρμες γνωστές με τον δικό του κιτς, μπαρόκ εκλεκτικισμό, που πηδάει από τη βυζαντινή αγιογραφία στη βουδιστική εικονογραφία σαν Σαολίν του Άγιου Όρους. Ζητήματα περισσότερο προσωπικά, όπως το πώς το αναρχικό κίνημα και η πολιτική τέχνη του δρόμου μαζί με το απαγορευμένο γκραφίτι τελικά μπορούν να θρέψουν διακόσμηση κεντρικών ξενοδοχείων, πρέπει να απαντηθούν από τον ίδιο, αλλά νομίζω πως τελικά η ρομαντική, σχεδόν εφηβική αφέλεια με την οποία τα αντιπαρέρχεται είναι και η πιο υγιής τοποθέτηση. Ο καιρός άλλωστε θα δείξει προς τα πού θα πάει το έργο του.


Βαγγέλης Γκόκας

Ο Βαγγέλης είναι ο σημαντικότερος κατά τη γνώμη μου σύγχρονος ζωγράφος που έχουμε. Η δουλειά του, παρότι επί χρόνια μπερδεμένη και χαμένη στην αφάνεια, αναδύθηκε εν πλήρει δόξη στην επιφάνεια. Εκεί που όλοι οι υπόλοιποι συνάδελφοι μεταφράζουμε οπτικά τις λεκτικές μας κατασκευές κάνοντας μανιέρα την πρακτική της οικειοποίησης, αρνούμενοι τον κόσμο της εικόνας, με τους χυμούς, τις περιπέτειες, τους λαβυρίνθους της, ο Γκόκας σαν τον Τάνταλο πληρώνει καθημερινά την επιλογή του πλησιάζοντας χωρίς να φτάνει ποτέ ακριβώς τον στόχο του. Έτσι, η δουλειά του, τραυματικά ημιτελής, φέρει πάνω της τα σημάδια της μάχης που όμως δεν γίνονται ποτέ διάκοσμος ή παράσημα. Μέσα από τα γκρίζα, σβησμένα του χρώματα (η αγάπη του για τον Ρίχτερ παραπάνω από έκδηλη, αλλά σύντομα πιστεύω θα μετασχηματιστεί οπτικά) θα λατρέψει τους δικούς του πρωτεϊκούς θεούς («he worships Gods with ashes», όπως λένε και οι στίχοι του The Jeweler).


Κωστής Βελώνης

Άλλη μια ευτυχής ήττα, το συνεχές μυρμήγκιασμα της φόρμας, η γεροντική ανία του Τζεπέτο που πελεκάει το ξύλο και φαντάζεται μορφές. Τι πιο τρυφερό και δονκιχωτικό από το συνεχές καθημερινό κυνήγι των σκουπιδιών στις παρυφές της μητρόπολης στο οποίο ο Βελώνης επιδίδεται. Εκεί που για χρόνια πίστευα πως δεν υπάρχει χώρος για γοτθικούς ρομαντισμούς στην ηλιόλουστη Αθήνα του Καζαντζίδη, αυτός πεισματικά έσκυβε και συνάρμοζε κουρελάκια και ξύλα μαζί με σπασμένα μπιμπελό, φτιάχνοντας μια μοντέρνα αρχαιολογία της μεταπολεμικής νεοελληνικής πραγματικότητας που χάνεται πίσω από την Αττική οδό. Οι δικές του έρημοι είναι τα Σπάτα, η Κάντζα, η Παιανία και όσο αυτές στρώνονται με τετραγωνικά εμπορικών κέντρων και γραφείων τόσο οι στοίβες από τα ξύλα του μου φαντάζουν σαν τη σχεδία του Ζερικώ στον ωκεανό των Κωτσόβολων.


Ντόρα Οικονόμου

Το ξόρκι που τυλίγει και δένει, ο Κατάδεσμος-κατάρα της φόρμας, η μαγική επανάληψη, η έκσταση που αποκαλύπτει με άναρθρο τρόπο. Η Οικονόμου φτιάχνει δικούς της δρόμους που όσο απομακρύνονται από το hype που προκάλεσε η αρχική τους εμφάνιση τόσο περισσότερο γίνονται εσωτερικά, όργανα, στριμμένα άντερα, μπερδεμένες σκέψεις, αδιέξοδα. Μη ιεραρχημένες οπτικοποιήσεις των πλέον εσωτερικών διεργασιών, συμβολισμοί συναισθηματικών εμπλοκών, λόγια που δεν θα σχηματοποιηθούν και συνεπώς δεν θα αρθρωθούν ποτέ. Άλλος ένας πολύπλοκος και προσωπικός μηχανισμός ήττας αντίστοιχος με αυτόν του Βελώνη.


Βασίλης Καρούκ

Ίσως ο πιο σημαντικός — και κατά κάποιον τρόπο τραγικός — καλλιτέχνης που μετέχει αυτής της σκηνής. Με έργο προσωπικό, αμόλυντο, απύθμενα βαθύ ο Καρούκ είναι ένας διάττοντας αστέρας που δεν μπορώ παρά να εύχομαι να σωθεί από την ίδια του την πορεία. Θα μπορούσα να γράψω ένα διήγημα για τον Καρούκ, τόσο με συγκινεί και με υποβάλει η δουλειά και η προσωπικότητά του, τόσο επίσης λυπάμαι που δεν υπάρχει μηχανισμός που θα του επιτρέψει να διασφαλίσει την ατομικότητά του μακριά από τα τετριμμένα κανάλια διακίνησης. Το ιδίωμά του στέκεται ανάμεσα στη ζωγραφική και τη σκηνοθεσία με ισάξιο τρόπο, σαν σε δυο συμπληγάδες έτοιμες ανα πάσα στιγμή να τον συντρίψουν. Τα μέσα που έχει επιλέξει πενιχρά και από καιρό κορεσμένα τον πιέζουν να πάει στα άκρα, να γίνει όλο και περισσότερο εσωτερικός, σε μια εποχή που όλες οι μάχες δίνονται στην επιφάνεια. Σαν άγριο και εξωτικό ζώο που δεν ξέρεις τι να ελπίσεις για την πορεία του, να ζήσει μακριά από τον επίπλαστο μηχανισμό προβολής της τέχνης ή να βγει θριαμβικά στο προσκήνιο και να το δεις να καίγεται από τους προβολείς. Και φυσικά δεν μιλάω μόνο για τον καλλιτέχνη ως προσωπικότητα, αλλά για τη μονάκριβη και εσωτερική του διαδρομή, που όπως και στην περίπτωση του Γκόκα, πρέπει να περάσει απειράριθμες ώρες στο στούντιο, μακριά από σειρήνες, ώστε να ανθίσει.


Βαγγέλης Βλάχος

Καλά κρυμμένος πίσω από το κυνήγι της καριέρας, και τον επαγγελματικό του δρόμο, χωρίς να αφήνει λαβές να τον ψυχολογήσεις, να τον νιώσεις και οικειοποιηθείς, βρίσκεται ο δικός μου Βαγγέλης Βλάχος. Όσο στήνει φράγματα για να απομακρυνθεί από τους «πληβείους»-μη μύστες που τόσο αποστρέφεται, τόσο ταυτίζεται με το πρότυπο του μονομανούς ψυχαναγκαστικού δημιουργού. Και εκεί νομίζω συμβολοποιεί με όλη του την πορεία τη μοναχικότητα της τέχνης στην Ελλάδα. Με την πολύχρονη εργασία του δεν ανατέμνει τα υπολείμματα αστικής αρχαιολογίας, όπως οι νεόκοποι φίλοι του ευαγγελίζονται — τα σχέδια και οι μακέτες των κτιρίων-συμβόλων της πόλης είναι οι φάροι που ο ίδιος μικρός κοίταζε με δέος, το ύψος και το δέος που του προκαλούσαν, τολμώ να πω πως είναι τα στοιχεία που τον μαγνητίζουν. Πάντα συναισθηματικά απών από το έργο του, πάντα απολιτικός, παρόλες τις πολιτικές συνδηλώσεις που όσοι ήθελαν έβλεπαν σε αυτό, ο Βλάχος είναι ίσως ο μόνος και καλύτερος πρωταθλητής, μηχανικός της εξαφάνισης. Αυτό τον κάνει όσο περνούν τα χρόνια όλο και πιο ηρωϊκό στα μάτια μου. Έχω γνωρίσει ασκητές της καριέρας σε άλλους χώρους πλην της τέχνης, που η σκήτη τους είναι ο φορητός τους υπολογιστής και προσευχή τους τα email. Ο Βλάχος είναι ο επαγγελματίας σύγχρονος καλλιτέχνης ή ο σύγχρονος επαγγελματίας, αν προτιμάτε, που η καθημερινή τυπολογία της δουλειάς του γίνεται φόρμα, γίνεται έργο και τελικά η νέα αισθητική τεχνοκρατία. Αυτή η τεχνοκρατία, ως νέο Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών με λαμιναρισμένα γραφεία και κορνιζαρισμένες φαξαρισμένες ντιρεκτίβες, είναι ο πλέον πολύπλοκος νέος κόσμος που περισσότερο λόγω ενστίκτου και φύσης ο Βλάχος εγκολπώνεται, μια Ελλάδα τόσο δική μας όσο η ΔΟΥ ή το ΙΚΑ.


Λουκία Αλαβάνου

Σαν την Οικονόμου η Αλαβάνου δημιουργεί τη δική της φωλιά-παγίδα. Χτισμένη γύρω της την περικλείει και την προστατεύει δημιουργώντας ένα κουκούλι πηχτό συναισθήματος. Ο ζόφος του κόσμου της εύκολα παρερμηνεύεται ως κοριτσίστικος ή απλά γυναικείος με τα φροϋδικά σύμβολα που τον κατοικούν. Όμως το μαύρο σκοτάδι της video-κονσόλας στην οποία εργάζεται πρέπει να είναι πολύ πιο ολοκληρωτικό από ότι τα επιμέρους υλικά που με τόση μαεστρία μοντάρει. Το έργο της θα μπορούσε να το τελειώσει με άνεση ώρες και μέρες νωρίτερα αν αφηνόταν στην ευκολία του μέσου της και, όμως, αυτή επιμένει πυκνώνοντάς το όλο και πιο πολύ, μέχρι τη στιγμή που το ίδιο δεν αντέχει άλλο. Το να επιλέγεις μαξιμαλιστικές εκδοχές της κινούμενης εικόνας την εποχή της κυριαρχίας της σημαίνει ότι πρέπει να έχεις τρομερή περιφρόνηση κινδύνου και η Αλαβάνου θα μπορούσε με ευκολία να επιλέξει το δρόμο της αφαίρεσης στήνοντας όμορφες ιστορίες με ελάχιστα μέσα. Γι’ αυτόν τον λόγο σέβομαι όλο και περισσότερο το έργο της και παρακολουθώ με ενδιαφέρον τις περιπέτειές της.


Στέφανος Τσιβόπουλος

Αν στους παραπάνω η προσωπική ενέργεια γίνεται τελικά όχημα «αυτοκαταστροφής» ή, έστω αυτοπαγίδευσης, με τον έναν ή άλλον τρόπο, ο Τσιβόπουλος, από την άλλη, δείχνει τον δρόμο στους νέους δημιουργούς με έναν τρόπο απόλυτο, συγκεντρωμένο και σαφή. Ο καλύτερος μαθητής της νέας τάξης στον παγκόσμιο αισθητικό χάρτη, ή μάλλον Χάρτα Αισθητικής, αφού μοιάζει να είναι η κυρίαρχη γλώσσα. Η τέχνη του δανείζεται με τον πιο άρτιο τρόπο την τηλεοπτική φόρμα, το ντοκιμαντέρ και τη δραματουργία, δίνοντας «βάθος» και αφηγηματικό περιεχόμενο στο θεατή. Χωρίς κανέναν αυτοσαρκασμό ή διάθεση αυτοαναίρεσης, το έργο του στιβαρό σε μια εποχή που όλα μοιάζουν να καταλύονται εκ των έσω. (Γι’ αυτούς όμως τους λόγους και αποστρέφομαι την στιλπνότητα των μέσων του). Αν ο Βλάχος χάνεται μέσα στο σύστημά του, ο Τσιβόπουλος βρίσκει συνεχώς τον δρόμο του. Ξεκάθαρα πολιτικά ορθός σαν τον Στέλιο Κούλογλου, χρησιμοποιεί όλη την πολιτικοποιημένη καθαρότητα του μέσου για να το αναπαραγάγει. Και το κάνει με θαυμαστό τρόπο. Τα video του στέλνουν αδιάβαστους τους φοιτητές DIY video καλλιτέχνες, αλλά με «τσάμπα» τρόπο, αφού η τεχνογνωσία της τηλεοπτικής γλώσσας είναι εύκολα διαθέσιμη στην αγορά. Η δε θεματολογία του βραχυκυκλώνει σε συνεχή ανάδραση το τηλε-προϊόν βασιζόμενη στην καθαρή HD εικόνα του και στην εγγενή ανακλαστική αντίδραση που προκαλεί στον θεατή όταν το συναντά εκτός πλαισίου, δηλαδή εκτός living room. Εκεί που η Αλαβάνου υφαίνει τους προσωπικούς της ιστούς αράχνης, στους οποίους και πέφτει αιχμάλωτη, ο Τσιβόπουλος εξυφαίνει το πολιτικοφανές άλλοθι που ψάχνουν οι επιμελητές (και τα συμβούλια των μουσείων) για να αποδείξουν την κοινωνική εμπλοκή τους (social engagement).


Αν τονίζω την πρακτική σε βάρος της φόρμας και του έργου το κάνω γιατί δεν πιστεύω πως τα δυο ξεχωρίζουν στο ελάχιστο. Αν η φιλοδοξία γίνεται φόρμα στον Φαϊτάκη, το ίδιο γίνεται από την ανάποδη και στον Βλάχο, και αυτή η βάρβαρη φιλοδοξία είναι που με ενδιαφέρει περισσότερο από οτιδήποτε και μάλιστα όσο πιο άμεσα εκφρασμένη, όπως στην περίπτωση του Καβαλλιεράτου, τόσο καλύτερα. Αν η καταστροφή από την άλλη φαίνεται να είναι γραμμένη στον γενετικό κώδικα του Γκόκα και του Καρούκ, άλλο τόσο είναι και στης/στην Οικονόμου, του/ τον Βελώνη, της/την Αλαβάνου. Αν η φιλοδοξία είναι το όχημα που προκαλεί τόσο ενδιαφέροντα εξωστρεφή και δυνατά έργα όπως των περισσότερων από τους καλλιτέχνες που ανέφερα, άλλο τόσο θα τους τσουρουφλίσει σαν διάπυρος κομήτης όταν προσεγγίσουν και σπάσουν το φράγμα της ευρύτερης αναγνωρισιμότητας. Αυτό το δίπολο εφηβικής φιλοδοξίας και ρομαντικής αυτοκαταστροφής είναι τελικά το δυναμό πίσω από τα έργα των περισσότερων νέων ελλήνων δημιουργών. Για όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, την άγρια και μυωπική προσήλωση σε ένα στόχο που μοιάζει συνέχεια να διαφεύγει, και με την πληθώρα εκφραστικών μέσων που τη χαρακτηρίζει, η ελληνική σκηνή δεν επιδέχεται εύκολη κατηγοριοποίηση. Είναι περισσότερο ορατή από τα έξω παρά όντας μέσα της. Η ζεύξη ετερόκλητων στοιχείων από την ντόπια παράδοση με τα στοιχεία μιας έξωθεν προερχόμενης, άρα και τόσο λαμπερής («κοντινή Αμερική», την είπαν οι Τρύπες) κουλτούρας και όλες οι επώδυνες χημικές ενώσεις που έγιναν ώστε τελικά να ομογενοποιηθεί όλο αυτό σε μια νέα «Amita»-νεοελληνική πραγματικότητα, είναι και τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τόσο τον δημόσιο βίο όσο και την καλλιτεχνική έκφραση στην Ελλάδα.

Πολλούς καλλιτέχνες δεν ανέφερα και που γουστάρω τη δουλειά τους. Από την άλλη, όταν μίλησα πριν από μερικούς μήνες για το έργο μου στο πλαίσιο της έκθεσης σε Ενεστώτα Χρόνο, το πρώτο πράγμα που ξεκαθάρισα είναι πως δεν μπορούμε ως καλλιτέχνες να παραδεχόμαστε όλους τους συναδέλφους μας. Κάποιων το έργο (μερικούς επέλεξα να αναφέρω παραπάνω) δεν γίνεται να το αποδεχτούμε γιατί αυτόματα θα ακυρώναμε τη δική μας γλώσσα, τη δική μας στάση, ενώ άλλων μπορούμε να το δεχτούμε ως μια μη τεμνώμενη /τεμνόμενη με εμάς πρακτική, αναλύοντας παρόλα αυτά τα δομικά της στοιχεία. Κακώς έχει περάσει ένα κλίμα γενικής αλληλοπαραδοχής και καλής γειτονίας. Ο διάλογος δημιουργείται από θέσεις που είναι συχνά αλληλοαποκλειόμενες. Και τελικά, ας σταθούμε ένα βήμα πέρα από τη συχνά χλιαρή θεωρία, προτάσσοντας θαρραλέα και υπογράφοντας το προσωπικό μας ένστικτο και γούστο.