Απόστολος Γεωργίου
Παναγιώτης Λουκάς


Απόστολος Γεωργίου, Χωρίς Τίτλο, 2007, ακρυλικό σε καμβά, 230 × 300 cm. Παραχώρηση των γκαλερί Καλφαγιάν, Αθήνα/Θεσσαλονίκη.


Είπε κάποτε ο Groucho Marx: «What do you get when you cross an insomniac, an agnostic, and a dyslexic? Someone who stays up all night wondering if there is a Dog». Για κάποιον περίεργο λόγο νομίζω ότι αυτή η απάντηση περιγράφει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο τα έργα του Απόστολου Γεωργίου. Αυτό που θυμάμαι από την πρώτη φορά που είδα έργα του είναι η αίσθηση ότι το πραγματικό του ενδιαφέρον είναι το «κενό» ανάμεσα στις φιγούρες του και το δράμα τους. Συνήθως τα έργα του μου θυμίζουν χάρτες, οπότε, με έναν τρόπο, ο Γεωργίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως τοπογράφος του ανθρώπινου στριμώγματος, σαν να μπορούσε ζωγραφίζοντας να μετρήσει την «αγανάκτηση» του μπαμπά, όπως απλώνεται από τον καναπέ στον τοίχο του σαλονιού.

Στην πρώτη του έκθεση στην γκαλερί Καλφαγιάν ο Γεωργίου παρουσιάζει έξι νέα έργα μεγάλου μεγέθους και μία σειρά από 60 περίπου μικρά σχέδια τα οποία μοιάζουν να είναι προτάσεις έργων προς ολοκλήρωση. Σε περιπτώσεις σαν τον Γεωργίου είναι σχεδόν προφανές ότι αυτό που περιμένεις πάντα να αντικρίσεις είναι μάλλον η συνέχεια μιας συζήτησης, παρά κάποια νέα απαστράπτουσα λαμπερή ιδέα. Βλέποντας ξανά τον Γεωργίου είναι σαν να ξαναβλέπεις τον Στρατηγό του Buster Keaton. Η ταινία δεν θα έχει αλλάξει, αλλά — καλώς εχόντων των πραγμάτων — θα έχεις αλλάξει εσύ, και όλος ο μόχθος κάποιου που παλεύει με τον σαρκασμό του σύμπαντος πάνω σ’ ένα τρένο θα έχει αποκτήσει για άλλη μια φορά καινούργιο νόημα. Μέσα σε όλα αυτά, ο Γεωργίου διατηρεί πάντα μια αξιοθαύμαστη οικονομία προς το μέσο του αλλά και ως προς το νόημα που του αποδίδει. Διατηρεί πάντα μια ψυχρή και στεγνή χρωματική γκάμα που θυμίζει τα χρώματα των πρώιμων έγχρωμων εκτυπώσεων στα κόμικ και που μοιάζει να εντείνει την αμηχανία των ηρώων του. Στο πιο χαρακτηριστικό ίσως έργο της έκθεσης δυο άντρες κάθονται σε μία αίθουσα αναμονής (ιατρείου;), ο ένας φοράει γυναικεία ρούχα και παπούτσια και γίνεται αντικείμενο παρατήρησης από τον «κανονικά» ντυμένο στον αντικριστό καναπέ, όπου για άλλη μια φορά η ζωή αποδεικνύεται ασφυχτικά αμήχανη. Ξέρω πολλούς που νιώθουν την ίδια αμηχανία μπροστά στα έργα του. Ίσως γιατί σε μερικούς ανθρώπους λειτουργούν σαν μια δυσάρεστη υπενθύμιση, όπως όταν εκεί που πίνεις αμέριμνος τον καφέ σου συνειδητοποιείς ότι αύριο το πρωί πρέπει να πας στον οδοντίατρο.

Με έναν τρόπο, συνεχίζοντας τον παραλληλισμό με τον κινηματογράφο, τα οικογενειακά δράματα του Γεωργίου θα μπορούσαν να είναι η υπαρξιακή αφετηρία του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη, με τον πρώτο να είναι περισσότερο ένας αρχιτέκτονας της αμηχανίας παρά του θυμού. Ο Γεωργίου παραμένει ένας από τους ελάχιστους ζωγράφους που διατηρούν την ικανότητα να εξιστορούν δίχως να περιγράφουν το προφανές και στο τέλος σε αφήνουν με ένα πικρό μειδίαμα που προδίδει το γεγονός ότι ξέρεις ότι και εσύ κάποτε την πάτησες και τώρα προσπαθείς χαμογελώντας να το κρύψεις. Αλλά πάλι μπορεί ο Γεωργίου να είναι απλώς ένας καλός ζωγράφος που δεν αποδέχεται τον ρόλο του και τίποτα παραπάνω. Σε μια παλιότερη συνέντευξή του στον Χριστόφορο Μαρίνο (Αθηναϊκή Επιθεώρηση Σύγχρονης Tέχνης, τεύχος 11, Μάρτιος 2007, http://www.athensartreview.org/bissues/gr/a-issue11_gr.pdf) έλεγε ότι συνήθιζε να αποφεύγει τις γκαλερί και τα μουσεία, αλλά δεν τον πολυπιστεύω, άλλωστε δεν του χρειάζεται κιόλας. Η συνέπεια όλων αυτών είναι ότι ο ίδιος αποτελεί από μόνος του ένα ξεχωριστό κεφάλαιο πλέον στην σκοτεινή υπόθεση που με λίγη αφέλεια θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ελληνική τέχνη», και εδώ δεν μπορώ παρά να αναπολήσω το ιστορικό τηλεγράφημα του φίλτατου Groucho στο Friar’s Club, λέγοντας: «Please accept my resignation. I don’t want to belong to any club that will accept people like me as a member.»