Denis Savary
Φαίη Τζανετουλάκου


 

Denis Savary, Alma (after Kokoschka), 2007. Παραχώρηση της γκαλερί Xippas, Αθήνα.


Ένα παράξενο συναίσθημα με συνεπήρε καθώς εισήλθα στον εκθεσιακό χώρο της ατομικής έκθεσης του ελβετού καλλιτέχνη και καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών της Λωζάνης, Denis Savary, στην γκαλερί Xippas. Ο χώρος φέρει τον χαρακτήρα ενός ιδιωτικού art salon, όπου μία παρέα σνομπ ακαδημαϊκών προτομών μοιάζει να βρίσκεται σε έντονο διάλογο, μέσα σε ένα εικονοκλαστικό σύμπαν που παραπέμπει στη σαρδόνια σχεδιαστική μανιέρα του άγγλου συμβολιστή Aubrey Beardsley. Σε αυτό το περιβάλλον, το παρελθόν ρευστοποιείται μέσα στο παρόν, καθώς ο χρόνος υφαίνεται ανάμεσα στις απειροελάχιστες διαφοροποιήσεις τους και διαρκεί όσο η ματιά που τις εντοπίζει. Για τον Savary, η ίδια η τέχνη εξελίσσεται εκ νέου μέσα από μία συνεχόμενη, επαναλαμβανόμενη οικειοποίηση.

Ο χρόνος έχει ιδιαίτερη σημασία στο έργο του Savary. Ενυπάρχει στο εδώ και τώρα και ψαύει απαλά την καθημερινότητα. Ταυτόχρονα η μεταχείριση της Ιστορίας της Τέχνης μέσα στο έργο δεν τυγχάνει σεβασμού, με την έννοια ότι βρίθει βαθύτερων νοημάτων, αλλά χρησιμεύει ως μέσο που προμηθεύει τον καλλιτέχνη με ready-mades, που χρησιμοποιούνται για να ξεκινήσει η ροή του νοήματος, ακόμα και ως αστεϊσμοί, ακόμα και σαν ανέκδοτα για την ίδια την Ιστορία της Τέχνης.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η μούσα του Kokoschka, Alma (Mahler), μας προσκαλεί σε ένα παιχνίδι ματαιότητας, να «βρούμε τις διαφορές» δύο σχεδόν πανομοιότυπων μπανάλ μικροαστικών σαλονιών, ενώ τα fake χαρακτικά που αντιγράφουν τον συντοπίτη Felix «Les Nabis» Vallotton, γνωστό και ως «ο καλλιτέχνης που ζωγραφίζει με μοναδικό σκοπό να συλλάβει τη φόρμα και το χρώμα σαν αστυνόμος», διαμορφώνονται ακόμα πιο «στεγνά», με το να μένουν κενά ή να σβήνουν σημεία της ασπρόμαυρης επιφάνειας, τα οποία ενώ θεωρούνταν σημαντικά στην αρχική σύνθεση, τώρα τα κάλυψε μία φρέσκια αύρα υπόκωφης αμφιβολίας. Με αυτόν τον τρόπο, ο χώρος μοιάζει να δημιουργείται από την άρνησή του, όπως η εικόνα που αναγεννιέται μέσα από την απουσία της, όταν το κενό γίνεται το ίδιο το έργο, σαν ένα μεγάλο υφαντό οπτικής ανυπαρξίας, φέρνοντας στον νου έναν σύγχρονο, αποδομημένο, αντεστραμμένο Matisse, και το αδιαφανές μυστήριο που ανέδυαν τα exquisite corpses του Max Ernst. Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο, κοινότοπο και sublime μαζί παίζουν σημαντικό ρόλο στην προσωπική εικονογραφία του καλλιτέχνη και κάθε είδους αναφορά είναι πρόσφορη μόνο όταν δύναται να συνδιαλέγεται με το σήμερα.

Σε αυτό το αειφόρο παρόν, ο Savary, με αρκετή φινέτσα και ιδιαίτερη αφοσίωση, οδηγεί το βλέμμα μας σε επιλεγμένες σκηνές απόλυτης μοναχικότητας, μέσα από πραγματικές στιγμές που συνήθως παραβλέπουμε ή ξεχνάμε, όπως το μελαγχολικό video ενός άδειου χώρου διασκέδασης, που παρουσιάζεται σαν ένα εντυπωσιακό θλιβερό μνημείο της Μεγάλης Ασημαντότητας — η αληθινή σκηνή μιας έρημης ζωής.

Εάν θεωρήσουμε ότι σκοπός του καλλιτέχνη είναι να διεγείρει τη συλλογιστική δυνατότητα του θεατή, και μέσα από την οικονομία των μέσων να τον ωθήσει να εκτιμήσει τη λεπτοφυή αισθητική αντίληψη και την ποιητικότητα που υφέρπει κάτω από την επιφάνεια, τότε μπορούμε να πούμε ότι ο Savary έχει επιτύχει ως προς αυτήν την εικαστική πρόκληση. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στα εξαιρετικά ελάχιστα αλλά πολύ δυναμικά Α4 σχέδια από μολύβι, τα οποία και συμπληρώνουν την αίσθηση ενός συνολικού «gesamkunstwerk» ενός opus έργων, το οποίο προέρχεται από όλες τις παραλλαγές της εικαστικής έκφρασης που απαιτούν διαδραστικότητα και βαθιά συναισθηματική εμπλοκή από την πλευρά του θεατή. Κάθε έργο λειτουργεί σαν ξεχωριστό gestalt ενός παζλ από θραύσματα που διαλέχτηκαν προσεχτικά με το χέρι, στη διάρκεια ενός μακρού ταξιδιού συγκομιδής ιστοριών, με ιδιαίτερη προτίμηση σε εκείνες που, ενώ δεν έχουν σκοπό να διδάξουν την αλήθεια — αν υπάρχει — μας ξυπνούν στιγμιαία τη δυνατότητα να ονειρευόμαστε. Όπως εξάλλου συμβαίνει και με την ίδια τη ζωή κάποιες φορές.

Ένιωσα, και πάλι, ένα περίεργο συναίσθημα όταν άφησα πίσω μου την αίθουσα. Ότι κάπου εκεί, χαμογελώντας, με παρακολουθούσε ο ίδιος ο Denis, σαν ένας πονηρός μαριονετίστας.