Whitney Biennial
Reviewed by Dimitrios Antonitsis
Όταν η Gertrude Vanderbilt Whitney μαχόταν για τη σύγχρονη αμερικανική τέχνη της εποχής της δε φανταζόταν ότι αρκετές δεκαετίες αργότερα η biennale του ομώνυμου μουσείου της θα μοίραζε μπλουζάκια GAP (made in Peru) φιλοτεχνημένα από hot καλλιτέχνες. «Showmanship» είναι η λέξη-κλειδί, και ο ηθικός αυτουργός του concept δεν είναι άλλος από τον Liberace που βασίλευε στις σκηνές των υπερ-ξενοδοχείων του Las Vegas.
Και παρόλο που οι επιμελήτριες, Henriette Huldisch και Shamim Momin, στο εισαγωγικό σημείωμα του καταλόγου επιμένουν ότι «less is more», τόσο το στήσιμο των έργων όσο και οι επιλογές των παράπλευρων χώρων (Armory) και ο χειρισμός τους αποδεικνύουν ότι είναι άριστοι γνώστες των στρατηγικών marketing. Έτσι, ενώ η επιλογή του Armory για τοn χορό-μαραθώνιο Stamina: Gloria et Patria της Agathe Snow ή την performance The Voluptuous Horror of Karen Black της Kembra Pfahler χαιρετίστηκε ως ιδιοφυές τέχνασμα, κατέληξε ως μια άλλη γη της επαγγελίας για ατάλαντους DJs, για τέκνα που επιθυμούν να εκτοξευθούν στον αστερισμό των νεϋορκέζικων γκαλερί και για φύρδην-μίγδην προμηθευτές ecstasy.
Σε γενικές γραμμές η Biennale αποτέλεσε πρόκληση· γι’ αυτό, άλλωστε, οι αριθμοί των παθιασμένων υποστηρικτών της και οι αντίστοιχοι των κατακριτών. Μέχρι σήμερα, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι οι επιλογές των επιμελητών της Biennale του Whitney λειτουργούσαν ως καθοδηγητής του γούστου των συλλεκτών. Φέτος το παιχνίδι αντιστράφηκε. Οι δύο επιμελήτριες έδειχναν να μεθοδεύονται από ιδιώτες συλλέκτες και να προσκυνούν το hot list της αγοράς τέχνης.
Υπήρχαν, ωστόσο, και δουλειές που αντιστέκονταν στον αγοραστικό συρμό. Μία από αυτές ήταν η video-εγκατάσταση Cheese της Mika Rottenberg, που με παραμυθένια μαεστρία μας μεταφέρει σε βουκολικό κοινόβιο από επτά μακρυμαλλούσες Ραπούντζελ, γίδες, κότες και κουνέλια. Πρωταρχική μέριμνά τους η περιποίηση της κόμμης των και η παραγωγή τυριού. Ο τέλειος ύμνος για τη μητρική στοργή αλλά και τη γυναικεία ματαιοδοξία μέσα σ’ ένα λαβύρινθο από παλαιωμένες σανίδες και ξεφλουδισμένα ξυλαράκια.
Ένα άλλο έργο που επίσης ξεχώρισα ήταν το δωμάτιο της Mika Tajima και των New Humans, στο οποίο οι δρόμοι του ήχου (κυρίως κακόφωνου), της γλυπτικής (κυρίως παρδαλής) και της ερωτικής διάδρασης (η Mika και ο Howie είναι ζευγάρι και στη ζωή) περιπλέκονται σε ασυνήθιστους ανισόπεδους κόμβους και δομές. Θυμίζουν τα κρεσέντα του Godard αλλά και τα λεβεντοξεσπάσματα του Ζορμπά (εκσφενδόνιση καρέκλας σε δίσκο με ποτήρια). Εξίσου ελκυστικό ήταν το Letter on the Blind For the Use of Those Who See του Βενεζουελάνου Javier Téllez, ένα film 16 mm με το οποίο ο καλλιτέχνης αποδίδει την ινδική παραβολή του Τυφλού και του Ελέφαντα. Το film παρουσιάζει έξι τυφλούς να αγγίζουν διαφορετικά σημεία του σώματος ενός τεράστιου βασιλικού ελέφαντα και να περιγράφουν τις απτικές τους εμπειρίες. Ο Téllez, έξοχος γνώστης του art therapy, μας μεταθέτει σε χώρους όπου οι αισθήσεις μας ξεγιελιούνται στον χώρο του ανοίκειου.
Τέλος, μία από από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές της έκθεσης ήταν το Night Sky Above New York της Carol Bove. H Bove είχε εκμυστηρευτεί στην Beatrix Ruf, διευθύντρια της Kunsthalle της Ζυρίχης, κάτι πολύ σοφό: «η ιστορία εμπεριέχεται στην ύλη». Για να ορίσει το νυχτερινό τοπίο η καλλιτέχνις χρησιμοποίησε μια βροχή από τετράμετρες μπρούτζινες ακτίνες αναρτημένες με σύρμα από το ταβάνι του μουσείου. Με ένα έξυπνο σχόλιο στον μινιμαλισμό δημιούργησε ένα μνημείο, μια ελεγεία.
Ένα όμως είναι σίγουρο: όταν, το 1970, ο Samuel Beckett τιτλοφορούσε τη δική του ελεγεία Lessness, δεν υποψιαζόταν ότι θα χρησίμευε ως αμπαλάζ για μετριοπαθείς εκθέσεις του τύπου «Less is More» ή «Less is All».