Τέμενος
Γιώργος Καραμανωλάκης



Υπέρτατη φωνή: «Ότι το φως κατά την προβολή πρέπει να ταιριάζει με το μοντάζ. Ότι το μοντάζ μεταμορφώνει το φως … » [i]

Σκάβοντας τον κινηματογράφο στο σημείο του μηδενός, οδεύοντας βαθύτερα μέσα στη λήψη προς το μονό καρέ, το οποίο αποτελεί — συνάμα με το φως και την απουσία αυτού — το σινεμά, μπορεί κανείς να αγγίξει τη σχεδόν μυστικιστική ουσία του Τεμένους του Gregory Markopoulos.

Το 1992 ο Markopoulos ολοκλήρωσε τους είκοσι δύο κύκλους του έργου Ενιαίος, μέρη του υλικού που χρησιμοποιήθηκαν για την αποπεράτωσή του είχαν ήδη προβληθεί από τον ίδιο στην «ιδανική τοποθεσία», όπως την ονομάζει, Τέμενος, κοντά στην Λυσσαρέα της Αρκαδίας, κάθε χρόνο, καθόλη τη δεκαετία του 1980. Το 2004 και το 2008 το Τέμενος Association, που διαφυλάσσει το έργο του Markopoulos, με την καθοδήγηση του Robert Beavers, επιστρέφει τον Ενιαίο στην Αρκαδία, με στόχο να προβάλει κάθε τέσσερα χρόνια ενότητες του έργου, ξαναζωντανεύοντας έτσι το όραμά του και δίνοντας την ευκαιρία σε ένα νέο κοινό να γνωρίσει από κοντά και υπό τις ιδανικές συνθήκες το έργο του Markopoulos.

Οι είκοσι δύο κύκλοι του έργου Ενιαίος συμπεριλαμβάνουν πάνω από 80 ώρες υλικού και δημιουργούν στην ένωσή τους ένα σώμα, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει τόσο ως μία ενιαία οντότητα όσο και διαμέσω των επιμέρους κομματιών του. Ο θεατής του Τεμένους δεν είναι απαραίτητο να παρακολουθήσει αθροιστικά και τους 22 κύκλους του Ενιαίου, μιας και η ουσία αυτού είναι παρούσα και στην ολότητα του έργου, μα και στα επιμέρους κομμάτια του.

Ο Markopoulos, όπως ο ίδιος αναφέρει, επηρεάστηκε νωρίς από την έννοια του χάους και από το άμορφο κενό, το οποίο ανάγεται διαμέσω της μυθολογίας στη νύχτα και το σκότος, μέσα από τα οποία ξεπήδησε το Φως. Ενσωμάτωσε εντός της φιλμικής του γλώσσας τα λευκά και μαύρα καρέ, στους χρωματισμούς που έκρινε απαραίτητους για το εκάστοτε film. Ο Markopoulos προτείνει μία φιλμική γλώσσα, η οποία χαρακτηρίζεται από μικρές φράσεις που εναλλάσσονται, επαναλαμβάνονται, όπως οι μουσικές φράσεις. Όταν μιλά για καρέ εννοεί το μονό καρέ και όταν μιλά για ομάδες καρέ εννοεί δύο, τρία ή περισσότερα καρέ. Πολλές φορές αυτά χρησιμοποιούνται σαν μία παραφωνία, διαταράσσοντας το σύνολο, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη μουσική. Ο ρυθμός που επιβάλλει στο έργο του, η χρήση κενών καρέ, λευκών και μαύρων, και η μουσικότητα, που τόσο έντονα χαρακτηρίζουν τη δουλειά του, τον καθιστούν έναν πρωτοπόρο του κινηματογράφου. Χρησιμοποιεί τις εικόνες σαν λέξεις και υφαίνει με αυτές την φιλμική του γλώσσα.

Η επιρροή του Marcel Proust, του Mayakovsky και του Rilke έχει αφήσει εμφανή τα σημάδια της στην τέχνη του. «Η λέξη πάνω στο χαρτί διαβάζεται και μπορεί να γίνει κατανοητή αλλά η εικόνα ως λέξη, ή παρομοίως ιδωμένη πάνω στην οθόνη, δεν γίνεται κατανοητή» [ii]. Ο Markopoulos γνωρίζει ότι οι εικόνες είναι κενές, όπως ακριβώς ο Stéphane Mallarmé ανακαλύπτει ότι οι λέξεις είναι κενές. Το νόημά τους, η διαύγειά τους, βρίσκονται στη φαντασία των παρατηρητών και όχι στις προθέσεις των δημιουργών, όσο ξεκάθαρες και αν είναι αυτές. «Η ερμηνεία δεν είναι απαραίτητη, γιατί η ερμηνεία είναι πάντοτε σε διαρκή μεταβολή, ενώ τα έργα παραμένουν πάντοτε απαράλλαχτα» [iii]. Δεν ζητά από τον θεατή να πιστέψει σε αυτό που του λέει, απλά τον ωθεί να πιστέψει στην ίδια του τη φαντασία, να αμφισβητήσει, να ερευνήσει. Οι ταινίες του, όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος τονίζει, θα παραμείνουν αιώνιες και απαράλλαχτες, αντιθέτως, η ερμηνεία τους θα μεταλλάσσεται αέναα.

«Στο σινεμά, στο σινεμά ως σινεμά, στο δημιουργικό σινεμά; δεν υπάρχει εκούσια απόπειρα για έρευνα: όπως δεν υπάρχει ποτέ εκούσια προσπάθεια για πειραματισμό. Το σημείο, η στιγμή, η σκέψη που ενέχεται είναι οξύτατη. Και μπορεί να την φτάσει κανείς μόνο μέσω της συνεχούς δημιουργίας του ενός έργου μετά το άλλο. Μέσα από πολλές στιγμές αποφάσεων και αναποφασιστικότητας» [iv]. Αυτό το σημείο, η στιγμή στην οποία αναφέρεται ο Markopoulos, το συνεχές έργο, αγγίζουν το σημείο του μηδενός, στο οποίο έφτασε ο Mallarmé μέσω της συνεχούς ενασχόλησής του με τον στίχο, διαπιστώνοντας ότι οι λέξεις είναι κενές και έτεινε προς το να χρησιμοποιήσει, να ενσωματώσει εντός της ποίησής του το κενό της ίδιας της σελίδας που φιλοξενεί τους στίχους του. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Markopoulos, μετά από την χρήση χιλιάδων ποδιών film, έφτασε στο σημείο όπου ενσωμάτωσε εντός της κινηματογραφικής του γλώσσας το μαύρο κενό, την απουσία προβολής. Το κενό, που δεν έπαψε κάθε φορά, όπως ακριβώς και στην ποίηση, να προκαλεί άλλα συναισθήματα, να σηματοδοτεί ποικίλες καταστάσεις. Κάποιες φορές αγχωτικό, να εγκλωβίζει τον θεατή μέσα στη συνεχώς ρυθμική διαδοχή του με τα ορατά καρέ, και άλλες φορές λυτρωτικό σαν κάθαρση, διασπώντας το ζυγό που ο φιλμικός ρυθμός επιβάλλει. Κάποιες φορές να γίνεται ένα με τη νύχτα του Τεμένους της Αρκαδίας και τη σιωπή και άλλες φορές προάγγελος του φωτός που ακολουθεί.

«Πώς η φαντασία του κινηματογραφιστή απελευθερώνει τη χρήση των καρέ; Τον αριθμό των καρέ που χρησιμοποιούνται, πώς τα καφέ μαύρα και άσπρα μήκη φτάνουν στη φαντασία του θεατή;» [v] Και ήταν πολλές οι φορές που ο Markopoulos έσκυψε πάνω από τις λωρίδες του film και αναρωτήθηκε πώς αυτό το κενό θα φτάσει στο θεατή και πώς αυτός θα το αποκωδικοποιήσει. Ποιο θα είναι το κατάλληλο μήκος του κενού και πού ακριβώς θα τοποθετηθεί αυτό, έτσι ώστε να λειτουργήσει αρμονικά μέσα στη σύνθεση. Παρατηρώντας κανείς τη χρήση αυτού του κενού στον Ενιαίο, συνεχίζει να βλέπει, όχι με τα μάτια αλλά υποσυνείδητα, το καρέ που προηγήθηκε του κενού να επανεμφανίζεται μέσα στη νύχτα, σα να μην χάθηκε ποτέ, σαν το κενό να βαδίζει δίπλα, να συμπορεύεται με την εικόνα που χάθηκε μέσα στη νύχτα, σα μία ανάμνηση, σαν τη στιγμή του κινδύνου, που έσβησε αλλά παρ’ όλα αυτά πλανάται ακόμα στον αιθέρα.

«Αξία. Είναι η ξαφνική εμφάνιση του ελαφιού που περνάει βιαστικά. Από κοντά. Έτσι κι αλλιώς, Εξακοντιζόμενο ανάμεσα στα δέντρα με απίστευτη ταχύτητα. Η ορατή ταχύτητα ισούται με τα αόρατα μήκη. Η ορατή ταχύτητα ισούται με τα μετρηθέντα μήκη μαύρης εικόνας». [vi] Εξακοντιζόμενοι μέσα στη νύχτα. Η μόνη αλήθεια της νύχτας, το ότι θα την διαδεχτεί η μέρα. Είναι άραγε το κενό του Markopoulos και του Mallarmé η απουσία; Μία απουσία την οποία ο Mallarmé ήθελε και ήλπιζε να καταστήσει καθαρή. Σύμφωνα με τον Maurice Blanchot, [vii] η νύχτα δεν αντιτίθεται στη μέρα με τη σιωπή, δεν είναι το τέλος κάθε προορισμού. Τη νύχτα η σιωπή είναι λόγος και δεν υπάρχει «κατάπαυση των προορισμών». Κατά τον ίδιο τρόπο, τα μετρηθέντα μήκη μαύρης και λευκής εικόνας, σύμφωνα με ένα απόσπασμα που αναφέρει ο Markopoulos από την Ποιμενική Συμφωνία του Gide, δεν είναι απόλυτο κενό: «Φαντάσου το λευκό σαν κάτι απόλυτα αγνό, κάτι στο οποίο το χρώμα δεν υπάρχει πλέον αλλά μόνο το φως. Και αντίθετα το μαύρο σαν κάτι τόσο γεμάτο από χρώμα που έχει γίνει σκοτεινό». [viii]

Όπως ακριβώς στην ποίηση του Mallarmé η απουσία είναι συνδεδεμένη με τον αιφνίδιο χαρακτήρα που έχει η στιγμή, έτσι και στο έργο του Markopoulos όλα εμφανίζονται μπροστά στον θεατή τη στιγμή που όλα πέφτουν στο κενό και αντηχούν τον συνεχή ψίθυρο της νύχτας. Προς στιγμήν η απουσία συνιστά καθαρή παρουσία, όπως ακριβώς κατά τους ορφικούς η μαυροφτέρουγη Νύχτα, η θεά ζευγαρώνει με τον άνεμο και ο καρπός του έρωτά τους θέτει σε κίνηση το σύμπαν. Το μαύρο, άσπρο κενό, που πολλές φορές κατά τη διάρκεια της προβολής μπορεί να διαρκέσει ως και δύο λεπτά, ξεκουράζει το θεατή και αυτός βιώνει ευκολότερα το οπτικό και ψυχολογικό αντίκτυπο των εικόνων που έχουν προηγηθεί. Όλα ζωντανεύουν διαμέσω της απουσίας τους, διαμέσω της ανάμνησης. Ο Markopoulos αναφέρει: «Το παρόν και το παρελθόν τη στιγμή που θα το σκεφτούμε αυτόματα δεν υπάρχει, έχουμε αναλωθεί από το διαρκές σταθερό μέλλον. Ποιητές και ζωγράφοι όπως ο Βαλερί, ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Έμερσον, ο Καραβάτζιο, ο Ματιέ, ο ντε Κίρικο, ο Ζιντ, ο Προυστ είχαν βυθιστεί σ’ αυτό» [ix].

Διαμέσω αυτής της σταθερής διαγραφής επανέρχονται μνήμες-εικόνες από στιγμές, που όταν διαδραματίστηκαν ζωντανά μπροστά στα μάτια μας δεν τις θεωρήσαμε σημαντικές, δεν τις κρίναμε, ταξινομώντας τες σαν γεγονότα μέσα στο μυαλό μας. Όχι, ο Μαρκόπουλος δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με τα πλάνα του, ούτε να αναπαραστήσει γεγονότα, αποκόπτει στιγμές και κρατά εικόνες απ’ όλες αυτές τις μνήμες, που ενώ αντικειμενικά έρχονται από το παρελθόν, ατενίζουν το μέλλον πιο ζωντανές από ποτέ. Όπως ο Προυστ[x] αναρωτιέται στις σελίδες του Ημέρες Ανάγνωσης για το τι κάνουν άραγε όλα αυτά τα πρόσωπα των βιβλίων που τόσο αγάπησε και για το πού να βρίσκονται τώρα, έτσι και τα πρόσωπα που περνούν μέσα από το φιλμ του Μαρκόπουλος σε κάνουν αρχικά να αναρωτηθείς για το ποιοι είναι όλοι αυτοί και για το πού να είναι τώρα. Παρ’ όλα αυτά, εν συνεχεία, καθώς βυθίζεται κανείς βαθύτερα μέσα στη φιλμική γλώσσα του αντιλαμβάνεται, μάλλον καλύτερα νιώθει, χωρίς τη χρήση διανοητικής ενέργειας, ότι όλα αυτά τα πρόσωπα τού είναι κατά κάποιο μυστήριο τρόπο οικεία, τα γνωρίζει, είναι δικοί του άνθρωποι. Είναι η υφή από τα ρούχα, το γκρι μανίκι από το κουστούμι, το φως, κομμάτια από προσωπικές μνήμες που ξεχάστηκαν αλλά θα υπάρχουν για πάντα μέσα μας. Και είναι τόσο ανοιχτό το έργο, που απευθύνεται στον καθένα προσωπικά, αναδομεί και αποδομεί μέρη από τη μνήμη μας, η οποία, ενώ αποτελείται από το παρελθόν, είναι ταυτόχρονα αυτή που χτίζει το μέλλον.

Η οπτική γλώσσα του Gregory Markopoulos απορρίπτει την κλασική γραμμική αφήγηση, ξεφεύγει από τα δεσμά της και αρθρώνεται επί οπτικών ερεθισμάτων. Το μονό καρέ, που περνά με ιλιγγιώδη ταχύτητα μπροστά από τα μάτια μας, είναι ικανό να λειτουργήσει σα σκανδάλη και πυροδοτεί την έκρηξη που θέτει σε κίνηση έναν ολόκληρο κόσμο. Η αφήγηση δεν έχει τη δυνατότητα να ανασύρει από το παρελθόν όλο αυτόν τον κόσμο, ούτε και να αρθρωθεί πάνω σε αυτήν την κίνηση της καταβύθισης στο παρελθόν. Η Λητώ Ιωακειμίδου, στην ελληνική έκδοση των Αποσπασμάτων του Ζαν Σαντεΐγ του Proust, παραθέτει τα εξής: «Η συμβατική μνήμη κατά τον Προυστ αγνοεί τις αισθήσεις, εδώ ένα οπτικό ερέθισμα που θα μπορούσε να περάσει και απαρατήρητο φέρει στο φως ένα ολόκληρο κόσμο, γιατί τον εμπεριείχε ήδη. Το ερέθισμα είναι απότομο, αναπάντεχο, συντομότατο όσο ένας αντικατοπτρισμός, ταράζει όμως συθέμελα. Το παρελθόν που ανασύρεται είναι σαν ένας νέος ανεξερεύνητος κόσμος». [xi] Αυτό το απότομο ερέθισμα είναι το καρέ του Markopoulos. Πολλές φορές θα περάσει απαρατήρητο για το θεατή λόγω του καταιγιστικού ρυθμού, όμως κάποια από αυτά τα καρέ θα προσληφθούν και μέσα στη στιγμιαία εμφάνισή τους θα θέσουν σε κίνηση όλο το έργο και θα φέρουν στην επιφάνεια ένα παρελθόν «ασύλληπτης διαστάσεως για τις πεπερασμένες δυνατότητες της επίσημης συμβατικής μνήμης».

Και είναι τόσο ανοιχτό το έργο, που δέχεται να ντυθεί με τον ήχο της νύχτας, μιας και ο ήχος που έχει είναι αυτός που δημιουργείται από τον φιλμικό ρυθμό, που συνεχώς μεταλλάσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια προβολής. Η προσήλωση σε αυτό από το θεατή περνά σε δεύτερη μοίρα, θα έλεγε κανείς πως, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί την ταινία, ασυναίσθητα μπαίνει σε μία διαδικασία εσωτερικής ενδοσκόπησης, σε μία κατάσταση ανοιχτού διαλόγου μεταξύ έργου και του εσωτερικού του κόσμου. Και είναι τόσο ανοιχτό το έργο, που συμπεριλαμβάνει ως αναπόσπαστο κομμάτι του το ταξίδι που θα κάνει ο θεατής από τον τόπο του προς το χώρο του Τεμένους της Αρκαδίας. Τα ορεινά χωρία που θα προσπεράσει, τα πρόσωπα που θα συναντήσει, οι κεραμιδένιες στέγες των σπιτιών της Αρκαδίας, η Ελλάδα του Gregory Markopoulos, αναπόσπαστο κομμάτι του Ενιαίου. Χωρίς ποτέ να αγγίζει το σημείο της γραφικότητας, όλα αυτά εξυμνούνται, όλα αυτά στη μέγιστη ανθρώπινη απλότητά τους είναι ο Ενιαίος.

Και εδώ θα σταθούμε στην περίπτωση του Marcel Proust, που αποτελεί μία από τις επιρροές του Μαρκόπουλος. Όπως παραθέτει ο Malkolm Bowie: «η γραφή του Μ. Προυστ χαρακτηρίζεται από την τάση που έχει να γίνεται συχνά ζωηρή, νευρώδης, αιχμηρή, λακωνικά ευσύνοπτη, ποιητικά πυκνή. Και θα ήταν στ’ αλήθεια κρίμα αν τούτες οι αρετές παρέμεναν στο σκοτάδι». [xii] Κατά τον Bowie, δεν θα πρέπει να αναλωθούμε μόνο στην έκταση του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Proust, αλλά πρέπει να εστιάσουμε και στο μικρόκοσμο του έργου. Οι ποιότητες που χαρακτηρίζουν το έργο του Proust έχουν πολλά κοινά σημεία με το έργο Ενιαίος του Markopoulos. Όπως και το Αναζητώντας, έτσι και το Ενιαίος καταλαμβάνει μία τρομακτικά μεγάλη έκταση, παρ’ όλα αυτά ο επίδοξος ερευνητής θα πρέπει να εμβαθύνει και στα επιμέρους στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο. Προσπερνώντας αυτές τις ιδιαιτερότητες του έργου, εγκυμονεί ο κίνδυνος να χαθούν κάποια πολύ σημαντικά στοιχεία, όπως η αίσθηση «εναλλαγής ρυθμών και συγκοπών», στοιχεία πολύ σημαντικά, μια και στην προκειμένη περίπτωση ο ρυθμός, οι παύσεις και οι παραφωνίες συνθέτουν το σώμα του έργου και αποτελούν σημαντικό κομμάτι του, αν όχι βάση του. Όπως και στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, έτσι και στον Ενιαίο, ο ρυθμός έχει πολύ μεγάλη σημασία.

Το έργο του Markopoulos λειτουργεί μέσω του ρυθμού και της μουσικότητας, μέσω αυτών των χαρακτηριστικών διακρίνεται από αμεσότητα και δημιουργεί καταστάσεις χωρίς την ανάγκη χρήσης διανοητικής ενέργειας από την πλευρά του θεατή, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη μουσική. «Η μόνη παράδοση. Το Τέμενος.» Η Ηχητικότητα. Ο ακουσμένος ανήκουστος ήχος εντός του χώρου, ηχητικότητα». [xiii] Κατά τη διάρκεια της προβολής του Ενιαίου στο Τέμενος της Αρκαδίας, ο θεατής από πολύ νωρίς αντιλαμβάνεται την έλλειψη ήχου. Εν συνεχεία, καθώς «τρέχει» η προβολή, αυτή η απουσία επικαλύπτεται, μια και το montage της ταινίας είναι αρκετό για να καταστήσει αυτή την απουσία αόρατη. Ο ρυθμός του montage είναι αυτός που γεμίζει το ηχητικό κενό και παράγει έναν διάφανο ήχο. Ο ρυθμός οδηγεί και παρέχει στο έργο το χαρακτηριστικό της αμεσότητας, όλα παίρνουν μία πολύ φυσική τροπή, το έργο έρχεται τόσο φυσικά στον θεατή, όπως ακριβώς και η ίδια η φυσική λειτουργία της αναπνοής. Ένα επίτευγμα που μόνο η μουσική έχει τη δυνατότητα να μας χαρίσει. Ένα χαρακτηριστικό που το συναντά κανείς όχι μόνο στους ρυθμούς με τους οποίους πυκνώνουν και διασκορπίζονται οι λεπτομέρειες μέσα στο κείμενο του Proust, αλλά και στην ποίηση του Mallarmé. Όπως παραθέτει ο ΚΔ Γεωργούλης στο Ποίηση και Μουσική: «Το αίτημα που θεωρεί χρέος του να πραγματοποιήσει ο ποιητής είναι η παραγωγή συγκινησιακών καταστάσεων που έχουν χαρακτηριστικά ανάλογα με τις συγκινήσεις που δημιουργούνται από τη μουσική». [xiv] Οι ιδέες δεν έχουν το χαρακτηριστικό της αμεσότητας που έχει η μουσική, χρειάζονται να αναλυθούν και πολλές φορές τείνουν να καθοδηγούν τον αναγνώστη-θεατή του έργου προς μία συγκεκριμένη νοηματοδότηση-κατεύθυνση. Ο Mallarmé υποστήριζε χαρακτηριστικά ότι, για να αρτιωθεί η ποιητική σύνδεση, δύο είναι τα στοιχεία, η μουσικότητα και η υποβλητικότητα. Όχι, ο Ενιαίος δεν είναι ποίηση, αλλά αυτά τα στοιχεία είναι διάσπαρτα παντού εντός του.

Το έργο δεν απαιτεί, το έργο είναι. Το έργο δεν ζητά από το θεατή, όχι στην ολοκληρωτική συγκέντρωση, όχι στην υποχρεωτική νοηματοδότηση. Το έργο βρίσκεται κάπου στο μεταβατικό σημείο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, είναι στα όρια της ψευδαίσθησης και της πραγματικότητας. Είναι εκεί που έρχεται, μέσω της αρρώστιας του ασθενή που επισκέπτεται το αρχαίο Τέμενος, η ώρα των παραισθήσεων. Είναι εκεί που το παρόν και το παρελθόν είναι ήδη μέλλον, που συναντά κανείς το πνεύμα του κινηματογραφιστή Gregory Markopoulos.


Βιβλιογραφία

Bowie Malcolm, Ο Προύστ και η τέχνη της βραχύτητας, μτφρ.: Ιωάννα Ναούμ.
Gregory J. Markopoulos, Βουστοφήδου και Άλλα Γραπτά, μτφρ.: Ν. Χασιώτη, Άγρα, 2004.
Marcel Proust, Ζαν Σαντεΐγ, επιλ.-μτφρ.-σχόλ.: Λητώ Ιωακειμίδου, Γαβριηλίδης, 2000.
Marcel Proust, Ημέρες Ανάγνωσης: Δυο ομότιτλα κείμενα, εισ.-μτφρ.-σημ.: Μήνα Πατεράκη-Γαρέφες.
Maurice Blanchot, Ο Χώρος της Λογοτεχνίας, εισ.-μτφρ.: Δημήτρης Δημητριάδης, Εξάντας-Νήματα, 1970.
Stéphane Mallarmé, Ποίηση και Μουσική, επιμ.: Αλέξης Ζήρας, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 1999.
Τέμενος 2004, μτφρ.: Ν. Χασιώτη, επιμέλεια-παραγωγή: εκδόσεις Άγρα, Temenos Inc 2004.
Τέμενος 2008, μτφρ.: Ν. Χασιώτη, επιμέλεια-παραγωγή: εκδόσεις Άγρα, Temenos Inc 2008.


[i] Τέμενος 2004, μτφρ.: Νατάσσα Χασιώτη, επιμέλεια-παραγωγή: εκδόσεις Άγρα, Temenos Inc 2004, σ. 13.
[ii] Gregory J. Markopoulos, Βουστοφήδου και Άλλα Γραπτά, μτφρ.: Ν. Χασιώτη, Άγρα, 2004, σ. 145.
[iii] Ό.π., σ. 266.
[iv] Ό.π., σ. 253.
[v] Ό.π., σ. 315.
[vi] Τέμενος 2004, ό.π.
[vii] Maurice Blanchot, Ο Χώρος της Λογοτεχνίας, εισ.-μτφρ.: Δ. Δημητριάδης, Εξάντας-Νήματα, 1970, σ. 219.
[viii] Βουστροφήδου και Άλλα Γραπτά, ό.π., σ. 145
[ix] Τέμενος 2008, μτφρ.: Ν. Χασιώτη, επιμέλεια-παραγωγή: εκδόσεις Άγρα, Temenos Inc 2008, σ. 4.
[x] Marcel Proust, Ημέρες Ανάγνωσης: Δυο ομότιτλα κείμενα, εισ.-μτφρ.-σημ.: Μήνα Πατεράκη-Γαρέφες, σ. 39.
[xi] Marcel Proust, Ζαν Σαντεΐγ, επιλ.-μτφρ.-σχόλ.: Λητώ Ιωακειμίδου, Γαβριηλίδης, 2000, σ. 11.
[xii] Bowie Malcolm, Ο Προύστ και η τέχνη της βραχύτητας, μτφρ. Ιωάννα Ναούμ.
[xiii] Τέμενος 2004, ό.π., σ. 13.
[xiv] Stéphane Mallarmé, Ποίηση και Μουσική, επιμ.: Αλέξης Ζήρας, Γαβριηλίδης, 1999, σ. 17.