Μια συζήτηση με την Διοχάντη
Μπία Παπαδοπούλου
Aπό τους πρώτους καλλιτέχνες στην Ελλάδα που αντιμετώπισαν τον πραγματικό χώρο ως εννοιολογικό δεδομένο και δημιούργησαν in situ εγκαταστάσεις και περιβάλλοντα, η Διοχάντη μας μιλάει για το έργο της.
Μπία Παπαδοπούλου: Σπούδασες στην Αθήνα και στη Ρώμη. Πώς ήταν το κλίμα και ποιές οι προσλαμβάνουσες στην ΑΣΚΤ σε σχέση με τις ξένες σχολές;
Διοχάντη: Ο πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο ζωγράφος Πάνος Σαραφιανός. Για έναν χρόνο παρακολούθησα ζωγραφική στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και μετά συνέχισα τις σπουδές μου στη Ρώμη. Εκεί σπούδασα ζωγραφική και χαρακτική στην Accademia di Belle Arti και αποφοίτησα τον Σεπτέμβριο του 1967. Εκείνα τα χρόνια στην ΑΣΚΤ της Αθήνας η σπουδή του σχεδίου, του χρώματος και της σύνθεσης βασιζόταν κυρίως στο μοντέλο, στο ανθρώπινο σώμα. Στην Accademia di Belle Arti της Ρώμης τo μοντέλο πόζαρε στο εργαστήριο καθημερινά αλλά ο σπουδαστής δημιουργούσε ελεύθερα. Μέσα σε αυτό το κλίμα σταδιακά και με πολλή δουλειά έφτασα σε μια αφηρημένη ζωγραφική έκφραση.
ΜΠ: Φοιτήτρια στο εξωτερικό, η πρώτη σου ατομική έκθεση;
Δ: Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου οι δάσκαλοι μου στη ζωγραφική Luigi Montanarini και Sandro Trotti, με δική τους πρωτοβουλία, πρότειναν τη δουλειά μου στην Galleria Arflex και έτσι πραγματοποίησα την πρώτη μου ατομική έκθεση στη Ρώμη, τον Μάιο του 1967.
ΜΠ: Τι έργα παρουσίασες;
Δ: Παρουσίασα αφηρημένα ζωγραφικά έργα με διαφορετικές διαστάσεις και με την ίδια τεχνική. Τελάρα με μουσαμά, μαύρο ματ πλαστικό χρώμα, μαύρη γυαλιστερή λαδομπογιά, μαύρη άμμος κ.ά. Τον Ιανουάριο του 1968 έδειξα την ίδια δουλειά στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών Ηilton, στην πρώτη μου ατομική έκθεση στην Αθήνα.
ΜΠ: Πώς οδηγήθηκες στη γλώσσα της γεωμετρίας;
Δ: Από τα πρώτα έργα η πρόθεση μου ήταν να υιοθετήσω ένα λεξιλόγιο λιτό και αυστηρό. Στα μαύρα μονοχρωματικά έργα με την αφηρημένη ζωγραφική, κάποια στιγμή άρχισα να χρησιμοποιώ και γεωμετρικά σχήματα. Στη συνέχεια, για αρκετά χρόνια, ασχολήθηκα με τις σχέσεις γεωμετρίας και χώρου.
ΜΠ: Και η έννοια της διαδοχής;
Δ: Από την εποχή των σπουδών μου ένιωσα την ανάγκη να αποδεσμευτώ από τα όρια του τελάρου σαν δεδομένο χώρο. Xρησιμοποιώντας περισσότερα τελάρα και τοποθετώντας το ένα δίπλα στο άλλο δημιουργούσα μια σύνθεση που λειτουργούσε σαν μια διήγηση εξελισσόμενη μέσα στον χώρο. Από τότε και μέχρι σήμερα με ενδιαφέρει αυτή η συνέχεια της διήγησης είτε είναι ζωγραφική σε τελάρα, σχέδια σε χαρτί, είτε είναι η συνέχεια μιας πορείας μέσα στο χώρο με ζωγραφικά και γλυπτικά στοιχεία.
ΜΠ: Το 1970 και 1971 δημιουργείς περιβάλλοντα με ζωγραφικούς πίνακες, κάτι εντελώς ασυνήθιστο για την εποχή.
Δ: Tον Δεκέμβριο του 1970 στην Galleria AL 2 στη Ρώμη και τον Απρίλιο τοu 1971 στην Γκαλερί Άστορ στην Αθήνα παρουσίασα τις πρώτες μου Εγκαταστάσεις στο Χώρο / Περιβάλλοντα. Δύο διαφορετικά περιβάλλοντα βασισμένα στην ίδια ιδέα αντίληψης του δεδομένου χώρου. Ζωγραφικές συνθέσεις με γεωμετρικά σχήματα και ακρυλικά χρώματα σε τελάρα με μουσαμά απλώνονταν μέσα στον χώρο καλύπτοντας τμήματα των τοίχων, του δαπέδου και της οροφής. Από τότε η έρευνά μου βασίζεται συστηματικά στην αναδημιουργία του περιβάλλοντος μέσα από τις σχέσεις χώρου-χρόνου.
ΜΠ: Τι σε ώθησε να ξαναρχίσεις σπουδές μετά από αυτήν την επαγγελματική δραστηριότητα;
Δ: Σε εκείνη τη φάση της δουλειάς μου αποφάσισα να μελετήσω βαθύτερα τις σχέσεις αρχιτεκτονικής και τέχνης. Έτσι τo 1974, για ένα χρόνο, παρακολούθησα μαθήματα αρχιτεκτονικής στο Polytechnic of Central London.
ΜΠ: Με την επιστροφή σου στην Ελλάδα, πραγματοποιείς το 1976 ατομική έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης Δεσμός επεμβαίνοντας στον πραγματικό χώρο και μεταμορφώνοντας αρχιτεκτονικά την γκαλερί. Μπορείς να μας μιλήσεις λίγο για το συγκεκριμένο project;
Δ: Στον ισόγειο χώρο, στους λευκούς τοίχους τοποθέτησα στη σειρά λευκά χαρτόνια με τρεις ζωγραφικές συνθέσεις κατά διαστήματα. Στον υπόγειο χώρο, αφού είχα μελετήσει την αρχιτεκτονική του κτιρίου, κατασκεύασα από ξύλο ένα νέο μαύρο δωμάτιο όπου μέσα σε αυτό τοποθέτησα μαύρα χαρτόνια με μια ζωγραφική σύνθεση. Στους δύο χώρους συνυπήρχαν η αρχιτεκτονική δομή, η συλλειτουργία όγκων και περιβάλλοντος και η γεωμετρική προοπτική σχηματικών διαδοχών. Η ζωγραφική συμμετείχε στη διατύπωση των εννοιών και η συμβολή του ατέρμονος στην αυτοεξέλιξη του περιβάλλοντος.
ΜΠ: Ο ρόλος του φωτός στο έργο σου;
Δ: Το φως είναι πάντα κυρίαρχο στοιχείο της σύνθεσης και της δουλειάς μου και το χρησιμοποιώ με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τις ανάγκες του έργου.
ΜΠ: Συμμετέχεις το 1978 στην ομαδική έκθεση της Έφης Στρούζα Avanguardia e Sperimentazione στη Μόντενα και στη Βενετία. Ενώ είναι η ίδια έκθεση που ταξιδεύει, εσύ δημιουργείς δυο διαφορετικά έργα. Γιατί;
Δ: Γιατί δημιουργώ το κάθε έργο ειδικά για τον δεδομένο χώρο και την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Στη Μόντενα, o εκθεσιακός χώρος γινόταν μέρος του έργου καθώς πάνω στον τοίχο του οι ζωγραφισμένες επιφάνειες, κομμένες σε προοπτικά σχήματα, δημιουργούσαν νέους χώρους. Μετά από έναν μήνα, παρουσίασα τρισδιάστατα στοιχεία μέσα στο εντυπωσιακό κτίριο Magazzini del Sale στη Βενετία. Μια σύνθεση βασισμένη στη γεωμετρική προοπτική με μαύρα μεταλλικά τελάρα στη σειρά τα οποία, ενώ ήταν στημένα στη μέση του χώρου, δεν τον διέκοπταν.
ΜΠ: Τότε πραγματοποιείς τη μετάβαση από τις ζωγραφικές στις γλυπτικές εγκαταστάσεις;
Δ: Ναι. Η συνεχής έρευνα του δεδομένου χώρου και η μελέτη της δημιουργίας του έργου μέσα σε αυτόν, με οδήγησαν σταδιακά στις γλυπτικές εγκαταστάσεις και αργότερα στη συνέργεια αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, ζωγραφικής και περιβάλλοντος.
ΜΠ: Η πρώτη υπαίθρια εγκατάσταση;
Δ: To 1983 στην Πύλη της Αμμοχώστου, στη Λευκωσία, με την ευκαιρία της ομαδικής έκθεσης 7 Έλληνες καλλιτέχνες: ένα νέο ταξίδι που επιμελήθηκε η Έφη Στρούζα. Σε μεγάλη έκταση οι όγκοι του έργου — κολώνες, ερείπια και πέτρες του τόπου — συμπλέκονταν με τους υπάρχοντες όγκους του παλαιού τείχους της πόλης. Ο πραγματικός χώρος γινόταν ένα με τον εικαστικό. Μια απεικόνιση της ιστορικής εξέλιξης του τόπου με την σύνθεση αρχιτεκτονικών, γλυπτικών, ζωγραφικών στοιχείων και περιβάλλοντος.
ΜΠ: Εδώ αρχίζεις να αντιμετωπίζεις τον χρόνο μέσα από τον διάλογο παρελθόντος-παρόντος;
Δ: Από τότε αρχίζει να με απασχολεί αυτός ο διάλογος που με οδηγεί το 1985 στην κατασκευή ενός περιβάλλοντος με λαξευμένους όγκους στην ταράτσα του κτιρίου του Dracos Art Center. Σε αυτήν την εγκατάσταση η οποία έγινε με την ευκαιρία της διεθνούς ομαδικής έκθεσης Αθήνα: Τόπος Δημιουργίας / Δημιουργία Τόπου, σε επιμέλεια του Γάλλου René Denisot, παρελθόν και μέλλον συνυπήρχαν μέσα από μια συνδυαστική ανακατάταξη πραγματικού και φανταστικού.
ΜΠ: Σε ενδιαφέρει η εμφανής αναφορά στην πολιτιστική ιστορία του τόπου;
Δ: Ασφαλώς και με ενδιαφέρει. Το έργο συνεργεί με τον χώρο σε όλες τις σχετικές ιστορικές, κοινωνικές και φυσικές καταστάσεις. Η εμβάθυνση σε αυτόν αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία για την δουλειά μου.
ΜΠ: Ποια ήταν η σύλληψη της ατομικής έκθεσής σου στο Dracos Art Center το 1986;
Δ: Μια ανοδική πορεία μέσα από συνεχείς εναλλαγές ζωγραφικών και γλυπτικών στοιχείων, υλικών, χρωμάτων και φωτός. Συνθέσεις που ενώνονταν μεταξύ τους σε ένα ενιαίο έργο με τον γενικό τίτλο Ανέλιξις το οποίο συνεχιζόταν και στους δύο ορόφους του κτιρίου με την σταδιακή μετάβαση από το σκοτάδι στο φως και αντίστροφα. Μια νέα μορφή των σταδίων της δημιουργικής διεργασίας μέσα από την αναθεώρηση του περιβάλλοντος χώρου.
ΜΠ: Συνδέεις εδώ όλα τα στάδια έρευνας και εξέλιξης της προηγούμενης δουλειάς σου;
Δ: Ναι. Σε εκείνη την έκθεση ενσωμάτωσα ιδέες, σκέψεις και τεχνικές που με απασχόλησαν τα προηγούμενα είκοσι χρόνια σε συνδυασμό με νέα στοιχεία και υλικά. Έδωσα επίσης έμφαση στην έννοια της διαδοχής.
ΜΠ: Το 1986 και 1987 συμμετείχες σε διεθνείς ομαδικές εκθέσεις που διοργάνωσε ο Ιταλός τεχνοκριτικός Achille Bonito Oliva; Ποια ήταν η εμπειρία σου;
Δ: Τον γνώρισα όταν επισκέφτηκε την έκθέσή μου στο Dracos Art Center το 1986 και έγραψε το κείμενο στον κατάλογο που τυπώθηκε μετά την έκθεση. Αργότερα με κάλεσε να λάβω μέρος σε τρεις διεθνείς ομαδικές εκθέσεις στην Palma de Mallorca, στο Acireale και στο Genazzano, όπου μου δόθηκε η ευκαιρία να δημιουργήσω τρεις νέες μεγάλων διαστάσεων εγκαταστάσεις. Η συνεργασία με τον Oliva ήταν άψογη και η εμπειρία συνύπαρξης με ξένους συναδέλφους ήταν ιδιαίτερα θετική.
ΜΠ: Η έμφαση στη διαδικασία παραγωγής του έργου τέχνης αποτελεί άποψη και επίκαιρο ζητούμενο της εποχής σου. Πώς συλλαμβάνεις και υλοποιείς ένα έργο;
Δ: Πάντα ξεκινώ από την αναγνώριση του δεδομένου χώρου-χρόνου. Εντοπίζω τα χαρακτηριστικά του τόπου, τις ιδιαιτερότητες του και μετρώ σχολαστικά τις διαστάσεις του. Στη συνέχεια αναπαράγω υπό κλίμακα τον χώρο σε τρισδιάστατη μακέτα, εμβαθύνω στην ιδέα και ετοιμάζω σταδιακά το προσχέδιο του έργου μέχρι την τελική φάση της κατασκευής του.
ΜΠ: Το 1987 σε προσκαλεί ακόμα ένας διεθνής τεχνοκριτικός, o Pierre Restany, για την κατασκευή ενός έργου μόνιμα στημένου στο Ολυμπιακό Πάρκο της Σεούλ.
Δ: Ο Pierre Restany που με προσκάλεσε, ήταν ένας από τους πέντε ιστορικούς τέχνης της διεθνούς επιτροπής του Συμποσίου Υπαίθριας Γλυπτικής οι οποίοι επέλεξαν 30 καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο για να δημιουργήσουν από ένα μόνιμο έργο στο Ολυμπιακό Πάρκο της Σεούλ, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων 1988.
ΜΠ: Τι δημιούργησες εκεί;
Δ: Μόλις έλαβα την πρόσκληση ένιωσα την ανάγκη να βρεθώ στην Αρχαία Ολυμπία. Το έργο μου με τον τίτλο Σεούλ: 24η Ολυμπιάδα βασίζεται στην απεικόνιση του νοήματος της Αρχαίας Ολυμπιακής Ιδέας. Η ανοδική και ατέρμονη προοπτική, μετουσιώνοντας το περιβάλλον, συνιστά το βαθύτερο νόημα. Το έργο προβάλλει πάνω σε ένα ύψωμα μέσα στο τεράστιο πάρκο. Εξωτερικά, βρίσκονται άναρχα τοποθετημένοι όγκοι από γρανίτη και πέτρες λάβας του τόπου. Εσωτερικά, κτισμένοι όγκοι από γρανίτη δημιουργούν έναν χώρο μέσα στο ίδιο το έργο και πλαισιώνουν πέντε κολώνες από τσιμέντο ύψους 12 μέτρων, που συμβολίζουν τους πέντε κύκλους του σήματος των Ολυμπιακών Αγώνων ακόμη και στη διάταξή τους. Υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης από δύο εισόδους στο εσωτερικό του έργου. Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η αίσθηση που βιώνει ο θεατής όταν βρίσκεται μέσα σε μια εικαστική εγκατάσταση.
ΜΠ: Τι κάνεις τη δεκαετία του ’90;
Δ: Όλα αυτά τα χρόνια συνεχίζω την έρευνα μου και ασχολούμαι κυρίως με προτάσεις έργων μεγάλης κλίμακας. Μια από αυτές είναι η εγκατάσταση σε συνεργασία με αμερικανούς αρχιτέκτονες στην πολιτεία Άιοβα των HΠA. Μελετώ και σχεδιάζω μια γλυπτική σύνθεση μήκους 100 και πλέον μέτρων η οποία επεκτείνεται σε μια υπαίθρια έκταση και καταλήγει πάνω στο νησί μιας λίμνης. Πιστεύω ότι η στενή συνεργασία με αρχιτέκτονες μπορεί να προσφέρει στον καλλιτέχνη, που δουλεύει in situ, νέες προοπτικές δημιουργίας.
ΜΠ: Επανέρχεσαι δυναμικά στο εκθεσιακό προσκήνιο με αφορμή την Αθήνα by Art το 2004. Ποια ήταν η σχέση του έργου με τον συγκεκριμένο τόπο όπου στήθηκε;
Δ: Αναζήτησα τον κατάλληλο τόπο για να πραγματοποιήσω ένα έργο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Επέλεξα τον λόφο της Πνύκας, έναν χώρο φορτισμένο με ιστορικές μνήμες. Το έργο αναπτυσσόταν σε ευθεία γραμμή, ήταν ένα τμήμα τείχους πόλης, γκρεμισμένου σχεδόν στo μέσον και οκτώ στήλες από λευκό μάρμαρο, με εγχάρακτα τα ονόματα των Ελλήνων Ολυμπιονικών, οι οποίες πρόβαλλαν από το άνοιγμα. Ανάμεσα από τις στήλες ήταν δυνατή η πρόσβαση του θεατή. Το φυσικό φως συνεργούσε με τους όγκους, τα σχήματα και το περιβάλλον. Στο βάθος, απλωνόταν η πόλη της Αθήνας. Ουσιαστικά η ιδέα του έργου βασιζόταν στον αρχαίο ελληνικό θεσμό υποδοχής των Ολυμπιονικών — με το συμβολικό γκρέμισμα των τειχών των πόλεων τους — και ήταν μια μεταφορά του αρχαίου ελληνικού μηνύματος παγκόσμιας ειρήνης στη σύγχρονη εποχή.
ΜΠ: Πώς βλέπεις το εικαστικό πεδίο σήμερα; Υπάρχει φως για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη;
Δ: Πιστεύω ότι χρειάζεται ένα οργανωμένο σύστημα με σωστό υπόβαθρο, ένας ενιαίος προγραμματισμός, διάθεση συνεργασίας από όλους τους φορείς με σκοπό την υποστήριξη του έλληνα καλλιτέχνη και την προβολή και καθιέρωση της σύγχρονης ελληνικής τέχνης στο εξωτερικό. Όμως οι ίδιες συζητήσεις επαναλαμβάνονται από πολλά χρόνια. Βέβαια σήμερα παίρνονται πρωτοβουλίες, γίνονται διάφορες προσπάθειες αλλά απαιτείται πολλή δουλειά ακόμα από όλους μας.