Athens by Sound
Συνέντευξη στην Ελίνα Αξιώτη


⁰¹⁻⁰³ Athens by Sound, απόψεις εγκατάστασης, Βενετία, Σεπτέμβριος 2008. Φωτογραφίες: Cathy Cunliffe.


Την 11η Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας επιμελήθηκε φέτος ο Aaron Betsky. Ο ολλανδός αρχιτέκτονας θέτοντας το πλαίσιο Out There: Architecture Beyond Building μας κάλεσε να αναζητήσουμε αρχιτεκτονικό έργο που ξεπερνάει τα χαρακτηριστικά του «κτιστού». Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τέτοιου έργου είναι το πρώτο βραβείο της biennale που δόθηκε στη συμμετοχή Hotel Polonia: The Afterlife of Buildings (www.labiennale.art.pl). Στο πολωνικό περίπτερο παρουσιάστηκε με ψηφιακές απεικονίσεις η μελλοντική παρακμή και η μελλοντική αφομοίωση από το εγγύτερο περιβάλλον τους έξι σύγχρονων, μεγάλης κλίμακας κτιρίων της Πολωνίας. Την ελληνική συμμετοχή της φετινής biennale αρχιτεκτονικής επιμελήθηκαν οι Χριστίνα Αχτύπη, Στυλιανός Γιαμαρέλος και Αναστασία Καρανδινού, οι οποίοι, συνεργαζόμενοι με μία ευρεία ομάδα ανθρώπων, έφτιαξαν το Athens by Sound (www.athensbysound.gr). Το έργο τους συγκροτεί ένα διαδραστικό ηχητικό χάρτη της Αθήνας, μέσω του οποίου δίνεται η δυνατότητα στον επισκέπτη του ελληνικού περιπτέρου να ακούσει με ηθελημένα αποσπασματικό τρόπο ηχητικά γεγονότα του αθηναϊκού ηχητικού τοπίου.

Η ομάδα του Athens by Sound μας μιλάει για την παρουσίαση και κατανόηση της αστικής πραγματικότητας της Αθήνας μέσα από το έργο της.


Ελίνα Αξιώτη: Τί θα θέλατε να δει ο επισκέπτης;

Χριστίνα Aχτύπη: To Athens by Sound παρουσιάζει έναν διαδραστικό ηχητικό χάρτη της Αθήνας, τον οποίο ο επισκέπτης καλείται να βιώσει, να εξερευνήσει και να αναδιαμορφώσει, μέσα από τη σωματική του παρουσία και κίνηση. Ο επισκέπτης δεν είναι απλός παρατηρητής μιας έκθεσης, αποτελεί ενεργό μέρος του διαδραστικού περιβάλλοντος. Κινείται μέσα στον χώρο της έκθεσης και ενεργοποιεί πτυχές της που (αρχικά) αποσιωπούνταν σκόπιμα. Αποκαλύπτει θραύσματα της Αθήνας που αφορούν τον ήχο της. Κίνηση-στάση, παρουσία-απουσία, φωνή-σιωπή αναδιαμορφώνουν και εμπλουτίζουν συνεχώς και με μοναδικό τρόπο το ελληνικό περίπτερο.


Αναστασία Καρανδεινού: Σε αυτό το είδος χάρτη που δημιουργούμε ποτέ δεν αποκτάς μία συνολική εποπτεία· είναι μάλλον σαν ένας λαβύρινθος. Εξερευνάται βήμα προς βήμα, όπως άλλωστε και η ίδια η πόλη. Όταν το περίπτερο είναι άδειο, δεν υπάρχει «τίποτα»· μόλις εισέλθει κάποιος, τότε ξεκινά να «υπάρχει». Παίζουμε, δηλαδή, με τις έννοιες της εξερεύνησης, της πλοήγησης μέσα στην πόλη και του τρόπου με τον οποίο σου αποκαλύπτεται, καθώς την αντιμετωπίζεις με την ίδια σου την κίνηση. Ισχυριζόμαστε ότι ο χώρος είναι έτσι κι αλλιώς δια-δραστικός, με την έννοια ότι, εφόσον είσαι κι εσύ μέρος του, επηρεάζεις τις ποιότητές του μέσω της παρουσίας και της κίνησής σου εντός του. Χώρος δεν είναι μόνο τα συμπαγή κτισμένα στοιχεία, αλλά όλη αυτή η κατάσταση γεγονότων και συνθηκών που δημιουργούν οι επισκέπτες. Η εγκατάστασή μας υπερβάλλει αυτή την αλληλεπίδραση· η παρουσία ενός επισκέπτη υπερ-επιδρά στο χώρο: ενεργοποιεί ήχους και εικόνες και τον ανα-δημιουργεί κυριολεκτικά.

Ελίνα Αξιώτη: Η ψηφιακή επεξεργασία του ήχου είναι ένα πολύ δημοφιλές μέσο και παράλληλα ένα ανοιχτό πεδίο σκέψης πάνω στο post-production και το βαθμό στον οποίο προσδιοριζόμαστε από τις τεχνολογίες. Ποια είναι η γνώμη σας;

Στυλιανός Γιαμαρέλος: Οι νέες τεχνολογίες, ο τρόπος με τον οποίο εμείς τις υιοθετούμε στην καθημερινή μας ζωή, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο εκείνες επιδρούν στις αντιλήψεις μας, βρίσκονται στην καρδιά της δικής μας προβληματικής. Για να αναφερθώ στο ίδιο το project μας και την σχέση του με αντιλήψεις post-production και δημοφιλών νέων μέσων που αναφέρετε, θα σημείωνα ότι διάφορες μελέτες δείχνουν πως, σε γενικές γραμμές, ακούμε με μεγαλύτερη προσοχή μία ηχογράφηση (την καταγραφή ενός ήχου), παρά τους «ζωντανούς» ήχους της καθημερινής μας εμπειρίας. Επεξεργαζόμενοι — χωρίς, όμως, να μεταβάλλουμε το χαρακτήρα τους — τις πρωτότυπες ηχογραφήσεις του Athens by Sound, κατά κάποιον τρόπο εκμεταλλευόμαστε αυτή την παρατηρούμενη συμπεριφορά προς όφελος των σκοπών του project.

AK: Το γεγονός ότι ηχογραφούσαμε με μικρόφωνα που προσαρμόζονταν στα αυτιά μας, άλλαξε για λίγο τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε την πόλη. Καθώς ηχογραφείς φορώντας τα μικρόφωνα αυτά στα αυτιά σου (μικρά μικρόφωνα ακριβώς όπως τα συνηθισμένα φορητά ακουστικά), εστιάζεις τόσο πολύ σε αυτό που ακούς που σχεδόν πιάνεις τον εαυτό σου να περπατά με κλειστά τα μάτια. Αυτό ήταν ήδη μία απίστευτα πλούσια εμπειρία και ένα πείραμα σε σχέση με την κατανόηση, την εξερεύνηση και την ερμηνεία του χώρου.

ΕΑ: Τι είδους ήχους επιλέξατε; Η επιλογή σας έγινε με αισθητικά κριτήρια;

ΣΓ: Πρόθεσή μας δεν ήταν να επιλέξουμε «τους εξής» συγκεκριμένους ήχους που θεωρούμε «χαρακτηριστικότερους» ή «κυρίαρχους». Δεν επιχειρούσαμε απλά να καταγράψουμε μεμονωμένους ήχους που θα ήταν αρκετά προβλέψιμοι, με βάση συνήθεις κατηγοριοποιήσεις, προ-καταλήψεις ή μία «αισθητική θεώρηση» του ηχητικού τοπίου της Αθήνας. Αντίθετα, στοχεύαμε στην ολότητα αυτού του περίπλοκου ηχητικού συστήματος που προσδίδει νόημα και αξία στην ατμόσφαιρα και το περιβάλλον της πόλης «εκεί έξω». Οι ηχογραφήσεις περιλαμβάνουν όλες αυτές τις υπερτιθέμενες στρώσεις πολυπλοκότητας και πλούτου του ακουστικού περιβάλλοντος της Αθήνας, που εμπεριέχει ροές φωνητικών, μηχανικών και μηντιακών ήχων, «ηχοσήμων» κτλ. σε ποικίλες εντάσεις, πυκνότητες, ρυθμούς, τονικότητες και συνδυασμούς.

ΕΑ: Πώς τοποθετείτε τους ηχογραφημένους ήχους σε ένα διαφορετικό πλαίσιο από το αρχικό τους; Πώς αναπαριστώνται και δρουν μέσα στο ελληνικό περίπτερο;

ΧA: Mετά την ηχογράφηση και επεξεργασία 100 ήχων της Αθήνας από 100 συγκεκριμένα σημεία του χάρτη της Αθήνας, «διαβάσαμε» τους ήχους σαν μια ακολουθία 100 σημείων που μοιάζει να συγκροτεί ένα κείμενο. Ο τρόπος που διαβάζει κανείς το κείμενο αυτό, ακολουθώντας τις γραμμές του κανάβου του χάρτη, είναι και ο τρόπος που επιλέξαμε να τοποθετήσουμε τους ήχους στο περίπτερο. Οι πολλαπλές πιθανότητες μετάφρασης δημιουργούν ένα ρευστό άυλο χώρο μέσα στο χώρο του περιπτέρου. Ο επισκέπτης ακούει τους ήχους από τα σημεία της αθηναϊκής πόλης. Τα κενά ανάμεσα στα σημεία, όπως αυτά ανάμεσα στις λέξεις ενός κειμένου, τον προκαλούν να φαντασιωθεί ήχους που σκόπιμα αποσιωπούνται. Από τους 100 ηχογραφημένους ήχους παρουσιάζουμε τους 50, οι οποίοι ακούγονται στο περίπτερο μέσα από ακουστικά. Οι άλλοι 50 αποδίδονται με τον λόγο και γράφονται στο πάτωμα. Ο επισκέπτης καλείται να τους διαβάσει, να τους «ακούσει» μέσα από τη γραφή. Από τη μία ο ήχος παράγεται από τη στέρεη (sound) πραγματικότητα της πόλης. Από την άλλη, ο λόγος είναι κατασκευή από λέξεις με πολλαπλές ερμηνείες, σύμβολα, κενά. Ο επισκέπτης-αναγνώστης, ερμηνεύει την εγκατάσταση μέσα από τα στοιχεία που του δίνονται και την προσωπική του εμπλοκή.

AK: Εκεί ακριβώς ενέχεται ο «πειραματισμός»: στο γεγονός ότι ανα-βιώνεις εμπειρικά τους ήχους σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον.

ΕΑ: Υπήρξε κάποια μεθοδολογία με την οποία δουλέψατε για την ηχητική αυτή χαρτογράφηση;

ΣΓ: Η έννοια της χαρτογράφησης απολαμβάνει εξαιρετικής σημασίας στο Athens by Sound. Χαρτογράφηση είναι μία διαδικασία που υπονοεί μία εξορθολογισμένη συστηματοποίηση δεδομένων. Οι 100 ηχογραφήσεις μας προκύπτουν από το ορθολογικό και υποθετικά ουδέτερο σχήμα του κανάβου. Ένας κάναβος 10 ×10 — με κέντρο την Ομόνοια — που «προσγειώθηκε» πάνω σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο ώστε να το καλύψει από άκρη σε άκρη (βουνά και θάλασσα, τα σύνορα που ορίζει το φυσικού τοπίο του λεκανοπεδίου της Αττικής) όρισε 100 σημεία μέσα στην πόλη. Κατόπιν, εντοπίσαμε και εισάγαμε το γεωγραφικό στίγμα των 100 αυτών τοποθεσιών σε ένα μηχάνημα GPS, το οποίο ανέλαβε να κατευθύνει με απόλυτη ακρίβεια την πορεία μας από σημείο σε σημείο. Καθώς τα σημεία κάλυπταν το λεκανοπέδιο από Ανατολή προς Δύση, αποφασίσαμε να τους προσδώσουμε εκτός από χωρικές και χρονικές συντεταγμένες. Έτσι, οι χωρικές μετρικές αποστάσεις από σημείο σε σημείο (1,5 χιλιόμετρο πάνω στην αφηρημένη ευθεία γραμμή του κανάβου) μεταφράστηκαν και σε αντίστοιχες χρονικές αποστάσεις (της 1,5 ώρας) και η κάθε γραμμή του κανάβου αντιστοιχίστηκε και με μία διαφορετική ημέρα. Έτσι, προέκυψαν 10 συνεχόμενες ημέρες ηχογραφήσεων (10 «γραμμές» του κανάβου) 10 συνεχόμενων σημείων από τις 9:00 έως τις 22:30 (10 «στήλες» του κανάβου).

AK: Δε θέλαμε να επιτρέψουμε στις προκαταλήψεις μας σχετικά με το πώς μοιάζει ο ήχος της Αθήνας να επηρεάσουν τη «δειγματοληψία» μας. Ακολουθήσαμε, λοιπόν, αυτόν τον «μαθηματικό» κανόνα — εν είδει πειραματισμού — για να δούμε τι είδους ήχοι θα προέκυπταν έτσι.

ΕΑ: Μπορεί ο ήχος να ορίσει έναν τόπο;

ΣΓ: Μολονότι εφαρμόσαμε έναν «αντικειμενικό» και «αφηρημένο» κάναβο στην Αθήνα, για να οργανώσουμε αυτή την ηχητική χαρτογράφηση, η τοπικότητα κάθε σημείου διακρίνεται μέσα από την ηχογράφηση. Σε αυτό το πλαίσιο, η τοπικότητα φαίνεται να αναδύεται μέσα από τον ουδέτερο κάναβο. Τούτο φαίνεται να μας οδηγεί στην ενδιαφέρουσα ιδέα να εφαρμόζαμε τον ίδιο κάναβο και σε μία άλλη πόλη του κόσμου. Αλήθεια, τι θα γινόταν αν όλα τα Εθνικά Περίπτερα της Biennale εφάρμοζαν το ίδιο οργανωτικό σύστημα ηχητικής χαρτογράφησης σε διαφορετικές πόλεις; Θα προέκυπτε αμέσως μία εξαιρετική ποικιλία διαφορετικών αποτελεσμάτων που θα αναδείκνυε ξεχωριστές ηχητικές ποιότητες των διαφόρων πόλεων, τροφοδοτώντας αλλά και επιτρέποντας συγκρίσεις-συζητήσεις-συμπεράσματα. Φυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του χώρου συγκροτούν δύο θεμελιώδεις παραμέτρους του ήχου. Τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου περιλαμβάνουν γεωμετρία, χωρικές αναλογίες, ιδιοσυχνότητες υλικών, υγρασία περιβάλλοντος κτλ., ενώ πολιτισμικά χαρακτηριστικά του αποτελούν η γλώσσα, τα φωνήματα, καθώς επίσης και ήχοι που προκύπτουν από δράσεις ιδιαίτερες — και γι’ αυτό χαρακτηριστικές — ενός συγκεκριμένου πολιτισμικού χώρου. Γι’ αυτό και λέμε πως η «σιωπή» της Φιλοθέης διαφέρει από τη «σιωπή» της Αργυρούπολης. Οι διαφορετικές σχέσεις των κτιρίων στον χώρο, καθώς επίσης και οι διαφορετικές ανθρώπινες δράσεις και συμπεριφορές μέσα σε αυτά τα κτισμένα περιβάλλοντα, καθίστανται αναγνώσιμες μέσα από τις αντίστοιχες ηχογραφήσεις που κατορθώνουν να συλλάβουν τα εγγενή χαρακτηριστικά της κάθε τοποθεσίας.

AK: Κάθε χώρος έχει το δικό του φυσικό και πολιτισμικό ήχο, καθώς επίσης και τοn δικό του προσανατολισμό και διεύθυνση, την δική του ποικιλία πυκνωμάτων και εντάσεων. Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο επεξεργάστηκαν τον ήχο οι sound designers (Δημήτρης Μυγιάκης και Βαγγέλης Λυμπουρίδης) επιτρέπουν στον επισκέπτη να ξανα-βιώσει εμπειρικά αυτή τη χωρικότητα 360 μοιρών και την πολλαπλότητα των κατευθύνσεων και κινήσεων των ηχητικών πηγών.

ΕΑ: Θέλετε να προσανατολίσετε ή να αποπροσανατολίσετε τους επισκέπτες της έκθεσης και με ποιο τρόπο; Δεν έχω αισθανθεί άνετα με τη συνθήκη του κανάβου την οποία παλιότερες γενιές αρχιτεκτόνων υιοθέτησαν. Ήταν πάντοτε υπερκαθοριστική.

ΧΑ: Για μένα, η συνθήκη του κανάβου δεν είναι κάτι που μου προκαλεί άνεση, αγωνία, ή κάποιο άλλο συναίσθημα. Στην εποχή του παραμετρικού σχεδιασμού, η ερώτηση δεν είναι τόσο αν υπάρχει ή όχι καθολική υιοθέτηση «συνθηκών» για την αρχιτεκτονική πρακτική και τοn σχεδιασμό.

ΣΓ: Ο κάναβος είναι στην πραγματικότητα το στοιχείο που συγκροτεί τον χάρτη. Αν θεωρήσουμε ολόκληρο το χώρο του περιπτέρου ως χάρτη (έναν διαδραστικό ηχητικό χάρτη της Αθήνας), τότε συνειδητοποιούμε ξαφνικά ότι πρόκειται για ένα χάρτη ο οποίος στην πραγματικότητα «αποπροσανατολίζει». Είναι ένας χάρτης που ποτέ δεν προσφέρει μία συνολική εποπτεία. Ένας παρατηρητικός επισκέπτης ίσως σύντομα να ανακάλυπτε την υποκείμενη δομή του χάρτη με τον οποίο εμπλέκεται, όμως ταυτόχρονα θα συνειδητοποιούσε πως αυτός ο χάρτης τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα. Δεν είναι, λοιπόν, ο χάρτης που καθοδηγεί και ορίζει τη διαδρομή του επισκέπτη· είναι η διαδρομή του επισκέπτη που ενεργοποιεί και από-καλύπτει αυτόν τον χάρτη βήμα προς βήμα. Και ύστερα, υπάρχουν και οι άλλοι επισκέπτες που ενεργοποιούν διαφορετικούς ήχους και εικόνες σε διαφορετικές κατευθύνσεις, που επίσης μπορεί να επηρεάσουν τη διαδρομή κάποιου μέσα στο περίπτερο, προσθέτοντας ακόμα μία διάσταση «αποπροσανατολισμού» σε αυτό τον ιδιαίτερο χάρτη της Αθήνας.

ΕΑ: Νομίζετε ότι υπάρχει κάποιο όριο μεταξύ αρχιτεκτονικής και τέχνης;

ΣΓ: Οτιδήποτε κινείται στα όρια δύο περιοχών, αναπόφευκτα φλερτάρει και με τις δύο. Ωστόσο, το ισχυρό και καθαρά αρχιτεκτονικό υπόβαθρο που πλαισιώνει παρόμοια έργα, που μπορεί κανείς να συναντήσει σε μία γενικότερη βόλτα του στη φετινή Biennale, δεν κρύβεται. Μου αρέσει να σκέφτομαι πως έργα που αμφισβητούν τα παραδοσιακά όρια δύο «ξεχωριστών» περιοχών σκέψης και πρακτικής στην πραγματικότητα βοηθούν στον εμπλουτισμό και των δύο. Στην περίπτωσή μας, το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον έγκειται στην ανάγνωση και βίωση του χώρου και της πόλης μέσα από νέες τεχνολογίες και διαδραστικές σχέσεις των ανθρώπινων σωμάτων που κινούνται εντός του. Στόχος μας, ως νέα γενιά αρχιτεκτόνων, είναι να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους η τεχνολογία, τα άυλα στοιχεία του χώρου, το διαδίκτυο ή ακόμα και τα gadgets θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν τα εργαλεία του αρχιτεκτονικού μας σχεδιασμού, τις αντιλήψεις μας για το χώρο, τον τρόπο μας να απολαμβάνουμε την ζωή στο κτισμένο περιβάλλον.

ΧA: Τα όρια της αρχιτεκτονικής και της τέχνης συχνά χαλαρώνουν. Στη συγκεκριμένη πρόταση όμως το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον κρύβεται στην ανάγνωση και βίωση του χώρου και της πόλης μέσα από νέες τεχνολογίες και τη διαδραστική σχέση των ανθρώπων που κινούνται στον χώρο. Δεν μπορούμε να αγνοούμε τι γίνεται γύρω μας και παράλληλα να πιστεύουμε ότι σχεδιάζουμε και χτίζουμε με φρέσκο τρόπο. Ο στόχος, λοιπόν, αυτού του έργου, ήταν να ερευνήσουμε πτυχές του χώρου, άλλοτε εμφανείς και άλλοτε αποσιωπούμενες, χωρίς να ανοίγουμε το θέμα αρχιτεκτονικής-τέχνης.

AK: Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, επιστήμονες που ασχολούνται με ηχητική τέχνη και χώρο, από τον Ξενάκη και την εξαιρετικά εμπνευσμένη και πρωτοποριακή δουλειά του μέχρι πολλούς άλλους, η πειραματική δουλειά των οποίων ψηλαφεί τα όρια της τέχνης ή της αρχιτεκτονικής. Η Etiquette performance της ομάδας Rotozaza διαχειρίζεται τον ήχο όχι μόνο ως αυτό που ακούς καθώς βιώνεις τις παραστάσεις-εγκαταστάσεις, αλλά και ως κάτι που ενσωματώνεις και παράγεις εσύ ο ίδιος, καθώς καλείσαι κυριολεκτικά να τον εκτελέσεις (με τη φωνή σου) …

ΕΑ: Μέρος των επισκεπτών της έκθεσης ισχυρίζεται ότι η δουλειά σας δεν εισχωρεί ουσιαστικά στη δομή της πόλης της Αθήνας και ότι το στήσιμο/αποτέλεσμά της ήταν διακοσμητικό. Τι θα τους απαντούσατε;

ΣΓ: Ένας χάρτης είναι ο ίδιος μία δομή. Ένας χάρτης της Αθήνας είναι μία δομή που εναποτίθεται πάνω σε μία άλλη δομή. Είναι ένα μέσο αναπαράστασης της πόλης, ένα μέσο απο-κάλυψης ποιοτήτων του «άστεως», ένα μέσο να «γράφεις» την πόλη, καθώς και ένα μέσο για να την «διαβάζεις». Η πόλη είναι μία δομή ανοιχτή σε ερμηνεία. Ο χάρτης είναι επίσης μία δομή ανοιχτή σε ερμηνεία, ωστόσο είναι λιγότερο περίπλοκος, καθώς έχει υποστεί ήδη οργάνωση των δεδομένων του εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου κωδικοποίησης. Ο χάρτης και η πόλη είναι δύο διαφορετικές δομές σε διαλεκτική σχέση. Οι χάρτες είναι κατασκευές· θα μπορούσαν να είναι ακόμη και επινοήσεις· είναι είδη τάξης που επιβάλλονται στις πολύ πιο περίπλοκες και ενδιαφέρουσες πόλεις μας. Έτσι δούλεψε και η δική μας διαδικασία χαρτογράφησης. Πρόκειται για μία νέα δομή που μας βοηθά να απομονώσουμε συγκεκριμένες πτυχές των πολύ πιο σύνθετων αστικών ποιοτήτων. Αντί να στοχεύουμε δηλαδή στη δομή του συνόλου της πόλης, εστιάζουμε και εμβαθύνουμε σε συγκεκριμένα σημεία και αποσπασματικά στοιχεία της συνολικής δομής της. Εστιάζουμε σε λεπτομέρειες που σχετίζονται με την καθημερινή εμπειρία της πόλης· όχι με τη συνολική οργανωτική δομή της Αθήνας. Από την άλλη, μου κάνει εντύπωση να ενημερώνομαι πως το στήσιμό μας έχει χαρακτηριστεί ταυτόχρονα διακοσμητικό (όπως αναφέρετε εδώ) αλλά και μινιμαλιστικό (όπως αναφέρουν εκεί).

ΧA: H αστική εμπειρία στο σύνολο της είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναπαραχθεί, λόγω των πολλαπλών μεταβλητών που εμπεριέχει και του τρόπου που αυτές σχετίζονται μεταξύ τους. Αντίθετα, κάποια επιλεγμένα στοιχεία μπορούν να μεταφερθούν και να αποδώσουν, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, μια χωρική εμπειρία. Στο Athens by Sound, προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε ένα διαδραστικό υποσύνολο της αθηναϊκής πόλης, το οποίο θα διαβαστεί και θα βιωθεί από τον επισκέπτη και το βαθμό της προσωπικής του εμπλοκής, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.

AK: Σκοπός μας δεν ήταν να φτιάξουμε μία όμορφη εικόνα, αλλά μία προκλητική εμπειρία, ακόμα κι αν αυτό θα σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε εύκολα να φωτογραφηθεί ή να αναπαραχθεί.

ΕΑ: Υπάρχει κάτι που εκ των υστέρων αν σας δινόταν η ευκαιρία δεν θα το κάνατε;

ΧA: Σε κάθε έργο που ολοκληρώνεται και κατασκευάζεται, ο δημιουργός βρίσκει πράγματα που, εκ των υστέρων, θα ήθελε να τροποποιήσει ή ακόμα και να αποφύγει. Όταν σχεδιάζω έναν χώρο, φαντασιώνομαι συνθήκες ή στιγμές που θέλω να δημιουργήσει ο χώρος αυτός, με άλλα λόγια την «υπόσχεση» της στιγμής που περιμένω να μου δώσει … Όταν αυτός ο χώρος παύει να είναι σχέδιο, rendering ή μακέτα και τον βιώνω με το σώμα μου, την παρουσία μου, τις αισθήσεις μου, πάντα βλέπω πράγματα που θα ήθελα να είναι αλλιώς ή που θα φανταζόμουν ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν διαφορετικά. Το Αthens by Sound είναι ένα από αυτά τα project που θέτουν όχι μόνο τον επισκέπτη αλλά πρώτα από όλα τον δημιουργό, να κατανοήσει την «υπόσχεση» της στιγμής και να βρει τα εργαλεία για να το κάνει και νομίζω ότι πετυχαίνει το στόχο του. Συνεπώς, υπάρχουν πράγματα που θα άλλαζα στο Αthens by Sound, αλλά αν κάποιος μου έδινε αυτή την ευκαιρία, μάλλον θα με ιντρίγκαρε πιο πολύ να κάνω κάτι τελείως διαφορετικό, γνωρίζοντας καλύτερα τι να αποφύγω!

AK: Παρ’ όλο που η ανταπόκριση από τους επισκέπτες ήταν εκπληκτική — οι περισσότεροι πραγματικά αλληλεπίδρασαν μέσα σε αυτό το διαδραστικό ηχητικό περιβάλλον και φαινόταν να το απολαμβάνουν — πάντα θέλει κανείς να το προχωρήσει παραπέρα. Το ερώτημα προκειμένου να εξελιχθεί το project θα αφορούσε την πολιτική του πλευρά και τον τρόπο που θα μπορούσε αυτή να εμφανιστεί χωρικά με έναν περισσότερο ολοκληρωμένο και προκλητικό τρόπο …

ΣΓ: Συνήθως προτιμώ να σκέφτομαι αν υπήρχε κάτι παραπάνω που θα μπορούσα να έχω κάνει για ένα έργο, παρά για πράγματα που δεν θα είχα κάνει. O Alfred Hitchcock είπε κάποτε πως είναι απόλυτα ικανοποιημένος με ένα έργο του, αν το τελικό αποτέλεσμα φτάσει το 70% του αρχικού του οράματος. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, θα έλεγα πως είμαι περίπου 85% ικανοποιημένος από το τελικό αποτέλεσμα, που μάλλον είναι πολύ καλό. Ναι, πάντα υπάρχει χώρος για βελτιώσεις, νομίζω όμως πως το Αthens by Sound κατάφερε πραγματικά να εξελιχθεί και να «εμπλουτιστεί» στο χρονικό διάστημα μεταξύ του αρχικού του σχεδιασμού και της τελικής επιτόπου υλοποίησής του. Τελικά, κατόρθωσε να κάνει μερικές καθαρές δηλώσεις, παραμένοντας συνεπές στις αρχικές του επιδιώξεις. Συμφωνώντας εν μέρει με τη Χριστίνα, θα ήθελα τώρα λοιπόν να χρησιμοποιήσω την εμπειρία που αποκόμισα από αυτό σε κάποιο επόμενο project. Οι προκλήσεις του μέλλοντος μου φαίνονται πολύ πιο ενδιαφέρουσες από τις απογοητεύσεις του παρελθόντος.

ΕΑ: Πόσο πολιτική είναι η προσέγγιση σας;

AK: Η επιλογή του «ήχου» ως το κύριο στοιχείο ή εργαλείο της χαρτογράφησής μας είναι ήδη μία πολιτική πράξη. Τα μέσα αναπαράστασης ή σχεδιασμού (τα εργαλεία δουλειάς και τα μέσα διερεύνησης) δεν είναι ποτέ αυτονόητα ή δεδομένα· εμπεριέχουν ήδη τη στάση μας απέναντι στην «πόλη» — είναι ήδη ιδεολογικά φορτισμένα. Η Αθήνα δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε· είναι επίσης αυτό που αγγίζουμε, αυτό που αφουγκραζόμαστε, αυτό που οσφραινόμαστε. Ο χώρος δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε· οι αρχιτέκτονες δε δημιουργούν μόνο ένα οπτικό πεδίο, αλλά ένα ολόκληρο περιβάλλον αισθήσεων. Και ακόμα ευρύτερα αν το δούμε, χώρος (φυσικά) δεν είναι ούτε και αυτά μόνο· βρίσκεται πάντα πέραν αυτού που σχεδιάζουν οι αρχιτέκτονες· ο χώρος — σε τελευταία ανάλυση — δημιουργείται από τους ίδιους τους κατοίκους του. Οι αρχιτέκτονες παρέχουν ένα υπόβαθρο — οι κάτοικοι, η καθημερινή τους ζωή και οι δραστηριότητές τους είναι αυτό που τελικά δημιουργεί την ατμόσφαιρα και τη χωρικότητα. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να ερμηνεύσει την εγκατάστασή μας ως ένα ερώτημα σε σχέση με την πρωτοκαθεδρία του οπτικού. Έτσι εμπλέκεται, φυσικά, και η έννοια του χρόνου: μία εικόνα μπορεί να ειδωθεί στιγμιαία, ενώ ένας ήχος έχει πάντα μία διάρκεια, μία ακολουθία ποιοτήτων, μία σειρά γεγονότων. Ο ήχος σε περνάει μέσα από μία διαδικασία, μία εξερεύνηση βήμα προς βήμα· ο ήχος δεν σου παρέχει μία απόμακρη εποπτεία. Σε εμπλέκει στην κατάσταση που δημιουργεί με έναν πιο μύχιο τρόπο.

ΣΓ: Η εισαγωγή του διαδραστικού στοιχείου σε αυτό το project δουλεύει επίσης σε μία τέτοια κατεύθυνση — με έναν άλλο τρόπο. Η κίνηση και οι δράσεις των επισκεπτών μέσα στο περίπτερο επιδρούν άμεσα στο σύνολο του χώρου της εγκατάστασης μέσω των ήχων και των εικόνων των video που ενεργοποιούνται. Θα θέλαμε ο επισκέπτης να στοχαστεί πάνω σε αυτά τα αποτελέσματα των κινήσεών του σε αυτόν τον χώρο και όχι απλά να παραμείνει σε ένα επίπεδο εντυπωσιασμού από αυτά. Είναι ο ίδιος ο επισκέπτης που ευθύνεται για κάποιες αρκετά δραστικές αλλαγές στο αισθητηριακό περιβάλλον του περιπτέρου. Θα θέλαμε να αντιληφθεί ότι η συζήτηση για το «εκεί έξω» δεν περιορίζεται σε μία συζήτηση για τα αποτελέσματα ως τέτοια. Είναι μία συζήτηση που επιχειρεί να συνειδητοποιήσει τις δυνάμεις που προκαλούν αυτά τα αποτελέσματα και ενθαρρύνει μία κριτική στάση απέναντί τους, απέναντι στον δικό μας τρόπο ζωής και τις δραστηριότητές μας, αν πραγματικά θέλουμε να βελτιώσουμε το αστικό μας περιβάλλον συνολικά. Η αρχιτεκτονική «εκεί έξω» είναι καρπός συλλογικής δουλειάς· συνεπώς, και συλλογικής ευθύνης, επίσης.

ΧA: Σε έναν χάρτη της Google σημειώνουμε τη διαδρομή μας βάσει των προσωπικών μας ενδιαφερόντων στην πόλη, χρησιμοποιούμε το κινητό μας για να προσανατολιστούμε βάσει του ψηφιακού μας χάρτη, βγάζουμε φωτογραφίες και τραβάμε video τα οποία στη συνέχεια αποτελούν τον χάρτη της μέρας μας, το blog μας. Η πόλη μας, ένας προσωπικός χάρτης, ένας μηχανισμός αποκωδικοποίησης της παρατήρησης μας, της ματιάς μας, των εμμονών μας, των παθών μας … Και κατ’ επέκταση, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την παρουσία και δράση μας σε σχέση με τον άλλο, η προσωπική μας διάδραση με τον άλλον και το χώρο, σε συνθήκες εναλλαγής, εξέλιξης, συνέχειας, ασυνέχειας μέσα στον χρόνο.

ΕΑ: Πώς εκλάβατε αυτόν το διπλό ρόλο σας στη Biennale Αρχιτεκτονικής: να είστε οι επιμελητές και σχεδιαστές του έργου;

ΣΓ: Νομίζω ότι ο αρχιτέκτονας ποτέ δεν παύει να είναι ένα είδος επιμελητή της δουλειάς του (σε μικρότερο βαθμό, βεβαίως) — όταν παρουσιάζει την δουλειά του σε έναν πελάτη, για παράδειγμα. Ο αρχιτέκτονας είναι μία οντότητα πολλαπλών δεξιοτήτων (multi-tasking), γιατί η αρχιτεκτονική είναι στην πραγματικότητα ένα «παιχνίδι πολλαπλών παικτών» (multi-player game). Τελικά, όμως, το σύνολο των δραστηριοτήτων ενός αρχιτέκτονα είναι πάντα καρπός συλλογικής δουλειάς.

ΧA: Για εμάς ήταν κάτι τελείως καινούργιο και διαφορετικό να επιμεληθούμε μια έκθεση, και μάλιστα διεθνούς βεληνεκούς. Προσωπικά, νομίζω ότι λειτουργήσαμε πιο πολύ ως αρχιτέκτονες που αναλαμβάνουν ένα project και στήνουν την ομάδα των ανθρώπων που θα δουλέψουν για να πραγματοποιηθεί το έργο. Σε αυτό μας βοήθησε πολύ η συμβολή ανθρώπων έμπειρων στον χώρο του curating. Τώρα, σχετικά με τον ρόλο του επιμελητή αρχιτέκτονα και του αρχιτέκτονα in practice, θα έλεγα ότι μάλλον είναι δύο διαφορετικά πεδία που, προφανώς μπορούν να συνδυαστούν, απαιτώντας όμως το καθένα την αντίστοιχη αφοσίωση και εκπαίδευση.