Βαγγέλης Γκόκας
Λένα Αθανασοπούλου 


 

Βαγγέλης Γκόκας, Χωρίς Τίτλο, 2008, 165 × 199 cm


Η πρώτη ατομική έκθεση του Βαγγέλη Γκόκα στη Θεσσαλονίκη φέρει τον τίτλο Sense and Sensibility, από το ομώνυμο βιβλίο της Jane Austin. Είναι ένα βιβλίο που κατεξοχήν περιγράφει τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές της βρετανικής κοινωνίας του 19ου αιώνα. Η συγγραφέας μοιάζει να προσπαθεί μέσα από το μυθιστόρημα αυτό να βρει ισορροπία μεταξύ λογικής και πάθους ως προς τις οικογενειακές σχέσεις και τον έρωτα.

Η επιλογή του τίτλου του μυθιστορήματος ως τίτλου της έκθεσης φαντάζει αρκετά αντιφατική και μου δημιουργεί μία απορία για τον λόγο της απόφασης. Η παράθεση αυτών των «τόπων» (του μυθιστορήματος της Austin και των τόπων που προτείνει με τη ζωγραφική του ο καλλιτέχνης) δημιουργεί προβληματισμό, όπως επίσης και μια δυσκολία να εντοπισθεί ο σύνδεσμος μεταξύ τους. Επιλέγω να μην αφήσω τον τίτλο να με επηρεάσει στην «ανάγνωση» των έργων, διότι δίνει ένα πολύ καθορισμένο και περιορισμένο πλαίσιο ανάγνωσης, πράγμα που μπλοκάρει το ξετύλιγμα της τόσο ιδιαίτερης αφήγησης που προτείνουν τα ζωγραφικά έργα του Γκόκα.

Στην έκθεση υπάρχουν τελάρα μεγαλύτερων και μικρότερων διαστάσεων. Ωστόσο, τα μεγαλύτερα δεν υπερισχύουν των μικρών, υπάρχει μια σχέση μεταξύ τους σύμφωνα με την οποία μοιάζουν να αλληλοσυμπληρώνονται. Θα μεταφερθώ με τη φαντασία μου μέσα σε αυτά τα τοπία.

Ανοίγω τα βλέφαρα, κοιτάζω. Είσοδος. Από έξω, μέσα. Κοιτάζω δεξιά πρώτα. Μετά αριστερά, και προχωρώ. Η κόρη του ματιού μου σα δέσμη φωτός σχεδιάζει μια καμπύλη γραμμή πάνω στους καμβάδες, τους «διαβάζω», νιώθω πως θα χρειαστούν πολλές «αναγνώσεις». Έχω μια απορία. Είναι ένα αίνιγμα, δεν καταλαβαίνω με τι είμαι αντιμέτωπη: μια αναπαράσταση, μια σειρά από τοπία, ή μια σειρά από εικόνες και σκέψεις που δεν αναπαριστούν αλλά μέσω της απουσίας τους προτείνουν και διηγούνται;

Σκέφτομαι αυτό που έχει γράψει ο George Perec: «I don’t have a lot to say concerning the country: the country doesn’t exist, it’s an illusion». [i] Με γοητεύει αυτή η αίσθηση παρουσίας και απουσίας και ταυτόχρονα με βάζει σε σκέψεις. Πώς ονομάζονται αυτοί οι τόποι; Τι ώρα είναι; Τι μέρα είναι; Τι εποχή είναι; Ο ορίζοντας μοιάζει να συμπιέζεται, σε κάποια άλλα έργα μοιάζει να καταλαμβάνει μεγάλο τμήμα στο τελάρο. Τι συμβολίζει αυτό; Μήπως έχω επισκεφθεί κάποια από αυτά; Μήπως μου θυμίζουν κάτι; Γιατί δεν υπάρχει ανθρώπινη παρουσία; Θα μπορούσε να υπάρξει; Αν ήταν ταινία θα άκουγα κάτι; Αν ήταν φωτογραφία, πότε την τράβηξαν; Γιατί ένας σύγχρονος καλλιτέχνης επιλέγει να ζωγραφίσει τοπία; Όταν τα ζωγραφίζει μεταφέρεται μέσα σε αυτά; Με τι σκέψεις και τι συναισθήματα;

O καλλιτέχνης δεν ζωγραφίζει από φωτογραφίες, τα τοπία αυτά είναι fiction. Κάνει μία, από μνήμης, συρραφή τοπίων που έχει επισκεφθεί. Το κάθε ένα ζωγραφικό τοπίο είναι ένα collage πολλών άλλων. Κάθε τοπίο είναι «μια κατασκευή», λέει ο Γκόκας, μια σειρά από «σπασμένα κομμάτια» τα οποία δημιουργούν ένα ζωγραφικό μη-πραγματικό τελικό τοπίο. [ii]

Πολύ διακριτικά τα έργα εμπεριέχουν διάρκεια μαζί με αυτήν την αίσθηση ηρεμίας και ησυχίας που αποπνέουν. Υπάρχει επίσης μια αίσθηση οδυνηρής αναμονής. Σα να περιμένουμε κάτι να συμβεί αλλά δεν ξέρουμε τι είναι αυτό και πότε θα συμβεί. Τα τοπία, όμως, αποπνέουν μια ηρεμία την οποία δεν είμαστε σίγουροι αν θα μπορέσει να διαταράξει αυτό που ενδεχομένως να συμβεί. Ίσως μπορέσει, ίσως όχι. Για τον Γκόκα, αυτό είναι ένα «παιχνίδι με πιθανότητες».

Το βλέμμα του θεατή λειτουργεί σαν ένα κλειδί που ανοίγει τη χρονοκάψουλα που μοιάζει να κρύβεται σε κάθε έργο. Όταν ανοίξει αυτή η κάψουλα ο χρόνος τρέχει σαν ψηφιακό timecode και η αφήγηση ξετυλίγεται. Ο πίνακας διηγείται την ιστορία του. Ο καμβάς, η ζωγραφική επιφάνεια που βλέπουμε, και αυτό που υπάρχει μεταξύ του καμβά και της ζωγραφικής επιφάνειας, το οποίο δεν βλέπουμε. Όπως αναφέρει ο Γκόκας, όταν δουλεύει, φτάνει σε ένα σημείο εξάντλησης της επιφάνειας του τελάρου, εφόσον υπάρχουν πολλά τοπία που έχουν καταστραφεί για να δημιουργηθούν άλλα πάνω από αυτά.

Σημαντική πρέπει να θεωρήσουμε τη στιγμή που αποφασίζει ότι η δουλειά πάνω στον καμβά πρέπει να σταματήσει. Υπάρχει πάντα ένα τοπίο που υπερισχύει των άλλων που κρύβονται πίσω από αυτό. Έτσι άμεσα, λοιπόν, και με την βοήθεια των μεγάλων διαστάσεων των έργων του Γκόκα, «περιηγούμαστε» μέσα σε αυτά τα τοπία, τα οποία, όπως λέει ο ίδιος: «Eίναι τοπία χωρίς τόπο. Η στιγμή είναι το λίγο πριν, λίγο μετά. Λίγο πριν νυχτώσει, λίγο πριν ξημερώσει. Τοπία χωρίς πρωταγωνιστές — χωρίς δράση».

Όπως υπέροχα γράφει ο Deleuze: «Η φόρμα αναγόμενη στην αίσθηση (Μορφή) είναι το αντίθετο της φόρμας αναγόμενης σε ένα αντικείμενο που υποτίθεται ότι παριστά (απεικόνιση). Ακολουθώντας μια ρήση του Βαλερύ, αίσθηση είναι εκείνο που μεταδίδεται άμεσα, αποφεύγοντας την παρακαμπτήριο ή την πλήξη ενός μύθου προς αφήγηση». [iii]

Κλείνω τα βλέφαρα, δεν κοιτάζω πια.

Αναρωτιέμαι, αν ήμουν αόρατη σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα και χωρίς φως, μέσα στο οποίο θα βρίσκονταν οι πίνακες αυτοί, εάν θα άκουγα τυχόν φωνές ή ήχους από τους πίνακες που θα ολοκλήρωναν κρυφά και θα πρόδιδαν το «λίγο πριν και λίγο μετά» των τοπίων αυτών. Αυτή τη χρονική στιγμή που, όπως λέει ο Γκόκας, προσπαθεί να αναπαραστήσει στα έργα του. Φαντάζομαι τους πίνακες να ζωντανεύουν μέσα στο σκοτάδι, με τη μορφή ήχων, την αίσθηση παρουσιών και ευωδιών στο χώρο. Γίνεται μια προσπάθεια να κρατήσουν ζωντανή την αφήγηση-διήγηση που εμπεριέχουν, μήπως και ο επόμενος θεατής δεν αφεθεί και δεν μπορέσουν να την ολοκληρώσουν. Πόσο μεγάλη αγωνία είναι αυτή …

Κάπως έτσι, λοιπόν, η πραγματικότητα, η αναπαράσταση και η μνήμη πλέκονται σαν θηλιές από μαλλί και υφαίνουν μια αφήγηση. Είναι η αφήγηση μιας, από πολλές πιθανές επισκέψεις, στους ζωγραφικούς αυτούς τόπους. Η περιήγηση αυτή είναι φαντάζομαι πολύ ιδιαίτερη και μοναδική για τον κάθε θεατή.


[i] George Perec, «The Countryside», Species of Spaces and other Pieces, Penguin Books 1999, σ. 68.
[ii] Από μια συζήτηση με τον καλλιτέχνη, Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2008.
[iii] Gilles Deleuze, «Ζωγραφική και Αίσθηση», στο Έννοιες της Τέχνης τον 20ό Αιώνα, Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών 2006, σ. 401.