Marnie Weber
Παναγιώτης Λουκάς

 


 

Marnie Weber, The Forgotten Scarecrow, 2008, collage σε light jet εκτύπωση, 81.3 x 101.5 cm. Παραχώρηση της γκαλερί Bernier/Eliades, Αθήνα.


Τον παλιό καιρό, όταν οι ευχές βοηθούσαν ακόμα στις δύσκολες περιστάσεις, στο Μινιόν, στον προτελευταίο όροφο νομίζω, υπήρχε κάτι σαν εσωτερικό λούνα παρκ. Εκεί, μεταξύ διαφόρων ανδρείκελων, υπήρχε ένας «καουμπόη» στον οποίο μπορούσες να ρίξεις ένα κέρμα για να αρχίσει να τραγουδάει. Αυτή η αίσθηση του «ψευδώς ζωντανού» επανήλθε μπροστά στα έργα της Marnie Weber και ξαναθυμήθηκα τους Primus με το Wynona's Big Brown Beaver και όλη την redneck grotesque αισθητική τους. Κυρίως, όμως, ξαναζωντάνεψε η τρομαχτική αίσθηση της ζωντανής «κούκλας», και τώρα συνειδητοποιώ ότι αυτό που συνδέει όλα τα παραπάνω είναι ο ήχος που συνοδεύει τα έργα της Weber και τα κάνει να μοιάζουν περισσότερο με τον τρομερό καουμπόη του Μινιόν παρά με τον λαϊκιστή Maurizio Cattelan.

Η Marnie Weber παρουσιάζει στην Bernier/Eliades μια σειρά από γλυπτά και φωτογραφικά collage, αν και στο σύνολο της δουλειάς της έχει καταπιαστεί με πολλά περισσότερα, συμπεριλαμβανομένων και performance, video και εξωφύλλων δίσκων, με πιο γνωστό ίσως το A Thousand Leaves των Sonic Youth. Παράλληλα, ως μουσικός έχει να επιδείξει μια αξιόλογη παρουσία από τις αρχές του ’80, συνεργαζόμενη αρχικά με τους Party Boys για τρία άλμπουμ μέχρι το ’86 και αργότερα κυκλοφορώντας δύο σόλο δίσκους ως Marnie μέσα στη δεκαετία του ’90. Στη δισκογραφία επέστρεψε το 2007 με ένα καινούργιο γκρουπ, τις Spirit Girls, και το άλμπουμ Forever Free, το οποίο, αν κρίνουμε από το εξώφυλλο, φαντάζει σε πλήρη σύμπνοια με τη δουλειά της ως εικαστικού.

Η Weber, κυρίως με τα γλυπτά της, υποδηλώνει ένα πλήθος αναφορών οι οποίες σχετίζονται με την ευρύτερη επικράτεια της Καλιφόρνιας, όπου ζει ως κάτοικος του Λος Άντζελες. Από τον Μάγο του Οζ μέχρι το Texas Chainshaw Massacre, λειτουργεί πάντα χρησιμοποιώντας το φανταστικό ως δοσμένο χρίσμα της εντοπιότητάς της. Σαν κάτι που έρχεται ως φυσικό επακόλουθο και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν ως κοινή γλώσσα. Από αυτήν την οπτική γωνία, ο προφανής συσχετισμός των αρματωμένων ζώων της φάρμας της Marnie με τη Φάρμα των Ζώων του Orwell περνάει σε δεύτερη μοίρα, όπως θα περνούσε και οποιαδήποτε αλληγορία όταν διυλίζεται μέσα από το χολιγουντιανό «trompe l’oeil» κάνοντας ακόμα πιο πρόδηλο το προφανές. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ίσως το πιο ολοκληρωμένο έργο της έκθεσης είναι το κάρο όπου κάθεται δεμένο το ανδρείκελο/αυτοπροσωπογραφία (;) της Weber, συνοδευόμενο από διάφορα μικρά ζωάκια, που το σέρνει ένας γάιδαρος. Το γλυπτό συνοδεύεται από τον αδιάκοπο ήχο των οπλών του ζώου που βηματίζει. Εκεί συγκεντρώνεται όλο το δέος της μηχανής που διηγείται μιμούμενη και αγγίζει, για λίγο, τον μυστικισμό του Étant donnés. Αυτή η σχέση με τον Duchamp είναι ορατή με έναν πιο αμφιβληστροειδή τρόπο και στις φωτογραφίες-collage των μασκοφόρων κοριτσιών της φάρμας που είναι παρούσες στα περισσότερα έργα. Αυτές οι μορφές, με κύρια πρωταγωνίστρια την ίδια την Weber, δίνουν και μία φεμινιστική (;) χροιά η οποία όμως μάλλον εξαντλείται σε μία ναρκισσιστική αυτοαναφορικότητα ως προς το φύλο της δημιουργού και λειτουργεί μάλλον αντιδραστικά ως προς την απόκοσμη προοπτική του έργου της.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Weber ταλαντεύεται κυρίως μεταξύ της αλχημιστικής σχέσης του Duchamp με τους σουρεαλιστές, από τη μία, και της κατά LA «φεμινιστικής εξεγερσιμότητας» της Courtney Love, από την άλλη. Αυτό όμως που τελικά δίνει ένα επιπλέον κίνητρο στοn φιλομαθή περιηγητή των αθηναϊκών αιθουσών τέχνης να στρέψει την προσοχή του προς την Marnie Weber είναι αυτή η απόκοσμη αίσθηση του ανοίκειου που αναδύουν τα έργα της, καθιστώντας την περιδιάβαση ανάμεσά τους ως μια άκρως ενδιαφέρουσα εμπειρία δίχως τη χρήση της οποιασδήποτε αναφορικότητας. Με τον ίδιο τρόπο που ο μηχανικός «καουμπόη» φάνταζε κάποτε εξώκοσμος και έκανε το σβέρκο σου να ανατριχιάζει όταν σκεφτόσουν τι μπορεί να κάνει μόνος του, όταν φεύγουν όλοι και κλείνουν τα φώτα στο Μινιόν.