Ευανθία Τσαντίλα
Μαρία Κόντη



«Κάθισα τότε και συλλογίστηκα πολύ πάνω στις περιπέτειες της ζούγκλας κι ύστερα κατάφερα να χαράξω κι εγώ, μ’ ένα χρωματιστό μολύβι, το πρώτο μου σχέδιο. Το σχέδιο αριθμός 1. Ήταν έτσι δα. Έδειξα το αριστούργημά μου στους μεγάλους και τους ρώτησα αν το σχέδιό μου τους τρόμαξε. “Γιατί να μας τρομάξει ένα καπέλο;” μου αποκρίθηκαν. Το σχέδιό μου δεν έδειχνε ένα καπέλο.» [i]


Στην γκαλερί Ζουμπουλάκη εκτίθεται το έργο της Ευανθίας Τσαντίλα The Walking Blind. Το αρχειακό υλικό της εικαστικού έχει μετατραπεί σε έργο που συνθέτει μια αφηγηματική ιστορία. Η έννοια της αφήγησης διαμορφώνεται ως performative εμπειρία μέσα από την παράθεση στοιχείων, όπως: φωτογραφίες που παρουσιάζουν τοπία μίας λίμνης, ηφαιστειακές πέτρες, απολιθώματα, κοχύλια∙ μικρά τελάρα που αποτυπώνουν την πορεία τυφλών κοριτσιών στην έρημο∙ φωτογραφία ενός αντικειμένου και η ταυτόχρονη παράθεσή του∙ ασπρόμαυρη φωτογραφία κτιρίου με κείμενο για τη δράση των Aμερικανών στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο∙ φωτογραφία με το ύφασμα της αφρικανικής καρέκλας-φάντασμα του Breuer∙ το κυρίαρχο στοιχείο της έκθεσης-συλλογής, το κτίριο Hutfabrik του αρχιτέκτονα Erich Mendelson, το οποίο μετατρέπει σε φόρμα και παραθέτει σε σχέδια μεγάλων διαστάσεων∙ τέλος, το σχήμα αυτό επαναλαμβάνεται ως αιωρούμενο αντικείμενο σε μία σειρά από άλλα ασπρόμαυρα σχέδια που απεικονίζουν εσωτερικά κτιρίων του αρχιτέκτονα Marcel Breuer.

Ο τίτλος του έργου, The Walking Blind, επισημαίνει εξ αρχής την ιδιότητα της τυφλότητας. Μια ιδιότητα, όμως, που ο θεατής την αποκτά κατά την περιδιάβασή του και την οποία σε κάθε περίπτωση τη διαθέτει ήδη η καλλιτέχνις. Το ποίημα του Τ. Λειβαδίτη Ο τυφλός με το λύχνο [ii] μπορεί να λειτουργήσει με τρόπο παράλληλο σε μια διαδικασία βιωματικής ανίχνευσης:

«Ήταν νύχτα κι είχα πάρει τη μεγαλύτερη απόφαση του αιώνα: θα έσωζα την ανθρωπότητα, αλλά πώς; Χίλιες σκέψεις με τυραννούσαν όταν άκουσα βήματα, άνοιξα την πόρτα και είδα τον τυφλό της αντικρινής κάμαρας να προχωράει στο διάδρομο κρατώντας έναν λύχνο, ήταν έτοιμος να κατέβει τη σκάλα, “Τι τον θέλει τον λύχνο;” αναρωτήθηκα κι άξαφνα άστραψε μέσα μου η ιδέα, είχα βρει τη λύση, “Αδερφέ μου, του λέω, ο Θεός σ’ έστειλε”, και βαλθήκαμε με ζέση κι οι δυο επί τω έργω … »

Εκείνος που μπορεί να δει χρειάζεται απαραίτητα το φως ως προϋπόθεση της όρασής του. Γι’ αυτό και ο τυφλός δεν κουβαλά τον λύχνο παρά για να μπορεί να γίνει ορατός. Τότε εκείνος που βλέπει, διαπιστώνει πως ένας τυφλός περπατά κατεβαίνοντας σκάλες μέσα στο σκότος. Αυτή η αντιμετάθεση των βλεμμάτων, του τυφλού που βλέπει γιατί γνωρίζει το χώρο μέσα από την αφή, και εκείνου που διαθέτει την όραση αλλά αγνοεί τον χώρο χωρίς το φως, είναι απαραίτητη στην κατανόηση αυτής της αφηγηματικής ιστορίας του The Walking Βlind.

Ουσιαστικά, αυτή η έννοια της τυφλότητας φαίνεται να προκύπτει μέσα από τη διαδικασία του «παλίμψηστου». Η καλλιτέχνις-γυναίκα-σώμα ως απόδημη συλλέγει, συγκροτεί, και χρησιμοποιεί το υλικό της σαν ένα είδος αρχιτεκτονικού αρχείου. [iii] Με αυτό κατασκευάζει, σχεδιάζει, ζωγραφίζει και γράφει, επεμβαίνει σημαίνοντας εκ νέου τις εικόνες — δηλαδή την οπτική. Χρησιμοποιώντας τόνους του γκρι, τη γραμμή και την παράθεση άσπρου-μαύρου οδηγείται στην αφαίρεση η οποία προκαλεί μια άλλη όραση — ίσως και αφή — εκείνη του ελάχιστου.

Ο θεατής στην προσωπική διαδρομή του μέσα στο έργο αντιλαμβάνεται πως υπάρχει ένας άλλος κόσμος χώρου και χρόνου τον οποίο μπορεί να «δει» μόνο όταν ο ίδιος νιώσει σχεδόν τυφλός.

Τα ανεκπλήρωτα ή σχεδόν αποτυχημένα οράματα των Breuer και Mendelson, τα γκρίζα τυφλά κορίτσια, τα πετρώματα που δεν αναγνωρίζονται, όλα αυτά συνθέτουν την εμπειρία μιας ματαίωσης. Στο συνολικό όμως σύστημα του έργου ματαιώνεται η «όραση/αντίληψη» ώστε να βιωθεί η ουτοπία της «όρασης / μη αντίληψης» ως το μόνο πραγματικό.

Προκειμένου να γράψω τη συνοπτική αυτή επισκόπηση για το The Walking Blind της Ευανθίας Τσαντίλα κατέφυγα σε έναν διάλογο με την ποίηση. Ο διάλογος εικαστικού έργου και ποιητικού λόγου προκαλεί μια διαδραστική εμπειρία καθώς ενεργοποιεί την προσωπική ανάγνωση του έργου∙ πράξη που θεωρώ πως αποτελεί, εξάλλου, και επιθυμία της δημιουργού


[i] Antoine de Saint-Exupéry, Ο Μικρός Πρίγκιπας, μτφ.: Στρατή Τσίρκα, Ηριδανός, σσ. 11–12.
[ii] Λειβαδίτης Τάσος, Ποίηση, τόμος Γ’, Ο τυφλός με το λύχνο, Κέδρος, 1988, σ. 109.
[iii] Η σύνθεση του έργου δημιουργεί διακλαδώσεις, μία οπτική που αντιστοιχεί στην έννοια του Gilles Deleuze το «ρίζωμα».