Corbu
Λόης Παπαδόπουλος
Σ’ αυτό το αιφνιδιαστικό της κτύπημα,
σ’ αυτήν τη στιγμή corbu,
η Μαρία Παπαδημητρίου μοιάζει να διερωτάται, να σχολιάζει, να ερμηνεύει ή και
να ξεκαθαρίζει παλιούς λογαριασμούς
με την αρχιτεκτονική
αλλά και
με την πλανόδια ζωή στην οποία επί δύο δεκαετίες μας παρέσυρε,
με την εικαστική ακτιβιστική στράτευση,
με το μοντερνισμό,
με την παιδική της ηλικία
με τον εαυτό της.
ένα-ένα:
1.
πώς επικοινωνεί αυτή η δουλειά
με όσα σε διαδρομές νομάδων διδάχθηκε η ίδια
και ύστερα γενναιόδωρα μας τα έδειξε
συσκευασμένα μέσα στο ΤΑΜΑ,
εκείνο το απροσδόκητο και αυτόνομο πρόχειρο μουσείο για τον καθένα μας
— ας πούμε: ένα φυλακτό ή ένα kit ένα επιβίωσης
πώς επικοινωνεί αυτή η δουλειά
με τις απλωμένες κουρελούδες, τα ντάτσουν, τις άσπρες πλαστικές καρέκλες, τους σελοτέξ τοίχους και τις αυλές με τις λακκούβες νερό
που η Παπαδημητρίου έσπρωξε μπροστά στα μάτια μας,
για να βρεθούμε ξανά και ξανά εκστατικοί στους καταυλισμούς, στα bidonvilles και τις φαβέλες
στους τόπους
όπου θριαμβεύει η επινοητικότητα και
όπου αναδύεται η μήτις
διότι,
αν κάτι κατ' εξοχήν εγκωμιάζεται στο έργο της Παπαδημητρίου
είναι ακριβώς η μήτις,
θυγατέρα του Ερέβους και της Νύχτας μαζί με τον Έρωτα και τον Αιθέρα
— αυτή η αρχαία αρετή του Οδυσσέα,
σοφία μαζί και σωφροσύνη
αλλά, κυρίως, επαγρύπνηση και πονηριά
αν σ’ αυτή την πλευρά του έργου της Μαρίας Παπαδημητρίου
η ρητορική της ανθρωπολογικής μέθεξης
και η διαρκής υπόμνηση του πολιτικού
θέλει κάτι κατ' εξοχήν να εγκωμιάσει,
μέσα από την απόδραση στο χώρο του αυθόρμητου
μέσα από την ευρύχωρη υποδοχή της επιθυμίας
μέσα από την απαλλαγή από κάθε στιλιστική εκζήτηση
η με την επιλογή μιας γλώσσας συνεννόησης γυμνής και καθηλωμένης στο βαθμό μηδέν της αισθητικής
ή με την αδιαμεσολάβητη εξυπηρέτηση της ανάγκης και με την κολακεία του σώματος,
λοιπόν, αυτό το κάτι
είναι η ισχυροποίηση του συλλογικού και η δόξα της κοινότητας
στο έργο της Παπαδημητρίου
μέσα από την εστίαση στο πρακτικό, στο χειροτεχνικό, στο μπρικολάζ
εγκωμιάζεται η εφευρετικότητα στη χρήση των διαθέσιμων,
το ταλέντο επιβίωσης μέσα σε συνθήκες ζόρικες και στενεμένες,
ένα ταλέντο αρχαίο,
που μπορεί να ξαναορίζει σε κάθε στιγμή το πραγματικό
και να μετατοπίζεται εκεί,
όπου σε κάθε στιγμή γεννιέται η καινούργια περηφάνια της ομάδας
από την άποψη αυτή
το έργο της Παπαδημητρίου μπορεί να είναι
το εγκώμιο της pensée sauvage, της άγριας σκέψης
το εγκώμιο του κοινωνικού
και η εκδίκηση της γυφτιάς
2.
Αίφνης,
για να περάσουμε στον δεύτερο λογαριασμό,
από το τοπίο των ελευθέριων σχέσεων,
της πλούσιας, απείθαρχης και ξένοιαστης ζωής,
που μοιάζει να πανηγυρίζει τις ιδιοτροπίες μιας ξεροκέφαλης υλικότητας,
η Μαρία Παπαδημητρίου κηρύσσει προσκλητήριο στο μοντέρνο
corbu
ο κόρακας του μοντερνισμού απαγγέλλει:
η αρχιτεκτονική είναι καθαρή δημιουργία του πνεύματος
γιατί όμως η Παπαδημητρίου στρέφεται στον Le Corbusier;
γιατί αυτή η απεύθυνση στον φαντασιακό γονέα του μοντέρνου,
στον υμνωδό της λογικότητας, του κανόνα, της λειτουργίας, της ηθικής των μορφών;
τι μπορεί να σημαδεύει αυτή η απροσδόκητη υπόδειξη
να περάσουμε από τον αυτοσχεδιασμό στο σχέδιο,
στη χρυσή τομή και στην επίκληση του τετελειωμένου;
από την αναρχία στην οδηγία,
από τον κόσμο του υλικού στο σύμπαν των ιδεών,
από τον homo ludens στην πειθαρχία της υπολογισμένης συναναστροφής;
αλλά η πρόταση της Παπαδημητρίου μας καθιστά προσεκτικούς:
αλήθεια, ποιος είναι ο Le Corbusier που μας προτείνεται;
τι περισώζεται από τη γκεστάλτ μέσα στη σκόπιμα ασελγή θραυσματικότητα αυτών των απεικονίσεων;
που πάνε οι τονικότητες και το υπέροχο παιχνίδι των μορφών κάτω από το φως;
που πάει η αυστηρότητα ή και ο πουριτανισμός της δικής του χρωματικής γκάμας;
τα αισιόδοξα ευφορικά πλακάτα χρώματα της Παπαδημητρίου,
οι διασαλευμένοι ορθοκανονικοί πολεοδομικοί κάνναβοι της ville radieuse
οι πειραγμένες φωτογραφίες του νεοελληνικού μοντερνισμού
αλλά και όλη η μονομερής προσανατολισμένη παρανάγνωση του Le Corbusier
κηρύσσουν την επιστροφή στη ζωή,
την παλινδρόμηση από την άυλη εξιδανίκευση των νόμων
στην υλικότητα του οίκου, στο yurt
ίσως η στιγμή corbu της Παπαδημητρίου
η αποκαθήλωση του Le Corbusier
μάλιστα, κατά τρόπο ειρωνικό, πάνω στο δικό του πεδίο,
πάνω στο έξοχο ποίημα της ορθής γωνίας,
ανοίγει τον δρόμο από το Bauhaus στο our house
— στο σπίτι της επιθυμίας —
σ’ αυτό το σπίτι που υποδέχθηκε την παιδική της ηλικία,
την παιδική μας ηλικία
3.
Είναι ήδη η ώρα να ξεκαθαρισθούν οι τρίτοι και τελευταίοι λογαριασμοί:
της Μαρίας Παπαδημητρίου με τον εαυτό της
το μικρό κρυφό κείμενο που υποβαστάζει αυτό το έργο
όπως και το αόρατο γλυπτό του Esprit Nouveau
γύρω από το οποίο στρέφεται η έκθεση,
αυτό το ωραίο απόν κυβικό κουτί από μπετόν και τζάμι
με το ατίθασο δέντρο να το διαπερνά στην καρδιά του
δεν περιγράφει παρά μια απωθημένη,
πλην δημόσια ομολογημένη στάση,
ή τις σκόπιμες αποστάσεις της
από βεβαιότητες ή εμμονές άλλων εποχών
γι’ αυτό είναι χρήσιμο να εμπιστευθούμε το ύστερο αποψινό κήρυγμα της Παπαδημητρίου
ως μία απόπειρα εξήγησης
μιας περιπέτειας στην οποία αφέθηκε,
μιας περιπέτειας που την ξεκόλλησε από την κοιτίδα της,
που την ταξίδεψε μακριά,
στα πιο αιχμηρά διανοητικά τοπία
ευνοώντας οριακές διατυπώσεις εικαστικής ριψοκινδύνευσης
να δεχθούμε λοιπόν αυτή την εξήγηση
γιατί άρχισε, κιόλας, να αποκτά το κύρος και την αυτάρκεια μιας ψυχαναλυτικής εμπειρίας:
«Τώρα που ξαναβλέπω το σπίτι μου, αυτή η παρανάγνωση του Le Corbusier μου αρέσει όλο και περισσότερο, γιατί είναι κομμάτι της ζωής μου»
πράγματι ίσως (και) αυτή τη φορά η Μαρία Παπαδημητρίου να έχει δίκιο:
ίσως
ό χώρος που ζούμε,
ο χώρος στον οποίο αυτή μας σύστησε,
είναι ο εαυτός μας,
είναι το σώμα μας
Διαβάστηκε στα εγκαίνια της έκθεσης της Μαρίας Παπαδημητρίου Corbu, στην γκαλερί Ζήνα Αθανασιάδου, στις 14 Νοεμβρίου 2008