Μιχάλης Κατζουράκης
Ναταλί Παμπούκη
Απλές, καθαρές γεωμετρικές φόρμες, χρώματα φωτεινά, άλλα ανοιχτά, απαλά και άλλα σκούρα, πιο έντονα, υλικά βιομηχανικά, οργανικά και ανόργανα … Αρμονία ... Αρμονία χρωμάτων, αρμονία σχημάτων και όγκων, αρμονία έργων και εκθεσιακού χώρου. Αυτή είναι η κύρια αίσθηση που είχα όταν επισκέφτηκα την έκθεση του Μιχάλη Κατζουράκη Έργα 2000–2008 στην γκαλερί Καππάτος, στον όμορφο, φωτεινό αυτόν εκθεσιακό χώρο στο Μοναστηράκι.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή, γοητεύτηκα από το πλούσιο λεξιλόγιο του ζωγράφου και γλύπτη Κατζουράκη και από το πόσο αρμονικά «έδεναν» τα έργα του με τον χώρο της γκαλερί. Έργα σε ενότητες ή μεμονωμένα, επίτοιχα, ζωγραφικά, μικρότερων ή μεγαλύτερων διαστάσεων, σε χαρτί, σε τελάρο και μικτής τεχνικής, με προσθήκες διαφόρων στοιχείων και υλικών όπως αδρές δοκοί, χαρτόνι, σωλήνες, σύρματα, λαμαρίνες, χρωστικές ουσίες, κονιάματα και ασφαλτικά υλικά. Έργα εμπνευσμένα από το «man made environment» [i], το αστικό περιβάλλον, «το κατασκευασμένο από τον άνθρωπο, που έχει την αποτύπωση της ζωής, τη φθορά» [ii]. Έργα που εκφράζουν τις εμμονές του όπως αυτή με τα «φραγμένα ανοίγματα» [iii] — καρφωμένα παράθυρα, φραγμένες πόρτες — και που προκύπτουν από μια διαδικασία, είτε αυτή είναι η ζωγραφική, η φωτογραφική αναπαραγωγή, η κατασκευή με ψυχρά βιομηχανικά υλικά, προκειμένου να δημιουργηθούν έργα ζωγραφικά, στα οποία η φόρτιση της μνήμης των υλικών τους δίνει μια διάσταση «συναισθηματική», ποιητική. Και έργα «που υπήρχαν σε προσχέδια από τη δεκαετία του ’70, γλυπτά από ξύλο και αλουμίνιο που δημιουργήθηκαν με αρχή το τετράγωνο και τον κύβο στις τρεις διαστάσεις και τις υποδιαιρέσεις τους» [iv]. Γλυπτά που «ταιριάζουν σε μια περισσότερο γεωμετρική αναζήτηση» [v] με έντονο μνημειακό χαρακτήρα. Για να δανειστώ ένα απόσπασμα από το κείμενο του επιμελητή της έκθεσης Τάσου Κουτσουρή, που βρίσκεται στο σχετικό πολύπτυχο φυλλάδιο: «Το πρόσφατο έργο του Μιχάλη Κατζουράκη επιβάλλει έναν ποιητικό λόγο και αποκτά εννοιολογικό χαρακτήρα, αποδεσμεύοντας τον θεατή από την παθητική ανάγνωση […] και παρέχοντας έναν “ελεύθερο χώρο” που μπορεί να καλυφθεί με ιδέες, μνήμες και απόψεις, με μια νέα πραγματικότητα πέρα από τις αντιθέσεις του υλικού και του άυλου».
Η αισθητική «σταθερότητα» χαρακτηρίζει το έργο του Κατζουράκη. Ήδη από το 1967 άρχισε να εκφράζεται με μια μινιμαλιστική ζωγραφική γλώσσα και να «δημιουργεί ένα προσωπικό λεξιλόγιο μορφών και χρωμάτων με την παράθεση χρωματικών επιφανειών ή λωρίδων, την εξισορρόπηση των μαζών, την ανάπτυξη και διαφοροποίηση των τόνων, τη διαυγή δόμηση των στοιχειωδών γεωμετρικών σχημάτων και επιπέδων» [vi]. Επηρεασμένος από τον ρώσικο Σουπρεματισμό, τον Κονστρουκτιβισμό και τον Νεοπλαστικισμό, εμπνέεται από τον αμερικανικό Μινιμαλισμό και ειδικότερα από το έργο του Barnet Newman και δημιουργεί έργα αφηρημένα, γεωμετρικά, στα οποία κυριαρχούν πρωταρχικές δομές δοσμένες με αυστηρότητα και μαθηματική λογική, καθώς και υλικά πλούσια σε υφή. Το 1970 δηλώνει στο κείμενό του Σύνολα 1970: «Με απασχολεί επίσης ο ρυθμός των σχημάτων κα χρωμάτων. Δεν με απασχολεί η μετάδοση μηνύματος. Τα έργα μου δεν επιδιώκω να σημαίνουν τίποτα περισσότερο από αυτό που είναι». Η δήλωση αυτή συνδέει ακόμα πιο έντονα το έργο του με αυτό των αμερικανών μινιμαλιστών και ο συνειρμός με την αντίστοιχη φράση του Carl André για το έργο του Frank Stella, «Η ζωγραφική του Frank Stella δεν είναι συμβολική» [vii], είναι αναπόφευκτος. Ωστόσο, τον ίδιο τον καλλιτέχνη δεν τον απασχολούν επιδράσεις, ταυτίσεις, κατατάξεις και αλληλεπιδράσεις. Πλέει σε αμφιβολίες και δοκιμές και αναζητά ανήσυχος την ποιότητα και την ένταση στην τέχνη του, η οποία, σύμφωνα με δική του δήλωση σε πρόσφατη συνέντευξη στην Βάσια Καρκαγιάννη-Καραμπελιά αποτελεί αναγκαιότητα.
Και ίσως να είναι, τελικά, αυτή η «αναγκαιότητα» που μετατρέπει την αίσθηση της αρμονίας σε ένα συναίσθημα ευδαιμονίας, θυμίζοντας αυτό που ο Αριστοτέλης περιγράφει στην Ποιητική του (1448 β17), «προφητεύοντας» την αφηρημένη τέχνη: «Αν τύχει και δεν έχουμε ξαναδεί το αντικείμενο που απεικονίζεται, τότε την ηδονή δεν την προξενεί η μίμηση, αλλά η εκτέλεση του έργου, το χρώμα ή κάποια άλλη παρόμοια αιτία».
[i] Από τη συνέντευξη στην Βάσια Καρκαγιάννη-Καραμπελιά, Απρίλιος 2008.
[ii] Ό.π.
[iii] Ό.π.
[iv] Από τη συνέντευξη στον Χριστόφορο Μαρίνο, Αθηνόραμα, 27.11.08.
[v] Ό.π.
[vi] Από το εισαγωγικό σημείωμα της Βάσιας Καρκαγιάννη-Καραμπελιά στον κατάλογο της έκθεσης του Μιχάλη Κατζουράκη στην γκαλερί Denise René, 1999.
[vii] Chalumeau Jean-Luc, L’Histoire de l’art Contemporain, Παρίσι, 2005, σ. 64.