Άγγελος Παπαδημητρίου
Παναγιώτης Λουκάς


 


Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.


Ο Άγγελος Παπαδημητρίου είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Όχι επειδή είναι kitsch, μεταμοντέρνος και άλλα παρόμοια, ή, εκτός από γλύπτης, τραγουδιστής και ηθοποιός. Ο Παπαδημητρίου είναι ιδιαίτερη περίπτωση επειδή μπορεί και φέρει επάνω του το παρελθόν με έναν περίεργο τρόπο. Όχι ως ανάμνηση ή νοσταλγία, ούτε ως εκμοντερνισμένο ρετρό. Ζει με το παρελθόν ως μία λανθάνουσα νεκροφιλία: το ντύνει και συνομιλεί μαζί του καθημερινά ενώ γνωρίζει πως δεν μπορεί πια να του απαντήσει· κι αυτό γιατί ξέρει ότι όσο ο ίδιος συνεχίζει να του μιλάει «αυτό» θα είναι εκεί δίπλα του, στο παρόν — σαν την ηλεκτρική φλόγα στη Σόμπα των Αναμνήσεων. Μιλάει με τον Γιαννούλη Χ. όπως ο Σικελιανός προσπαθούσε κάποτε να αναστήσει τον πεθαμένο του γείτονα. Όχι απελπισμένα, αλλά με μια εξαίρετη συνείδηση του χρόνου και της αξίας του ακατόρθωτου. Τραγουδάει στα γλυπτά του Χαλεπά — λες και τον ακούει ο γύψος — και περιμένει την ανταπόκρισή τους. Αυτό που κάνει σημαντικό τον Παπαδημητρίου είναι η ξεκάθαρη αίσθηση του πού βρίσκεται. Η ικανότητά του να ελκύει την οικειότητα των πραγμάτων γύρω του. Η στάση αυτή του δίνει τη δυνατότητα να ερωτεύεται τον Χαλεπά, να φτιάχνει από πορσελάνη το σπίτι της Καναγκίνη και να υπερίπταται από το χαριτωμένο στο μακάβριο με πολύ πιο εκλεπτυσμένο τρόπο από όσο θα μπορούσε να αγγίξει ποτέ ένα θέμα ο Grayson Perry.

Η ατομική του στις Νέες Μορφές ξεκινάει, ή τελειώνει (;) με την επίσκεψή του στην αναδρομική έκθεση του Χαλεπά στην Εθνική Γλυπτοθήκη, στο Γουδί. Ο Παπαδημητρίου επανέρχεται στην προσφιλή του τακτική να περιβάλει με θαλπωρή τους βασανισμένους και συναρμολογεί κάτι που φαντάζει σαν ένα μιούζικαλ με θέμα την απώλεια. Περνάει από την εικονογράφηση του διηγήματος «Υπό την Συκήν» του Μιχαήλ Μητσάκη στο Σπίτι μιας αληθινής κυρίας, εννοώντας την Νίκη Καναγκίνη, και από την Εξωτερική διακόσμηση στη Δύσκολη εφηβεία με πρωταγωνιστές τους Κούλα και Νίκο Παπαδημητρίου. Μέσα σε αυτήν τη διαδρομή το ζήτημα της απώλειας επανέρχεται με διαφορετικούς τρόπους κρατώντας ως κοινή συνιστώσα την αιχμηρή αίσθηση του χιούμορ, η οποία, αντί να απειλείται, μάλλον ακονίζεται από το κρύο των μαρμάρων στα μνήματα. Παρά την ποικιλομορφία των έργων που παρουσιάζονται στην έκθεση, η διακοσμητική απελπισία (ornamental despair) που χαρακτηρίζει τον Παπαδημητρίου είναι πάντα εκεί και καταφέρνει να κρατήσει την έντασή της ακόμα και στα σημεία όπου ο χώρος ή το στήσιμο λειτουργούν αρνητικά για τα ίδια τα έργα. Μέσα σε όλο αυτό το πληθωρικό «μυθιστόρημα», σε κάποιες περιπτώσεις, η αυτοαναφορικότητα των έργων δεν δικαιολογείται πλήρως και εκεί μάλλον εντοπίζονται και τα πιο αδύναμα σημεία της έκθεσης, κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές στις φωτογραφίες από τον Εικαστικό περίπατο, όπου έχει καταγραφεί η συνεύρεση του Παπαδημητρίου με τα έργα του Χαλεπά. Αντίθετα, στο DVD με τη βιντεοσκόπηση της επίσκεψης δίνεται μια άλλη διάσταση της συνεύρεσης αυτής (με τον Παπαδημητρίου να τραγουδάει στα γλυπτά!), και ίσως είναι κρίμα που δεν δόθηκε η ευκαιρία σε όλους τους επισκέπτες της έκθεσης να το δουν, παρά μοιράστηκε μόνο σε μερικούς στα εγκαίνια.

Η δυνατότητα του Παπαδημητρίου να αιθεροβατεί δίχως να χάνει την ευθύτητα και τη «γήινη» αμεσότητά του είναι ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του έργου του. Αδιαφορώντας για την υποβασταζόμενη ασυμβατότητα μεταξύ των «πραγματικών» προβλημάτων και του «φανταστικού» του μικρόκοσμου βάλει αυτό που ο Michel Houellebecq αναφέρει ως «παραχώρηση στην πραγματικότητα» (concession to reality). Ακυρώνει τον απαξιωτικό εκλεκτικισμό του αυτοαναφερόμενου ως «υγιούς» ρασιοναλισμού προς κάθε μορφή έκφρασης που δεν τρέχει σε «πραγματικό χρόνο». Τα «αγροδίαιτα άνθη» και οι πορσελάνες του αφορούν το εδώ, όσο και οι παρεμβάσεις στις πλατείες και η απαρίθμηση αρχείων. Όλα αυτά υπάρχουν δίπλα στην πλατεία Βικτωρίας, μαζί με μηχανάκια και πρακτορεία ΠΡΟΠΟ. Δεν υπάρχει τίποτα από τη «φυγή» του Ρομαντισμού, ο κόσμος του δεν είναι «αλλού», είναι εδώ, ανάμεσα μας, σαν blind spot σε καθρέφτη αυτοκινήτου. Σε αντίθεση με την όποια πρώτη ματιά τίποτα δεν είναι ελαφρύ στην περίπτωσή του, αρκεί να μην μπερδεύουμε το διασκεδαστικό με το ευχάριστο. Το έργο του, ο ίδιος ο Άγγελος Παπαδημητρίου δηλαδή, διασκεδάζει με καταστάσεις και γεγονότα τα οποία απεύχεται όχι μόνο το κοινό του, αλλά ο καθένας μας. Είναι τόσο διασκεδαστικός όσο και το Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο του Καρυωτάκη.

Τελικά ίσως ο Παπαδημητρίου να είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση επειδή όποτε τον βλέπεις αρχίζεις να φαντάζεσαι το δωμάτιό του σαν να έχεις ζήσει και εσύ εκεί, λες και μεγαλώσαμε όλοι μεσ’ στο σπίτι του.