Δημήτρης Τάταρης
Ματίνα Χαραλάμπη
Δημήτρης Τάταρης, God, 2008, μολύβι και λάδι σε χαρτί, 144 × 144 cm. Παραχώρηση του καλλιτέχνη.
«Μια κάποια γιορτή για το μάτι είναι επίσης και μια μάχη … »
— Paul Valéry
Η πρώτη ατομική έκθεση του Δημήτρη Τάταρη με τίτλο Fragile έχει ακριβώς έναν τέτοιο χαρακτήρα μάχης με το υλικό, με το εξαντλητικά λεπτομερές σχέδιο, με συλλήψεις που «ενοικούν» από καιρό στο μυαλό του καλλιτέχνη. Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς βλέποντας τα έργα είναι εκείνη του μόχθου, της πάλης με την «ιδέα» και το «εργαλείο». Το ιδίωμά του καταλήγει μια «monomanie reflective».
Ο Τάταρης διαπραγματεύεται ιδέες που κινούνται στα όρια ζώου-ανθρώπου, φύσης-τεχνολογίας, ελευθερίας-εγκλωβισμού κατά τρόπο συμβολικό, χωρίς στοιχεία αφήγησης. Η τέχνη του αποδεικνύεται μια πρόκληση μεταξύ του δισδιάστατου σχεδιαστικού χώρου και του πραγματικού. Η λεπτομέρεια της γραφής του (στα έξι σχέδια με μολύβι, Please Kill Me, God, Domestic Circus IΙ, Slowly Slowly, Adorno’s Dream, As fragile as it can get) αναπτύσσεται στην ευθραυστότητα των κατασκευών του που συνοδεύονται ενίοτε από ήχο ή video-προβολή (An ordinary life, Portrait of the Self, Uncut).
Το υλικό της δουλειάς του, πρωτογενές. Ένα μποντλερικό «πρωτόγονο παιχνίδι … υλικών, απλών και φθηνών». Ξύλο, χαρτί και μολύβι συγκροτούν ένα λεξιλόγιο αποποιούμενο κάθε φαντασμαγορίας και εντυπωσιασμού. Αποκτούν το βάρος των «υλικών πραγματικότητας» της Arte Povera, υπενθυμίζουν «τη μαγική και υπέροχη αξία του φυσικού» (— G. Cellant).
Το ξύλο αποκτά εννοιολογικό χαρακτήρα. Υποκαθιστά την ανθρώπινη επέμβαση επί της φύσεως. Τίποτα δεν θυμίζει πλέον την οικεία αγροτική «απλή ζωή» (An ordinary life). Ταχυδακτυλουργικά μεταμορφώνεται σε μια σκιά-ανάμνηση. Σε ένα μαγικό, ξύλινο κουτί πλαστικών αθυρμάτων ιδωμένων «αφ’ υψηλού», από μια θέση ιδιοκτήτη-καταχραστή. Το ξύλο, όμως, παραμένει ανησυχητικά εφήμερο, στα όρια του ετοιμόρροπου.
Η άρτια τεχνική του Τάταρη, έντονα χειρονομιακή, αναδεικνύεται ιδιαίτερα στο ντελικάτο σχέδιο, αποτέλεσμα μιας διαδικασίας σε εξέλιξη που επιζητά την πιθανή ολοκλήρωση. Γιατί το έργο απομένει ημιτελές και ανοιχτό σε περαιτέρω ανασυνθέσεις και επαναδιαπραγματεύσεις της φόρμας. Η μορφή φέρει σημάδια ενός αέναου «non finito», είναι αποσπασματική και μετέωρη. Το βάρος αποδίδεται στην «τέλεση». Το σχέδιο είναι μια «ευκαιρία ατέρμονων και καθορισμένων προβληματισμών» (— P. Valéry). Προβληματισμών που ο καλλιτέχνης μεταθέτει και στον θεατή.
Το μοτίβο των μικροσκοπικών σανίδων επαναλαμβάνεται με ρυθμούς καταναγκαστικά εξαντλητικούς, συνθέτοντας σχεδιαστικά πλέγματα που οριοθετούν τον χώρο και ταυτόχρονα τον καταλύουν. Φιμώνουν το ζωικό (Please Kill Me), γίνονται φυλακή του εαυτού, «τιμωρητική εξουσία»-ψυχή, κατά Foucault (Portrait of the Self), κατασκευάζουν αργά και υπομονετικά μια άλλη Βαβέλ σύγχρονης ματαιοδοξίας (Slowly Slowly), δομούν το μεταλλαγμένο Άλλο του παραδοσιακά φυσικού (Domestic Circus II), αποδομούν την επικυριαρχία του Λόγου στην πυραμίδα του Θεού / «υπερυψωμένου πατέρα» (God). Στη βάση της παραμένει το ορμικό, αδάμαστο.
«Η απώθηση της ομοιότητας με τα ζώα από το ανθρώπινο είδος δεν έχει τόσο απόλυτη επιτυχία ώστε οι άνθρωποι να μην την αναγνωρίζουν ξαφνικά πλημμυρίζοντας από ευτυχία», επισημαίνει ο Adorno αναφερόμενος στο τσίρκο, ως παράσταση του δαμασμού της φύσης. Η έννοια του τσίρκου (circus) κατέχει κεντρική θέση στη δουλειά του Τάταρη. Είναι «οικότροφος» του νου του (domestic). Υπονοεί τη διαδικασία εκπολιτισμού, την υποταγή στις κοινωνικές επιβολές. Ο ενήλικος οφείλει να γίνει «δούλος μιας διατεταγμένης ζωής, να ενταχθεί στα καλούπια των αξιωμάτων, των επαγγελμάτων και των διπλωμάτων … ο παιδικός, ονειρικός κόσμος υπονομεύεται από την κρουστή πραγματικότητα» (— Herman Hesse).
Η επιθυμία, παρ’ όλα αυτά, για το ιδανικό της παντογνωσίας, εξακολουθεί να μένει ανικανοποίητη. Ο «Θεός με τα τεχνητά μέλη» είναι αδύναμος και ανεπαρκής. Ανυπόφορα εύθραυστος.