Γιάννης Βαρελάς, Proletkult-x opera costume, 2008, μεικτή τεχνική, κολλάζ, γραφίτης, μελάνη σε χαρτί, 250 × 150 cm. Παραχώρηση της γκαλερί The Breeder, Αθήνα.
Μάκης Μαλαφέκας: Αν εξαιρέσουμε κάποιες συμμετοχές σου σε διεθνείς εκθέσεις (Destroy Athens, 1η Biennale της Αθήνας· Prospect 1, Biennale New Orleans· Emblematic Display, ICA London κ.ά.), έχουν περάσει πέντε χρόνια από την τελευταία σου ατομική στην Ελλάδα (Juvenile, 2004). Η δουλειά που παρουσίασες το καλοκαίρι στην γκαλερί The Breeder, υπό τον τίτλο The Blue Soldier, φάνηκε να είναι το αποτέλεσμα μιας αρκετά μακρόχρονης αναζήτησης, ή μάλλον, για να αποδώσω την εντύπωση που τα έργα σου δημιουργούσαν στον θεατή, μελέτης. Επί πόσο καιρό συνέθετες το concept της δουλειάς αυτής, και πόσο καιρό εργάστηκες για την πραγματοποίησή της;
Γιάννης Βαρελάς: Η σειρά The Blue Soldier / Opera Costumes ξεκίνησε πριν από περίπου δύο χρόνια στη Βιέννη. Εκείνη την περίοδο είχα μόλις αρχίσει να ασχολούμαι με τη σημασία της βαρβαρότητας και με ό,τι θα μπορούσε να είναι μια αφήγησή της. Κυκλοφορώντας και κοιτώντας τις σχετικές φόρμες, άρχισα να ενδιαφέρομαι για την ανεκπλήρωτη καθημερινή προσδοκία, άρχισα να σκέφτομαι έναν ηττημένο ρεαλισμό, πληγωμένο τόσο από λάθη όσο και από εκπτώσεις, έβλεπα την εξειδίκευση της γνώσης να καταρρέει κάτω από το βάρος των ηθικών φιλοδοξιών της, και την «πίστη» να συμπλέκεται σε διαμάχες ολοκληρωτικές και ατέρμονες. Παρατηρούσα επίσης μια κίνηση στην κοινωνική δραστηριότητα η οποία περιέγραφε ένα τεράστιο παραλογισμό σε σχέση με μια συνεχή διαδικασία παραπομπής, ένα τεράστιο «ΓΙΑ ΝΑ». Αν απογυμνώσεις την ψευδαίσθηση της ατομικότητας, βλέπεις πώς το σκαλιστήρι σκάβει για να φυτέψεις, φυτεύεις για να φας, τρως για να σκάψεις, και ούτω καθεξής. Τι θα μπορούσε να θεωρηθεί «αληθινός σκοπός» σε ένα τόσο κυκλικό σχήμα; Σκέφτηκα πως μόνο μία παράλογη τελική σκοπιμότητα μπορεί να είναι ικανή να αντισταθμίσει τον κύκλο της ατέρμονης παραπομπής, ένας παράλογος τελικός σκοπός, άχρηστος και ιερός, που θα έπαυε να συγχέει τη «λειτουργία» με την ύπαρξη και που θα περιέγραφε τον σπάταλο βρασμό της ζωής. Στη συνέχεια, γυρνώντας προς τα πίσω, άρχισα να δουλεύω πάνω στην έννοια της εργασίας, πάνω στην κτηνώδη υπόσταση του μισθωτού και στην απάνθρωπη σημασία αυτού που ονομάζουμε «παραγωγικά χρόνια». Σκέφτηκα ανθρώπους σε πλήρη τρέλα, με ερεβώδη λίμπιντο και ανεύθυνες συνειδήσεις. Άρχισα να «φτιάχνω» τα πρώτα «κοστούμια». Ήθελα να ξεκινήσω ένα σύνολο δουλειάς του οποίου η σύσταση θα ήταν σχέδια και σημειώσεις για μια όπερα, την οποία όμως δεν είδα ποτέ ως τελικό έργο. Με ενδιέφερε να δουλέψω πιο πολύ στη βάση του σχεδιασμού της.
ΜΜ: Μια διπλή ανάγνωση προκύπτει μέσα από τα έργα σου, κατ’ αρχήν σε επίπεδο καθαρής αντίληψης της εικόνας: η ανθρώπινη μορφή αποτελεί ένα πρόσχημα για την χωρογραφία των επί μέρους εικόνων και αναφορών, αλλά και ταυτόχρονα παραμένει το «κεντρικό θέμα», αναγεννώμενη διαρκώς μέσα από τα ίδια τα στοιχεία που την στοιχειοθετούν. Είναι οι προθέσεις σου κατά βάση ανθρωποκεντρικές; Κι αν όχι, σε ποιο βαθμό επιθυμείς την υπέρβαση της ανθρώπινης φιγούρας;
ΓΒ: Λοιπόν, αυτό που περιγράφεις θα έλεγα πως είναι μια πολύ σωστή, πρώτη δομική ανάγνωση των βασικών χαρακτηριστικών της δουλειάς μου. Όμως θα ήθελα να δούμε λίγο έξω από την αρχική διαδικασία παραγωγής αυτών των εικόνων. Να δούμε δηλαδή τη σημασία της επιλογής του ύφους και του στησίματος των έργων αυτών, σε σχέση με την θεματική τους ταυτότητα. Αυτή η τελευταία δουλειά είναι ανθρωποκεντρική, καθώς διαπραγματεύεται την ατομικότητα και το περιεχόμενο της ψυχικής παθολογίας, τη φύση της εξάρτησης του εργαζόμενου ανθρώπου. Τα σχέδια που οργανώνονται ως φιγούρες δεν είναι πορτρέτα, είναι όμως για μένα εργαλεία ενσάρκωσης ρόλων, είναι συμπυκνωμένες νοηματικές ενότητες που μετασχηματίζουν τον χαρακτήρα και το ύφος μιας εντύπωσης σε ένα είδος αφήγησης. Αυτό που αφηγούνται είναι η απεικόνιση της κατάντιας της ανθρώπινης υπόστασης μέσω των «ρόλων» του σύγχρονου παραγωγικού προτσές, ταυτόχρονα όμως και την δυνατότητα διαφυγής μέσω μιας αποθέωσης της σκοτεινής πλευράς του υποσυνειδήτου. Η καταπίεση και η παράνοια ενός οικονομικού συστήματος συνθλίβονται μέσα σε τραγούδια-κραυγές δίχως φωνή, και αναγεννούν μια αρχέτυπη ιδιομορφία. Αναγεννούν σχήματα σταθερά μέσα στην Ιστορία, που σημαίνουν από μόνα τους και που αντιστέκονται σε παρερμηνείες. Εκτός από τις φιγούρες, δούλεψα και κάποια σχέδια που στέκονται σαν προσόψεις. Είναι προσόψεις, αλλά ταυτόχρονα και μάσκες. Τα σχέδια αυτά τα είδα ως μέρος ενός πλαισίου. Ήθελα να υπάρξει η δυνατότητα να φορεθεί ένα κτίριο ή να μπορεί να χορέψει κάποιος μπροστά του. Ήθελα να μπορεί να υπάρχει η δυνατότητα ενός διττού τοπικού προσδιορισμού αλλά και μιας διττής συνθήκης που να αφορά την κλίμακα, το μέγεθος των πραγμάτων. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τα γλυπτά, τα οποία είδα σαν στηρίγματα, σαν μέρη της στήριξης μιας εντύπωσης, αλλά και ενός πεδίου. Έπρεπε να δουλέψω με τις στάσεις του θεατή, και αυτά τα γλυπτά νομίζω πως συνθέτουν μια γλυπτική ανάλογη μ’ αυτή των ακροκεράμων. Νομίζω πως οριοθετούν μια κατάσταση προς τα πάνω …
ΜΜ: Από πού πηγάζουν τα εικαστικά στοιχεία που επέλεξες να χρησιμοποιήσεις για την δημιουργία των «κουστουμιών»; Με ποιο γνώμονα και ποια κριτήρια ξεχώρισες τις συγκεκριμένες εικόνες και αναφορές;
ΓΒ: Οι αναφορές μου συνήθως κινούνται μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας της τέχνης. Μέσα από τη δική μου ανάγνωσή της, καταλήγω να μην την οργανώνω σε διάφορες ομάδες αντικειμένων αλλά σε διάφορες ομάδες συνδυασμών. Ποτέ δεν δουλεύω κυνηγώντας μια εικόνα που είδα κάπου ή που με γοήτευσε. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να δω το είδος, τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται τα διάφορα στοιχεία και παράγουν τα φαινόμενα μέσα στην Ιστορία, να διακρίνω έναν ιστό, ένα πλέγμα. Και το πλέγμα αυτό είναι που διαμορφώνει τα σχήματα και τις εικόνες που φτιάχνω. Σε αυτή την τελευταία σειρά, δούλεψα πολύ με αναφορές πάνω στην κλασική περίοδο του μοντερνισμού και του Dada, δούλεψα επίσης πολύ πάνω σε συγγραφείς, όπως ο Fernando Pessoa, ο Adalbert Stifter και ο Georg Trakl. Οι αναφορές αυτές λειτούργησαν σαν ένα βασικό εργαλείο για να μπορέσω να κοιτάξω πράγματα που γίνονται σήμερα και που αφορούν την αναβίωση του αφηγηματικού τρόπου, κυρίως στη σύγχρονη γλυπτική. Επειδή, όπως σου είπα και παραπάνω, με ενδιέφερε η αποσπασματική «διατύπωση», άρχισα να υιοθετώ απλούς τρόπους κατασκευής και να φτιάχνω μεμονωμένα συμπλέγματα χαρτογλυπτικής τα οποία αργότερα άρχισα να χρησιμοποιώ σαν κολάζ. Ύστερα, η διαδικασία της παραγωγής άρχισε να γίνεται για μένα όλο και περισσότερο ένα διευρυμένο πρίσμα, ένα εργαλείο που μετασχημάτιζε το κάθε τι σε μέρος του συνόλου που είχα αρχίσει να συνθέτω και κατέληξα να φτιάχνω όλα τα στοιχεία που συγκροτούν τις συνθέσεις μου από την αρχή. Παρήγαγα δικές μου φωτογραφίες — ρέπλικες που έγιναν collage — έφτιαξα σφραγίδες για να τυπώνω πάνω στα σχέδια κ.λπ. Στην ουσία λοιπόν όλα έγιναν από την αρχή, πράγμα που μου το επέβαλε νομίζω και η ίδια η διαδικασία.
ΜΜ: Έχοντας σπουδάσει διαδοχικά στην Αθήνα, τη Βαρκελώνη και το Λονδίνο, περνάς τη μισή σου χρονιά εργαζόμενος στη Βιέννη, ενώ ταξιδεύεις αδιάκοπα στα μεγάλα κέντρα της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Πώς αντιλαμβάνεσαι το αποτέλεσμα της δουλειάς σου μέσα στο συνολικό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι και την σύγχρονη εικαστική παραγωγή; Πώς κρίνεις την κατάσταση της ελληνικής σκηνής, και τις κατευθύνσεις που αυτή φαίνεται να επιλέγει;
ΓΒ: Νομίζω πως η δουλειά μου είναι μέρος ενός γενικότερου πεδίου έρευνας το οποίο διαχέεται μέσα στο ευρύτερο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι και που προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την αποσπασματική αφήγηση και να προσδιορίσει τη δομική της ταυτότητα. Στα πλαίσια αυτής της γενικής ομπρέλας θα σου έλεγα πως η δική μου ιδιοσυγκρασία με τοποθετεί πιο κοντά σε παραδόσεις που κινήθηκαν και κινούνται με πρόθεση να συνδέσουν αρχέτυπες δομές με μια εφήμερη κατάσταση. Τώρα, με το να βρίσκεσαι αρκετά κοντά στα μεγάλα κέντρα παραγωγής τέχνης, είναι προφανές ότι κερδίζεις την κατ’ ιδίαν συναναστροφή με τους ανθρώπους που σε ενδιαφέρουν και συντονίζεσαι ίσως καλύτερα στο πλαίσιο των κοινών αναζητήσεων. Στο ελληνικό γίγνεσθαι νομίζω πως τα πράγματα είναι καλύτερα από ποτέ και ως προς την παραπάνω κατεύθυνση … Θέλω να πω πως, πλέον, οι διαστάσεις της σκηνής σιγά-σιγά παύουν να είναι τοπικής κλίμακας, και υπάρχουν σαφώς τρομερά ενδιαφέρουσες προσπάθειες σε θεσμικό επίπεδο, αλλά δυστυχώς μόνο από ιδιώτες. Κάτι που βρίσκω πολύ θετικό είναι πως όσο διευρύνεται η κλίμακα των δραστηριοτήτων, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν σημαντικούς ρόλους και όλο και περισσότερες φωνές μπορούν να ακουστούν. Δες ας πούμε με την Biennale της Αθήνας καταρχήν, αλλά και με το Remap, πόσοι άνθρωποι πέραν των καθιερωμένων απέκτησαν ένα «παρόν». Νομίζω πως το ελληνικό πλαίσιο θα γίνεται όλο και πιο προσοδοφόρο όσο θα επικρατεί πλουραλισμός. Παλαιότερα, αυτό που διαμόρφωνε τη διάθεση και την όρεξη των ανθρώπων που συνδέονταν με την εικαστική σκηνή, ήταν μια κάπως βλακώδης και ανεύθυνη υπερπροβολή προσώπων δίχως την ελάχιστη αξιολογική κρίση και με κριτήρια ασαφή, με αποτέλεσμα αντί να παράγονται πρότυπα και να δημιουργείται πρόθεση για συμμετοχή μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, να παράγεται δυσφορία και απογοήτευση. Νομίζω πως αυτό σιγά-σιγά θα σταματήσει, και πως θα μπούμε όλο και πιο σοβαρά μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο που, ούτως ή άλλως, μας περιβάλλει.
Η παρούσα συνέντευξη έγινε με αφορμή την ατομική έκθεση του Γιάννη Βαρελά, με τίτλο Blue Soldier / Opera Costumes, στην γκαλερί The Breeder, στην Αθήνα (13 Μαΐου – 18 Ιουλίου, 2009).
[i] Ο τίτλος του γνωστού βιβλίου του Άνταλμπερτ Στίφτερ.