Αστικές διαγνώσεις
Ελίνα Αξιώτη
⁰¹ Le Corbusier, La Ville Radieuse, 1935
⁰² Le Corbusier, Plan Voisin για το Παρίσι, 1952
⁰³ Heath Bunting, The Status Project, 3 F1023 an olympic athlete system map
⁰⁴ Heath Bunting, The Status Project, 4 F1021 in possession of a post office credit card b system map
⁰⁵ Atelier Bow Wow, Made in Tokyo (Pacinko Cathedral)
⁰⁶ Zbyněk Baladrán, Fragment #3 (Monument to Transformation)
⁰⁷ Center for Urban Pedagogy, μακέτα
«Γιατί διάλεξες αυτή την εντελώς απωθητική κατάσταση εγκατάλειψης; Τι ήταν αυτό που σε έκανε να δεις αυτές τις συνθήκες ως εικαστικό μέσο;»
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να επισημανθεί είναι το γεγονός ότι μεγάλωσα στη Νέα Υόρκη, μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Όταν τη δεκαετία του ’50 και του ’60 η πόλη μετατράπηκε σε μία μεγαλούπολη από ατσάλι και γυαλί, σε μια εντελώς Διεθνούς Στυλ αρχιτεκτονική, οι μεγάλες περιοχές, εν αντιθέσει, αφέθηκαν ως εξαθλιωμένα περιβάλλοντα, του στυλ “εκμεταλλεύσου το ή παράτα το”. Είναι η επικράτηση των φαινομένων της έρημης γης που με οδήγησε σε αυτό το μέσο.»
— Gordon Matta-Clark [i]
Η κρίση ή η αστοχία των πόλεων δημιουργεί τοπία παρατήρησης και δράσης. Καθώς η πόλη έχει προσδιοριστεί από την πολλαπλότητα των δράσεων που λαμβάνουν χώρα σε αυτή, αναιρεί κάθε μονόπλευρη προσέγγιση των συμβάντων που συντελούν στις αλλαγές του αστικού χώρου. Φαινόμενα όπως οι συρρικνώσεις αστικών πληθυσμών, η απότομη αύξησή τους, πολιτικά συμβάντα, κοινωνικές συγκρούσεις ή ακόμη και φυσικές καταστροφές αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν την εκάστοτε αστική συνθήκη. Οι μεταβολές που μπορεί να επιφέρουν έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης επιστημονικών πεδίων, αλλά και ανθρώπων χωρίς επιστημονική κατάρτιση πάνω σε αστικά θέματα. Σκηνοθέτες, φωτογράφοι, εικαστικοί, ερασιτέχνες παρατηρητές συμβάλουν μέσα από κριτικές καταγραφές σε έρευνες πεδίου. [ii]
Οι πολεοδομικές παρεμβάσεις στον αστικό ιστό των σύγχρονων πόλεων σχετίζονται με την αδυναμία του κτισμένου περιβάλλοντος να προσαρμόζεται σε αλλαγές στο χρόνο. Οι παρεμβάσεις αυτές αποσκοπούν στο να αντιμετωπιστούν φαινόμενα όπως παρακμασμένες και γερασμένες αστικές υποδομές και κάθε είδους «αστικές δυσλειτουργίες». Απώτερος σκοπός των παρεμβάσεων είναι η ανάπτυξη των «προβληματικών» αστικών περιοχών μέσα από κάποιου είδους «αστική ανανέωση». Υπό το πρίσμα αυτό, πραγματοποιούνται «επανορθωτικές» ή «θεραπευτικές» επεμβάσεις στον αστικό ιστό των πόλεων που αφορούν σε στρατηγικές ανάπτυξης συγκεκριμένων αστικών περιοχών. Οι παρεμβάσεις είναι, εκ των προτέρων, ύποπτες από τη στιγμή που σε κάθε νέα χρήση ή σε κάθε νέα μορφή ανοικοδόμησης ή επανάχρησης που προτείνεται φανερώνονται ροπές στην ανάπτυξη της πόλης υποκινούμενες από οικονομικές δομές. Από την άλλη, η παραδοχή για μια πόλη που από μόνη της έχει την ικανότητα να επουλώνει τις πληγές της είναι ένα μοντέλο στο οποίο δεν θα μπορούσαμε να εναποθέσουμε ελπίδες.
Ο μοντερνισμός στιγμάτισε την πολεοδομία και σηματοδότησε εφ’ εξής το ρόλο του αρχιτέκτονα σε σχέση με την πόλη. Η πρωτοπορία (avant-garde) της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου κινήματος βασισμένη σε κάποιο τεχνοκρατικό όραμα με κοινωνικές προεκτάσεις αντιμετώπισε την πόλη ως πεδίο διαχειρίσιμο στο οποίο θα μπορούσε να παρέμβει. Ο σχεδιασμός ή ο επανασχεδιασμός της πόλης θα οργάνωνε τη λειτουργία της, επιλύοντας ταυτόχρονα και όποιες κοινωνικές παθολογίες της. Στις συζητήσεις των CIAM (International Congress of Modern Architecture) για μία «λειτουργική πόλη» διαμορφώθηκε ένα γενικό πολεοδομικό σχέδιο που θα διαχώριζε την πόλη σε ζώνες με συγκεκριμένες και σαφείς λειτουργίες: κατοικίας, εργασίας, αναψυχής, κυκλοφορίας. Μέσα από το όραμα του μοντερνισμού γεννήθηκε η ουτοπική αντίληψη ότι ο έλεγχος και η δουλειά του αρχιτέκτονα μπορούσε να επιλύσει κάθε αστική δυσλειτουργία. [iii] Ο Le Corbusier γράφει χαρακτηριστικά: «Η Μοντέρνα ζωή απαιτεί, και αναμένει, ένα νέο είδος σχεδίου, τόσο για την κατοικία όσο και για την πόλη». Η προσπάθεια υπερκαθορισμού των λειτουργιών των πόλεων, άνοιξε το δρόμο σε ιδεολογικά σχήματα που η εφαρμογή τους χαρακτηρίστηκε ανεπιτυχής και ενίοτε «ολοκληρωτικής εμπνεύσεως». Οι δομές των πόλεων που πρότειναν χαρακτηρίστηκαν ως τόποι διεξαγωγής «κοινωνικών πειραμάτων». Η κοινωνική αρχιτεκτονική που πρότεινε το Μοντέρνο κίνημα συσχετίστηκε έτσι με την προσπάθεια επιβολής κοινωνικού έλεγχου.
Η μεθοδολογία της πολεοδομικής παρέμβασης καθορίζει ένα πεδίο παρατήρησης και ανάλυσης των αστικών δεδομένων. Τα δεδομένα συλλέγονται με στατιστικό τρόπο και είναι εξ’ αρχής προσδιορισμένα: καταγράφονται πυκνότητες πληθυσμών, ύψη κτιρίων, χρήσεις γης, δίκτυα κυκλοφορίας κ.ο.κ. Κατά συνέπεια, τη στιγμή της παρατήρησης, έχει χαθεί το πεδίο της παρατήρησης αυτό καθαυτό που αφορά στη διερεύνηση της αστικής συνθήκης και ενισχύεται η συλλογή στατιστικών δεδομένων. Όσο πιο συστηματικός γίνεται ο τρόπος με τον οποίο η επιστήμη κοιτάζει την πόλη -μέσα από προδιαγεγραμμένο πλαίσιο μελέτης- χάνεται ουσιαστική πληροφορία από το πεδίο παρατήρησης. Το πλαίσιο μελέτης ορίζει τον τρόπο συλλογής των δεδομένων, τον τρόπο ερμηνείας τους και (ως συνάρτηση των προηγούμενων) τον τρόπο της διαχείρισης τους και τον τρόπο παρέμβασης στον αστικό ιστό.
Οι μέθοδοι που αφορούν στην ανάπτυξη των πόλεων σήμερα δεν έχουν στην ατζέντα τους το ουτοπικό, αλλά ίσως νοσταλγικό, κοινωνικό πρόταγμα του μοντερνισμού. Ο αρχιτέκτονας έχει χάσει την επιρροή και την αίγλη του. Οι συνήθεις πρακτικές καθορίστηκαν από τη λογική του μοντερνισμού, αφού εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την πόλη ως πεδίο διαχειρίσιμο, όπου ενδεχόμενα προβλήματα στη λειτουργία της θα ήταν εφικτό να λυθούν μέσα από το «στρατηγικό σχεδιασμό». Είναι γενικευμένες πρακτικές και υιοθετούν πολιτικές marketing και branding. [iv] Οι αστικές περιοχές καθορίζονται από μία αρχή ή μία ιδέα που θα τους αποδώσει αγοραστική αξία: μπορεί να αποτελούν τουριστικό «αξιοθέατο», περιοχή κατοικιών που εξασφαλίζει «ιδανικές» συνθήκες διαβίωσης ή μπορούν να στεγάσουν «επιτυχημένες» επιχειρήσεις. Δημιουργείται έτσι ένα σχήμα οργάνωσης σε θεματικές ζώνες μέσα από την εκάστοτε εξιδανίκευση τους. [v] Η Keller Easterling παρατηρεί ότι στο παραπάνω πλαίσιο διαμορφώνονται σύγχρονες αρχιτεκτονικές υπηρεσίες και προϊόντα που ακολουθούν μια παγκοσμιοποιημένη αρχιτεκτονική κουλτούρα σχεδιασμού και παραγωγής. Η κοινοτοπία τους δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας κανονικής και ήρεμης πραγματικότητας που είναι ανεξάρτητη από τον τόπο και τις ιδιαίτερες συνθήκες του. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Πράγματι, δεν μας ελκύει μόνο η κοινοτοπία τους άλλα και η πηγή της αποχαυνωμένης τους κενότητας. Η απορυθμισμένη, “χαλαρή” πραγματικότητα λειτουργεί ως διαλύτης της διαφοράς, που θα έπρεπε να προκαλέσει σύγκρουση σε περίπτωση που πρέπει να κατευθύνει μια πολιτική διαδικασία. Μέσα στην αυτοπάθεια (self-reflexivity) και στο ιδανικό τους όνειρο για το τέλος της πολιτικής, η κοινοτοπία των χωρικών προϊόντων (spatial products) εισέρχεται στη σφαίρα της ουτοπίας. Μετατρέπουν το κοινότοπο σε ακραία πολιτική και την καθοδηγητική και αυτοπαθή όψη της ουτοπίας σε ένα φυσικό αστικό παράδειγμα». [vi]
Οι εκλεπτύνσεις και οι διαφορές ενός αστικού συστήματος από ένα άλλο δεν γίνονται αντιληπτές, όταν ο τρόπος που παρατηρούμε είναι συστηματοποιημένος, καθορισμένος ή προδιαγεγραμμένος από λογικές επέμβασης. Υπάρχει ένα πεδίο γνώσης που προκύπτει από την παρατήρηση των πόλεων το οποίο δεν μπορεί πάντα να ανακτηθεί ή να χρησιμοποιηθεί από θεσμικούς μηχανισμούς. Καθώς ο διάλογος για top down και bottom up στρατηγικές προσέγγισης που αφορούν στην ανάπτυξη της πόλης, επίσημες και ανεπίσημες πολιτικές διαχείρισης, συνεχίζεται, τίθενται ζητήματα μεθοδολογίας σε αμφότερες τις πρακτικές. Με την επίγνωση ότι, η ίδια η έννοια της «μεθοδολογίας» σήμερα είναι σε κρίση, θα επιμείνουμε στο κομμάτι της παρατήρησης (προκλητικά χρησιμοποιούμε τον ιατρικό όρο «διάγνωση») και όχι της παρέμβασης. Εννοούμε κάποιου τύπου επιμονή στην διερεύνηση της αστικής συνθήκης και της ταυτότητας που ταυτόχρονα συγκροτεί και συγκροτείται από τις ιδιαιτερότητες μιας αστικής περιοχής. Σύμφωνα με τον Srdjan Jovanovic Weiss: «Αυτό που διακυβεύεται τώρα είναι η συνείδηση της αρχιτεκτονικής και της τέχνης. Η συνείδηση αυτή είναι απαραίτητη για να σχεδιάσουμε σήμερα εργαλεία προς πρακτική. Η επαγγελματική εκπαίδευση αναφέρεται ως το πλαίσιο μέσω του οποίου μια τέτοια συνείδηση επιτυγχάνεται. Όμως αυτό που συχνά παραβλέπεται είναι ότι οι ίδιες οι πόλεις συσσωρεύουν γνώση για το πώς δημιουργήθηκαν ή στην πραγματικότητα γιατί». [vii]
Στα παραδείγματα έργων που ακολουθούν η πόλη μπορεί να ιδωθεί ως πλατφόρμα που επιτρέπει λειτουργίες, μνήμες και κινεί μηχανισμούς. Η αναγνώριση των χαρακτηριστικών της δεν υπόκειται σε προσδιορισμένες μεθοδολογικά έρευνες. Αντίθετα, αφορά στην προσπάθεια κατανόησης μη προδιαγεγραμμένων και προβλεπόμενων χαρακτηριστικών της πόλης, μέσα από ένα ειδικό πεδίο παρατήρησης συναρτημένο από τον εκάστοτε ιδιαίτερο τόπο και όχι γενικό. Το δομημένο περιβάλλον, οι αστικές υποδομές, τα κοινωνικά δίκτυα, η πρόσφατη ιστορία του τόπου, η συλλογική μνήμη έχει οριστεί ως θεματικό πεδίο παρατήρησης, καταγραφής και δράσης. Όπως παρατηρεί ο Hans Ulrich Obrist: «Μπορούμε να κατανοήσουμε το παγκόσμιο μονάχα αν την ίδια στιγμή παρατηρούμε προσεκτικά και από πολύ κοντά τις τοπικές συνθήκες». [viii] Τα έργα αυτά είναι μικρής κλίμακας και γεννιούνται μέσα από ανορθόδοξες διαδικασίες με επιμέλεια δεδομένων και πληροφοριών για τον τόπο. Η επιρροή τους δεν είναι σημαντική, συμβάλλουν όμως στο να υποδείξουν κάποια ποικιλία διαφορετικών «αστικών διαγνώσεων» που συνδέουν το παρατηρούμενο και τον τρόπο της παρατήρησης, σκηνοθετώντας ένα διάλογο για την αστική συνθήκη. Σύμφωνα με τη Saskia Sassen: «Οι ιδιαιτερότητες της κάθε πόλης γίνονται ιδιαίτερα σημαντικές αν προσπαθήσουμε να ξεγυμνώσουμε την αστικότητα (urbanity) από δυτικές μορφές και περιεχόμενα. Χρησιμοποιώ τον όρο αστικοποίηση (cityness) σαν ένα εργαλείο για να εντοπίσω αστικότητες που μπορεί να διαμορφώνονται με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Η αστικοποίηση μπορεί να εντοπίζεται μακροπρόθεσμα, αυτό που μπορεί να βιώνουμε ως αναρχία, αναποτελεσματικότητα ή διαταραχή, μπορεί να είναι ενδεικτικό της αστικοποίησης σε χώρους και με περιεχόμενα που θα πρέπει να διαβάσουμε ως αστικά». [ix]
Παράδειγμα 1: Πόλη και ταυτότητα
To έργο Status Project επιδιώκει τη συλλογή και προβολή, στο διαδίκτυο, στατιστικών δεδομένων που αφορούν τρόπους με τους οποίους οι υποδομές της πόλης επηρεάζουν τη καθημερινή ζωή των κατοίκων της. Η συλλογή και απεικόνιση των συλλεχθέντων δεδομένων γίνεται μέσα από ειδικά σχεδιασμένο πρόγραμμα. Οι κάτοικοι της πόλης συμπληρώνουν ειδικά διαμορφωμένες φόρμες στο διαδίκτυο. Το πρόγραμμα επεξεργάζεται τα παρεχόμενα δεδομένα και δημιουργεί συσχετισμούς και αναπαραστάσεις της πληροφορίας υπό μορφή χαρτών και αναλυτικών διαγραμμάτων. Όπως σημειώνει ο Heath Bunting: «Είναι ένας χάρτης του Συστήματος που καταγράφει τις συνθήκες και τους περιορισμούς καθημερινών γραφειοκρατιών — την κάρτα της βιβλιοθήκης, την άδεια της τηλεόρασης, την κάρτα για το τρένο ή το συμβόλαιο του κινητού σου τηλεφώνου. Οι καταχωρήσεις συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με τις αλληλεπικαλύψεις και εξαρτήσεις τους, ως κόμβοι μέσα σε ένα τεράστιο δικτυακό σύστημα». [x] Η δημόσια προβολή των διαγραμμάτων αυτών απεικονίζει με απόλυτο πραγματισμό καθημερινές δράσεις, μέσα από τις λειτουργίες των κατοίκων της πόλης, όπου δίκτυα, παροχές και υποδομές μπορούν να κριθούν εκ του αποτελέσματος. Το ίδιο το έργο — που λαμβάνει χώρα στο Λονδίνο — αποσκοπεί στο να αναδείξει τα συστήματα που οργανώνουν την ταυτότητα των βρετανών σήμερα. Ενώ ταυτόχρονα διαγράφει μέσα από τους παραγόμενους χάρτες την πολιτική διάσταση της πόλης ως σύστημα διαχείρισης, φανερώνοντας πολιτικές και κοινωνικές στρατηγικές μέσα στη δημόσια σφαίρα. Ένα είδος ιδιότυπης χαρτογράφησης του προσώπου στον φασματικό χώρο του διαδικτύου είναι επί τω έργω.
Παράδειγμα 2: Πόλη και ιστορία
Τι απομένει;
Τι έχει αλλάξει;
Τι αποτύχαμε να παρατηρήσουμε;
Γιατί νοιαζόμαστε;
Τι είναι προφανές; [xi]
Ο Zbyněk Baladrán μέσα από το έργο του Fragment #3, που περιέχεται στο ομαδικό έργο Monument to Transformation, διερευνά τους πολιτικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς, μετά την επανάσταση του 1989, στην Τσεχοσλοβακία. Κοιτάζει με αρχαιολογική ευλάβεια μια πρόσφατη ιστορική περίοδο και οργανώνει μια συνάρτηση του τόπου, του χρόνου και «ιστορικών» αφηγήσεων. Το πεδίο παρατήρησης είναι η περιοχή Brno και η περιφέρειά της, όπου καλεί τους κατοίκους να προσκομίσουν διαφορετικών ειδών φωτογραφίες: προσωπικές, οικογενειακές, εφημερίδων ή ιστορικές που απεικονίζουν, κατά την κρίση τους, διαδικασίες αλλαγών - ακόμη και αν αυτές δεν είναι διακριτές από κάποιον άλλο παρατηρητή. Οι εικόνες αυτές που διατηρούν ιδιωτικό χαρακτήρα, μέσα από τη δημόσια έκθεση τους συγκροτούν ένα πεδίο συλλογικής μνήμης. Η συνάθροισή τους καταγράφει μια υπό διαμόρφωση κοινωνική και πολιτική ταυτότητα μέσα από διαδικασίες αλλαγών. Η δημιουργία αυτού του άτυπου αρχείου προσεγγίζει τον τόπο ως ιδιαίτερο μνημονικό πεδίο.
Παράδειγμα 3: Πόλη και καταγραφή
Το Atelier Bow Wow, εκπονεί αστική έρευνα κάνοντας απογραφή και χαρτογράφηση κτισμάτων, στο Τόκιο, μεγάλης ή πολύ μικρής κλίμακας. Επιλέγουν κτίρια που η δομή και η τυπολογία τους προκύπτει από ιδιαιτερότητες του αστικού ιστού της πόλης και των χαρακτηριστικών του. Εξετάζουν την αρχιτεκτονική που διαμορφώνεται με τυχαίο τρόπο από τοπικά αστικά ιδιώματα και την εσωτερική λογική της δομής της πόλης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Mason White, προλογίζοντας μια συνέντευξη μαζί τους: «Ενεργώντας σαν αστικοί πράκτορες, οι Bow-wow ανέδειξαν την ικανότητα του ιστού του Τόκιο να παράγει ριζοσπαστικές προγραμματικές συγκρούσεις (Made in Tokyo) και ελάχιστα διαφορετικές μικρο-αρχιτεκτονικές (Pet Architecture)». [xii]
Στο έργο Made in Tokyo, η έρευνά τους επικεντρώνεται στον εντοπισμό και την καταγραφή του κελύφους κτιρίων μεγάλης κλίμακας. Αναζητούν εμβληματικά δημόσια ή μη κτίρια που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ανώνυμα «μνημεία» της πόλης. Τα κτίρια αυτά αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των κατοίκων της πόλης, συχνά χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν τη χρήση ή τη λειτουργία τους. Η καταγραφή και η ανάδειξη των κτισμάτων σε σημεία αναφοράς, συντελεί στην ανάγνωση της δομής της πόλης μέσα από την αρχιτεκτονική των κέντρων διαχείρισης και υποδεικνύει την πολιτική σημασία τους. Στο έργο Pet Architecture, μια παρόμοια έρευνα απογραφής και χαρτογράφησης εκπονείται και αφορά στα κτίρια μικρής κλίμακας στο Τόκιο. Η ιδιαίτερη μορφολογία και τα χαρακτηριστικά των κτιρίων αυτών έχουν προκύψει από την ανάγκη υπερεκμετάλλευσης της αστικής γης, λόγω της μεγάλης πυκνότητας δόμησης της πόλης. Τα περισσότερα από αυτά έχουν χτιστεί σε πάρα πολύ μικρά, στενά οικόπεδα και συνιστούν υβριδικούς χώρους με ετερόκλιτες χρήσεις. Αποτελούν μια κατηγορία σύγχρονων κτιρίων ανώνυμης λαϊκής αρχιτεκτονικής. Παρατηρώντας τα μικρά αυτά κτίρια είναι σα να κοιτάζουμε ατυχήματα της πόλης: παρασιτικές δομές που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν εναπομείναντες χώρους, χωρίς την αξίωση κάποιας μορφολογικής κανονικότητας. Η σύλληψή τους όμως καταφέρνει να υπερβεί τα παραδοσιακά πρότυπα κανονικότητας και να αποτελέσει ένα νέο πεδίο μελέτης για την ελάχιστη κτιριακή μονάδα στην πόλη. [xiii]
Παράδειγμα 4 : Πόλη και παιδαγωγική
Παρ’ όλο που η διαμόρφωση του αστικού τοπίου αποτελεί συλλογική διαδικασία, οι κάτοικοι μιας αστικής περιοχής είναι πολλές φορές αποκομμένοι και αδιάφοροι ως προς ζητήματα που αφορούν τη διαχείριση του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν — για παράδειγμα της πόλης ή της γειτονιάς τους. Το έργο των CUP (Center for Urban Pedagogy) μελετά το ρόλο που μπορεί να έχει η «παιδαγωγική» στη διαμόρφωση της πόλης σήμερα και εξετάζει τις παιδαγωγικές προοπτικές της αρχιτεκτονικής. Στο «κέντρο αστικής εκπαίδευσης», μέσα από τη συνεργασία και τη συμβολή ανθρώπων διαφορετικών ειδικοτήτων (πολεοδόμων, νομοθετών, κοινωνιολόγων, οικονομολόγων κ.ά.) δουλεύουν με ομάδες του πληθυσμού συγκεκριμένων αστικών περιοχών στη Νέα Υόρκη υποδεικνύοντάς τους εργαλεία ανάλυσης και κατανόησης της λειτουργίας της πόλης. Όπως επίσης και του τρόπου που συμβάλλουν οι ίδιοι ή θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν.
Τα έργα του CUP περιλαμβάνουν σειρά από θεματικά workshops. Κάθε ένα, από τα εκπαιδευτικά έργα, απευθύνεται σε συγκεκριμένη αστική περιοχή όπου μελετάται ο τόπος και οι τρόποι που επιφέρουμε αλλαγές σε αυτόν. Για να μπορέσουν οι πολίτες να κατανοήσουν την αλληλεπίδρασή τους με την πόλη, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, πρέπει να έχουν την ικανότητα να κρίνουν και να αξιολογήσουν βασικές αρχές που αφορούν κεντρικές έννοιες συγκρότησης της πόλης, όπως: χρήσεις γης, δημογραφικά στοιχεία, νομοθετικές ρυθμίσεις και κατ’ επέκταση να μάθουν να αναλύουν πρακτικές ανάπτυξης. Σύνθετα ζητήματα πολιτικών ανάπτυξης μπορούν και αποκτούν δημόσιο χαρακτήρα μέσα από κατανοητή και προσβάσιμη πληροφόρηση. Οι ομάδες των ανθρώπων που συμμετέχουν στα workshops έρχονται σε επαφή και μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τους ανθρώπους που είναι κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνοι για τη λειτουργία της πόλης. Οι συμμετέχοντες αποκτούν γνώσεις που συμβάλλουν στην κατανόηση της υποδομής της πόλης και του τρόπου που επηρεάζει την καθημερινή ζωή τους. Καθώς επίσης μαθαίνουν τη θέση που μπορούν να έχουν σε ένα ευρύτερο σύστημα διαχείρισης του αστικού περιβάλλοντος και το πώς θα μπορούσαν να επηρεάζουν τους μηχανισμούς λήψεις αποφάσεων. Οι CUP αναφέρουν: «Η δουλειά μας βασίζεται στην πίστη ότι η δύναμη της φαντασίας σχετίζεται άμεσα με την άσκηση της δημοκρατίας, και ότι το έργο της διακυβέρνησης πρέπει να περιλαμβάνει τα όνειρα και τα τις φιλοδοξίες των πολιτών. To CUP πιστεύει στην αναγνωσιμότητα του κόσμου που μας περιβάλλει. Τι μπορούμε να μάθουμε από την έρευνα; Μαθαίνοντας πώς να κάνουμε έρευνα εκπαιδεύουμε τους εαυτούς μας να αλλάζουν αυτό που βλέπουν». [xiv]
Παρόμοιες στρατηγικές διερευνήσεις, διαγνώσεις ή (ενίοτε) παρεμβάσεις οργανώνουν «ανεπίσημες» τακτικές δράσεις στον αστικό χώρο. Ορίζουν τρόπους και ιδιόμορφα «εργαλεία» με τα οποία αναλύουμε και κατασκευάζουμε την αστική συνθήκη επικεντρώνοντας στα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες του τόπου. Η προσπάθεια κατανόησης της αστικής συνθήκης σήμερα, μέσα από την ειδική έρευνα, παρατήρηση και δράση σε τοπική κλίμακα ξεδιπλώνει μπροστά μας είδη παράδοξων «μεθόδων» διεξαγωγής αστικής έρευνας που αναπτύσσουν πρακτικές, εστιάζοντας στα χαρακτηριστικά του τόπου και συνδέονται άμεσα με την εκάστοτε περιοχή μελέτης (site-specific research). Τα έργα στους συγκεκριμένους τόπους παρουσιάζουν εναλλακτικές πολεοδομικές, κοινωνικές, πολιτικές και χωρικές αναλύσεις που αφορούν κατανοήσεις της εκάστοτε αστικής κουλτούρας. Η σκηνοθεσίες διαλόγων για τις πρακτικές αυτές (not aligned initiatives) αφορούν στην ιδιαίτερη συλλειτουργία της αρχιτεκτονικής με άλλα πεδία ερευνών για τον χώρο. Αναρωτιόμαστε για κάθε περιοχή που γνωρίζουμε, με τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει, τι θα συνέβαινε αν οργανωνόταν ως τέτοιο ερευνητικό πεδίο; Παράλληλα με επίσημες πρακτικές πολεοδομικής ανάλυσης, ή παρασιτικά προς ιδιωτικές κινήσεις που ζητάνε επαναπροσδιορισμούς του αστικού σχεδιασμού μπορούν άραγε τέτοιες πρακτικές να προσφέρουν σημαντικά προσωρινά ίχνη στον ιστό των πόλεων; Ίχνη που θα προέκυπταν από ευέλικτες, πρόσκαιρες προγραμματικές δεσμεύσεις;
[i] «Interview with Gordon Matta Clark, Antwerp September 1977», reprinted from the catalogue Gordon Matta Clark, Internationaal Cultureel Centrum, Antwerp 1977, στο Gordon Matta-Clark, ed. Corinne Diserens (London: Phaidon, 2003), σ. 187.
[ii] Diener, Roger, Switzerland: an urban portrait (Birkhauser, 2006), Mars, Neville and Hornsby, Adrian, The Chinese dream: a society under construction (010 Publishers, 2008), Oswalt, Philipp, Atlas of shrinking cities (Hatje Cantz, 2006).
[iii] Mumford, Eric Paul, The CIAM discourse on urbanism, 1928–1960 (Cambridge, Mass., MIT Press, 2000).
[iv] «Political systems today are much less concerned with collective values, the market economy in whatever form increasingly dictates certain decisions, more and more strictly and inevitably. Although we can use the term “city marketing” the term “urbanism” no longer exist as such.», Koolhaas, Rem, Mutations, Rem Koolhaas, Harvard Project on the City, Stefano Boeri, Multiplicity· Nadia Tazi, Hans Ulrich Obrist (Actar, 2000), σ. 310.
[v] Aureli, Pier Vittorio, The project of autonomy: politics and architecture within and against capitalism (New York· Enfield: Princeton Architectural, 2008). BAVO, Urban politics now: re-imagining democracy in the neoliberal city (NAi Publishers, 2007).
[vi] Keller Easterling, «Too smart to be right the stunning political successes of special stupidity», Miessen Markus and Basar Shumon, Did someone say participate?: an atlas of spatial practice (Cambridge, Mass., MIT Press, 2006), σσ. 39–40.
[vii] Srdjan Jovanovic Weiss, «School of Missing Studies», οπ., σ. 241.
[viii] Hans Ulrich Obrist, «Contact Zones, Participation Last for Ever», Miessen Markus and Basar Shumon, Did someone say participate?: an atlas of spatial practice (Cambridge, Mass., MIT Press, 2006), σ. 17.
[ix] Saskia Sassen, «Cityness», Ruby, Ilka, Urban transformation (Ruby Press, 2008), σ. 85.
[x] Heath Bunting, status.irational.org, Ιανουάριος 2009.
[xi] Zbyněk Baladrán, Tabulka / Table (Mg, 2007), σσ. 5–6.
[xii] White, Mason, «Atelier Bow-Wow: Tokyo Anatomy», www.archinect.com/features/article.php?id=56468_0_23_0_C, Μάιος 2007
[xiii] Kaijima, Momoyo, Made in Tokyo, ed. Momoto Kaijima, Junzo Kuroda, Yoshiharu Tsukamoto (Tokyo, Kajima Institute Publishing Co., 2001). Tsukamoto, Kenkyushitsu, Pet architecture guide book (Tokyo, World Photo Press, 2001).
[xiv] CUP, www.anothercupdevelopment.org, Ιανουάριος 2009.