Οι πύλες της Αρκαδίας
Θεώνη Φωτοπούλου
‘Stand before the gates and watch metropolis
Empires come and go we live forever
And eternity is in you hidden eyes
Take my broken wings teach me to fly again’
— Covenant, We stand alone
Η σχέση τέχνης και ουτοπίας φαίνεται στην ιστορικότητα κάθε μιας από τις δύο αυτές μορφές έκφρασης και αναζήτησης μιας τέλειας «αποτύπωσης» της επιθυμίας για το καινούργιο. Η επιθυμία αποκτά ένα ενεργητικό-έμφυτο ρόλο μέσα από την οποία αναδύονται και τροφοδοτούνται η μηχανή της τέχνης και της ουτοπίας. Στο πλαίσιο του κειμένου αυτού, η ουτοπία και η τέχνη αποκτούν τη μορφή «αφηρημένης μηχανής» (έννοια που χρησιμοποιούν οι Gilles Deleuze και Felix Guattari στο βιβλίο τους A Thousand Plateaus), μια και κοινό σημείο αναφοράς τους — πέρα από την επιθυμία ως πηγή και των δύο — είναι η δημιουργία του καινούργιου, μιας νέας πραγματικότητας και ταυτόχρονα μια νέα πρόσληψη της πραγματικότητας αυτής ή και της πραγματικότητας εν γένει. Ως «αφηρημένες μηχανές», δηλαδή, δύναται να υπάρξουν μόνο εν τω γίγνεσθαι, μέσα από την αέναη πραγμάτωση της δυναμικής και της δημιουργικότητας τους.
Το κείμενο επιδιώκει μια παράλληλη περιήγηση τόσο στον εικαστικό χώρο των δράσεων Κι εγώ στην Αρκαδία, με τις οποίες συμμετέχει η Ομάδα Φιλοπάππου στη 2η Biennale της Αθήνας 2009, στο πλαίσιο της έκθεσης «Heaven-Live», όσο και στο χώρο των εννοιών που αναδύονται με αφορμή αυτό το εικαστικό περιβάλλον. Το εικαστικό αυτό περιβάλλον αναπτύσσει τις ποικιλόμορφες συλλογικές του δράσεις στην περιοχή της Παραλίας του Παλαιού Φαλήρου, σε ένα αστικό πέρασμα που λειτουργεί κυρίως ως χώρος περιπάτου, επιδιώκοντας έτσι τη δημιουργία ενός παραθαλάσσιου «κήπου» δημόσιας δράσης. Το έργο είναι ένα εφήμερο καλλιτεχνικό συμβάν που αλλάζει μορφές επιδιώκοντας την ελεύθερη και αυτοσχεδιαστική συμμετοχή των «περαστικών», πρωτίστως ως προσπάθεια επικοινωνίας και δευτερευόντως ως επιδίωξη μιας κοινής αναζήτησης μιας συνεχώς τροφοδοτούμενης Αρκαδίας. Ο χώρος δράσης του έργου στον οποίο εκτυλίσσονται τα εργαστήρια και οι ανοιχτές συζητήσεις σκηνοθετείται μέσα από την επαναχρησιμοποίηση εγκαταλελειμμένων αντικειμένων και κυρίως καθισμάτων. Μοναδικό στατικό σημείο του έργου αποτελεί η πινακίδα με την επεξεργασμένη φωτογραφία ενός ηλιοβασιλέματος εγκατεστημένη σε αντιδιαστολή με το φυσικό ηλιοβασίλεμα, οριοθετώντας έτσι εύπλαστα τη σχέση του επιθυμητού με την πραγματικότητα.
Η έννοια της Αρκαδίας ενυπάρχει σε καθημερινούς χώρους που μεταλλάσσονται μέσα από δημιουργικότητα και δράση. Η Αρκαδία με την οποία αρχίζει η χαρτογράφηση της έννοιας στο κείμενο μπορεί να είναι εδώ και τώρα, αυτή που παρουσιάζει και στην οποία μας εντάσσει η ομάδα Φιλοπάππου. Ακόμα και η Αρκαδία του Nicolas Poussin, του Βιργιλίου ή του Λόγγου στις οποίες μας παραπέμπει αυτό το έργο ή και σε αυτές που δεν δημιουργήθηκαν ακόμη. Δηλαδή, η όποια Αρκαδία μπορεί να μας μεταφέρει στην αλυσίδα των νοηματικών και καλλιτεχνικών κινήσεων που κομίζει μαζί της η λέξη αυτή. Η μεταφορική χρήση της λέξης είναι αυτή που μέσα από συνεχή επανεγγραφή της φτάνει να αποκτά μια παράλληλη υπερβατική «πραγματικότητα». Η εξέλιξη των μεταφορικών νοημάτων της λέξης, όπως δηλώνεται σε διάφορα έργα, καταλήγει να μεταμορφώνει ένα γεωγραφικό όνομα σε ιδέα. Η «Αρκαδία» απομακρύνεται από τις ιστορικές αναφορές, απογυμνώνεται από το χωρικό πλαίσιο και φθάνει να απεικονίζει ένα λυρικό, ειδυλλιακό, ουτοπικό χώρο. Έτσι, με μια μεταφυσική αναγωγή — επηρεασμένη από το πνεύμα του κλασικισμού και εμποτισμένη από τη μυθολογική παράδοση — η λέξη «ζωντανεύει». Η περιήγηση καταλήγει όχι μόνο στη γεωγραφική περιοχή της Αρκαδίας αλλά και σε ένα πεδίο ρητορικών αναφορών/τρόπων που σχετίζονται με αυτήν. Η Αρκαδία, πλέον, δηλώνει όχι μόνο τη γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου αλλά και μια ειδυλλιακή-ιδεατή περιοχή, μια ουτοπία που διαγράφει δική της ιστορικότητα μέσα από τα διαφορετικά καλλιτεχνικά περιβάλλοντα στα οποία εντάσσεται. Η εικονοποιητική δράση της μεταφοράς απαλλάσσει εν μέρει από την περιγραφή του «τόπου» και αφήνει τη δυνατότητα να υπάρξουμε «στην κατάσταση του τόπου αυτού» μέσα από την μεταφορική κίνηση, ενεργοποιώντας τη λειτουργία της φαντασίας και της διαίσθησης.
Κατά αυτή την έννοια, η μεταφορά γίνεται ένα εργαλείο το οποίο χρησιμοποιεί τόσο ο καλλιτέχνης όσο και ο εκάστοτε θεατής. Η μεταφορά δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη της να μετακινηθεί ελεύθερα μέσα στους κόσμους των νοημάτων. Ίσως εδώ αναρωτηθούμε αν είναι η μεταφορά αυτή καθαυτή που μας μεταφέρει κάπου ή αν είμαστε εμείς οι ίδιοι που φέρουμε τη μεταφορά ως μια άλλη εικόνα σκέψης; Εστιάζοντας στη μεταφορά ως εργαλείο μετατόπισης στα διάφορα πεδία, η χρήση της μας βοηθάει στη «συνειδητοποίηση» του περάσματος από το ένα πεδίο στο άλλο. Η μεταφορά γίνεται ένα μέσο για να κινηθούμε στα διάφορα νοηματικά και αισθητικά πεδία αλλά ταυτόχρονα και τρόπος με τον οποίο «παραστατικοποιείται» το πέρασμα μέσα από πύλες που αποκαλύπτουν ένα νέο τόπο.
Βασικό στοιχείο του έργου της ομάδας Φιλοπάππου είναι το ταμπλόιντ με το ηλιοβασίλεμα που επιμελώς έχει τοποθετεί αντιδιαμετρικά με το «πραγματικό» ηλιοβασίλεμα. Αν εστιάσουμε σε μια θεωρητική προσέγγιση της εικόνας και κυρίως στην μεταμοντέρνα κατάσταση, η θέση του γάλλου θεωρητικού Jean Baudrillard μεταφράζει τη «σύγχυση» της κατάστασης αυτής. Κατ’ αυτόν, «οι εικόνες έχουν υπερπηδήσει πλέον μέσα στα πράγματα. Δεν είναι πια ο καθρέφτης της πραγματικότητας, αλλά ζει μέσα στην καρδιά της πραγματικότητας […] και την έχει μετατρέψει σε μια υπέρ-πραγματικότητα». [i] Ποιες κινήσεις ή ποιες τροχιές μπορούν να σκιαγραφηθούν στο έργο της ομάδας Φιλοπάππου προκειμένου να συνδιαλεχτούμε με αυτή την κατάσταση; Πού οδηγούν αυτές οι τροχιές αν υποθέσουμε ότι καταλήγουν κάπου; Μια από αυτές τις κινήσεις θα μπορούσε να είναι από το πραγματικό ηλιοβασίλεμα στο εικονικό ή και αντίστροφα από το εικονικό στο πραγματικό. Χωρίς όμως οι προσδιορισμοί «εικονικό» ή «πραγματικό» να καταδεικνύουν κάποιο αξιολογικό κριτήριο για το βαθμό αλήθειας του κάθε ηλιοβασιλέματος. Αυτή η μεταφορά που γίνεται μέσα σε ένα καθαρά εικονοπλαστικό και αισθητικό περιβάλλον, που σκοπό έχει, από τη μια, την τοποθέτηση σε αυτό και, από την άλλη, την ανακάλυψη νέων κινήσεων που θα οδηγήσουν σε νέους τόπους. Τα δύο αυτά σημεία, δηλαδή το εικονικό και το αληθινό ηλιοβασίλεμα, είναι σαν πύλες που μπορούν να μεταβιβάσουν σε νέα-ιδεατά τοπία, είναι «ευκαιριακές» πύλες που μπορούν να τροφοδοτήσουν με νέα σενάρια για τον επιθυμητικό τόπο.
Όμως, πώς μπορεί να γίνει αυτή η μετάβαση; Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε πρωτίστως για μια αισθητική εμπειρία και σημαντικό είναι να μπορέσουμε να «εξασκηθούμε» σε αυτή την κατάσταση. Στο σημείο αυτό μας βοηθάει η αναφορά στον γάλλο φιλόσοφο Henri Bergson. Ο Bergson ξεχωρίζει δύο τρόπους με τους οποίους μπορούμε να γνωρίζουμε ένα πράγμα. Ο πρώτος είναι να κινούμαστε γύρω από το αντικείμενο και ο άλλος να εισαχθούμε στο ίδιο το αντικείμενο. Ο πρώτος τρόπος σταματάει στη σχετικότητα, αφού εξαρτάται από την άποψη που διαμορφώνουμε ανάλογα με το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε και στα σύμβολα με τα οποία εκφράζουμε τους εαυτούς μας. Αντίθετα, ο δεύτερος τρόπος, με το να μην εξαρτάται από κάποιο από τα προηγούμενα δεδομένα, καταφέρνει να φθάσει το απόλυτο. Αυτός ο διαχωρισμός απαιτεί τη διάκριση δύο ειδών κίνησης αναλογικά με τους τρόπους γνώσης που αναφέραμε παραπάνω: τη σχετική κίνηση και την απόλυτη κίνηση. Η σχετική κίνηση είναι κάθε μια που παρατηρούμε όταν τοποθετούμαστε εκτός του αντικειμένου αυτού καθαυτού. Η απόλυτη κίνηση είναι όταν εισάγουμε τον εαυτό μας στα πράγματα με τη φαντασία, τη διαίσθηση, με το να συμπάσχουμε με αυτά. [ii]
Ο γερμανός φιλόσοφος Friedrich Nietzsche με τη σειρά του διαχωρίζει δυο τύπους ανθρώπων: τον «λογικό» και τον «διαισθητικό» άνθρωπο. [iii] Δηλαδή, από τη μία απαντάται αυτός που σκέπτεται λογικά — μέσα από και με καθιερωμένα εννοιολογικά δεδομένα — και από την άλλη αυτός που καταρρίπτει τα οριοθετημένα εννοιολογικά οικοδομήματα δρώντας πρωτίστως διαισθητικά. Εδώ, δεν επιδιώκεται μια συγκριτική ανάλυση των θέσεων των δύο φιλοσόφων, αλλά η καταγραφή των απόψεων τους ως εναλλακτικοί τρόποι μετάβασης από το ένα πεδίο στο άλλο. Είναι φανερό ότι και στους δύο φιλοσόφους η γνώση ή η συνειδητοποίηση του πράγματος ή μιας κατάστασης γίνεται μέσα από την κίνηση: για τον μεν Bersgon αποκαλείται απόλυτη κίνηση, στον δε Nietzsche μεταφορική εποπτεία. Ίσως πρέπει να δούμε την κίνηση της μεταφοράς όχι ως γραμμική, δηλαδή μεταξύ σημείων Α και Β και να προσπαθούμε να την προσδιορίσουμε με βάση τον «άξονα» αυτό, αλλά μάλλον ως κίνηση ανάμεσα σε σύνολα. Όταν μιλάμε για Α και Β θα εννοούμε ένα σύνολο και όχι ένα προτασιακό σημείο ή κάτι τέτοιο. Το ηλιοβασίλεμα, λοιπόν, δεν είναι ένα σημείο αλλά νοείται ως «ολότητα, οριστικών και διακεκριμένων αντικειμένων της διαίσθησης ή της σκέψης μας». [iv] Κατά συνέπεια, οι κινήσεις στο πεδίο του εικαστικού αυτού έργου δεν είναι προγεγραμμένες αλλά είναι τροχιές που διαγράφονται μέσα από τη διαισθητικότητα του κάθε υποκειμένου: ανοιχτές εύκαμπτες τροχιές πτήσης από το πραγματικό ηλιοβασίλεμα στο εικονικό και από εκεί στα ηλιοβασίλεμα της κάθε Αρκαδίας.
Αναφερόμαστε σε εύκαμπτες τροχιές πτήσης γιατί και η οριοθέτηση των πεδίων στα οποία κινούμαστε είναι εύκαμπτη. Οι πύλες υπάρχουν — απλά είναι λιγότερο εμφανείς αφού έχουν να κάνουν με μια διανοητική κατάσταση ή μια «στάση». Οι πύλες είναι διαφορετικές για τον καθένα και βοηθούν μέσα από αυτή την παλινδρόμηση που παρέχουν να αντιληφθούμε ότι ούτε η φανταστική κατάσταση ούτε η πραγματική αρκούν για να μας «σώσουν». Παραφράζοντας την πρόταση του Edward S. Casey, που αναφέρεται στο εννοιολογικό δίπολο «ομαλού και κυματοειδούς χώρου» (smooth and striated space) των Gilles Deleuze και Felix Guattari, «ποτέ μην πιστέψετε ότι ο ομαλός χώρος είναι αρκετός για να μας σώσει». [v] Οι πύλες δεν έχουν σκοπό να απομονώσουν το υποκείμενο μέσα στα καινούργια πεδία σκέψης και δημιουργίας, αλλά να το επιστρέφουν και πίσω, με σκοπό να μεταμορφώσει ακόμα και το πεδίο από το οποίο άρχισε το ταξίδι του. Οι πύλες δεν κλείνουν καθώς περνάμε, αλλά πάντα εμπεριέχουν την επιστροφή επηρεάζοντας έτσι το εδώ και τώρα, και δημιουργώντας το καινούργιο. Ο Gilles Deleuze δηλώνει ότι η πίστη σε αυτόν τον νέο κόσμο είναι που θα μας επιστρέψει πίσω και θα μας κάνει να χτίσουμε αυτό το νέο στοιχείο στο ήδη υπάρχον επιδιώκοντας την αλλαγή του. Λέει χαρακτηριστικά ότι: «μόνο η πίστη στον κόσμο μπορεί να επαναταυτήσει τον άνθρωπο με αυτό που βλέπει και ακούει». [vi]
Οι τροχιές που χαράζονται με το εργαλείο της μεταφοράς αποτυπώνουν την μετακίνηση του ατόμου από το ένα πεδίο στο άλλο μέσα από την αισθητική εμπειρία. Η μεταφορά είναι σαν μια εκτόνωση της κινητικής έκφρασης του ατόμου και η αναζήτηση της ουτοπίας είναι, κατά αντιστοιχία, μια εκτόνωση της φαντασιακής δράσης του ατόμου, στο να ελπίζει, να ποθεί, να προσδιορίζει και να επιδιώκει το ιδεατό. Αυτή η αέναη κίνηση, που χαρακτηρίζει την ύπαρξη του ατόμου, στον Nietzsche αποτυπώνεται με τον όρο «travelling» και στους Deleuze και Guattari με τον όρο «voyaging». Η στιγμή της μετάβασης από τον λείο στον κυματοειδή χώρο στους Deleuze και Guattari αποτυπώνεται με τον όρο «ταξιδεύοντας-voyaging». Μια ιδέα που αντηχεί στη νιτσεϊκή του «ταξιδεύειν». Ταξιδεύοντας προτείνεται μία πράξη «που θα μπορούσε να συνεισφέρει στη δημιουργία μιας νέας γης, όπως αυτή χρειάζεται να δημιουργηθεί εδώ και τώρα, μέσα στον κυματοειδή χώρο, μέσω του ομαλού». [vii] Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται για να ονοματίσουν την κίνηση του υποκειμένου στο νέο πεδίο δράσης ενώ καταδεικνύουν την έμφυτη επιθυμία για αλλαγή-μετακίνηση. Η αναζήτηση της Αρκαδίας συνδέεται με την αναζήτηση της επιθυμίας και η επιθυμία εδώ δεν ορίζεται ως έλλειψη αλλά σαν μια ανάγκη οι διαφορετικές επιθυμίες να συνδεθούν — να αλληλεπιδράσουν. Αυτές οι εκφάνσεις του νέου τόπου μοιράζονται στο ίδιο απέραντο πεδίο (με την έννοια που του δίνει ο Spinoza): έναν κοινό χώρο συνοχής και σύνθεσης από άπειρα μέρη που δημιουργούν μια άπειρη πολλαπλότητα με το να εισέρχονται μέσα σε περισσότερο ή λιγότερο αλληλοσχετιζόμενες σχέσεις.
Ξαναγυρνώντας στον τίτλο του έργου και στην προσπάθεια η Αρκαδία να είναι περισσότερο μια ουτοπία και όχι μια δυστοπία, με την έννοια ότι δεν πρεσβεύει έναν ακραίο ατομικισμό, θα πρέπει να αναρωτηθούμε που κρύβεται το εμείς στη φράση Et in Arcadia ego. Πώς θα ανακαλύψουμε πρακτικές που δημιουργούν και τονώνουν τις συλλογικότητες χωρίς να εξαλείφουν την ατομικότητα σε αυτό το νέο πεδίο. Πώς μπορούμε να τροποποιήσουμε τον αρχικό τίτλο του έργου σε Et in Arcadia nos / Και εμείς στην Αρκαδία. Πώς θα συναντηθούν για λίγο οι τροχιές μας που αναζητούν τη δημιουργία ενός νέου χώρου ύπαρξης ή ακόμα και νέες μορφές ύπαρξης ή νέες μορφές συναίσθησης. Η Αρκαδία ως διέξοδος, τόσο από την καθορισμένη θεσμικά καθημερινότητα μας, όσο και από το αδιέξοδο της επαναλαμβανόμενης δομικά σκέψης μας.
Το κείμενο της Θεώνης Φωτοπούλου γράφτηκε με αφορμή το έργο της Ομάδας Φιλοπάππου Κι εγώ στην Αρκαδία, το οποίο παρουσιάστηκε στη 2η Biennale της Αθήνας, 2009, στο πλαίσιο της έκθεσης «Heaven-Live» (επιμ.: Δημήτρης Παπαϊωάννου & Ζάφος Ξαγοράρης). Περισσότερες πληροφορίες για την Ομάδα Φιλοπάππου στο: www.filopapou.blogspot.com
[i] Jean Baudrillard, «Objects, Images, and the Possibilities of Aesthetic Illusion», στο Jean Baudrillard Art and Artefact, Sage Publications, Λονδίνο, 1997.
[ii] Henri Bergson, An Introduction to Metaphysics, (Indianapolis/ Cambridge: Hackett Publishing Company, 1999).
[iii] Friedrich Nietzsche, «Περί Αληθείας και Ψεύδους Υπό Εξωηθική Έννοια», στο Η Αλήθεια και η Ερμηνεία, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σσ. 21–39.
[iv] Ande I. Khuri, Advanced calculus with applications in statistics, John Wiley & Sons, Inc., USA, 2003.
[v] Edward S. Casey, The fate of place: a philosophical history, University of California Press, Καλιφόρνια, 1998.
[vi] Gilles Deleuze, Cinema 2, Continuum, Λονδίνο, 2005.
[vii] Mark Bonta & John Proveti, Deleuze and Geophilosophy: A Guide and Glossary, Edinburgh University Press, Εδιμβούργο, 2004.