Η εμπειρία της ομοιότητας και της διαφοράς
Ρούλα Παλαντά


⁰¹ Christiana Soulou, Death, 2009, pencil on paper, 41.9 × 29.9 cm. Courtesy of Bernier/Eliades gallery, Athens.
⁰² Christiana Soulou, Justice, 2009, pencil on paper, 21.6 × 15.2 cm. Courtesy of Bernier/Eliades gallery, Athens.
⁰³ Christiana Soulou, The Emperor, 2009, pencil on paper, 16.5 × 11.8 cm. Courtesy of Bernier/Eliades gallery, Athens.
⁰⁴ Christiana Soulou, The High Priestess, 2009, pencil on paper, 41.9 × 29.5 cm. Courtesy of Bernier/Eliades gallery, Athens.
⁰⁵ Christiana Soulou, The Magician, 2009, pencil on paper, 41.9 × 29.5 cm. Courtesy of Bernier/Eliades gallery, Athens.
⁰⁶ Christiana Soulou, Wheel of Fortune, 2009, pencil on paper, 27.9 × 22.9 cm. Courtesy of Bernier/Eliades gallery, Athens.
⁰⁷ Christiana Soulou, Strength (detail), 2009, pencil on paper, 53 × 38.1 cm. Courtesy of Bernier/Eliades gallery, Athens.


Πώς θα μπορούσε ο νοητός, εύθραυστος, ευγενικά ενδεής κόσμος στο έργο της Χριστιάνας Σούλου να συνομιλήσει με τον πραγματικό, σκληρό, πληθωρικό και ειρωνικό κόσμο στο έργο του Νίκου Χαραλαμπίδη; Αν βάλουμε ως διαιρετική βάση τη διαφορά τους ο κατάλογος θα ήταν μακρύς. Δεν είναι, όμως, η αναντιστοιχία τους, ο ασύμβατος χαρακτήρας τους που διεγείρουν, αλλά το πεδίο ή η επιφάνεια στο οποίο θα μπορούσε να εδραιωθεί μια ενότητα ή μια κοινότητα.

Σήμερα, το παιχνίδι των διαφορών, των αποκλίσεων και των μετατοπίσεων, όπως και των ομοιοτήτων και των συγκλίσεων παρουσιάζονται σ’ ένα περίπλοκο όσο και καθορισμένο δίκτυο σχέσεων, το οποίο συγκροτείται από το καθεστώς της αισθητικής ισότητας των μορφών στο χώρο της τέχνης και το καθεστώς της ανισότητας στην πραγματική ζωή. Οι σύγχρονες πόλεις — και η ζωή μέσα σε αυτές — όλο και περισσότερο μοιάζουν μεταξύ τους. Οι όποιες τοπικές κουλτούρες, κοινωνίες και ιδιώματα παγκοσμιοποιούνται, όπως ακριβώς και η σύγχρονη τέχνη με τους θεσμούς της. Οι δυνάμεις που αποκτούν καθολικά χαρακτηριστικά είναι αυτές των mass media και της αγοράς και είναι αυτές που ευθύνονται για την κατασκευή τυποποιημένων εικόνων και επιθυμιών μας, καθώς και για την παραγωγή ανισοτήτων.

Στην κοινωνία του υπερ-θεάματος, της μιντιακής δημοκρατίας και της βιομηχανίας επιθυμιών, συγκινήσεων και συναισθημάτων, τι αναλογεί στο σύγχρονο καλλιτέχνη και το έργο του; Μέσα σε αυτήν την ολοποιητική διαδικασία, σε αυτήν την εμπειρία της ομοιότητας, πώς συγκροτείται η διαφορά; Μέσα από τα έργα του Χαραλαμπίδη και της Σούλου επιχειρείται, όχι τόσο μια οριστική απάντηση, όσο η κατάδειξη μιας διερεύνησης και υιοθέτησης μεθόδων που δεν λειτουργούν αποφατικά αλλά ταυτόσημα με την ίδια, την πραγματική ζωή.

Στο έργο-εγκατάσταση του Νίκου Χαραλαμπίδη, Τρίχες κατσαρές και Άδειο μουσείο είναι σαν εισβάλλει η ίδια η πόλη και η ζωή, σαν αυτό το ίδιο να συνιστά ταυτόχρονα το «σημείο μηδέν», το σημείο κατάργησης του μέσα και του έξω, το σημείο κατάρρευσης του γεμάτου και του άδειου, του πλήρους και του κενού. Στην πολυσχιδή, πολυμεσική και οργανικού χαρακτήρα εγκατάστασή του συναρθρώνονται ετερόκλητα υλικά και κατασκευές, video, ψηφιακές φωτογραφίες και σχέδια, performance, αρχιτεκτονικές μακέτες, χαλιά προσευχής και οικιακός εξοπλισμός σε μια ανοιχτή και ατέρμονη εξελικτική διαδικασία. Το σύνολο δίνει την αίσθηση ενός εν εξελίξει collage πολλαπλών πραγματικοτήτων, μιας υβριδικής μορφής στην οποία συντίθενται ή αποσυντίθενται η λαϊκή και καλλιτεχνική παράδοση, τα ιστορικά και εθνικά στερεότυπα, μιντιακές εικόνες, σύμβολα, λογότυπα, συναισθήματα, βιώματα, άνθρωποι.

Ο καλλιτέχνης συνεχίζει στη νέα του δουλειά τη διαπραγμάτευση της έννοιας του μουσείου και του «κοινωνικού εργαστηρίου», της νομαδικής κατοίκησης και του γενέθλιου τόπου ως τόπου εκρίζωσης, εκτοπισμού και επαναπατρισμού. Σταθερό σημείο αναφοράς, θεματικός και νοηματικός άξονας, γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται το έργο, παραμένει η επανάχρηση στοιχείων του σπιτιού του. Προσκαλεί να συμμετάσχουν στο project του, με την παρουσία και το έργο τους, καλλιτέχνες που προέρχονται -όπως και ο ίδιος- από χώρες της Μεσογείου στις οποίες εμφανίζονται βίαιες κοινωνικές, πολιτικές συγκρούσεις και διαμάχες, με μεγάλο αριθμό προσφύγων. Προτείνει τη δημιουργία μιας ιδιότυπης σχολής Καλών Τεχνών στο άδειο και κατεχόμενο αεροδρόμιο της Λευκωσίας και ως διδάσκοντες τους συμπάσχοντες αυτούς καλλιτέχνες. Η συμβολική ανακατασκευή του τείχους και του φυλακίου της Λήδρας, που χώριζαν την ελεύθερη από την κατεχόμενη Λευκωσία, και που πρόσφατα γκρεμίστηκαν, συνιστούν τα «προπύλαια» της σχολής αυτής.

Στο σύνολο του έργου συντελείται μια τριπλή συγχώνευση, αλλά παράλληλα και αντιστροφή: του μουσείου, του αεροδρομίου και του «κοινωνικού εργαστηρίου». Το κενό που δημιουργείται από το άδειο μουσείο και το άδειο αεροδρόμιο καλύπτεται από τις συμβολικές, καλλιτεχνικές «πτήσεις», οι οποίες — αντί να μεταφέρουν επιβάτες — μεταφέρουν «τόπους» ή «μικροτοπίες» όπως αυτές που συνθέτει ο καλλιτέχνης πάνω στις σχεδίες διάσωσής του.

Μέσα από μια ολοποιητική διαδικασία μετασχηματίζεται το ίδιο το έργο σε μουσείο, με τρόπο ώστε να συντελείται μια ριζική αντιστροφή της λογικής του μουσείου, του οποίου οι χώροι αδειάζουν από προστατευόμενα και προνομιούχα αντικείμενα και γεμίζουν από προστατευόμενους, αλλά όχι προνομιούχους, ανθρώπους. Από χώρος συλλογής ου-τοπιών, το μουσείο μετατρέπεται σε χώρο περι-συλλογής ανθρώπων, βιωμάτων, εμπειριών, δράσεων. Ο Χαραλαμπίδης, μέσα από την καλλιτεχνική πρακτική του, απεμπολεί την ίδια την ουτοπία γιατί, ακριβώς, την πραγματοποιεί στο ίδιο του το έργο: μετασχηματίζει το εφήμερο σε αέναο, το παροδικό σε μόνιμο, αυτό που δεν συλλέγεται σε συλλογή. Άλλωστε, από τη στιγμή που στο καλλιτεχνικό έργο σήμερα ενσωματώνονται οι ίδιοι οι άνθρωποι, το μουσείο ίσως να αποτελεί τον κατ’ εξοχήν τόπο προστασίας και ασυλίας τους.

Κι ενώ ο Χαραλαμπίδης απευθύνεται σε «όλους», ανάγοντας το πλήθος σε συλλογική-συλλεκτική δύναμη, η Χριστιάνα Σούλου μιλά στον καθένα χωριστά, αναδεικνύοντας την ατομική του ισχύ. Στα έργα της διερευνά τις ανθρώπινες ιδιότητες και τον αινιγματικό σχηματισμό του ανθρώπινου χαρακτήρα μέσα από το σύστημα των καρτών του Tarot, το οποίο οργανώνει και συμπυκνώνει συμβολικά τον κύκλο της ανθρώπινης ζωής. Οι εικονογραφικοί συμβολισμοί των καρτών του Tarot συνιστούν για τη Σούλου αντικείμενο έρευνας και μελέτης, όχι στην κατεύθυνση του αποκρυφιστικού τους χαρακτήρα, αλλά της αργής και ανοιχτής διαδικασίας διαμόρφωσής τους μέσα από τα ποικίλα ιστορικά και διαπολιτιστικά δάνεια και επιρροές.

Το σχέδιο και το προσωπικό, κωδικοποιημένο της λεξιλόγιο αποτελούν το αναστοχαστικό και ενδοσκοπικό πεδίο της προσέγγισής της. Η χρήση πρωτογενών μέσων και υλικών όπως το σχέδιο, το χαρτί και το μολύβι υποβοηθούν στη διερεύνηση της πρωτογενούς, αρχικής σημασίας των μορφών, όπως γίνεται με την αναζήτηση της ετυμολογίας των λέξεων, το αρχικό νόημα των οποίων χάθηκε ή τροποποιήθηκε. Οι επαναλαμβανόμενες νοητικές, ονειρικές και εύθραυστες μορφές, που μοιάζουν να αιωρούνται στο κενό, αποδίδονται με απαλά περιγράμματα μιας σταθερής, ρέουσας και αβίαστης γραμμής, ισορροπώντας μεταξύ αναπαράστασης και κρυπτογραφήματος, μεταξύ αλληγορίας και εμβλήματος: οι συνεχείς επαναλήψεις τους γίνονται το μέσο θέασης αλλά και διείσδυσης στα μυστικά των συμβολισμών τους, ένα συνεχές παιχνίδι μέσα από το οποίο παράγεται η διαφορά.

Οι νοητές — εννοιακές — μορφές της Σούλου λειτουργούν ως οπτικοί συλλογισμοί, ως επενέργειες οικουμενικών και συλλογικών νοημάτων, φιλοσοφικών και στοχαστικών αντιλήψεων. Αποπνέουν την άχρονη σταθερή υπαρξιακή διερώτηση για τη ζωή και το θάνατο και αναπροσανατολίζουν το συναίσθημα και τη διαίσθηση στην αέναη αναζήτησή τους για τη θέση μας στον κόσμο. Μέσα από τα σχέδιά της, η καλλιτέχνις μετατοπίζει τις μεταφυσικές ή αποκρυφιστικές εξόδους κινδύνου των Tarot, στη δύναμη που παρέχει η αποκωδικοποιητική μαθητεία σε «καθολικές» έννοιες, οι οποίες στο έργο της συνιστούν αντικείμενο επανεξήγησης και επανεξέτασης. Χωρίς να διαταράσσεται ο διερευνητικός της χαρακτήρας, επανενεργοποιεί τη «μαγική» λειτουργία της εικόνας, μέσα από τις ατελείς ιδεογραφικές μορφές της, οι οποίες υπαινίσσονται ό,τι δεν θέλουν να δείξουν, εξηγούν ό,τι δεν μπορεί να εξηγηθεί, εξοικειώνουν με ό,τι είναι ανοίκειο. Αυτή η αίσθηση αυξάνεται από τις αδιόρατες γραμμές των σχεδίων οι οποίες συνηχούν με τις αδιόρατες λεπτομέρειές τους. Το μόνο εμφανές κοινό που παρουσιάζουν τα σχέδια της Σούλου με τις φιγούρες των Tarot, είναι οι τίτλοι των καρτών: ο μάγος, ο τρελός, ο ιεροφάντης, κ.λπ. Η καλλιτέχνις επικεντρώνεται περισσότερο στην επαναδιατύπωση των συμβολικών νοημάτων και ιδιοτήτων τους, ανασκάπτει την αινιγματικότητα, την αμφισημία και τις μεταμορφώσεις τους, τις διαφορετικές και αντιθετικές διεργασίες τους. Όπως δηλώνει και η ίδια, αυτό που την ενδιαφέρει είναι ο τρόπος που εξάγεται η διαφορά, η διάκριση που εξάγεται μεταξύ ομοιότητας και ομοειδούς, σχηματίζοντας τη μοναδικότητα του κάθε χαρακτήρα. Μόνο που η Σούλου μοιάζει να «ξαναμοιράζει» την τράπουλα και όλα τα παγιωμένα χαρακτηριστικά ανατρέπονται, υπονοώντας ότι η διαφορά είναι πάντοτε αυτή που διαφοροποιείται. Έτσι, στην κάρτα του τρελού ρίχνει την κάρτα του σοφού και του σοφού σε αυτή του τρελού.

Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις διαφορές της Σούλου και του Χαραλαμπίδη σε αντιθετικές, όσο και συμπληρωματικές διατυπώσεις, όπως: άδειο/γεμάτο, κενό/πλήρες, μέσα/έξω, αφαίρεση/συσσώρευση, κραυγή/ψίθυρος, πολλαπλό/μοναδικό, αδιόρατο/καταφανές, ή ρευστή γραμμή / ρευστή δομή, υλικότητα της γραμμής / υλικότητα της κατασκευής, αμεσότητα της απλότητας/αμεσότητα της πολλαπλότητας, Αόριστος χρόνος / Ενεστώς χρόνος (το κάπου-κάποτε / το εδώ και τώρα), ο στοχασμός του κοινότοπου και ο στοχασμός του μυθικού, η ψυχαναλυτική, ενδοσκοπική προσέγγιση και η συνειρμική διακειμενική, ο σχηματισμός και ο μετασχηματισμός του ανθρώπινου χαρακτήρα-ο σχηματισμός και ο μετασχηματισμός της κοινωνίας, κλπ. Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί σχεδόν ηδονικά. Αντ’ αυτού, θα προτιμούσαμε να συνοψίσουμε την κοινή εμπράγματη ανάδειξη της αναγκαιότητας του δικαιώματος στη διαφοροποίηση, ως μέσο αντίστασης και υπονόμευσης.

Η αναζήτηση της διαφοράς, που ιδανικά διεξάγεται μέσα στην έννοια του πλήθους, συνιστά την αναζήτηση της μοναδικότητας με τρόπο τέτοιο, ώστε το πλήθος να είναι πάντα ένα πλήθος μοναδικοτήτων. Ακόμη όμως κι αν οι ιδιότητες που οδηγούν στις διαφορές έχουν ανακατανεμηθεί μέσα του, το πλήθος αφ’ εαυτού δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την συμπληρωματικότητα των διαφορών του. Στόχος, τελικά, δεν είναι τόσο να εξαχθούν οι προφανείς διαφορές ή οι λανθάνουσες ή οι έκδηλες ομοιότητες, αλλά η πολλαπλότητα, η συμπληρωματικότητα, η αναπληρωματικότητα και η επικαλυπτικότητά τους. Εντέλει, η παραδοχή της αναγκαιότητάς τους και η ταυτόχρονη παραδοχή της αναγκαιότητας της συλλογικής δυναμικής του πολλαπλού, δηλαδή, του πλήθους.