Η γλώσσα είναι ιός από το Διάστημα
Θάνος Σταθόπουλος



Νέα Υόρκη, Beacon Theater, Μάιος, 1984. Τα φώτα σβήνουν. Απομένει μόνο το μπλε. Για να εξαφανιστεί κι αυτό σε λίγο. Σκοτάδι. Η οθόνη ανάβει. Μέσα από μία χορευτική μουσική της Laurie Anderson αναδύονται πρώτα τα πράγματα — τηλεοράσεις, αεροπλάνα, φοίνικες, τηλέφωνα, σαξόφωνα, ομπρέλες — πέφτουν σαν βροχή στην οθόνη· οι μουσικοί και η Anderson με το πρόσωπό τους καλυμμένο με λευκή κουκούλα, παίρνουν τις θέσεις τους ενόσω συνεχίζουν να πέφτουν στην οθόνη τα αντικείμενα. Η μουσική ξαφνικά σταματά. Ένα τεράστιο «0» εμφανίζεται στην οθόνη. Κι ένα τεράστιο «1». Μιλάει κάτω από την κουκούλα. Φωνή παραμορφωμένη. «Κυρίες και κύριοι, καλώς ήλθατε στον κόσμο της δύσκολης μουσικής». Γυρίζει προς την οθόνη. «Αυτό είναι το “0”. Κι αυτό είναι το “1”. Κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλει να είναι μηδενικό. Όλοι θέλουν να είναι νούμερο 1. Παρότι όμως το 0 και το 1 είναι δύο διαδοχικοί αριθμοί, είναι πολύ διαφορετικό να είσαι μηδενικό απ’ το να είσαι υπ’ αριθμόν 1. Μήπως όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι; Μήπως βρισκόμαστε μπροστά στη νέα γλώσσα; Μάλιστα! Αυτή είναι η γλώσσα των κομπιούτερ. Η νέα γλώσσα».

Το 1988 ολοκληρώνω ένα μικρό βιβλίο για τη Laurie Anderson. Mία αυθαίρετη και συνειρμική σύνθεση αποσπασμάτων από κείμενα, συνεντεύξεις και ποιήματα, τα οποία επέλεξα και μετέφρασα από τα περιοδικά Musician, Interview, New Musical Express, Rolling Stone Magazine, Down Beat, Art Forum, Art in America, και από την παράσταση United States 1–1V. Ωστόσο, το βιβλίο δεν εκδίδεται ποτέ. Με την απόσταση, πλέον, των εικοσιενός ετών που μας χωρίζουν εξακολουθώ να βρίσκω την αφήγηση της Anderson εξαιρετικά ζωντανή, γοητευτική και πρωτότυπη. Τα σπαράγματα που ακολουθούν ας διαβαστούν σαν ίχνη μιας performance που συνεχίζεται ακόμη και σαν μακρινή ηχώ μιας αθωότητας που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Κάναμε αυτή τη γιορτή στα βουνά κάθε χρόνο. Κι έφταναν όλοι από τα γύρω μέρη. Ξαδέρφια, θείες, θείοι και παιδιά. Γιαγιάδες, παππούδες … όλοι. Κάναμε τη γιορτή γύρω από μια μεγάλη λίμνη. Με πεύκα και φοίνικες. Υπήρχαν όλα τα είδη των δέντρων. Και είχαμε χιλιάδες από αυτούς τους μεγάλους αμφορείς — ξέρετε ποιους λέω. Χορεύαμε και τραγουδούσαμε κι αυτό κρατούσε τρεις μέρες. Μαγείρευαν όλοι από κάτι και περίμεναν όλο το χρόνο τη γιορτή. Μια χρονιά, λοιπόν, ήμαστε στη μέση της γιορτής, εγώ ήμουν παιδί ακόμα. Τελοσπάντων, είχε βραδιάσει και ξαφνικά έφτασε ένα ολόκληρο κοπάδι τίγρεις. Δεν ξέρω από πού ήρθαν. Όρμησαν γρυλίζοντας, ρήμαξαν τα πάντα και ήταν πραγματική καταστροφή. Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος για να τα ξαναφτιάξουμε. Αλλά στη μέση της γιορτής συνέβη το ίδιο. Οι τίγρεις όρμησαν πάλι, τα έσπασαν όλα κι ύστερα γύρισαν πίσω στα βουνά. Πρέπει να συνεχίστηκε για τέσσερα ή πέντε χρόνια αυτό — τα ξαναφτιάχναμε κι ύστερα έρχονταν οι τίγρεις και τα έσπαζαν. Με τον καιρό το συνηθίσαμε. Τότε αποφασίσαμε να καλέσουμε και τις τίγρεις στη γιορτή. Αρχίσαμε να τους βάζουμε φαγητό ώστε να έχουν κάτι να φάνε. Όχι πολύ στην αρχή … κράκερ, τέτοια πράγματα. Αργότερα βάζαμε περισσότερο φαγητό, μέχρι που στο τέλος κρατούσαμε τα τρόφιμα όλου του χρόνου για τις τίγρεις. Κάποια χρονιά οι τίγρεις δεν ήρθαν. Δεν ξαναγύρισαν ποτέ.

Βλέπω τον εαυτό μου σαν κάποια που αφηγείται παραμύθια. Μία παραμυθού. Όλα τα υπόλοιπα: πολιτική, μουσική, εικόνες, δεν είναι παρά αφορμές να αναπτύξω το μύθο και να μαθαίνω να τον αφηγούμαι με διάφορους τρόπους. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι χρειάζονται ετικέτες για να ταξινομήσουν αυτό που κάνουν. Μία ετικέτα που χρησιμοποιείται συχνά και που μ’ αρέσει να χρησιμοποιώ κι εγώ είναι, performance artist. Ίσως επειδή δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει, αυτή η γενικότητα με βολεύει. Υπάρχει διαφορά μεταξύ της τέχνης που κάνω και της πειραματικής τέχνης. Η πειραματική τέχνη είναι συνήθως βαρετή. Εγώ δουλεύω πάνω στην πιο αρχαία μορφή τέχνης: τα παραμύθια.

Οι πρώτες performance που έκανα βασίζονταν κυρίως στη μνήμη. Την αποδόμηση και την αποδιοργάνωση της μνήμης. Το περιεχόμενό τους ήταν πολύ αυτοβιογραφικό — προσωπικές ιστορίες. Θεώρησα ότι ο καλύτερος τρόπος για να καταγράψω το αποτέλεσμα ήταν μέσα από τις αναμνήσεις όσων είχαν παρακολουθήσει τις performance. Όμως, από όσα μου είπαν εκ των υστέρων, κατάλαβα ότι αυτό που εκείνοι θυμόνταν απ’ τις performance, δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Κι έτσι, σκέφτηκα: «Ω, όχι, αυτό το πράγμα θα χαθεί!» Αν κι εγώ θυμόμουν ότι το είχα κάνει.

Μου αρέσει να σκέφτομαι την παιδική μου ηλικία. Αυτό βεβαίως μου προκαλεί ένα είδος στρες. Προσπαθείς να αναπλάσεις έναν χώρο στον οποίο έχεις να βρεθείς από παιδί. Αρχίζεις να ψάχνεις και μετά από λίγο μπορείς πράγματι να δεις όλα τα αντικείμενα που υπάρχουν στο δωμάτιο. Κοιτάζεις τα χέρια σου και είναι μικρά, κοιτάζεις όλα τα μικροπράγματα που χρησιμοποιούσες, και τότε είσαι έτοιμος ακόμη και να φύγεις για το σχολείο. Έχω φτάσει στο σημείο να αναπλάθω ολόκληρες μέρες στο μυαλό μου. Να μπαίνω σε δωμάτια, να βλέπω ανθρώπους που δεν έχω δει για χρόνια … Είναι συναρπαστικό, σε ηρεμεί. Είναι υπέροχο να σκέφτεσαι όλα αυτά που χάθηκαν και μετά να ανακαλύπτεις πως τελικά δεν έχουν χαθεί. Μα πρωτίστως πρέπει να είσαι πολύ χαλαρός για να ξεκινήσεις. Έμεινα κάποτε για λίγο καιρό σ’ ένα μοναστήρι βουδιστών (στο οποίο ο βασικός κανόνας ήταν να μην επικοινωνείς ούτε με τα μάτια ούτε με τον λόγο) και μου συνέβησαν πολλά πράγματα. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, όμως, συνέβη αφού έμεινα σε χαλάρωση για δώδεκα ολόκληρες ώρες. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα το πιο φανταστικό πράγμα. Υπήρχε η οροφή και το πάτωμα και μπορούσα να δω και να αισθανθώ το μεταξύ τους διάστημα μ’ έναν τρόπο που ποτέ άλλοτε δεν μου είχε συμβεί. Σκέφτηκα: «Θεέ μου, έτσι φαίνεται θα βλέπουν οι γλύπτες». Και ήθελα πολύ να πω σε κάποιον: «Κοίτα! Κοίταξε αυτό!» Αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Ήταν μια εμπειρία που μπορείς να νιώσεις μόνο όταν έχεις χαλαρώσει. Ήταν ακριβώς το αντίθετο από την καθημερινή οπτική αντίληψη των πραγμάτων που εμπεριέχει την επιθυμία: Βλέπω κάτι, το παίρνω.

Μικρή ήμουν πολύ καλό παιδί. Θυμάμαι ότι ήθελα να γίνω βιβλιοθηκάριος. Αργότερα συνειδητοποίησα ότι οι βιβλιοθηκάριοι έμοιαζαν με δεσμοφύλακες που έδιναν βιβλία υπό επιτήρηση. Είχα πολλούς ήρωες όταν ήμουν μικρή. Κι έφτιαχνα λίστες με τα πράγματα που τους έκαναν να φαίνονται ήρωες, τουλάχιστον στα παιδικά μου μάτια. Στις  πρώτες θέσεις της λίστας μου ήταν το Κουράγιο. Είχα έμμονη ιδέα με το κουράγιο.

Το 1966 σπούδαζα Ιστορία της Τέχνης στο Barnard College, στο Μανχάταν. Είχα μία καθηγήτρια, ειδικευμένη στον Chardin, που μπορούσε να σου πει: «Κοίτα αυτά τα ροδάκινα». Και κάρφωνε το βλέμμα της στον τοίχο. «Μπορείς να τα αισθανθείς». Ήταν συναρπαστικό. Ύστερα, αφού πρώτα σε κοιτούσε αισθησιακά, άρχιζε να τα αναλύει. Αποφοίτησα το 1969. Έκανα την πρώτη μου έκθεση γλυπτικής στο Barnard. Τα γλυπτά αποτελούνταν από φάιμπεργκλας, εφημερίδες και ρετσίνι. Προσπαθούσα να είμαι όσο πιο διφορούμενη μπορούσα. Το 1970 σπουδάζω γλυπτική στο Columbia. Παράλληλα, διδάσκω Ιστορία της Τέχνης στο City College και στο Pace. Γράφω τεχνοκριτικές για τα περιοδικά Art News, Art in America και Art Forum. Το πήρα πολύ σοβαρά. Περισσότερο απ’ το να πάω στο σπίτι του καλλιτέχνη ήθελα να γνωρίσω τον αληθινό του εαυτό. Να δω μέχρι τι είχε στο ψυγείο του. Από το 1972 έως το 1978 έκανα μία σειρά έργων και performance: O-range, Story Pillows, Rustle Book (Wind Book), Dearreader, At the Shrinks, For Instants(Refried Beans), Juke Box, Duets on Ice (Bach to Bach), Numbers Runners, Stereo Decoy, Handphone Table. Το 1975 εφευρίσκω το μαγνητικό βιολί. Ένα βιολί που στον κορμό του έχει μαγνητική κεφαλή. Αντί για χορδές υπάρχουν μαγνητοταινίες. Η πρώτη φράση που ηχογράφησα ήταν: «Ethics is the aesthetics of the future.»

Η πρώτη μου performance ήταν το 1972 στο Rochester του Vermont. Είχε τον τίτλο, Automotive. Είχα παρκάρει σ’ έναν μεγάλο χώρο μοτοσικλέτες, αυτοκίνητα και φορτηγά. Ο κόσμος καθόταν ανάμεσα. Χρησιμοποιώντας ως «παρτιτούρα» πολύχρωμα κουτιά, η «ορχήστρα» του Automotive κορνάριζε παίζοντας έτσι μία πρωτότυπη μουσική σύνθεση.

Το 1973 ταξίδεψα στο Μεξικό και από εκεί με οτοστόπ έφτασα στο Βόρειο Πόλο. Πήγα στο Μεξικό να δω τον αδελφό μου που ήταν ανθρωπολόγος. Έφτιαχνα τορτίλας για την ινδιάνικη φυλή των Τζοτίλ. Το όνομα που μου είχαν δώσει ήταν Losha: η άσχημη με τα κοσμήματα. Ήμουν πολύ λευκή και ψηλή και φορούσα φακούς επαφής που τους περνούσαν για πολύτιμους λίθους τους οποίους φύλαγα στο πιο ασφαλές σημείο: τα μάτια μου. Φεύγοντας για το Βόρειο πόλο δεν πήρα μαζί μου ούτε φωτογραφική μηχανή. Πήρα μόνο φαγητό, ένα καλάμι για ψάρεμα κι ένα τσεκούρι. Έφτασα σχεδόν στον μαγνητικό Βόρειο Πόλο, όχι τον γεωγραφικό, γιατί ήταν η βάση της Αεροπορίας εκεί και δεν μου επέτρεπαν να πλησιάσω. Ταξίδευα με αεροπλάνα που μετέφεραν γράμματα. Οι πιλότοι με άφηναν σε ένα μέρος και μου έλεγαν: «Θα ξαναπεράσει αεροπλάνο περίπου σε μια εβδομάδα». Γύρισα πίσω γιατί παραλίγο να είχα σκοτωθεί. Έκοβα ξύλα, μια μέρα, στη μέση της ερημιάς. Όπως σήκωσα το τσεκούρι ξέφυγε απ’ τα χέρια μου κι έπεσε κάτω, περνώντας ξυστά απ’ το κεφάλι μου. Μ’ έπιασε σύγκρυο για αρκετή ώρα. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να περπατάω μ’ ένα τσεκούρι καρφωμένο στο κεφάλι μου και κανείς δεν θα ’ξερε πού βρίσκομαι.

Το 1974 ο Chris Burden με την performance Transfixed αποσπά την προσοχή του νεοϋορκέζικου κοινού και φυσικά τη δική μου, έχοντας σταυρωθεί πάνω σ’ ένα Φολκσβάγκεν. Λίγο αργότερα παρουσιάζει το Shoot στην γκαλερί F-Space. Στο Shoot πυροβολείται στο αριστερό του χέρι από απόσταση πέντε μέτρων. Το 1975 έγραψα το τραγούδι, It’s not the bullet that kills you, it’s the hole.

Επηρεάστηκα πολύ από τον ποιητή και γλύπτη Vito Acconci. Κυρίως απ’ το Seedbed. Τον θυμάμαι ξαπλωμένο κάτω από τη ράμπα της γκαλερί Sonnabend να αυνανίζεται, ενώ διηγούνταν τις λάγνες φαντασιώσεις του στο μικρόφωνο, παρατηρώντας το κοινό που περιφερόταν από πάνω. Ό,τι θαύμαζα ήταν ο καλλιτεχνικός του οίστρος, που είχε να κάνει με το περιεχόμενο του ψυχρού φορμαλισμού που επικρατούσε τότε στην τέχνη. Αυτό ήταν κι ένα από τα στοιχεία που ένιωθα πως παραμελούσα όταν ξεκίνησα να συλλέγω υλικό για τις performance μου.

Είμαι υπερήφανη που μπορώ να κάνω ηλίθια πράγματα στη σκηνή. Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι να βλέπω μικρά παιδιά να έρχονται στις παραστάσεις μου. Ίσως γιατί στα μάτια τους διακρίνεις εύκολα την αδυναμία να πιστέψουν ότι ένας ενήλικος μπορεί να φέρεται τόσο ηλίθια. Μάλλον επειδή έχουν μια συγκεκριμένη αντίληψη για το πώς φέρεται ένας ηλίθιος, και ίσως η αντίληψη αυτή να συμπίπτει με τη δική μου. Μόνο φυσικά που οι δικές μου προθέσεις δεν εξαντλούνται σ’ αυτό.

Συχνά περιγράφουν τη δουλειά μου ως φουτουριστική — η χρήση της γλώσσας, π.χ. — αλλά από πολλές απόψεις δεν έχει καμία σχέση με το μέλλον η, ακόμη, και με ό,τι συμβαίνει σήμερα. Αρκετά τραγούδια μου χρησιμοποιούν την παλιά αμερικανική γλώσσα, σαν αυτήν των ταινιών της δεκαετίας του ’40. Κανείς δεν μιλά πια σήμερα έτσι. Μ’ αρέσουν οι ταινίες στις οποίες οι άνθρωποι μιλάνε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μ’ αρέσει επίσης το γεγονός ότι πρόκειται για μια κοινή ιστορία τόσων ανθρώπων που έχουν δει αυτές τις ταινίες. Αισθάνομαι πως έχω περισσότερα κοινά σημεία με τον Μαρκ Τουέιν, παρά με τους τροβαδούρους. Δεν ξέρω πολλά γι’ αυτούς. Ούτε και για τον Μαρκ Τουέιν γνωρίζω πολλά. Αλλά, αυτό που ξέρω μου φτάνει. Ότι δηλαδή τριγύριζε και διάβαζε στον κόσμο τη δουλειά του.

Λένε ότι τα τραγούδια μου είναι υπνωτιστικά κι ότι τείνουν να χαλαρώνουν ευχάριστα τον ακροατή. Λένε ότι οι στίχοι μου είναι επίσης υπνωτιστικοί. Ο τρόπος που σπάζουν οι φράσεις, που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, με μικρές παραλλαγές. Υποθέτω ότι υπνωτίζομαι κι εγώ η ίδια όταν γράφω τραγούδια. Είμαι σε ανάλογη κατάσταση όταν τα γράφω, οπότε δεν με εκπλήσσει που ακούγονται έτσι. Αλλά δεν υπάρχει καθόλου μυστικισμός. Το πιο σημαντικό για μένα είναι οι στίχοι. Το πώς συνδέονται οι λέξεις μεταξύ τους. Ύστερα, περισσότερο απ’ όλα, μ’ ενδιαφέρει να προφέρω τους ρυθμούς και να λέω τις ίδιες τις λέξεις, παρά το τραγούδι.

Κάτι που δουλεύω συνεχώς, ακόμη και την ώρα που μιλάω σε κάποιον, είναι ο ρυθμός. Νομίζω ότι μπορείς να καταλάβεις πολλά από τον τρόπο που μιλάει κάποιος. Από τις παύσεις, τα κενά. Καταλαβαίνεις πώς προσπαθεί να εκφραστεί.

Δούλεψα με τον William Burroughs γιατί αγαπάω τη φωνή του, γιατί είναι κάποιος που αγαπάω πραγματικά και γιατί, όπως και να το κάνουμε, είναι κάτι σαν παππούς για όλους μας. Επειδή είναι ένας ήρωας. Χάρηκα πάρα πολύ όταν δέχτηκε να συνεργαστούμε. Ήθελα να βάλω τον Burroughs σ’ ένα ντουέτο με τον Captain Beefheart και τον Pete Singer να παίζει μπάντζο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερα. Ο Burroughs κι εγώ θέλαμε να τραγουδήσουμε μερικά κομμάτια ακαπέλα, κι ίσως να το κάνουμε κάποτε. Είναι ένας από τους πιο εντυπωσιακούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Τον έβλεπες να περπατάει στις έξι τα ξημερώματα στα στενοσόκακα της πόλης κι εκεί που διέκρινε λίγα χορταράκια να ξεφυτρώνουν απ’ τις ρωγμές στο πεζοδρόμιο, έλεγε: «Οχ! Μου φάνηκε, για μια στιγμή, πως είδα τον Brer Rabbit [i] εκεί χάμω!»

Είδα έναν άνδρα στο τρένο· φαινόταν να βρίσκεται σε κατάσταση καταληψίας. Έβγαζε βογκητά, οχ … οχ … οχ … Και η Τζέραλντιν είπε: «Μου φαίνεται πως πρέπει να πονάει. Νομίζω πως βογκάει». Κι εγώ είπα: «Αν είναι βογκητά τότε η γλώσσα είναι ιός από το Διάστημα.»

Την άλλη μέρα ένιωθα πραγματικά χάλια, εντελώς τσακισμένη … και είπα στον εαυτό μου: «Ξέρω τι θα κάνω — θα βγω μια βόλτα έξω.» Κι έτσι πήγα στο πάρκο, κάθισα σ’ ένα παγκάκι και είπα: «Τη βρίσκω! Τη βρίσκω πολύ! Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να την έχω βρει τόσο πολύ!» Κι έπειτα ήρθε κοντά μου ένα σκυλάκι με κάτι αυτιά σαν δίφυλλο τραπέζι, και είπα: «Θα τη βρίσκω πάντα έτσι;»

Μιλούσα τις προάλλες μ’ έναν φίλο και του έλεγα: «Σε ήθελα … σ’ έψαχνα … μα δεν μπορούσα να σε βρω». Κι εκείνος είπε: «Έλα, τώρα … σ’ εμένα μιλάς …ή μήπως προβάρεις καμμιά απ’ αυτές τις performance που κάνεις;»

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει αυτό που λέμε ιαπωνική γλώσσα. Θέλω να πω, αυτοί δεν ξέρουν καν να γράφουν. Μόνο ζωγραφίζουν εκείνους τους μικρούς χαρακτήρες κι όταν μιλάνε απλώς βγάζουν ήχους που συγχρονίζονται μέσες-άκρες με τα χείλη τους. Έτσι μου φαίνεται …

Κατεβαίνω στο κέντρο της πόλης και βλέπω μια πινακίδα που γράφει: Η σημερινή διάλεξη: Μεγάλη Επιστήμη, Μικροί Άνθρωποι. Μπαίνω και βλέπω μερικούς πωλητές κι ένα σωρό από ηλεκτρονικά μηχανήματα. Κι αρχίζουν να τραγουδούν: «Βρόχος Κλειδωμένης Φάσης. Νευροταραχή. Βιντεοδίσκος. Τραγουδούσαν: Θα σε συνδέσουμε.» Έλεγαν: «Θα σε χώσουμε στο πρόγραμμα.» Είπαν: «Ας το δούμε κάπως διαφορετικά — φαντάσου ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο μ’ ένα σωρό φανταχτερά φωτάκια, το κάθε φωτάκι ξεχωριστό από τ’ άλλο και όλα να κρέμονται από το ίδιο καλώδιο. Πιάνεις την εικόνα;» Κι εγώ είπα: «Βγάλτε με έξω.» Και αυτοί είπαν: «Έχουμε τον αριθμό σου.» Κι εγώ είπα: «Βγάλτε με έξω. Πρέπει να με βγάλετε έξω!»


[i] Δημοφιλής ήρωας-κουνέλι εικονογραφημένων ιστοριών του αμερικανού συγγραφέα Ennis Rees.