Το ελληνικό τοπίο στον 20ό αιώνα: Από τη λατρεία στην απαξίωση
Βαγγέλης Αγγελής
«Είναι διαφορετική η σύσταση της γλώσσας μας. Σαν το πεπρωμένο μας να είναι το κλίμα. Δεν το λέω για να θεοποιήσω τον ήλιο. Αλλά για να δείξω την επίδραση που έχει στο κάτοπτρο που είναι η γλώσσα».
— Γιώργος Βέλτσος [i]
Ίσως να μην υπάρχει άλλη χώρα στην οποία να συναντάται τόσο μεγάλος αριθμός διανοουμένων που να συμφωνούν σχετικά με την επίδραση που έχει το φυσικό περιβάλλον πάνω στους ομοεθνείς τους. Δεν πιστεύω ασφαλώς ότι ο συγκεκριμένος παλαιός κριτής της νεωτερικότητας υιοθέτησε ξαφνικά θέσεις που διατύπωσαν κάποια ρεύματα σκέψης τον περασμένο αιώνα. Αλλά και αυτή η έμμεση και εκ του μακρόθεν μόνο αποδοχή της επίδρασης του φυσικού περιβάλλοντος, δείχνει ότι το ζήτημα είναι στην Ελλάδα πάντα επίκαιρο.
Και πώς να μην είναι άλλωστε. Για κάποιους, η ίδια η σύσταση του ελληνικού κράτους έχει άμεση σχέση με βασικές παραμέτρους μίας τέτοιας θεώρησης. Το έδαφος και το τοπίο με τις όποιες ιδιαιτερότητές του και τις διάσπαρτες αρχαιότητες, σε μια συγκεχυμένη συνάρτηση με πολιτικοαπελευθερωτικά μηνύματα, θρησκευτικές αντιλήψεις και οικονομικές εξελίξεις δημιούργησαν το κατάλληλο μείγμα: « … η εδαφική επικράτεια συχνά προηγείται του απελευθερωτικού ονείρου, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, στην οποία ο “τόπος” στον οποίο παραπέμπει ο δυτικός ανθρωπισμός διαμόρφωσε την μοναδική ιδιαιτερότητα της φαντασιακής εθνικής κοινότητας». [ii]
Θα περνούσε αρκετός καιρός για να διατυπωθεί μία σχετική με τον τόπο θεωρία από την εγχώρια διανόηση που να έχει κάποια εμβέλεια. Το 1902 ο Περικλής Γιαννόπουλος θα διατύπωνε μια θεωρία του τοπίου, όχι πολύ συνεκτική, αλλά με πολυποίκιλες αισθητικές, εθνικές και πολιτικές προεκτάσεις. [iii] Αν και σε αυτήν επίσης μπορούμε να διακρίνουμε επιρροές από γερμανικά φιλοσοφικά ρεύματα, [iv] η δυναμική της ήταν τέτοια που άφησε ένα στίγμα καθοριστικό στη δημιουργία μιας σημαντικής διανοητικής τάσης η οποία συνέδεσε τη μοίρα αυτού του λαού με το τοπίο του.
Το 1938, σύμφωνα με τον Δημήτρη Τζιόβα, «μπορεί να θεωρηθεί το έτος Περικλή Γιαννόπουλου». [v] Αν και η επιρροή του ιδιόμορφου [vi] αυτού διανοουμένου ποτέ δεν εξαφανίστηκε παντελώς, ήταν στο τέλος της δεκαετίας του ’30 που αναδείχθηκε πλήρως το έργο του. Είχαν προηγηθεί μερικά γεγονότα που κάνουν αυτήν την εξέλιξη να φαίνεται φυσιολογική. Η παλαιότερη διττή οπτική του ελληνισμού ως ενός μορφώματος με δυναμική εδαφικής αλυτρωτικής επέκτασης και με την αναζήτηση των διακριτών του στοιχείων από την Ευρώπη, έπαψε να υφίσταται το 1922. Τώρα πια θα έμενε μόνο η δεύτερη διάσταση. [vii] Ουσιαστικά, η αναζήτηση διακριτών στοιχείων ελληνικότητας (και το τοπίο θα έπαιζε βασικό ρόλο εδώ), θα καθόριζε τη φιλολογία περί εθνικής ταυτότητας — μια φιλολογία απολύτως απαραίτητη μετά από μία εθνική κρίση τεράστιων διαστάσεων. Η φιλολογία αυτή θα έπαιρνε πολλές μορφές. Θεωρητικοί της τέχνης, καλλιτέχνες και κάθε λογής διανοούμενοι μπήκαν σε αυτή την αναζήτηση, ψάχνοντας τις ιδιαιτερότητες του έθνους, συμμετέχοντας σε ένα παιχνίδι αυτογνωσίας. Τότε ήταν που γνώρισαν άνθιση και οι γεωπολιτικές θεωρίες, συμβάλλοντας σε μια όχι και τόσο γόνιμη τελικά επιστημονική και πολιτική συζήτηση (και εδώ είναι εμφανή τα δάνεια από ευρωπαϊκές ανάλογες θεωρήσεις, που σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν ως νομιμοποιητική επιστημονική βάση για την ανάπτυξη όψεων του ναζισμού). [viii] Η δικτατορία του Μεταξά μπορεί να θεωρηθεί και ως πολιτική ενσάρκωση, με τις δικές της ιδιαιτερότητες, αυτού του εγχειρήματος. Η αναζήτηση της ελληνικότητας, απαλλαγμένη από ιρρεδεντιστικά στοιχεία, [ix] ήταν βασικό χαρακτηριστικό αυτού του καθεστώτος.
Ίσως ήταν όμως, μεταξύ άλλων, και o στομφώδης χαρακτήρας της δικτατορίας εκείνης που βοήθησε όχι τόσο στην ανάδειξη, όσο στην ενδυνάμωση, μίας πιο λιτής και λεπτεπίλεπτης αντίληψης περί ελληνικότητας, που προβλήθηκε ως αντίδραση στις αντίστοιχες «χυδαίες» αναφορές της 4ης Αυγούστου. [x] Απέναντι σε αυτό που πολλοί εξέλαβαν ως έναν στείρο και ζημιογόνο εθνικισμό, αναδείχθηκε μία ομάδα διανοουμένων που πίστευε πως μπορεί να αντιπαραθέσει μία άποψη για την Ελλάδα πιο «νεωτερική», πιο «αστική» και με έντονο το στοιχείο της αναζήτησης μίας διακριτής θέσης ανάμεσα σε αυτό που έβλεπαν ως επαρχιώτικο ελληνισμό και σε αυτό που έβλεπαν ως ευρωπαϊκή κουλτούρα (και με μια έντονη κριτική διάθεση απέναντι στις αντιλήψεις της τελευταίας για τη σύγχρονη ελληνική ταυτότητα). Ήταν η Γενιά του ’30. Αφομοιώνοντας σε μεγάλο βαθμό τις θεωρήσεις του Γιαννόπουλου για το ελληνικό φως, τη διαύγεια του τοπίου με το «κυανούν χρώμα» και τις καθαρές γραμμές, οι εκπρόσωποι της Γενιάς του ’30 επίσης θεώρησαν πως ο αντίκτυπος αυτών των τοπολογικών αναφορών στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων είναι τόσο έντονος που διαμορφώνουν καθοριστικά την ελληνική ιδιαιτερότητα.
Τόσο το κάλλος του ελληνικού περιβάλλοντος όσο και η ιστορική φόρτιση που εκπέμπει (με ορατά ακόμα τα αρχαία ή και τα μεταγενέστερα μνημεία), έγιναν η βάση για να περάσει η έννοια του τοπίου σε μιαν άλλη διάσταση. Σε έναν μυστικισμό εντελώς διαφορετικό από εκείνον τον οποίον προέβαλλαν οι δυτικοί περιηγητές-επισκέπτες της Ελλάδας κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, που παρήγαγε όμως πολλές φορές παρόμοια αποτελέσματα: την αποθέωση του τοπίου σε βαθμό εξαΰλωσής του. Μπορεί να συνοψισθεί στην περιγραφή του Αυστριακού ποιητή Hugo von Hoffmannsthal για την περιοχή της Ακρόπολης των Αθηνών: «Τίποτα από όλο αυτό δεν υπάρχει». [xi] Η Γενιά του ’30 βέβαια πέρασε αυτόν τον μυστικισμό και στην ανθρώπινη φύση, γεγονός σπάνιο για τους ευρωπαίους περιηγητές που συνήθως απαξίωναν τους σύγχρονους Έλληνες, θεωρώντας τους βαρβάρους και άξεστους, ανάξιους του τοπίου και του ιστορικού χώρου που τους περιβάλλει.
Έκτοτε, όλες οι παραπάνω θεωρήσεις που επηρέασαν την τέχνη και τις ανθρωπιστικές ή κοινωνικές επιστήμες έχουν δεχθεί κριτική, ενώ και η σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία έχει προ πολλού αλλάξει ύφος και αναφορές. Σε αυτό το σημείο, μία παράλληλη ματιά στην τοπογραφική αντίληψη της Γενιάς του ’30 και στην εξέλιξη του ίδιου του τοπίου θα μπορούσε να αναδείξει περαιτέρω ενδιαφέροντες προβληματισμούς, στηριγμένους φυσικά στη σιγουριά μιας εκ των υστέρων οπτικής των πραγμάτων.
Το 1922, στις απαρχές δηλαδή της περιόδου που αναφέρθηκε και παράλληλα σχεδόν με τις τοπογραφικές θεωρητικές αναζητήσεις, το τοπίο (αστικό και υπαίθριο) άρχισε να υφίσταται αλλοιώσεις. Άθλιες παραγκουπόλεις χτίστηκαν στις παρυφές των αστικών κέντρων για να ικανοποιήσουν πρόχειρα τις επείγουσες στεγαστικές ανάγκες εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, ενώ και σε πολλές περιπτώσεις που η δόμηση έγινε οργανωμένα από το κράτος, είτε ήταν γύρω από αστικό περιβάλλον είτε αφορούσαν στο κτίσιμο οικισμών στην ύπαιθρο, πάλι υπήρξε έντονη κριτική για σοβαρά λάθη και παραλείψεις. [xii] Το ίδιο δηλαδή γεγονός της εθνικής ιστορικής ήττας του ’22, συνέβαλλε από τη μία μεριά σε επίπεδο κουλτούρας και διανοητικής αναζήτησης στην ανάπτυξη θεωριών με ένα βασικό τους στοιχείο την ανάδειξη του τοπίου, από την άλλη μεριά όμως σε ένα επίπεδο χωροταξίας και δημόσιας αισθητικής συνέβαλλε στην απαξίωση του τοπίου. Για να το θέσουμε με μια απλοϊκή σχηματοποίηση, θα λέγαμε πως ήταν μια παράλληλη, αλλά αντίρροπη διαδικασία με το ίδιο γενεσιουργό αίτιο. Η έλευση των προσφύγων βέβαια, ήταν το πρώτο μεγάλο συμβάν σε μια σειρά από δραματικά γεγονότα που οδήγησαν προς παρόμοια αποτελέσματα για την αισθητική του φυσικού και δομήσιμου περιβάλλοντος.
Κατά τη διάρκεια της ιταλογερμανικής επίθεσης καταστράφηκαν 34.000 οικοδομές, ενώ η βουλγαρική επιδρομή στοίχισε 40.000. Τα γερμανικά αντίποινα σε πράξεις αντίστασης κατά την Κατοχή κατέστρεψαν 1.400 χωριά και 110.000 αγροτικές κατοικίες. Καταλαβαίνει κανείς πόσο δραματικά άλλαξε το ελληνικό παραδοσιακό τοπίο. Γενικά, τότε καταστράφηκαν 400.000 οικοδομές, δηλαδή το 23% του οικοδομικού πλούτου της χώρας (!), ενώ 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν άστεγοι. Το ίδιο συνέβη και κατά την περίοδο του Εμφυλίου, όταν 700.000 άνθρωποι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους για διάφορους λόγους [xiii] (για να μην εμποδίζονται οι πολεμικές επιχειρήσεις, για να μη βοηθούν τον Δημοκρατικό Στρατό, για να γλιτώσουν από τα αντίποινα των δεξιών παρακρατικών και του Εθνικού Στρατού ή ακόμα και επειδή στρατολογήθηκαν από τον ΔΣ). Αρκετοί κατέλυσαν σε πρόχειρα παραπήγματα, δημιουργώντας «έναν δακτύλιο από πρόσφυγες και αναγκαστικά εκτοπισθέντες» γύρω από τα αστικά κέντρα. [xiv] Πολλοί από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ στα σπίτια τους, είτε επειδή ήθελαν να χαθούν στην ανωνυμία της πόλης αποφεύγοντας τους διώκτες τους, είτε επειδή είχε καταστραφεί ο οικονομικός ιστός του τόπου καταγωγής τους. Εκατοντάδες χωριά ερημώθηκαν οριστικά, ενώ η ανοικοδόμηση άλλων περιοχών δεν έγινε παρά με κακής ποιότητα υλικά, πρόχειρα και όχι πάντα με βάση τις αντιλήψεις που χτιζόταν ένας οικισμός προπολεμικά. Χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα πως οι κατεστραμμένοι οικισμοί ήταν πάντα εξαιρετικά δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, σε πολλές περιπτώσεις πάντως το παραδοσιακό χρώμα ορισμένων περιοχών αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο ή δεν αντικαταστάθηκε από τίποτα στη χειρότερη περίπτωση.
Όσο και αν φαίνεται περίεργο όμως, η μεγάλη αλλοίωση του τοπίου δεν επήλθε από όλες αυτές τις αρμαγεδωνικές καταστροφές, αλλά από τις μεταπολεμικές οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Εάν τα προηγούμενα χρόνια η καταστροφή του τοπίου ήταν προϊόν ανάγκης και έκτακτων συνθηκών, κατά τα επόμενα συντελέστηκε μια ανεπανόρθωτη αλλαγή στο τοπίο που ήταν αποτέλεσμα άλλων παραγόντων, όχι πάντα αποκομμένων από τα προηγούμενα γεγονότα: «(σ)τη χώρα μας η μεγαλούπολη συγκροτήθηκε βεβιασμένα, σε μια προσπάθεια να καταργηθεί οτιδήποτε της θύμιζε την καταγωγή της. Απωθητικό για αυτήν το ό,τι το έμψυχο δυναμικό της έφερε — στη συμπεριφορά, στη γλώσσα, στις συνήθειες — ζωηρή της σφραγίδα της ζωής στην επαρχία και την ύπαιθρο, σ’ εκείνους τους χώρους δηλαδή όπου το κάθε τι, κάποτε, κερδιζόταν μ’ έναν ιδρώτα που δεν ήξερε κανείς στα σίγουρα αν αντιστοιχούσε στο αποτέλεσμα […] Η συνθήκη αυτή επιδεινώνεται από μιαν άλλη σκιά, που για αιώνες κάλυπτε, με ελάχιστα διαλείμματα, το βίο των ανθρώπων της υπαίθρου και στη συνέχεια της πόλης. Ήταν το ενδεχόμενο του σφετερισμού των ατομικών ωφελημάτων. Ένας διάχυτος, λαϊκός τρόμος πως ό,τι αποκτά κανείς με κόπο είναι πιθανό να χαθεί από μια εχθρική εισβολή, από μια αρπαγή ή από τον ενδημικό, πολυπρόσωπο δόλο. Αν λοιπόν σε μεγάλες ιστορικές περιόδους η ύπαιθρος βιώθηκε ως σχεδόν αφύλακτος χώρος, η κάθοδος στα αστικά κέντρα εμφανίστηκε ως αναγκαία καταφυγή σε μια περιοχή όπου εκεί πλέον το “ανοικτό” ερμηνεύεται διαφορετικά. Σημαίνει πιο πολύ τη δυνατότητα επιβίωσης και ανίχνευσης ευκαιριών παρά την έκθεση σε επικίνδυνα απρόοπτα […] Ο αγρότης θα ήθελε πολύ να ριζώσει ο ίδιος, ή έστω οι απόγονοί του, σε μια δική του οικοδομή, στο καινούριο έδαφος. Μ’ ένα κτίσμα θα μπορούσε να αποκτήσει επιτέλους την οριστική σοδειά, αυτή που ποτέ δε θα την απειλήσει και δεν θα διανοηθεί να την υπεξαιρέσει κανείς». [xv]
Φυσικά, η αλλαγή των οικονομικών δομών, αναπόφευκτη σε μεγάλο βαθμό όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, θα δημιουργούσε έτσι ή αλλιώς μια αλλαγή του τοπίου που έχει σχέση με ζητήματα όπως η αστικοποίηση και ο οικονομικός εκσυγχρονισμός. Αλλά η βεβιασμένη οικοδόμηση της εποχής — «να γίνουν έργα και ας γίνουν και λάθη» είχε πει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κάπου τότε [xvi] — ήταν ένα φαινόμενο διαφορετικό από τη συγκρότηση της δυτικής μεγαλούπολης. Τόσο οι ιδιαίτερες ελληνικές συνθήκες, όσο και κάποιες άλλες συνθήκες καθυστέρησης που παρατηρήθηκαν σε άλλες περιοχές (όπως στον ευρωπαϊκό Νότο), οδήγησαν «στον συνεχιζόμενο συσχετισμό […] της πρασινάδας με την αγροτική μιζέρια και του τσιμέντου με τον πολιτισμό». [xvii]
Η συνέχεια, στην Ελλάδα τουλάχιστον, είναι γνωστή. Έλλειψη πρασίνου στις πόλεις, αρνητικός ορισμός των δομήσιμων περιοχών στην ύπαιθρο (δεν ορίζονται οι περιοχές δόμησης, αλλά ορίζονται μόνο οι περιοχές — δασικές κλπ. — που δε μπορούν να είναι οικοδομήσιμες), αυθαίρετη δόμηση παντού … Η μόνη βασική (αρνητική) εξέλιξη που προέκυψε αργότερα, είναι η μεταγενέστερη ποσοστιαία μετατόπιση της αυθαίρετης δόμησης από τις πόλεις στην ύπαιθρο (παράλληλα με τις συνεχιζόμενες πολεοδομικές παραβάσεις στα αστικά κέντρα και γύρω από αυτά), ως αποτέλεσμα του νεοπλουτισμού που αναπτύχθηκε ραγδαία από τη δεκαετία του ’80 και που επέφερε ένα κακόγουστο μπαράζ ανέγερσης εξοχικών κατοικιών σε ευαίσθητες περιβαλλοντικά περιοχές (αιγιαλός, δάση κλπ.). Την ίδια στιγμή το επίσημο κράτος, που παλαιότερα έδειχνε μία ανοχή στην αυθαίρετη δόμηση λόγω των έκτακτων συνθηκών (προσφυγιά, ανέχεια, ανάγκες στέγασης), συνέχισε να δείχνει την ίδια ανοχή σε όλων των ειδών τις αδικαιολόγητες αυθαιρεσίες. Η καταστροφή του ελληνικού τοπίου είχε πια συντελεστεί.
Δυσκολεύομαι πια να πιστέψω ότι η σχέση του έλληνα με το τοπίο του είναι αυτή που περιέγραψαν πολλοί εκπρόσωποι της Γενιάς του ’30. Εάν την ερμηνεύω σωστά, η σχέση αυτή ήταν αμφίδρομη. Το τοπίο διαμόρφωνε αρμονικά τον έλληνα και ο έλληνας διαμόρφωνε αρμονικά το τοπίο του. Πέρναγε τη λιτότητα, την ισορροπία και τις γραμμές του φυσικού περιβάλλοντος στην ψυχοσύνθεσή του και στα κτίσματά του (αρχαίους ναούς, βυζαντινές εκκλησίες, κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική … ). Ακόμα και αν οι στοχαστές εκείνης της Γενιάς δε δέχονταν μία χοντροκομμένη φυλετική συνέχεια για τους κατοίκους του σημερινού ελλαδικού χώρου, θεωρούσαν πάντως ότι η αλληλοδιαμόρφωση τοπίου και ιστορικών συνθηκών δημιουργούσαν μία κάποιου είδους συνέχεια. Βλέποντας τη σημερινή κατάσταση, θα τολμούσε κάποιος να υποθέσει πως είτε οι στοχαστές εκείνης της Γενιάς είχαν κάνει λάθος είτε συνέβησαν δραστικές αλλαγές που αναίρεσαν εκ βάθρων το ερμηνευτικό τους σχήμα.
Και οι δύο εκδοχές πάντως μας οδηγούν να ξαναθυμηθούμε δύο απλές και τετριμμένες διαπιστώσεις. Η πρώτη είναι πως οποιοσδήποτε παράγει διανοητικό έργο δεν μπορεί παρά να είναι «εγκλωβισμένος», στον ένα ή στον άλλο βαθμό, στην ίδια του την εποχή. Η δεύτερη είναι πως μπορούμε να θεωρήσουμε ότι «το τοπίο είναι οι εγγραφές του χρόνου πάνω στο χώρο».[xviii] Οι αλλαγές του μας δείχνουν πως το ελληνικό ή οποιοδήποτε άλλο τοπίο δεν αποτελεί καμία αιώνια αλήθεια μέσα στο χρόνο που θα συνεχίζει να ορίζει τις τύχες των ανθρώπων. Δυστυχώς, φαίνεται πως ο ίδιος ο άνθρωπος σταδιακά αρχίζει να καθορίζει το τοπίο πολύ περισσότερο από ότι εκείνο καθορίζει τον άνθρωπο και αυτή η παρατήρηση αποκτά μια δυσάρεστα επίκαιρη διάσταση στις μέρες μας.
Είναι ίσως κρίμα που ο ιδεαλισμός εκείνης της γενιάς έχει πάψει να ερμηνεύει ή να μπορεί να θεραπεύσει τα κακώς κείμενα σήμερα. Το τοπίο είναι περισσότερο πια ένα πολιτικό θέμα με αγχώδεις συνειρμούς και τεχνοκρατικές παρεμβάσεις, παρά οτιδήποτε άλλο. Η ποίηση του Ελύτη και οι τοπογραφικές απεικονίσεις του Γκίκα έχουν αντικατασταθεί από αναφορές που έχουν χαρακτήρα επείγουσων θεσμικών προτάσεων με τίτλους όπως Διακήρυξη της Αθήνας για το Ελληνικό Τοπίο (Γεωπονικό Πανεπιστήμιο 21–22 Μαΐου 2009), ενώ οι φιλολογικές τοπιοκεντρικές συζητήσεις της δεκαετίας του ’30 έχουν δώσει τη θέση τους σε συνέδρια όπως ήταν η «Διεθνής Συνάντηση Εργασίας: Ανακτώντας το Ελληνικό Τοπίο (Ναύπλιο 16-20 Μαΐου 2010)».
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τη φιλολογία περί κλιματικής αλλαγής, με τις δραματικές της λεκτικές παραπομπές,[xix] συμπεραίνουμε πως η ανέμελη σχέση μας με το τοπίο, τείνει μάλλον να χαθεί οριστικά…
[i] LIFO, 13–19 Μαΐου 2010.
[ii] Άρτεμις Λεοντή, Τοπογραφίες Eλληνισμού: Χαρτογραφώντας την Πατρίδα, μτφ. Παναγιώτης Στογιάννος, Αθήνα (Scripta) 1998, σ. 72.
[iii] Περικλής Γιαννόπουλος, Η Ελληνική Γραμμή, Χ.τ.ε. (Γαλαξίας/Ερμείας) χ.χ. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται το κείμενο «Η Σύγχρονος Ζωγραφική» που δημοσιεύθηκε το 1902 και μεταγενέστερα κείμενα στα οποία αναπτύσσονται οι απόψεις του Γιαννόπουλου.
[iv] Άρτεμις Λεοντή, Τοπογραφίες … , σ. 148.
[v] Δημήτρης Τζιόβας, Οι Μεταμορφώσεις του Εθνισμού και το Ιδεολόγημα της Ελληνικότητας στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα (Οδυσσέας) 1989, σ. 73.
[vi] Αυτοκτόνησε το 1910 με μια σφαίρα στο κεφάλι, τη στιγμή που κάλπαζε στεφανωμένος σε ένα άσπρο άλογο προς τη θάλασσα.
[vii] Δημήτρης Τζιόβας, Οι Μεταμορφώσεις του Εθνισμού … , σ. 38.
[viii] Κώστας Βεργόπουλος, Εθνισμός και Οικονομική Ανάπτυξη στο Μεσοπόλεμο: η Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα (Εξάντας) 1978, σ. 141–147.
[ix] Βαγγέλης Αγγελής, «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα … »: «Μαθήματα Εθνικής Αγωγής» και Νεολαιίστικη Προπαγάνδα στα Χρόνια της Μεταξικής Δικτατορίας, Αθήνα (Βιβλιόραμα) 2006, σσ. 176–178.
[x] Δημήτρης Τζιόβας, Οι Μεταμορφώσεις του Εθνισμού … , σ. 129.
[xi] Άρτεμις Λεοντή, Τοπογραφίες … , σ. 95.
[xii] Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου / Μάρω Καρδαμίτση Αδάμη, «Ο Πόλεμος, οι Πόλεις, η Ανοικοδόμηση», στα Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Ελληνικός Αστικός Χώρος (4–5 Απριλίου 2003), Αθήνα (Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας) 2004, σ. 61. Όλα τα παραπάνω βέβαια, χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός πως την ίδια εποχή χτίστηκαν και αξιόλογες προσφυγικές κατοικίες με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
[xiii] Τα στοιχεία είναι από: Καραδήμου-Γερολύμπου / Καρδαμίτση Αδάμη, «Ο Πόλεμος, οι Πόλεις, … », σσ. 62–63, σσ. 69–70.
[xiv] Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, Αθήνα (Βιβλιόραμα) 2002, τ. 2Β, σσ. 589–603.
[xv] Βασίλης Καραποστόλης, «Η Πόλη και η Ύπαιθρος: το Φάσμα του Μόχθου», στα Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Ελληνικός Αστικός Χώρος … , σσ. 47–48.
[xvi] Δημήτρης Φιλιππίδης, Για την Ελληνική Πόλη: Μεταπολεμική Πορεία και Μελλοντικές Προοπτικές, Αθήνα (Θεμέλιο) 1990, σ. 225.
[xvii] Λίλα Λεοντίδου, «Η Φύση στο Αστικό Τοπίο: Ευρωπαϊκές Πολιτιστικές Αντιθέσεις και Πολεοδομία», στην εφ. Το Βήμα (ένθετο Βήμα Ιδεών), 7 Μαρτίου 2008. Η φράση ανήκει στον Robert Fried.
[xviii] Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης, «Αναζητώντας το Τοπίο», στον τόμο: Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης (επιμ.), Το Ελληνικό Τοπίο: Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τόπου, Αθήνα (Εστία) 2005, σσ. 16, 19–26.
[xix] «5 Ιουνίου 2010: Παγκόσμια ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος, ημέρα ντροπής και όχι γιορτής» (βλ. στην ιστοσελίδα της ΠΑΚΟΕ http://www.pakoe.gr/deltia_typou_pages/deltia_typou_index.asp)