Τοπίο, αρχιτεκτονική και γεωπολιτική: Μαθαίνοντας από την Κύπρο
Γιώργος Τζιρτζιλάκης


⁰¹ Ο Γιώργος Σεφέρης στη Σαλαμίνα της Κύπρου το 1954
⁰² Μαθητική διαδήλωση στη Λευκωσία έξω από το Παγκύπριο Γυμνάσιο-Σεβέρειος Βιβλιοθήκη το 1956, κτίριο σχεδιασμένο από τον Πόλυ Μιχαηλίδη, 1949
⁰³ Νεοπτόλεμος Μιχαηλίδης, Πολυκατοικία στη Λευκωσία, 1957–59
⁰⁴ Σκηνή από την ταινία του Ορέστη Λάσκου, Διακοπές στην Κύπρο μας, 1971
⁰⁵ Απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων, 1974
⁰⁶ Ερειπωμένα ξενοδοχεία στην Αμμόχωστο
⁰⁷ R. Koolhaas, Ηλ. Ζέγγελης, M. Vriesendorp, Ζ. Ζέγγελη, Exodus, or the Voluntary Prisoners of Architecture: The Reception Area, 1972
⁰⁸ R. Koolhaas, Ηλ. Ζέγγελης, M. Vriesendorp, Ζ. Ζέγγελη, Exodus, or the Voluntary Prisoners of Architecture: Training the New Arrivals, MoMA, 1972
⁰⁹ Παρατηρητήριο στη νεκρή ζώνη της οδού Λήδρας στη Λευκωσία
¹⁰ Χαρακτηριστικό παράδειγμα χωρικού διαμελισμού στη νεκρή ζώνη
¹¹ Μαρία Λοϊζίδου, Let’s get lost, 2001
¹² Νίκος Χαραλαμπίδης, Replica of the Berlin Checkpoint, 2006
¹³ Zaha Hadid, Χρίστος Πασσάς, Saffet Bekiroglu, Ανάπλαση της Πλατείας Ελευθερίας, Λευκωσία, 2005. Α΄ Βραβείο Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού.


«Έκκεντρος, -η, -ο: 1. Αυτός που δεν συμπίπτει με το κέντρο κύκλου, που βρίσκεται έξω από αυτό· 2. (ειδικότ.) αυτός που δεν έχει το ίδιο κέντρο (κυρ. για δύο κύκλους ή σφαίρες που ο ένας ή η μία τουλάχιστον περιλαμβάνει τα κέντρα και των δύο)· 3. αυτός που ο άξονας περιστροφής του δεν περνά από το κέντρο του … Εκκεντρικότητα (η) {εκκεντρικοτήτων}: 1. η ιδιότητα του εκκεντρικού· 2. (συνεκδ.) κάθε πράξη που χαρακτηρίζεται από αντισυμβατικότητα, που θεωρείται παράξενη ή ιδιόρρυθμη, ώστε να συγκρούεται με τα καθιερωμένα ή τα συνηθισμένα … [ΕΤΥΜ. Ελληνογενής ξέν. όρ., πβ. Αγγλ. Eccentric<μεσν. λατ. eccntricus<μτγν. Έκκεντρος (για τροχιά αποκλίνουσα του κέντρου). Η λ. μαρτυρείται από το 1891]».
— Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998, σ. 576.


Γεωπολιτική I: Το πάθος μιας όμορφης μέρας

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, μπορούμε να αντιληφθούμε τη «γεωπολιτική του τοπίου και της αρχιτεκτονικής». [i] Και είναι φυσικό κάτι τέτοιο να ισχύει ακόμη περισσότερο όταν έχουμε να κάνουμε με το τοπίο μιας «έκκεντρης» νησιωτικής χώρας που βρίσκεται στο νοτιοανατολικότερο άκρο της διευρυμένης Ευρώπης, όπως η Κύπρος, με στρατηγική θέση [ii] στο κρίσιμο σταυροδρόμι Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας.

Μπορεί αυτή η ιδιαίτερη γεωγραφική θέση που βρίσκεται η Κύπρος να μπερδεύει ακόμη μερικούς διατηρώντας μια «αναπαραστατική ασάφεια». Από εδώ ακριβώς όμως έλκει και η γεωπολιτική και πολιτισμική σημασία της, που την καθιστά προνομιούχο παρατηρητήριο για όποιον θέλει να αντιληφθεί τις σύγχρονες διεργασίες. Αυτή άλλωστε η «ασάφεια» συνοδεύει τις αναπαραστάσεις των οριακών σημείων αιχμής, των «μεταιχμίων», και προσδίδει το «νόημα του ενδιάμεσου», αποσταθεροποιώντας τα αντιληπτικά στερεότυπα και τις συμβάσεις. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα σημείο «διατομής» (intersection) [iii] μεταξύ Ανατολής και Δύσης — με τις συγκλίσεις και τις εντάσεις που δημιουργεί αυτή η αλληλεπίδραση — και μια γέφυρα διαφορετικών πολιτισμών με μακραίωνη ιστορία γεμάτη μύθους και συνειρμούς. Με λίγα λόγια, μια κρίσιμη διασταύρωση αδιάλειπτων ροών και εναντιοδρομιών, μετακινήσεων και παραδόξων με μεγάλη συμβολική σημασία για τις σχέσεις τις Ευρώπης με άλλους πολιτισμούς και ηπείρους. Υπ’ αυτήν την έννοια πρέπει να θεωρήσουμε ότι η Κύπρος ανήκει στην Ευρώπη «δυναμικά».

Τα επόμενα ερωτήματα είναι προφανή: Πώς σχετίζεται η συγκεκριμένη γεωγραφική θέση αυτής της χώρας με τις διεθνοποιημένες περιφερειακές συγκρούσεις, τους χωρικούς μετασχηματισμούς, τους πολλαπλούς θύλακες (enclaves), τις οριοθετημένες στρατιωτικές ζώνες, τις μετακινήσεις, τους πολιτισμούς και τους τρόπους ζωής που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της; Πώς φανταζόμαστε τους σύγχρονους τρόπους κατοίκησης στο διαμελισμένο από το 1974 αυτό νησί και ποιες είναι οι μορφές της παγκοσμιοποίησης που δεσπόζουν; Κι επιπλέον: Τι είναι αυτό που μας «έλκει» αλλά και εκείνο που μας «ανησυχείW στον ιστορικό αυτό τόπο με τα τουριστικά θέρετρα, τα κτίρια των πολυεθνικών εταιρειών, ορισμένα γνωρίσματα της off-shore πολεοδομίας, [iv] τα roundabout των αυτοκινητοδρόμων και την κυριαρχία της κουλτούρας του ιδιωτικού αυτοκινήτου, τις διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις, τις μετακινήσεις πληθυσμών, την «άνετη αστική ζωή» [v] των εύπορων κοινωνικών ομάδων, τα διακριτά σημάδια της αποικιακής κληρονομιάς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και μιαν ανθεκτική ελληνοκυπριακή γλώσσα, όπου πολλοί διακρίνουν ομηρικές [vi] καταβολές;

Ο Γιώργος Σεφέρης στην ποιητική συλλογή Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν, η οποία πρωτοκυκλοφόρησε το 1955 «έναν χρόνο μετά τη διεθνοποίηση στον ΟΗΕ της αυτοδιάθεσης του νησιού — θα στραφεί στη μεταφυσική διάσταση, επιμένοντας στη σημασία του «φωτός». [vii] Η διάθλαση του φωτός συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο την εσωτερική πραγματικότητα και το ατιθάσευτο μυστηριακό στοιχείο του νησιώτικου κυπριακού περιβάλλοντος, τη συνύπαρξη του «οραματικού» με το «πραγματικό»: «Παράξενο, το βλέπω εδώ το φως του ήλιου∙ το χρυσό / δίχτυ / όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια/ που ένας μεγάλος άγγελος τραβά / μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων (Αγιάναπα, α΄, στ. 14–17). [viii]

Θα ήταν λάθος να ταυτίζαμε μια τέτοια θέαση με την αρχαιοπρέπεια και την εξωραϊστική ηδυπάθεια του «ελληνοκεντρισμού». Πιο διαφωτιστικό θα ήταν να τη διαβάζαμε ως μια μοντέρνα ανίχνευση της μεταφυσικής του κυπριακού φυσικού τοπίου, αυτού του άδειου τόπου με της «πέτρας την απόγνωση» και «το λιγοστό χορτάρι και τ' αγκάθια.» [ix] Η σύζευξη «νεωτερικότητας» και «παράδοσης», «λαϊκού» και «διεθνούς» είναι προφανώς αναγνωρίσιμη στο εγχείρημα του Σεφέρη, το οποίο πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο των απόψεων που ανέπτυξε η λεγόμενη «Γενιά του 1930». Η γυμνότητα του φυσικού τοπίου αυξάνει τη φαντασιακή λειτουργία και διαμορφώνει μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στις αφηρημένες ιδέες: «Μια ιδέα γίνεται πράγμα με μια καταπληκτική ευκολία. Θαρρείς πως σαρκώνεται σχεδόν φυσιολογικά πάνω στην αράχνη του ήλιου. Όπως, αντίθετα, καμιά φορά δεν μπορείς να πεις αν το αντικρινό σου βουνό είναι πέτρα ή χειρονομία». [x]

Η φωτεινή ένταση του τοπίου κάνει τα υλικά αντικείμενα να δίνουν την εντύπωση ότι «σπαρταρούν σαν τα ψάρια.» Ακόμη και σήμερα ο προσεκτικός παρατηρητής, ή ο ταξιδιώτης, θα διακρίνουν ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής της ιδιαίτερης διάθλασης του φωτός: το τραυματισμένο κυπριακό τοπίο μοιάζει να μη συγκρατεί το φως αλλά συγκρατείται, τρόπον τινά, από αυτό. Το δυνατό φως δεν απορροφάται από τα χρώματα αλλά τα απορροφά και τα εξουδετερώνει σ’ ένα είδος στατικής έντασης.

Το αναφέρω αυτό γιατί από εδώ αντλεί το πρώτο «παράδοξο της κυπριακής κουλτούρας», όπου πλάι στη διάφανη μεταφυσική διάσταση του τοπίου, στις ισχυρές παραδόσεις και στη φιλόξενη συμπεριφορά των κατοίκων, η Κύπρος «αποτελεί σήμερα το πιο ριζοσπαστικό πείραμα μετα-εθνικής διαχείρισης της επικράτειας … Η πράσινη γραμμή διαιρεί στα δύο τον τέλειο κύκλο της περιτειχισμένης πόλης της Λευκωσίας, ενός μνημείου της κοσμοπολίτικης Ενετικής Δημοκρατίας. Εκατέρωθεν της νεκρής ζώνης έχουμε δύο εντελώς διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης των διαφορών … Δύο πλευρές μιας χώρας που δεν φαίνεται να προσπαθεί ιδιαίτερα να χειριστεί μια μετα-εθνικιστική πραγματικότητα». [xi]

Αυτή η παράδοξη «ένταση» συστήνει την πρωταρχική συνθήκη του σύγχρονου κυπριακού περιβάλλοντος, διαπερνώντας όλες τις εκδοχές του. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται και ο δυαδικός χαρακτήρας της σύγχρονης κυπριακής κουλτούρας, το διαρκές τέντωμά της ανάμεσα σε δύο πόλους, γύρω από τους οποίους οικοδομείται η σύγχρονη πραγματικότητα. Η μεγαλύτερη πρόκλησή της βρίσκεται σ’ αυτήν την «ανάρμοστη συνύπαρξη» ιστορίας και παρόντος την οποία κανείς δεν μπορεί να αποκρύψει, ή να προσποιηθεί ότι δεν υπάρχει. «Το πάει κι έλα, ανάμεσα στο φως και της μέρας και την τραγωδία των ανθρώπων σου στρίβει τ’ άντερα: ο γάμος του ουρανού και της κόλασης, αυτό ήταν το πάθος της όμορφης μέρας». [xii]

Είμαι της γνώμης πως το μεγαλύτερο κομμάτι της σύγχρονης πολιτιστικής παραγωγής στην Κύπρο — συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής — επιχειρεί να «μεταβολίσει» ή, αν θέλετε, να «γεφυρώσει» αυτό το παράδοξο. Η μεταφυσική και το φως του μεσογειακού τοπίου συνυπάρχει εδώ με τις νέες μορφές της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και κατοίκησης, τα σκόρπια ίχνη της στρατιωτικής βίας, τις εγκαταλελειμμένες ζώνες και μια σειρά οριοθετήσεις και εμπόδια που εγγράφουν τα φυσικά και ψυχικά τους σημάδια στο τοπίο. Είναι φυσικό, λοιπόν, μια αναπτυσσόμενη και διαιρεμένη πόλη όπως η Λευκωσία, να προκαλεί περιέργεια και διεθνή διάλογο.

Μια τέτοια συνθήκη δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική παραγωγή, εξάπτοντας ορισμένα ερωτήματα: Πώς μπορούν οι αρχιτέκτονες και οι καλλιτέχνες να συμβάλουν, τόσο στην ανατροπή αυτού του κατακερματισμένου περιβαλλοντικού πλαισίου, όσο και στις κοινωνικές αναπαραστάσεις της νέας μεταβιομηχανικής νεωτερικότητας; Κι ακόμη: Πώς μπορούν να συμμετάσχουν σε κάποιο είδος περιβαλλοντικής και κοινωνικής «ανακούφισης», να βοηθήσουν στην επίλυση των γεωπολιτικών προβλημάτων και στη χωρική «ραφή» του τραύματος των συρράξεων, αναστοχαζόμενοι ταυτόχρονα πάνω στη ίδια τους τη γλώσσα;


Γεωπολιτική II: Το τείχος και η έξοδος

Η κουλτούρα της Κύπρου εξακολουθεί να αποτελεί για το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης ένα αίνιγμα. Οι διαθέσιμες πληροφορίες είναι αποσπασματικές και μάλλον ανεπαρκείς. Η αντίληψη που οι περισσότεροι έχουν σήμερα για την Κύπρο αντλεί από ορισμένες διαδεδομένες μιντιακές εικόνες των ανθρώπινων και των υλικών καταστροφών που προκάλεσαν οι εθνικιστικές εσωτερικές συγκρούσεις και ο δραματικός διαμελισμός που επέφεραν το ελληνικό στρατιωτικό πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή του 1974. Τα συσσωρευμένα αυτά γεγονότα συνδέονται με τις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες του νησιού, που έθεσαν σε εκρηκτική δοκιμασία — αν όχι σε διάρρηξη — την κοινή γεωγραφική και πολυπολιτισμική συνθήκη πληθυσμιακών ομάδων που στο παρελθόν συμβίωναν και συνδιαλέγονταν μέσα από την ανεκτικότητα και τις διαφορές τους. Είναι φυσικό, λοιπόν, στις στερεότυπες εικόνες που έχουμε από τη Λευκωσία να κυριαρχεί η πράσινη γραμμή, ο αποσπασματικός ιστός και το συνεχές τείχος που διασπά «με τη μορφή αστικού ρήγματος» την πόλη. [xiii] Με λίγα λόγια μια άνευ προηγουμένου εξοικείωση με την κουλτούρα του θραύσματος και του ερειπίου.

Το πέρασμα όλων αυτών των χρόνων μας υποχρεώνει να μην θεωρούμε πλέον το τείχος της Λευκωσίας και τα διάσπαρτα κενά που το συνοδεύουν ως απλά υπολειμματικούς, ή φαντασματικούς χώρους, αλλά ως οργανικά στοιχεία της ιστορίας της πόλης. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η σταδιακή συμφιλίωση με ένα νέο μοντέλο πόλης που δεν είναι συμπαγές αλλά αποδιαρθρωμένο, με ιστορικές διαστρωματώσεις, διάκενα, διαφοροποιημένες ζώνες και ασυνέχειες. Κατά ένα περίεργο τρόπο, το τείχος μας έδειξε κάτι πρωτοφανές: ότι τα «κενά» και οι «απουσίες» του αστικού ιστού μπορούν να αποδειχθούν πιο ισχυρά από κάθε είδος «παρουσία», δημιουργώντας μια ιδιαίτερη αστική συνθήκη. Σταδιακά, λοιπόν, και μέσα από δισταγμούς εξοικειωθήκαμε με την ιδέα μιας πόλης που είναι προϊόν ελλείψεων, σπαραγμάτων, γεωπολιτικών συγκρούσεων και απουσιών.

Επιμένω στο θέμα αυτό, γιατί η Λευκωσία, όπως και το Βερολίνο, είναι δύο πόλεις που έκαναν την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική να συμφιλιωθεί υποχρεωτικά με την ιδέα της κατακερματισμένης πόλης. Μπορεί πολλές ευρωπαϊκές πόλεις να ανασυγκροτήθηκαν και να επεκταθήκαν τα χρόνια του μεταπολέμου ως πόλεις της «ασυνέχειας», η Λευκωσία και το Βερολίνο, όμως, είναι οι πόλεις που εξοικείωσαν την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική με μια τέτοια προβληματική. Γι’ αυτό θα ήταν λάθος να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε την αρχιτεκτονική και τις πόλεις της Κύπρου μέσα από το δίπολο της «συνέχειας-ασυνέχειας» αλλά μέσα από τη λογική του «σπαράγματος» και τη διάχυση της «αποσπασματικότητας». Υπ’ αυτήν την έννοια, μπορούμε να θεωρήσουμε ως ιδεώδη και κατ’ εξοχήν αλληγορία αυτής της κατάστασης την πειραματική μελέτη των Rem Koolhaas και Ηλία Ζέγγελη, με τη συνεργασία των Madelon Vreisendorp και Ζωής Ζέγγελη, Exodus, or the Voluntary Prisoners of Architecture (1972). [xiv] Η ουτοπική-δυστοπική αυτή μελέτη αναμιγνύει την pop κουλτούρα του Λονδίνου, το Βερολίνο του Ψυχρού Πολέμου, τους ουρανοξύστες του Μανχάταν και την ομοιόμορφη suburbia με μια «υπερβολική δόση συμβόλων». Ωστόσο, οι «voluntary prisoners» κάποια στιγμή οδηγούνται στην έξοδο (exodus) εγκαταλείποντας την επιμήκη ζώνη και τους πύργους επιτήρησης της περιτοιχισμένης πόλης κάνοντας τη «μυθοπλασία» να συνυπάρχει με την «πραγματικότητα». Η «έξοδος» σ’ ολόκληρη την πόλη — της οποίας τα ίχνη είναι ορατά σήμερα — οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου αστικού πολιτισμού ο οποίος αναζωογονείται από τη κοινωνική ζωτικότητα, τις αρχιτεκτονικές ιδέες και τη γνώση που αποκτήθηκε.

Ο Ιταλός στοχαστής Paolo Virno, ανατρέχει κι αυτός στην έννοια της «εξόδου», σε διαφορετικό βέβαια πλαίσιο, επισημαίνοντας ότι δεν εκδηλώνεται «ως διαμαρτυρία αλλά ως αποσκίρτηση, όχι ως voice, αλλά ως exit. Τίποτα δεν είναι λιγότερο παθητικό από μια φυγή, από μια έξοδο. Η αποσκίρτηση αλλάζει τους όρους, αλλάζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο προέκυψε ένα πρόβλημα, αντί να αντιμετωπίζει το πρόβλημα διαλέγοντας την μια ή την άλλη προβλεπόμενη εναλλακτική λύση. Η έξοδος περιστρέφεται επάνω από έναν αφανή πλούτο, επάνω σε μια υπεραφθονία δυνατοτήτων». [xv] Η «έξοδος γίνεται σύμβολο του «παγκόσμιου» και του «γενικού», μεταβάλλοντας τη στάση μας απέναντι σε μια σειρά φαινόμενα του παρόντος. Τίποτα δεν είναι πλέον «εξωτερικό».

Ιδού, λοιπόν, μια μεταστροφή του πολεοδομικού τραύματος και των εκτεταμένων περιβαλλοντικών καταστροφών του τείχους της Λευκωσίας, σε «δυνατότητα». Το κρίσιμο ζητούμενο εδώ είναι το τείχος να πάψει να σημαδεύει τη ζωή των κυπριακών πόλεων — με υλικό, συμβολικό ή φαντασιακό τρόπο: να πάψει να διαχωρίζει τις περιοχές. Η αλληγορία της «εξόδου», ο «αφανής πλούτος» και η «υπεραφθονία δυνατοτήτων», αναδεικνύονται σε μείζον στοίχημα για ολόκληρη την κυπριακή κουλτούρα και κοινωνία.

Η δυναμική αυτή έχει να αναμετρηθεί και με μια εξίσου ισχυρή εικόνα της Κύπρου ως ενός εμπορικού και επιχειρηματικού κέντρου στη συμβολή τριών ηπείρων με ιδιαίτερες σχέσεις με τη Ρωσία, τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αραβικές αγορές, αλλά και με πλούσια επιχειρηματική δραστηριότητα που βασίζεται κυρίως σε υπηρεσίες (τουρισμός, τραπεζικό σύστημα, ναυτιλία) και στις κατασκευές. Μια τέτοια επισήμανση προδιαγράφει μια οικονομική δυναμική, με ραγδαίους περιβαλλοντικούς μετασχηματισμούς, προκαλώντας πολλαπλούς συνειρμούς στον καθένα μας.

Από εδώ αντλεί και το δεύτερο «παράδοξο της κυπριακής κουλτούρας», απέναντι στο οποίο δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη η πολεοδόμηση του εδάφους, η ανασυγκρότηση των πόλεων και η σύγχρονη αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική παραγωγή. Το παράδοξο αυτό τροφοδοτείται από την συνύπαρξη τειχών, ορίων και συστημάτων ελέγχου με τον πολλαπλασιασμό των «εξόδων» και των «ροών» (πληθυσμών, προσώπων, εικόνων, κεφαλαίων και εμπορευμάτων) που εντατικοποιούν οι οικονομικές εξελίξεις και οι διαδοχικές κρίσεις. Η αντιπαράθεση αυτή ανάμεσα στις «ιδιαιτερότητες του τόπου» και τη «διεθνοποίηση των ροών», προσδίδει ορισμένα γεωπολιτικά γνωρίσματα στη σύγχρονη κυπριακή κουλτούρα. Μέσα από το παράδοξο αυτό αναδύονται νέες κοινωνικές και πολιτιστικές δυναμικές αλλά και νέα φαινόμενα που τείνουν να μετατρέψουν τη «δυσανεξία» των στερεότυπων μιντιακών εικόνων σε «δυνατότητα» και «έξοδο» αν όχι «πλεονέκτημα» — της σύγχρονης ζωής. Τα φαινόμενα αυτά αποκτούν τα χαρακτηριστικά μιας νέας αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής γεωγραφίας που συγκεκριμενοποιείται σε μια σειρά έργα και μελέτες καθώς και στους περιβαλλοντικούς μετασχηματισμούς που τα συνοδεύουν


«Αυτοπία»: Το χωρικό μοντέλο της κηπούπολης και οι νέες εδαφικές αναπαραστάσεις

 

Η πρώτη εικόνα που σχηματίζει κανείς όταν επισκέπτεται την Κύπρο είναι ο παροξυσμός του real estate («πολυτελείς βίλες … που αντανακλούν τον τρόπο ζωής και τις απαιτήσεις σας») και η «άνιση ανάπτυξη». [xvi] Παραθέτω εδώ τον τρόπο που περιγράφει στην Le Monde diplomatique την επίσκεψή του στην Κύπρο ο δημοσιογράφος Niels Kadritzke: «Οι επισκέπτες στην Κύπρο βομβαρδίζονται ασταμάτητα, από το αεροδρόμιο της Λάρνακας, με φυλλάδια και αφίσες που τους παροτρύνουν να μετακομίσουν στο νησί — Καλώς ήρθατε στην Κύπρο! — και να αγοράσουν ένα “σπίτι στον ήλιο”, σαν το μοναδικό πρόβλημα των ντόπιων να ήταν να πείσουν τους ξένους να επενδύσουν σε ακίνητα». [xvii]

Οι αυξανόμενες απαιτήσεις για χρήση της γης, οι παραδοσιακές και οι νέες οικογενειακές δομές, οι προσδοκίες κατοίκησης και εργασίας και η κινητικότητα υφίστανται ραγδαίες μεταβολές που αλλάζουν άρδην την εικόνα του αστικού και περιαστικού τοπίου. Οι μεταβολές αυτές δεν επηρεάζουν μόνο την ιδιαιτερότητα του τοπίου αλλά και τη διαχείριση των υδάτινων πόρων καθώς και τη συνύπαρξη του «φυσικού» και του «τεχνητού», καθιστώντας την εξάπλωση της μονοκατοικίας και της παραθεριστικής κατοικίας ένα συνεχές χωρικό συνεκτικό στοιχείο ανάμεσα στο φυσικό τοπίο και το κτίριο. Το αυτοκίνητο και το δίκτυο των αυτοκινητοδρόμων σταδιακά έγιναν η δεσπόζουσα μορφή της ομοιογενούς αστικής διάχυσης, ως αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης δυτικής αντίληψης για την «ευημερία» αλλά και απουσίας δημόσιων συγκοινωνιών. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο είδος μεσογειακής «αυτοπίας» [xviii] με πρωτοφανή διάδοση.

Οι υποδομές και το οδικό δίκτυο είναι εκείνα που οργάνωσαν και σήμερα αναδιατάσσουν την προαστιοποίηση του κυπριακού τοπίου, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ογκοπλαστική αυτονομία της αρχιτεκτονικής γλώσσας, την επιμονή στο «πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα» και στην «αντι-αστική ηθική της κηπούπολης». [xix] Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη συνεχή οικοδομική επέκταση που διαφημίζουν τα «φυλλάδια και οι αφίσες», αν την αποσυνδέσουμε από τις μεταβολές που επέφερε η κουλτούρα του αυτοκινήτου και των αυτοκινητοδρόμων. Όλα αυτά τα χρόνια το οδικό δίκτυο διαμόρφωσε τον ιστό όπου αναπτύχθηκαν οι μετακινήσεις και οι τουριστικοί προορισμοί, σηματοδοτώντας μιαν υπερεπένδυση στη γεωγραφική, στην πολεοδομική και στη κοινωνική κινητικότητα. Κι αυτό είναι κάτι που υποτίμησε η αρχιτεκτονική ιστοριογραφία: Οικειακότητα και κινητικότητα, οικιακή προστασία και υπερέκθεση στα εξωτερικά ερεθίσματα (υαλοπετάσματα), ιδιωτικό και δημόσιο, εθνικό και διεθνές είναι μερικά από τα ζεύγη που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη τοπολογία αυτού του περιβάλλοντος.

Στις σχεδόν ενοποιημένες περιφέρειες των κυπριακών πόλεων η ενσωμάτωση των αγροτικών περιοχών με τα αστικά σύνολα «φέρνει τους μηχανισμούς ιδιωτικής και δημόσιας ανάπτυξης να συνυπάρχουν και να επηρεάζονται από παλαιότερους αγροτικούς μηχανισμούς διάθεσης της καλλιεργήσιμης γης». [xx] Αυτή η «επαλληλία» και η «υβριδοποίηση» σηματοδοτεί την ιδιαιτερότητα της εκτεταμένης ιδιωτικής οικιστικής ανάπτυξης, η οποία — και στις δυο διακριτές μορφές, της «μεμονωμένης κατοικίας στην περιφέρεια» και της «πολυκατοικίας στο κέντρο» — αποτελεί «κινητήρια δύναμη» για την παραγωγή του χώρου: «Κατά τη δεκαετία του 1960 … στην Κύπρο, η αγγλική επιρροή και οι αναφορές σε αστικά επιτεύγματα όπως η “πράσινη αγγλοσαξονική πόλη” αλλά και η νέα πόλη Milton Keynes, με απόλυτη προτεραιότητα στον σχεδιασμό που λαμβάνει υπ’ όψη τη χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ομοιογενούς αστικού τοπίου … με ίδιου μεγέθους δρόμους (οικιστικοί δρόμοι 35 πόδια και συλλεκτήριοι δρόμοι 42 πόδια) και οικόπεδα (70 × 80 πόδια), με αναπτύξεις μέσα στη λογική του πανταχόθεν ελεύθερου συστήματος. Κάθε οικοδομή που ανεγείρεται σε ένα οικόπεδο πρέπει να έχει απόσταση τριών μέτρων από όλα τα όρια». [xxi]

Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα το διογκωμένο επενδυτικό ενδιαφέρον στον οικοδομικό και κατασκευαστικό τομέα να συνοδεύεται από την έλλειψη αποτελεσματικών πολεοδομικών στρατηγικών που οδηγεί σε μια ανώνυμη επανάληψη «σύγχρονων κτιρίων» η οποία αυξάνει την αποσπασματικότητα και τις «εξαρθρώσεις» (dislocations) — για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του Michel Foucault. Το παλιό δίπολο «κέντρο-περιφέρεια», που υπήρξε κυρίαρχη έκφραση της νεωτερικότητας, μοιάζει να διαφοροποιείται: Οι προβληματικές περιοχές δεν περιορίζονται πλέον μόνο στα περίχωρα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης αλλά και στις εγκαταλελειμμένες περιοχές των ιστορικών κέντρων, ιδίως γύρω από την «πράσινη γραμμή», όπου πυκνώνουν οι προσδοκίες μελλοντικών μετασχηματισμών.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο διακρίνουμε υπολογίσιμες εξαιρέσεις και ορισμένα αξιοσύστατα αρχιτεκτονήματα [xxii] των οποίων η σημασία δεν μετριέται μόνο με αισθητικούς ή, στιλιστικούς, όρους, αλλά προπάντων από την ανανέωση και τη διεύρυνση των αντιλήψεων κατοίκησης, εργασίας και αναψυχής καθώς και από τον επανακαθορισμό των σχέσεων μεταξύ «δημοσίου» και «ιδιωτικού». Είναι προφανές ότι ορισμένοι δημόσιοι οργανισμοί και ιδιωτικές εταιρείες, προπάντων, όμως, μια νεότερη γενιά αρχιτεκτόνων — επιστρέφοντας στην Κύπρο από τις σπουδές τους στην Ευρώπη και την Αμερική — άρχισαν να αναπτύσσουν μια υπολογίσιμη κινητικότητα και δραστηριότητα. Ο Γιώργος Σημαιοφορίδης ήταν από τους πρώτους κριτικούς της αρχιτεκτονικής που εστίασαν το ενδιαφέρον τους σ’ αυτή τη δυναμική, η οποία ευνοούνταν από την ανάδειξη της Κύπρου σε περιφερειακό επιχειρηματικό κέντρο, συνδεδεμένο με την μακροχρόνια κρίση στη Μέση Ανατολή και ορισμένες από τις νέες οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης. [xxiii]

Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τον Μάιο του 2004) ενθάρρυνε την οικονομική ευφορία και μια κοινωνική προοπτική που πολλαπλασίασε τις σχεδιαστικές ευκαιρίες για την κυπριακή αρχιτεκτονική, οδηγώντας την να επανεπεξεργαστεί τις αντιλήψεις της για την άσκηση της αρχιτεκτονικής πρακτικής και να αναζητήσει νέες εδαφικές αυτο-αναπαραστάσεις και πολλαπλές συνδέσεις με τις σύγχρονες διεθνείς εμπειρίες και την καθημερινότητα. Θα μπορούσαμε να εκλάβουμε αυτή τη νέα δυναμική ως σημάδι ότι η αρχιτεκτονική άρχισε να αποκτά ξανά πολιτισμική και περιβαλλοντική σημασία και να γίνεται υπολογίσιμος παράγοντας στον πολεοδομικό και κοινωνικό περίγυρο.


Αποαποικιοποίηση και διεθνοποιημένη τοπικότητα: Κολόκες [xxiv]

Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε το πλούσιο έργο που ανέπτυξε η γενιά των αρχιτεκτόνων της «πρώτης νεωτερικότητας» από τη δεκαετία του 1950 έως το 1974 (η Κύπρος ανακηρύσσεται σε ανεξάρτητη Δημοκρατία το 1960), με δεσπόζουσες φυσιογνωμίες τον Νεοπτόλεμο Μιχαηλίδη, τον Πόλυ Μιχαηλίδη και αρκετούς άλλους μοντερνιστές, στους οποίους όλο και περισσότεροι αισθάνονται την ανάγκη να αναφερθούν σήμερα. [xxv] Οι αρχιτέκτονες αυτοί συνδύασαν τη δυτική νεωτερικότητα του μεταπολεμικού «διεθνούς στιλ» (πρόβολοι, ανεπίχριστο σκυρόδεμα, ογκοπλαστική αυτονομία) με την μεσογειακή παράδοση της «λιγοσύνης» που, όπως υπέδειξε ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, έλκει από τη λιγοσύνη του τόπου: «από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.» Εκείνο που πράγματι συνέχει αυτή τη δυναμική είναι οι διαδικασίες αποαποικιοποίησης, μέσα από τις οποίες αναδιευθετούνται οι τοπικές πολιτιστικές ταυτότητες. Έτσι, λοιπόν, διακρίνουμε να συνυπάρχουν στο έργο τους η ελεύθερη διάταξη των κτιριακών όγκων, ένας σχεδόν ανατολικός διακοσμητισμός και η τοπική χειροτεχνική παράδοση (με περσίδες και επιφάνειες από λιθοδομή, πουρόπετρα και βότσαλα). Απ’ όλες αυτές τις εκδοχές προέκυψε μια ενδιαφέρουσα σύντηξη της «μοντέρνας παράδοσης» με τη «μεταφυσική» και την «τοπικότητα του μοντέρνου», η οποία αποτελεί και το θεμελιώδες γνώρισμα της μεταπολεμικής νεωτερικότητας στην Κύπρο. Ιδού ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία αυτής της προσωποποιημένης νεωτερικότητας, που εστιάζει στη διαλεκτική ανάμεσα στην αφαιρετική μοντέρνα γραφή και την περιθωριοποιημένη τοπική παράδοση των εφαρμοσμένων τεχνών. Για το λόγο αυτό θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη χειροτεχνική πρακτική της «κολόκας» (αποξηραμένες κολοκύθες που χρησιμοποιούνται για δοχεία) ως μια ιδεώδη αλληγορία των κατοικήσιμων «δοχείων ζωής» της κυπριακής νεωτερικότητας.

Ποια ήταν όμως η κρισιμότερη μεταβολή που επέφερε στην αρχιτεκτονική κουλτούρα της Κύπρου αυτή η γενιά αρχιτεκτόνων; Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα θα πρέπει να παραθέσουμε τους πιο διαδεδομένους κτιριακούς τύπους όπου επικεντρώθηκε το έργο της, — εκτός τις μονοκατοικίες και τις πολυκατοικίες: Ξενοδοχειακές Εγκαταστάσεις, Βιομηχανικά Κτίρια, Δημόσιες Αγορές, Κτίρια Γραφείων, Υπηρεσιών και Τραπεζών, Νοσοκομεία, Σχολικά Κτίρια και Κτίρια Διοίκησης. Δηλαδή τυπολογίες που προσφέρονται όσο τίποτε άλλο για να αποτελέσουν δείγματα μιας παγκοσμιοποιημένης αρχιτεκτονικής.

Ενώ, λοιπόν, το International Style [xxvi] ταξινομήθηκε στην έκθεση του ΜοΜΑ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, η κυριολεκτική διάδοσή του γίνεται μεταπολεμικά κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και 1960, μέσα από την κωδικοποίηση ορισμένων κοινών γλωσσικών ιδιωμάτων, τρόπων ζωής, οικοδομικών υλικών και σχεδιαστικών προδιαγραφών που εξαπλώνονται σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Πρόκειται ακριβώς για την εποχή όπου παγκοσμιοποιούνται μιας σειρά θεσμικές, κατασκευαστικές, αισθητικές και καταναλωτικές προϋποθέσεις οι οποίες ενσωματώνουν τα νέα comfort και τις αναδυόμενες κοινωνικές συμπεριφορές με τα νέα δεδομένα της μαζικής παραγωγής και των τρόπων κατασκευής.

Να τι κάνει εφικτή τη διάδοση των τριών σχεδιαστικών αξιωμάτων του International Style: α) την υπεροχή του όγκου και όχι της κτιριακής μάζας∙ β) της αρθρωτής κανονικότητας και όχι της συμμετρίας∙ γ) την απόρριψη της υπερβολικής διακόσμησης. Υπ’ αυτήν την έννοια, τα κτίρια των Κυπρίων αρχιτεκτόνων της «πρώτης νεωτερικότητας» μπορούν να θεωρηθούν μια πρώτης τάξεως εισαγωγή στην «αποαποικιοποίηση» και, συγχρόνως, στην «παγκοσμιοποίηση» της αρχιτεκτονικής, της οποίας η «υπερπραγμάτωση» εδραιώνεται σήμερα με αδιαφιλονίκητο τρόπο: «Η υπερπραγμάτωση προσφέρει μια χρήσιμη εναλλακτική λύση στην πόλωση μεταξύ των εννοιών της επιρροής και της οικειοποίησης. Εάν η ιδέα της επιρροής υποστηρίζει μια συνειδητή ιστορική σχέση μεταξύ μιας γενιάς καλλιτεχνών και της επόμενης, και η οικειοποίηση προτείνει … τη δυνατότητα της μετάπλασης, τότε η υπερπραγμάτωση υποδηλώνει ότι πράγματι υπάρχει πολιτιστική αλλαγή, αλλά τέτοιες αλλαγές είναι πέραν της ιστορικής θέλησης του καλλιτέχνη και υπάγονται στην κίνηση των συνθηκών του κοινωνικού συνόλου». [xxvii]

Το ελληνικό στρατιωτικό πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 ανέστειλαν τις αναζητήσεις αυτής της γενιάς των αρχιτεκτόνων, αφήνοντας το έργο τους ημιτελές και σε εκκρεμότητα. Τη «συνέχειά» του μπορούμε να τη διακρίνουμε στο έργο της «δεύτερης νεωτερικότητας» από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με μια αναπόφευκτη χρονοκαθυστέρηση. Είναι προφανές ότι οι κοινωνικές, οικονομικές και εδαφικές μεταβολές — που ήδη προαναφέραμε — μας οδηγούν πέρα από το μοντερνισμό των προηγούμενων χρόνων. Αν κάτι υπερέχει σ’ αυτήν τη «διαλογική συνέχεια» είναι μια νέα ευαισθησία, μια επιλεκτική επανοικειοποίηση ορισμένων γλωσσικών ιδιωμάτων του μοντέρνου και ένας διστακτικός, αλλά αναγνωρίσιμος, κριτικός αναστοχασμός του malaise της μεταπολεμικής νεωτερικότητας.

Η νέα αρχιτεκτονική της Κύπρου αντλεί, αφενός, από «παγκοσμιοποιημένες ανάγκες» και «ροές» και, αφετέρου, από τα «τοπικά χαρακτηριστικά» της κατασκευής, από εκείνο που ο Arjun Appadurai [xxviii] αποκαλεί «παραγωγή της τοπικότητας». Τίποτα κοινό δεν θα διακρίνουμε εδώ με τον «κριτικό τοπικισμό» και τις «στρατηγικές πολιτισμικής αντίστασης» όπως τις περιέγραψαν ο Kenneth Frampton, ο Αλέξανδρος Τζώνης και η Liane Lefaivre [xxix] στη δεκαετία του 1980, αλλά μια παράδοξη αστικοποίηση και μια εκτεταμένη αναδιοργάνωση ενός ευρέως τμήματος του κυπριακού τοπίου, όπου συνυπάρχουν η «φυγόκεντρος» και η «κεντρομόλος» δυναμική, οι παγκόσμιες «ροές» και η ιδιαιτερότητα των «τόπων», η «ενσωμάτωση» (ιδεών, εμπειριών και ορισμένων προθέσεων για το περιβάλλον) και η «επιλογή». Οι πρώτες από αυτές τις έννοιες μας βοηθούν να φανταστούμε το μέλλον του τόπου και οι δεύτερες μας ωθούν στην «παραγωγή της τοπικότητας», στην συγκεκριμένη ολοκληρωμένη μορφή.

Εκείνο που αξίζει να διακρίνουμε σ’ όλες αυτές τις διαδικασίες και τα σχεδιαστικά σύμβαντα της αρχιτεκτονικής κουλτούρας είναι οι «παρατιθέμενες προσωρινότητες»[xxx] του «τοπικού» και του «διεθνούς», ο βαθμός στον οποίο οι τοπικές συνθήκες παγκοσμιοποιούνται και οι παγκόσμιες συνθήκες καθίστανται τοπικές. Ο τρόπος, δηλαδή, που παράγουν έναν λόγο (discourse) γύρω από την αρχιτεκτονική καθιστώντας την καίρια μορφή διαμεσολάβησης μεταξύ «τοπικού» και «διεθνούς». Σε μια εποχή προβληματισμού και ευρύτερων αναθεωρήσεων, αυτή είναι μια από τις πιο συναρπαστικές μορφές ανάληψης κοινωνικής ευθύνης.


Το κείμενο αυτό αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης έρευνας για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική στην Κύπρο.


[i] Ένα πρώτο συστηματικό εγχείρημα γύρω από το θέμα αυτό αποτελεί η έκθεση Territories (επιμ. Anselm Franke, Eyal Weizman, Rafi Segal, Stefano Boeri), KW, Institute for Contemporary Art, Βερολίνο 2003.
[ii] Συχνά γίνεται αναφορά στη γεωπολιτική στρατηγική θέση της Κύπρου που τη φέρνει κοντά σε εμπορικές και πολιτισμικές αρτηρίες που ενώνουν την Ευρώπη με τη Μέση Ανατολή, τη Ρωσία, την Κεντρική Ασία και την Άπω Ανατολή. Η Κύπρος απέχει μόλις 70 km από την Τουρκία, 120 km από τη Συρία και 270 km από την Ελλάδα. Ο πληθυσμός του νησιού καταμετρήθηκε το 2005 σε 837.300 κατοίκους εκ των οποίων το 77,8% (651.100) είναι Ελληνοκύπριοι, το 10,5% (88.100) Τουρκοκύπριοι και το 11,75% (98.100) αλλοδαποί κάτοικοι και εργαζόμενοι. Η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών εγκαθιδρύθηκε στην Κύπρο το 1964 και αποτελείται από 910 (2005) άτομα. Οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στο Ακρωτήρι/Επισκοπή και στη Δεκέλεια καλύπτουν το 2,7% του εδάφους του νησιού. Η Βρετανία διατηρεί τις βάσεις αυτές με βάση τις συμφωνίες του 1960, που παραχώρησαν στην Κύπρο την ανεξαρτησία της από τη βρετανική αποικιακή διοίκηση. Η συνολική επιφάνεια του εδάφους είναι 9.252 km² με μέγιστο μήκος 240 km και μέγιστο πλάτος 100 km.
[iii] «Το σημείο τομής δύο γραμμών ή διαδρομών είναι ένα σημάδι “σύγκλισης” και επικοινωνίας, αλλά και συμβολικής αναστροφής, δηλαδή η ζώνη ή το σημείο εκείνο όπου εμπεριέχεται ή αναζητείται μια υπερβατική αλλαγή κατεύθυνσης. Αυτό και το νόημα που κρύβεται πίσω από την πρόληψη του “σταυρώματος” των δακτύλων ή των αντικειμένων. Στους θεραπευτικούς τελετουργικούς χορούς βάζουν σπαθιά ή ράβδους σταυρωτά για να ενθαρρύνουν μια αλλαγή (δηλαδή την ίαση) ή, με άλλα λόγια, να αλλάξουν την πορεία μιας διαδικασίας ώστε να μην έχει τη συνήθη ή την αναμενόμενη κατάληξη.»: Juan Eduardo Cirlot, A Dictionary of Symbols (1962), μτφρ. Jack Sage, πρόλογος Herbert Read, Νέα Υόρκη 1971, σ. 158.
[iv] Alessandro Petti, «Urbanistica off-shore», στο Arcipelaghi e enclaves. La trasformazione dell'ordinamento spaziale contemporaneo, επιμ. Maria Nadotti, Milan 2007, σσ. 69–72. Για τους χώρους-θύλακες (enclaves) με αυξημένο βαθμό αυτονομίας βλ. και Michel Foucault, Spazi altri. I luoghi delle eterotropie, Milano 2002 και Andrea Cavalletti, La città biopolitica. Mitologie della sicurezza, Milano 2005.
[v] Ο Λώρενς Ντάρρελ περιγράφει στα Πικρολέμονα την «άνετη αστική ζωή» της βρετανικής παροικίας η οποία «ζούσε μια ζωή ανεπίληπτης, όπως έδειχνε μονοτονίας, τριγυρίζοντας με μικρά αυτοκίνητα, πίνοντας στο yacht club, κάνοντας λίγη ιστιοπλοΐα, πηγαίνοντας στην εκκλησία και περνώντας κρίσεις αγωνίας στη σκέψη ότι μπορεί να μην τους προσκαλούσαν στο Κυβερνείο στα γενέθλια της Βασίλισσας. Όταν άκουγε κανείς τις συζητήσεις τους ήταν σα να έβλεπε τη μαυρίλα να σέρνεται πάνω απ’ το Brixton. Χωρίς αμφιβολία, η Μάλτα και το Γιβραλτάρ έχουν παρόμοιες παροικίες. Πόσο συχνά τις έχουν περιγράψει και πόσο πληκτικές είναι.»: L. Durrell, Bitter Lemons (1957), Λονδίνο ανατ. εκδ. 1982∙ Πικρολέμονα, ελλ. μτφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος, Αθήνα 1959. Αναφέρεται στο Κατερίνα Κρίκου-Davis, Κολόκες. Μελέτη για τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ' (1953–1955), μτφρ. Τώνης Μόζερ, Αθήνα 2002, σ. 226.
[vi] «Αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μας, είναι του Ομήρου, / η καλύτερη φράση που άκουσα γι’ αυτό τον τόπο»: Γιώργος Σεφέρης, «Στα περίχωρα της Κερύνειας», στο «Ημερολόγιο καταστρώματος Γ. Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν … » (1955), Ποιήματα, 11η έκδοση, Αθήνα 1977, σ. 233.
[vii] «Ο νέος πραματευτής ήρθε από τη Σιδώνα /… και τώρα χαίρεται μες στα στενά της Λευκωσίας τη λιακάδα» («Πραγματευτής από τη Σιδώνα», Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο καταστρώματος Γ. Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν … , ό.π., σ. 254). Πρβλ. «Υπάρχει μια διάχυτη ηδυπάθεια σε τούτο τον τόπο» (Γιώργος Σεφέρης, Μέρες, ς΄, 20 Απρίλη 1950–4 Αυγούστου 1956, επιμ. Π. Μέρμηγκας, Αθήνα 1986, σ. 99) και «το αίσθημα τ' ονομάζει παλίμψηστη λιβιδώ» (Γιώργος Σεφέρης, «Στα περίχωρα της Κερύνειας», ό.π., σ. 251).
[viii] Γιώργος Σεφέρης, «Αγιάναπα, α΄», στ. 14–17, στο Ημερολόγιο καταστρώματος Γ. Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν ... , ό.π., σσ. 233, 269.
[ix] Γιώργος Σεφέρης, «Έγκωμη», στ. 50–52. στο Ημερολόγιο καταστρώματος Γ. Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν … , ό.π., σ. 267.
[x] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, τομ Β΄ (1948–71), επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, 3η έκδοση, Αθήνα 1974, σσ. 14–15.
[xi] John Palmesino, «Neutrality», Stadt Bauwelt 172, 48.06 και http://slought.org/files/downloads/events/SF_1351-Palmesino.pdf
[xii] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες, Ε΄, 1 Γενάρη 1945–19 Απρίλη 1951. επιμέλεια Ε. Χ. Κάσδαγλης, 2η έκδοση, Αθήνα 1977, σ. 92.
[xiii] Στο ζήτημα αυτό επικεντρώθηκε η κυπριακή συμμετοχή στην 10η Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας Διαπερατά Όρια. Η νεκρή ζώνη της Λευκωσίας, (επιμ. Μόρφω Παπανικολάου, Ρένα Σακελλαρίδου, Μέμος Φιλιππίδης), Αρχείο, 2, 2006, σσ. 26–69. Μια ευρύτερη προσέγγιση «με μια σειρά ερευνών-παρατηρήσεων» επιχείρησε η ελληνική συμμετοχή στην 9η Biennale Αρχιτεκτονικής «Παραδείγματα 2. Κύπρος», στο Παραδείγματα, (επιμ. Αριστείδης Αντονάς, Ζάφος Ξαγοράρης, Χαρίκλεια Χάρη, Φίλιππος Ωραιόπουλος), Αθήνα 2004, σσ. 93–135.
[xiv] Rem Koolhaas, Elia Zenghelis, «Exodus, or the Voluntary Prisoners of Architecture», Casabella, 37, No. 378, Ιούνιος 1973 και ΟΜΑ, Rem Koolhaas, Bruce Mau, S, M, L, XL, (επιμ. Jennifer Singler), Νέα Υόρκη 1995, σσ. 2–21.
[xv] Paolo Virno, Γραμματική του πλήθους. Για μια ανάλυση των σύγχρονων μορφών ζωής (2002), μτφρ. Β. Πασσάς, θεώρηση Γ. Β. Δάβος, Αθήνα 2007, σσ. 88–89. «Έξοδος είναι η μεταβίβαση στην πολιτική πράξη της ευρετικής διαδικασίας … την οποία οι μαθηματικοί ορίζουν ως “παραλλαγή δεδομένων”: δίνοντας προτεραιότητα σε δευτερογενείς και ή ετερογενείς παράγοντες, κινούμαστε βαθμιαία από ένα καθορισμένο πρόβλημα»: Paolo Virno, Jokes and Innovative Action, Λος Άντζελες, Νέα Υόρκη 2008.
[xvi] David Harvey, Spaces of Global Capitalism: Towards A Theory of Uneven Geographical Development, Λονδίνο 2006, σσ. 69–116.
[xvii] Niels Kadritzke, «Ελπίδες και εμπόδια στην οδό Λήδρας», Le Monde diplomatique, ελλ. έκδοση Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 30 Νοεμβρίου 2008, σ. 39.
[xviii] Rayner Banham, «Ecology IV: Autopia», στο Los Angeles. The Architecture of Four Ecologies (1971), Μπέρκλεϊ, Λος Άντζελες, Λονδίνο 2000. Για το θέμα αυτό βλ. και Γιώργος Τζιρτζιλάκης, «Αυτονεωτερικότητα», στο Αιμίλιος Μιχαήλ, Στέφανος Φεραίος, Χρίστος Κωνσταντίνου, Ειρήνη Χατζησάββα-Αδάμ (επιμ.), Μαθαίνοντας από την Κληρονομιά του Μοντέρνου, Λευκωσία 2009, σσ. 14–19.
[xix] Δημήτρης Πορφύριος, «Η μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. 1950-1975», Θέματα χώρου και τεχνών, 10, 1979, σ. 26.
[xx] Σωκράτης Στρατής, «Σχέσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, και ο ρόλος της τοπογραφίας. Η παραγωγή του κυπριακού δομημένου τοπίου», στο «Αρχιτεκτονική στην Κύπρο. Σχέσεις δημόσιου με ιδιωτικό», Αρχιτεκτονικά θέματα, 41, 2007, σ. 66.
[xxi] Σωκράτης Στρατής, ό.π.
[xxii] Σωκράτης Στρατής (επιμ.), «Αρχιτεκτονική στην Κύπρο. Σχέσεις δημόσιου με ιδιωτικό», ό.π.∙ τα τεύχη του περιοδικού Αρχείο, τ. 1(2006) έως 7 (2009) και η έκδοση 10 χρόνια αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί. Η αλλαγή στο κυπριακό τοπίο. 1989–1999, Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Κύπρου, Λευκωσία 2010. Το υλικό της έκδοσης συμπίπτει με την έκθεση που οργάνωσε ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων της Κύπρου το 1999, στα πλαίσια του 10ου Πανελλήνιου Αρχιτεκτονικού Συνεδρίου ΣΑΔΑΣ/ΥΠΕΧΩΔΕ στο Ζάππειο Μέγαρο, με θέμα τα δημόσια κτίρια μέσα από αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς.
[xxiii] «Η Κύπρος προσφέρει δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα … Πρώτον, ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Ο φορολογικός συντελεστής ανέρχεται σε 10% και εκεί εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρείας από τη Ρωσία, την Ουκρανία ή τις άλλες χώρες με τις οποίες η Κύπρος έχει υπογράψει συμφωνίες αποφυγής διπλής φορολογίας. Δεύτερον, εκπαιδευμένο προσωπικό δυναμικό με λογιστές, νομικούς κ.ά. κι ένα αγγλοσαξονικό νομικό πλαίσιο. “Έχεις τις υπηρεσίες που θα είχες στη Βρετανία στο 1/3 του κόστους” … Δεν είναι μόνο οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί που έχουν καταθέσεις στην Κύπρο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Βρετανούς που έχουν αγοράσει εξοχική κατοικία και μένουν στο νησί είτε μόνιμα είτε για αρκετούς μήνες τον χρόνο λόγω του καλού κλίματος που υπάρχει.»: Δημήτρης Κοντογιάννης, «Δέλεαρ τα Ρωσικά κεφάλαια στην Κύπρο», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Οικονομία, 24 Φεβρουαρίου 2008, σ. 15.
[xxiv] Κολόκες, ή κολότζια, ονομάζονται στην Κύπρο οι αποξηραμένες κολοκύθες που σε διάφορα σχήματα και μεγέθη διακοσμούνται με διάφορα χαρακτά σχέδια και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δοχεία (για αποθήκευση και μεταφορά νερού, ποτού, ελιών, πυρίτη από τους κυνηγούς κ.ά) «ή απλώς για να στολίσουν το σπίτι». Η Αγγελική Χατζημιχάλη αναφέρθηκε σ’ αυτό το είδος χειροτεχνικής πρακτικής το 1954 («Η λαϊκή τέχνη της Κύπρου», Νέα Εστία, τ. 659, σσ. 323, 238). Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης γοητεύτηκε από τις κολόκες και άρχισε να τις μαζεύει, αναφέροντας τις συχνά στο ημερολόγιο και στο ποίημα «Λεπτομέρειες στην Κύπρο», φτάνοντας, μάλιστα, στο σημείο να θεωρήσει το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄ ως ένα «τετράδιο που το πλούμισα κάποτε σαν μια κολόκα.» Κολόκες ήταν και ο αρχικός τίτλος που εσκόπευε να δώσει στο Κύπρον ου μ' εθέσπισεν: «Αν τελικά δεν το έκανε, η πρόθεσή του θυμίζει για άλλη μια φορά την τάση του — τάση που απαντά και σε άλλους μοντερνιστές ποιητές — να παραβάλλει την τέχνη του με την χειροτεχνία»: Κατερίνα Κρίκου-Davis, Κολόκες. Μελέτη για τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ' (1953-1955), μτφρ. Τώνης Μόζερ, Αθήνα 2002, σσ. 209–210.
[xxv] Αιμίλιος Μιχαήλ, Στέφανος Φεραίος, Χρίστος Κωνσταντίνου, Ειρήνη Χατζησάββα-Αδάμ (επιμ.), Μαθαίνοντας από την Κληρονομιά του Μοντέρνου, ό.π. Βλ. επίσης το αφιέρωμα στην Κύπρο του περιοδικού Αρχιτεκτονική, 55, 1966 και Στέφανος Φεραίος, «Το μοντέρνο είδωλο της Αφροδίτης», Αρχείο, 1, 2006, σσ. 36–41, Πέτρος Φωκαΐδης, Αριστείδης Αντονάς, «Για την αρχαιολογία του μοντέρνου», Βασίλης Ιερίδης, Αιμίλιος Μιχαήλ, Σταυρούλα Χριστοφιλοπούλου, «Αποθέματα δεύτερης νεότητας του μοντέρνου: Η περίπτωση της Πολυκατοικίας Αλεξάνδρου Δημητρίου», Παναγιώτης Τουρνικιώτης, «Το άλλο μοντέρνο, η Κύπρος και η πρόκληση της αλλαγής», Αρχείο, 6, 2009, σσ. 68–73, σσ. 78–84 και 85–87 και Παναγιώτα Πύλα, «Μοντερνισμός, εκμοντερνισμός και η Μέση Ανατολή στα μέσα του μέσα του 20ού αιώνα», στο Αιμίλιος Μιχαήλ, Στέφανος Φεραίος, Χρίστος Κωνσταντίνου, Ειρήνη Χατζησάββα-Αδάμ (επιμ.), ό.π., σσ. 32–39.
[xxvi] Henry Russell Hitchcock, Philip Johnson. The International Style (MoMA, Νέα Υόρκη 1932), επανέκδοση Νέα Υόρκη 1995 και Gabriele Leuthäuser, Peter Gössel (επιμ), Functional architecture-Funktionale architektur, The international style -Le style international,1925-1940, Κολωνία 1990, σσ. 10-130. Μερικοί από τους προγενέστερους παρόμοιους όρους μπορούν να θεωρηθούν το «Internationale Architektur» (Walter Gropius) και το «Internationale neue Baukunst» (Ludwig Hilberseimer).
[xxvii] Peter Halley, «Σημειώσεις πάνω στην αφαίρεση», στο Jeffrey Deitch, Πολιτισμική Γεωμετρία, Αθήνα 1988, σ. 76.
[xxviii] Arjun Appadurai, Modernity at Large. Cultural Dimensions of Globalization. Μινεάπολη 1996, σσ. 178-200. Βλ. επίσης Sang Lee, Ruth Baumeister (επιμ.), The Domestic and the Foreign in Architecture, Ρότερνταμ 2007.
[xxix] «Ο τρίτος τύπος τοπικισμού … τον οποίο µπορούµε να αποκαλέσουμε “κριτικό τοπικισμό”, πηγάζει από τα ιδεώδη του ιδιόμορφου και του τοπικού»: Αλέξανδρος Τζώνης, Liane Lefaivre, «O κάναβoς και η πoρεία: Μια εισαγωγή στο έργο του ∆ηµήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη και µερικές προκαταρκτικές σκέψεις γύρω από την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής κουλτούρας», Αρχιτεκτoνικά Θέµατα 15,1981, σσ.164–178, και «Why Critical Regionalism Today», Architecture +Urbanism 236, 1990˙ αναδηµοσίευση στο Kate Nesbitt (επιµ.), Theorizing a New Agenda for Architecture, Νέα Υόρκη 1996, σσ. 484–492.
[xxx] Saskia Sassen, «Juxtaposed Temporalities: Producing a New Zone», Εισήγηση σε συνέδριο που διοργάνωσε το περιοδικό Any στην Άγκυρα το 1998: Anytime, Νέα Υόρκη 1999 (συμπεριλαμβάνεται στο Territory, Authority, Rights: from Medieval to Global Assemblages, Princeton 2006) και «Spatialities and Temporalities of the Global: Elements for a Theorization», στο Public Culture, 12, Nο. 1, 2000, σσ. 215–232.