Αρχαία και νέα περπατήματα: Επιτέλεση και ίχνη στο ελληνικό τοπίο
Φοίβη Γιαννίση


⁰¹ Richard Long, A Line Made by Walking, 1967, ασπρόμαυρη φωτογραφία, Σόμερσετ, Αγγλία. Πηγή: Land and Environmental Art, ed. J. Kastner, Phaidon:London, 1998.
⁰² Hamish Fulton, No Talking for Seven Days (Walking for Seven Days in a Wood January Full Moon Cairngorms Scotland 1993), 1993, κείμενο σε τοίχο. Πηγή: Land and Environmental Art, ed. J. Kastner, Phaidon:London, 1998.
⁰³ H Ανασκαφή της αρχαίας Αγοράς της Αθήνας στα 1948. Τα ίχνη της ανασκαφής στο αττικό έδαφος.
⁰⁴ Ο Ευγένιος Βάντερπουλ φωτογραφημένος στην αρχαία Αγορά
⁰⁵ Τοπία σε σχέση με την μάχη των Πλαταιών. Πηγή: W. Kendrick Pritchett, New Light on Plataia, American Journal of Archaeology, Vol. 61, 1957
⁰⁶ Τάκης Τλούπας, Αλώνισμα με δοκάνι, φωτογραφία. Πηγή: Νεολιθική Ελλάς, επιμ. Δημήτριου Θεοχάρη, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, Αθήνα, 1973.


Τη δεκαετία του 1960 ο Richard Long αρχίζει να πραγματοποιεί τα πρώτα του έργα δια της βαδίσεως. Περιγράφει αυτήν του τη δραστηριότητα στον προσωπικό του ιστότοπο, στο διαδίκτυο, ως εξής: «Η τέχνη ως μορφική και ολιστική περιγραφή του πραγματικού χώρου και της εμπειρίας του τοπίου και των πιο στοιχειωδών του υλικών: Το περπάτημα έχει την πολιτιστική του ιστορία, από τους προσκυνητές έως τους περιπλανώμενους Ιάπωνες ποιητές, τους Άγγλους Ρομαντικούς και τους σύγχρονους περιπατητές μεγάλων αποστάσεων. Το πρώτο μου έργο δια περπατήματος, στα 1967, ήταν μία ευθεία γραμμή σε έναν αγρό με γρασίδι, που δεν πήγαινε “πουθενά”. Στα επόμενα έργα μου … η πρόθεσή μου ήταν να κάνω μία νέα τέχνη που μαζί θα ήταν ένας νέος τρόπος περπατήματος: το περπάτημα ως τέχνη. Κάθε περίπατος ακολουθούσε το δικό μου μορφικό δρόμο, γινόταν για έναν αυθεντικό σκοπό που ήταν διαφορετικός από άλλες κατηγορίες περπατήματος, όπως το ταξίδι. Κάθε περίπατος, αν και όχι κατ’ ανάγκη conceptual, υλοποιούσε μία ειδική ιδέα. Έτσι το περπάτημα — ως τέχνη — με προμήθευε με ένα ιδανικό μέσο ώστε να ερευνήσω σχέσεις μεταξύ χρόνου, απόστασης, γεωγραφίας και μέτρησης. Αυτοί οι περίπατοι έχουν περιγραφεί ή αποτυπωθεί στη δουλειά μου με τρεις τρόπους: σε χάρτες, φωτογραφίες, ή κείμενα, χρησιμοποιώντας κάθε φορά το πιo κατάλληλο μέσο για την κάθε διαφορετική ιδέα. Όλες αυτές οι φόρμες τρέφουν τη φαντασία, είναι η απόσταξη της εμπειρίας. Το περπάτημα επίσης μου επέτρεψε να προεκτείνω τα σύνορα της γλυπτικής … Η γλυπτική μπορούσε τώρα να αφορά τόπους όσο και υλικά και μορφή. Θεωρώ ότι τα τοπιακά γλυπτά μου κατοικούν στο πλούσιο πεδίο μεταξύ δύο ιδεολογικών θέσεων-πόλων, συγκεκριμένα εκείνης του να φτιάχνει κανείς “μνημεία”, ή αντίστροφα του “να μην αφήνει παρά τα πατήματά του” (footprints)».

Στην πραγματικότητα, η «ανακάλυψή» αυτή του Richard Long, η εφεύρεση της «τέχνης του βαδίσματος» μπορεί να αποδειχθεί μία ακόμα μεταμόρφωση προηγούμενων εκδοχών της. Στο βιβλίο του Walkscapes: Walking as an aesthetic practice, [i] o Francesco Careri, διαγράφει μία ιστορία του «καλλιτεχνικού» περπατήματος ξεκινώντας από τη γενικότερη σημασία του στον ανθρώπινο πολιτισμό από τα πιο αρχαία του στάδια, μιλώντας για το ρόλο του σε πολιτισμούς όπως εκείνος των Αβορίγινων στην Αυστραλία, καθώς περιγράφεται στο βιβλίο του Bruce Chatwin Τα Μονοπάτια των Τραγουδιών, και συνεχίζοντας, αφού κάνει ένα τεράστιο χρονικό άλμα, με τον 20ό αιώνα, τα καλλιτεχνικά αντιπερπατήματα του Νταντά και του Σουρεαλισμού, πλέκοντάς τα με τη Θεωρία της Περιπλάνησης των Λεττριστών, την ψυχογεωγραφία της περιπλάνησης των Καταστασιακών, για να καταλήξει στην Land Art και τον Long, περνώντας από Tony Smith και Robert Smithson. Μακρύς ακόμα και ο σύντομος κατάλογος …

Στους τελευταίους καλλιτέχνες (με έναν από τους οποίους ξεκίνησα αυτήν τη σύντομη διαδρομή) το περπάτημα ως καλλιτεχνική δράση διέρχεται της εμπειρίας, ενώ ως τελικό ερώτημα παραμένει το αν η ίδια η δράση έχει στοιχεία καλλιτεχνικής επιτελεστικότητας. Και αν ναι, είναι η επιτέλεση αρκετή, ή χρειάζεται να παραχθεί από αυτήν ένα υλικό ίχνος; Σύμφωνα με την ερμηνεία του Long το έργο τού «να μην αφήνει κανείς παρά τα πατήματά του», ο ένας δηλαδή ιδεολογικός πόλος, ακόμα και αυτός, αφήνει παρόλα αυτά κάτι: πρόκειται για το ελάχιστο ίχνος του πατήματος, στην ουσία το υλικό υπόλειμμα της σωματικής δράσης του καλλιτέχνη (Εικόνα 1). Για τον Hamish Fulton από την άλλη, το έργο εκτειθέμενο περιλαμβάνει μία μεγάλη εικόνα: η εικόνα αυτή όμως σχεδόν πάντα συνίσταται από κάποιου είδους κείμενο, συχνά το ελάχιστο κείμενο μίας μόνης πρότασης, που είναι η περιγραφή της δράσης. Για οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις (Long, Fulton), ένα τοπίο συνδέεται ανεξίτηλα με μία πράξη εντός του δια της οποίας προστίθεται μία νέα σημασία σε αυτό, και τα ίχνη της σε εικόνα ή λέξεις είναι το περιεχόμενο της αναπαράστασης-έκθεσης (Εικόνα 2).

Μετά από αυτά τα παραδείγματα μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε τη δράση ενός υποκειμένου της νεωτερικότητας, που άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει τη σημασία του ελληνικού τοπίου και τη σχέση μας με αυτήν. Πρόκειται για τη δράση του αρχαιολόγου. Είμαστε συνηθισμένοι να καταλαβαίνουμε τη δράση αυτή κυρίως ως πράξη μεταβολής του τοπίου, αφού ο χώρος που ανασκάπτεται φέρει στο σώμα του τα σημάδια από το έργο που έχει παραχθεί. Συχνά η στάθμη του εδάφους κατεβαίνει αρκετά μέτρα. Άλλοτε βγαίνουν στο φως τα κόκαλα αρχαίων σωμάτων, όπως και ίχνη ζωής σε θραύσματα και υπολείμματα. Αποσπάσματα κτιρίων, κομμάτια οικοδομικού υλικού ή αγγείων καθημερινής χρήσης, ίχνη φαγητού, κόκαλα, όστρακα και σπόροι, εργαστήρια, μάντρες, πηγάδια, δημόσιες εγκαταστάσεις και αγάλματα σπασμένα αποσπώνται με προσοχή από το σκότος αιώνων μέσα στο έδαφος και βγαίνουν, όπως λέγεται στα ελληνικά, «στο φως». Η επιτελεστική δράση της ανασκαφής αφήνει, όπως μία εγχείρηση, δύο υπολειμματικά σώματα-ίχνη, εκείνο του εδάφους (Εικόνα 3) και αυτό των αντικειμένων. Το πρώτο μπορεί κανείς να επισκεφτεί επί τόπου, το δεύτερο εκτεθειμένο στις προθήκες των μουσείων.

Δίπλα σε αυτήν την περισσότερο βίαιη για τη γη δράση, αθόρυβα συνυπάρχει μία δεύτερη, λιγότερο προφανής, αρχαιολογική δράση στο τοπίο: πρόκειται για ένα είδος εξερευνητικής μανίας που καταλαμβάνει τους αρχαιολόγους. Ακαταπόνητοι φυσιολάτρες οργώνουν με αυτοκίνητο, και όταν αυτό είναι αδύνατον, με τα πόδια το σύνολο του ελληνικού εδάφους σε μία προσπάθεια ανεύρεσης ιχνών που ίσως οδηγήσουν σε ανασκαφή, ίσως όμως επίσης βοηθήσουν την ερμηνεία κομματιών της ιστορίας που έχουν ανάγκη τη γεωγραφία για να μπορούν να κατανοηθούν και εξηγηθούν, όπως επίσης και να αναπαρασταθούν. Διαβάζουμε από τον Ευγένιο Βάντερπουλ: «Τα τελευταία χρόνια έκανα μπόλικο περπάτημα, συνοδευμένος από διάφορα μέλη της Αμερικάνικης Σχολής Κλασικών Σπουδών, στην ορεινή ενδοχώρα της βορειοδυτικής Αττικής, μεταξύ των υψιπεδίων των Μάζι και Σκούρτα και την παράλια πεδιάδα της Ελευσίνας. Οι κορυφές σε αυτήν την περιοχή, που είναι καλυμμένες με πευκοδάση, υψώνονται πάνω από τα επτακόσια μέτρα υψόμετρο από την θάλασσα, οι πλαγιές τους είναι απότομες και συχνά απόκρημνες, και χωρίζονται από βαθιές κοιλάδες στις οποίες κυλούν δύο ρεύματα, το Κοκκίνι και ο Σαρανταπόταμος, που ενώνονται για να δημιουργήσουν τον Ελευσίνιο Κηφισό, λίγο πριν αναδυθούν από τους λόφους στην παραθαλάσσια πεδιάδα. Η περιοχή δεν έχει σχεδόν καθόλου δρόμους». [ii]

O Ευγένιος Βάντερπουλ (Εικόνα 4), μέλος της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας, ήταν πασίγνωστος για τις πεζοπορίες του στην ελληνική γη, ορμώμενες από την αγάπη του στο ελληνικό έδαφος όχι μόνο με φυσιολατρικό τρόπο, αλλά και με εκείνον του επιστήμονα που ερευνά την ιστορία ακόμα και στις πιο απάτητες περιοχές. Και δεν είναι ο μόνος: η διήγησή του θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει επάξια ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αρχαιολόγων. Για να συντομεύσω θα παραθέσω εδώ δύο κείμενα ενός από τους πιο σημαντικούς αρχαιολόγους του προηγούμενου αιώνα, που ειδικεύθηκε στην ιστορία των ελληνικών μαχών και την τοπογραφία του συνόλου της αρχαίας ελληνικής επικράτειας με αφορμή την πολεμική δράση, του Kendrick Pritchett. Δεν είναι χωρίς σημασία που το έργο του αυτό ο Pritchett το ξεκίνησε αφού πολέμησε από τα 1942 έως τα 1945 στην Αμερικανική Αεροπορία, για κάποιο καιρό μάλιστα υπηρετώντας στη Γερμανία, όπου συμμετείχε, όπως λένε, στη συλλογή μαρτυριών για τις Δίκες της Νυρεμβέργης κατά των Εγκληματιών Ναζί. Μετά από την εμπειρία του στον σύγχρονο πόλεμο τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα μετατοπίζονται στον αρχαίο και την κατανόηση του, με αποτέλεσμα έργα πνοής με σειρές τόμων, έργα που οργώνουν με πάθος και λεπτομέρεια την ελληνική γη: Τhe Greek State at War, και Studies in Ancient Greek Topography, όπου ως τοπογραφία εννοείται η αναγνώριση, δηλαδή η ταύτιση ενός τόπου με την κειμενική μαρτυρία για αυτόν, που έχει ως αποτέλεσμα μία εκ νέου ίδρυση, δηλαδή την απόδοση σε αυτόν ενός αρχαίου ονόματος. [iii]

Στην εισαγωγή ενός από τα βιβλία του, που αφορά μελέτες στην Ελλάδα της αρχαίας τοπογραφίας, ειδικώς εκείνης των τόπων των μαχών, γράφει: «Τα 12 κεφάλαια συνδέονται από το κοινό ενδιαφέρον για την τοπογραφική έρευνα ορισμένων τόπων στην Ελλάδα … Η τοπογραφία προσφέρει πιθανά τα καλύτερα μέσα για έλεγχο της ακρίβειας των αρχαίων συγγραφέων … Η μελέτη πεδίου είναι ένα sine qua non για την κατανόηση της αρχαίας στρατιωτικής τακτικής. Είναι ένας γόνιμος χώρος για φανταστικές πτήσεις. Υπερβολική εργασία έχει γίνει από τη γωνία του τζακιού, και γενικά, όσο πιο απομακρυσμένος είναι ο ερευνητής από τον ίδιο τον τόπο, τόσο πιο δογματικός είναι στά συμπεράσματά του. Είναι πολύ εξαγνιστική εμπειρία η αντιμετώπιση μίας τεράστιας πεδιάδας όπως της Μαντίνειας ή των Πλαταιών, με την μεγάλη έκταση και όλες ασυμμετρίες της, τόσο πιο πολύπλοκη στην πραγματικότητα από ό,τι μπορεί να φαίνεται σε οιονδήποτε χάρτη». [iv]

Στο κείμενο αυτό μπορεί κανείς να διαβάσει την επιταγή του περπατήματος και της επιτόπιας έρευνας, αλλά μπορεί επίσης να διαβάσει την ερευνητική διάνοια του αρχαιολόγου που προσιδιάζει σε εκείνη του ντετέκτιβ. Ο Pritchett ανακαλύπτει ενδείξεις για να κατατάξει και επανοργανώσει τα ίχνη βασιζόμενος στη σωματική του εμπειρία, σε συνδυασμό με τη διάνοια και τα κείμενα της ιστορίας. Η γνώση σωματοποιείται και γίνεται μνήμη μέσα από την επιτέλεση. Το περπάτημα λοιπόν του αρχαιολόγου είναι ήδη και ένα διάβασμα, η ανάγνωση του εδάφους μέσα από το σώμα. Αναμφίβολα το βάδισμα αυτό και η επίσκεψη τόπων χαμένων περιέχει για το υποκείμενο που τα πραγματώνει και τη βίωση μίας φυσιολατρικής σωματικής απόλαυσης, που σχετίζεται με το ελληνικό τοπίο στις διάφορες εποχές του χρόνου, μαζί με τη νοητική χαρά της εξερεύνησης και ερμηνείας.

Στην εισαγωγή ενός άρθρου του για την τοπογραφία των Πλαταιών σε σχέση με τη μάχη (Εικόνα 5) διαβάζουμε επίσης: «Σε μία τέτοια έρευνα, ο αρχαιολόγος ίσως δεχθεί μία απρόβλεπτη βοήθεια από μία πηγή που πολύ συχνά έχει χρεωθεί μόνο με καταστροφικότητα — τον έλληνα χωρικό. Ενώ ανασκαμμένα αρχαιολογικά μνημεία τείνουν να εξαφανίζονται πέτρα-την-πέτρα για τοπικές οικοδομές, ή για ασβεστοκαμίνους, η κατάσταση που σχετίζεται με έναν αρχαίο τόπο μάχης, δύναται να είναι ακριβώς το αντίστροφο. Σήμερα ολόκληρη σχεδόν η γη έχει οργωθεί, και τα υπολείμματα είναι εκεί κοινή τη θέα. Επωφελούμενος από το διάστημα μεταξύ θερισμού και σποράς της νέας σοδιάς, μπορεί κάποιος να περπατήσει στα χωράφια και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Αν μία πτυχή του εδάφους είναι καλυμμένη με κεραμίδια της κλασικής εποχής και μία άλλη όχι, το φανερό συμπέρασμα είναι ότι η πρώτη ήταν κατοικημένη τα αρχαία χρόνια και η δεύτερη όχι». [v] Μαζί με την αρχαιολογική σκαπάνη, το αλέτρι της καλλιέργειας εδώ εμφανίζεται ως ένας μηχανισμός σκαψίματος (Εικόνα 6) και επαναφοράς στην επιφάνεια της γνώσης. Το περπάτημα του αρχαιολόγου αφήνει τη γη ανέπαφη, συλλέγει όμως τα στοιχεία που ο αγρότης έχει ανασκάψει οργώνοντας.

Η επόμενη της επιτέλεσης σκηνοθετημένη κίνηση δεν είναι άλλη από τη γραφή, την τελική πράξη της ιστορίας. Η ανάγνωση του βαδίσματος (ας θυμηθούμε εδώ και τον Michel de Certeau με την ερμηνεία του περπατήματος στην πόλη ως ρητορική) ακολουθείται από το περπάτημα του γραψίματος, γραψίματος που ανακεφαλαιώνει την εμπειρία και τις απαντήσεις ή τα ερωτήματα της έρευνας: «Ο John Searle συγκρίνει τη γραφή με το βάδισμα: κινώ τον μηρό, σηκώνω το πόδι, συσπώ τους μύες, εκτείνω την κνήμη, ακουμπώ το πέλμα στο έδαφος κ.ο.κ.». Αυτή η σειρά των πράξεων δεν είναι ασφαλώς προμελετημένη, αλλά παραμένει επαναληπτική και εμπρόθετη. Εδώ συνυπάρχουν δύο συνθήκες: η επιμονή και η επιθυμία. Η βούληση λοιπόν μεταφράζεται σε προσταγή: «Πρέπει να περπατήσεις». [vi]

Η επιταγή και η επιθυμία κατά τον Searle, είναι ταυτόχρονα προελεύσεις της βάδισης και της γραφής, συναντώντας στην στροφή τον Αριστοτέλη, τον ιδρυτή της Περιπατητικής φιλοσοφικής σχολής. «Τι είναι αυτό που κινεί τα ζώα;», αναρωτιέται ο φιλόσοφος και απαντά: «Διότι όλα τα ζώα κινούν και κινούνται εξ αιτίας κάποιου πράγματος κι έτσι αυτό το πράγμα είναι το όριο όλης τους της κίνησης. Βλέπουμε ότι αυτά που κινούν το ζώο είναι η διάνοια, η φαντασία, η προαίρεση, η βούληση και η επιθυμία. Όλα αυτά ανάγονται στο νου και την επιθυμία. Γιατί η φαντασία και η αίσθηση είναι στο ίδιο επίπεδο με τον νου, εφόσον και τα τρία ασκούν κρίση, διαφέρουν όμως κατά τις διαφορές που έχουμε αναφέρει αλλού. Η βούληση, όμως, η ψυχική διάθεση και η επιθυμία είναι όλα μορφές ορέξεων (επιθυμιών), ενώ η προαίρεση μετέχει και της διάνοιας και των ορέξεων. Έτσι τα αντικείμενα των ορέξεων και της διάνοιας κινούν πρώτα, δεν κινούν όμως κάθε αντικείμενο της διάνοιας αλλά μόνο τον αντικειμενικό σκοπό στην σφαίρα της δράσης». [vii]

Κλείνουμε το γράψιμο, δηλαδή τον μικρό μας περίπατο, ξαναβλέποντας το δίπολο του Long: τα τοπιακά του γλυπτά κατοικούν, επαναλαμβάνουμε τα λόγια του, το χώρο μεταξύ δύο ακραίων πόλων, αυτόν του να «φτιάχνει κανείς μνημεία» και εκείνον του «να μην αφήνει παρά τις πατημασιές του». Σε μία πλήρη συστοιχία με αυτά μπορούμε να δούμε λοιπόν το αρχαιολογικό έργο: ως κατασκευή μνημείου, και ως διανομή μίας περπατησιάς, διανομή που περνάει και μέσα από την γραφή. Πρόκειται μαζί για δύο διαφορετικού τύπου «ιδρύσεις», που αντιστοιχούν σε δύο αρχαιοελληνικούς ομηρικούς ύμνους που επίσης μιλούν για διαδρομές αλλά θεών αυτήν την φορά: εκείνον του Απόλλωνα, που βαδίζει σε ολόκληρο τον άγριο ελληνικό χώρο με σκοπό την ίδρυση (δηλαδή τη θεμελίωση και κατασκευή) του ιερού των Δελφών, που ορθώνεται ασκώντας βία στο έδαφος, και εκείνον της περιπλανώμενης Δήμητρας που το μόνο ίχνος που αφήνει είναι η καλλιέργεια.

Ίδρυση, θεμελίωση και καλλιέργεια, περίπατος και γραφή, και αφήνουμε προς το παρόν αναπάντητα για πάντα τα ηθικά ερωτήματα του σκοπού, αρχαιολογικού ή καλλιτεχνικού, επιθυμίας ή διάνοιας που σπρώχνει προς την κίνηση ένα καθισμένο ασφαλές ανθρώπινο σώμα.

[i] Francesco Careri, Walkscapes: Walking as an aesthetic practice, Gustavo Gill, Μπαρτσελόνα, Μεξικό, Πορτογαλία, 2002. Για το περπάτημα επίσης τελευταία έχουν εκδοθεί δύο ακόμα βιβλία.
[ii] Eugene Vanderpool, «Roads and Forts in North-western Attica», στο California Studies in Classical Antiquity, Vol. 11, 1979, σσ. 227–245.
[iii] Περί αυτού, βλ. Metalocus 20 (Primavera 2007), Phoebe Giannisi, “Identification of Βodies”, σσ. 66–69.
[iv] W. Kendrick Pritchett, The Greek State at War, I, 1965. University of California Press, Καλιφόρνια. Εισαγωγή, σσ. 1–3.
[v] W. Kendrick Pritchett, «New Light on Plataia», στο American Journal of Archaeology, Vol. 61, 1957, σσ. 9–28.
[vi] Βλ. Χάρης Βλαβιανός, Χρήστος Χρυσσόπουλος, Το Διπλό Όνειρο της Γραφής, Πατάκης, Αθήνα, 2010, 9.1 και 9.1.1, σ. 69, παραθέτοντας: John Searle, Intentionality, An Essay in the Philosophy of Mind, Cambridge University Press, 1985.
[vii] Αριστοτέλης, Περί ζώιων κινήσεως, 6.10-25 (700a-b): «Λοιπόν εστι θεωρήσαι πως η ψυχή κινεί το σώμα, και τις η αρχή της του ζώου κινήσεως. Των γαρ άλλων παρά την του όλου κίνησιν τα έμψυχα αίτια της κινήσεως … »