Το Τοπίο του Είναι: Από το τοπίο στον τόπο
Αλέξιος Παπαζαχαρίας
⁰¹⁻⁰³ Μάριος Σπηλιόπουλος, Το Tοπίο του Είναι, 1997. Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Aρ. Εισ. 182/02.
⁰⁴⁻⁰⁵ Γιώργος Χατζημιχάλης, Σχιστή οδός, Το τρίστρατο όπου ο Οιδίποδας φόνευσε τον Λάιο. Περιγραφή και ιστορία της διαδρομής Θηβών, Κορίνθου, Δελφών, Θηβών, 1990–1995/97, εγκατάσταση με σιδερένιο τραπέζι, μαύρο μαγγανίου και συνθετικές ρητίνες σε 9 λαμαρίνες, 64 φωτογραφίες, video 7’ 41”, διαστάσεις μεταβλητές. Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Aρ. Εισ. 79/01.
Από τις 11 Μαΐου 2010 παρουσιάζεται στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης η εγκατάσταση Το Τοπίο του Είναι, έργο του Μάριου Σπηλιόπουλου που δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90. [i] Το έργο περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά της καλλιτεχνικής πρακτικής του Μάριου Σπηλιόπουλου: τη μικτή τεχνική, τους έντονους συμβολισμούς που παραπέμπουν στην ελληνική παράδοση (π.χ. θρησκευτικά σύμβολα, όπως σταυροί), την κοπιαστική εργασία, την έρευνα, την ανάλυση και την ανάπτυξη. Αυτό όμως που προσδίδει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο έργο δεν είναι άλλο από το ίδιο του το θέμα. Η εγκατάσταση αποτελεί το ανάπτυγμα του ομώνυμου αφηγήματος του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (1908–93), που δημοσιεύτηκε, το 1979, στο βιβλίο του Μητέρα Θεσσαλονίκη.
Στο συγκεκριμένο αφήγημα, Το Τοπίο του Είναι, ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας το γνώριμο χώρο και το βίωμα της Θεσσαλονίκης σαν τοπίο και σαν γεωγραφία (η Θεσσαλονίκη εξάλλου αποτελεί την ιδιαίτερη πατρίδα του) για να περιγράψει ή να ξεναγήσει τον αναγνώστη στο ίδιο του το σώμα ή καλύτερα τον «συνολικό» εαυτό του. Το έργο του Σπηλιόπουλου επενέρχεται στο ερώτημα που θέτει μέσα από το κείμενό του πρώτος ο Πεντζίκης: Είναι ο εαυτός ένα σύνολο εμπειριών και συναντήσεων στο σώμα της γενέτειράς του, ή η Θεσσαλονίκη είναι το σύνολο του δικού του βιώματος, άποψης, εμπειρίας και δραστηριότητας;
Ο Σπηλιόπουλος αναπτύσσει την εγκατάστασή του στο ΕΜΣΤ σε τρία βασικά μέρη. Ξεκινώντας από τα περιφερειακά μέρη, το πρώτο τμήμα που συναντά κανείς είναι μια σειρά βιντεοπροβολών στις οποίες άτομα διαφόρων ηλικιών απαγγέλλουν το κείμενο του Πεντζίκη. Το δεύτερο τμήμα με το οποίο ο θεατής έρχεται σε επαφή είναι οι περιβάλλοντες τοίχοι του εκθεσιακού χώρου, οι οποίοι είναι καλυμμένοι με το κείμενο, γραμμένο με χρυσά γράμματα από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Η συνεχής επανάληψη της αρχής του κειμένου «Ποιός είμαι; Δεν πιστεύω στη μορφή που παρουσιάζει ο καθρέφτης. Το είδωλο, όπως και αν φωτιστεί με αρετή ή με κακία, δεν υπάρχει.» αποτυπώνεται στο μυαλό του θεατή και τον συνοδεύει ακόμα και μετά από την έξοδό του από την εγκατάσταση. Ο χειρωνακτικός τρόπος με τον οποίο ο καλλιτέχνης αντιγράφει το κείμενο στους τοίχους, που θυμίζει σχολική τιμωρία και προσευχή ταυτόχρονα, αποτελεί την πρώτη σωματοποίηση του κειμένου που συναντά κανείς στο έργο μέσω μιας διαδικασίας με αναφορές στην performance.
Το κεντρικό και κυρίως τμήμα της εγκατάστασης αποτελείται από ένα γραφείο και μία καρέκλα που στέκονται πάνω σε γυάλινα ποτήρια μέσα σε μια μικρή στέρνα με νερό. Κάτω από το γραφείο είναι τοποθετημένη η αναφορά του κειμένου στα πόδια, μέσα στο ανοιχτό συρτάρι του γραφείου βρίσκεται η αναφορά στο κεφάλι, ενώ στην επιφάνεια του γραφείου αναπτύσσεται όλο το κείμενο που αντιστοιχεί σε ολόκληρο το σώμα του συγγραφέα και σε ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη την ίδια στιγμή. Στην επιφάνεια του γραφείου ο καλλιτέχνης τοποθετεί επίσης δέντρα και σταυρούς. Τα δέντρα δημιουργούν την αίσθηση μακέτας ή διοράματος, ενώ παράλληλα υπογραμμίζουν την έννοια της ρίζας και της βάσης. Οι σταυροί αποτελούν μία διπλή αναφορά, πρώτα στη βαθιά θρησκευτικότητα που διέκρινε το συγγραφέα Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, και έπειτα στη χαρακτηριστικά έντονη παρουσία της πόλης της Θεσσαλονίκης στη Βυζαντινή Ιστορία.
Το ερώτημα που θέτει κατά πρώτο λόγο το Τοπίο του Είναι μέσω της ταύτισης του σώματος του αφηγητή με το τοπίο για το και στο οποίο αφηγείται, αποτελεί όχι μόνο το κέντρο του έργου του Μάριου Σπηλιόπουλου αλλά και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μετατόπισης από την παράδοση της τοπιογραφίας όπως αυτή αναπτύχθηκε από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τα μέσα του και εκφράστηκε μέσα από αρκετούς έλληνες καλλιτέχνες, από τον Κωνσταντίνο Μαλέα μέχρι τον Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης του ελληνικού μοντερνισμού.
Η εξερεύνηση της δυνατότητας του (ελληνικού) τοπίου επανέρχεται με μία νέα δυναμική και διάσταση στην ελληνική τέχνη τη δεκαετία του ’90, αφού έχουν προηγηθεί οι πειραματισμοί και οι προσπάθειες απομάκρυνσης της τέχνης από οποιαδήποτε παράδοση μέσα από τις πρωτοπορίες του ’60 του ’70 αλλά και του ’80, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από έργα τα οποία ήταν εστιασμένα στην πολιτική ως στάση, στο σώμα, την ταυτότητα και την ανάγκη εισαγωγής στο ελληνικό εικαστικό λεξιλόγιο νέων μορφοπλαστικών ιδιωμάτων, όπως αυτά τα συναντούσε κανείς στη διεθνή εικαστική σκηνή. Στις προηγούμενες δεκαετίες εισάγονται εικαστικές πρακτικές όπως οι εγκαταστάσεις και τα περιβάλλοντα, καθώς επίσης οι Έλληνες καλλιτέχνες έρχονται σε επαφή με σύγχρονα κινήματα και τάσεις, όπως αυτά διαμορφώνονται στο εξωτερικό, όπως την Εννοιακή Τέχνη και την Arte Povera. Έτσι ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και πολύ περισσότερο τη δεκετία του ’90 νέοι έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Σπηλιόπουλος, ο Γιώργος Χατζημιχάλης και άλλοι με αρκετή απόσταση πια από την προηγούμενη παράδοση της τοπιογραφίας και με μία οργανωμένη εικαστική παιδεία και ωριμότητα, καταπιάνονται ξανά με το τοπίο. Το τοπίο ωστόσο για αυτούς τους καλλιτέχνες δεν είναι απλώς αυτό που βλέπει το μάτι, δηλαδή ένα γεωγραφικό θραύσμα. Το τοπίο περιέχει την ιστορία του, τον ιστορικό χρόνο των γεγονότων και της εμπειρίας.
Ένα έργο-παράδειγμα της επαναφοράς του ενδιαφέροντος για το ελληνικό τοπίο με αρκετά κοινά σημεία αλλά και μεγάλες διαφορές με το έργο του Μάριου Σπηλιόπουλου (κυρίως ως προς το προσωπικό βίωμα του καλλιτέχνη που αφήνει σαν αίσθηση το Τοπίο του Είναι) αποτελεί το έργο του Γιώργου Χατζημιχάλη, της ίδιας περιόδου, με τον τίτλο Σχιστή Οδός. Το τρίστρατο όπου ο Οιδίποδας φόνευσε το Λάιο. Περιγραφή και ιστορία της διαδρομής Θηβών, Κορίνθου, Δελφών, Θηβών. [ii] Η Σχιστή Οδός είναι εγκατάσταση που αποτελείται από ένα μεταλλικό τραπέζι καλυμμένο από πλάκες με συνθετικές ρητίνες πάνω στις οποίες είναι «χαραγμένη»-«ανακατασκευασμένη» η Σχιστή Οδός, φωτογραφίες σημείων ιδιαίτερου εικαστικού ενδιαφέροντος αυτής της κατασκευής και ένα video. Αυτό που επιχειρεί ο Χατζημιχάλης είναι όχι να αποδώσει πιστά τη γεωφυσική υφή του τοπίου αλλά να τη δημιουργήσει από την αρχή. Δεν αποσκοπεί στην αναπαράσταση αλλά στη δημιουργία μια νέας εμπειρίας βασισμένης τόσο σε ένα μυθολογικό κύκλο και ένα λογοτεχνικό έργο (η αναφορά στη λογοτεχνία είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και του Τοπίου του Είναι) όσο και σε πρακτικές της εννοιολογικής τέχνης όπως αυτή της αυτοαναφορικότητας.
Με το έργο τους ο Μάριος Σπηλιόπουλος και ο Γιώργος Χατζημιχάλης αντίστοιχα κατορθώνουν τη δημιουργία ενός νέου τόπου και όχι τοπίου. Οι καλλιτέχνες προσεγγίζουν τον τόπο ως μια γεωγραφική θέση σίγουρα, η οποία όμως αποκτά το πλήρες νόημά της όταν συμπεριλαμβάνει τόσο μια θέση χρονική όσο και μία συνέχεια αυτής. Ο τόπος είναι ο χώρος μαζί με το χρόνο του, η κατάληξη του οποίου είναι το σήμερα και το τώρα.
Το τώρα είναι αυτή η συνθήκη που θα επιτρέψει στο έργο να γίνει από έργο του καλλιτέχνη, έργο του θεατή να μπορέσει να μοιραστεί η καλλιτεχνική εμπειρία στα δύο. Να γίνει εμπειρία δημιουργίας και εμπειρία επικοινωνίας. Να μπορέσει να αποτελέσει όχι κοινό βίωμα — αυτό εξάλλου ούτε ευκταίο είναι ούτε δυνατό — αλλά κοινό τόπο· το σημείο εκείνο στο οποίο θα μπορεί κανείς να «ζήσει» με τη δική του ιδιαιτερότητα, αφήνοντας το δικό του ίχνος στο τοπίο και επιτρέποντας να υπάρχουν και τα ίχνη όλων των άλλων. Όπως ακριβώς το έργο του Μάριου Σπηλιόπουλου, που μέσω της «εξομολογητικής» του διάστασης και διάθεσης επιτρέπει την αναθεώρηση της έννοιας του τόπου, όχι μόνο όπως αυτός εκφράζεται στο έργο του Πεντζίκη αλλά όπως υπάρχει στον κάθε θεατή προσωπικά και σε όλους ταυτόχρονα.
[i] Ολοκληρώθηκε το 1997.
[ii] Το έργο Σχιστή Οδός. Το τρίστρατο όπου ο Οιδίποδας φόνευσε το Λάιο. Περιγραφή και ιστορία της διαδρομής Θηβών, Κορίνθου, Δελφών, Θηβών ολοκληρώθηκε το 1997 και έχει παρουσιαστεί στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην αναδρομική έκθεση του Γιώργου Χατζημιχάλη το 2001.