Super Athena
Ανδρέας Αγγελιδάκης


⁰¹ Γιώργος Λάππας, Phantom Limp, 2003–10, ανοξείδοτο μέταλλο, πλαστική επένδυση, φωτογραφικό φιλμ (dura trans), διαστάσεις μεταβλητές· Günter Brus, Selbstbemalung II, 1964, εκτύπωση ασημί ζελατίνης, 50 × 40 cm κορνιζαρισμένο. Έκδοση 35 + 5 AP.
⁰² Scott Myles, One Plus One, 2007, χυτό αλουμίνιο, διαστάσεις μεταβλητές· Scott Myles, Χωρίς Τίτλο (ASKIT), 2007, μοναδική μεταξοτυπία σε χαρτί, 72 × 102 cm (2 μέρη), 110 × 80 cm κορνιζαρισμένα. Έκδοση 1/5· Gardar Eide Einarsson, Not yet titled (Baton 1–5), 2008, εκτύπωση inkjet σε χαρτί (σετ των 5), διαστάσεις μεταβλητές
⁰³ Γιάννης Βαρελάς, Rated Blue, 2010, λακαρισμένο ξύλο, ανακλαστικό αλουμίνιο, 292 × 193 × 109 cm· Διοχάντη, Χωρίς Τίτλο (Dracos Art Centre), 1985, φωτογραφία, 37 × 33 cm. Έκδοση 3 + 1 AP· Lorna Macintyre, Wine is strong / A King is stronger / Women are stronger still / But truth conquers all, 2009, ξύλο, χαλκός, 144 × 10 × 10 cm έκαστη κολώνα (4 μέρη) 
⁰⁴ Robert Longo, Χωρίς Τίτλο (Bodyhammer: Barreta), 2008, κάρβουνο σε επικολλημένο χαρτί, 268.8 × 121.9 cm
⁰⁵ Terence Koh, Mein Tod Mein Tod, 2005, ξύλο, κορδόνι, μέταλλο, χρώμα, αφυδατωμένη φυτική ύλη, ζάχαρη και γλάσο (ταφόπλακα). Έκδοση 2/3 + 1 AP.
⁰⁶ Jennifer West, Naked Deep Creek Hot Springs Film (16 mm film neg soaked in lithium hot springs water, Jack Daniels and pot — exposed with flashlights — skinnydipping by Karen Liebowitz, Benjamin Britton & Jwest), 2007, φιλμ 16 mm μεταφερμένο σε DVD, χωρίς ήχο, 2’ 33”. Έκδοση 3 + 1 AP· Jennifer West, Regressive Squirty Sauce Film (16 mm film leader squirted and dripped with choco sauce. ketchup, mayonnaise & apple juice), 2007, φιλμ 16 mm μεταφερμένο σε DVD, χωρίς ήχο, 3’ 36”. Έκδοση 2/3 + 1 AP.

⁰⁷⁻⁰⁸ Επίδειξη bodybuilding στα εγκαίνια της έκθεσης


Αν η πραγματικότητα ήταν περισσότερο σαν ένα computer game, τότε αντί να γράψω αυτό το κείμενο θα τοποθετούσα μια «κάμερα» πάνω από την γκαλερί AMP κατά τη διάρκεια της έκθεσης SuperNature. Αυτή η κάμερα κοιτώντας προς το έδαφος θα έκοβε το κτίριο σε κάτοψη και θα βλέπαμε όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα στο χώρο, ζωντανά. Στο ισόγειο της γκαλερί θα βλέπαμε να στέκεται μπροστά από την είσοδο το τοτεμικό, φαλλικό γλυπτό του Γιάννη Βαρελά, ένας μπλε μονόλιθος με ανάγλυφα μεταμοντέρνα ιερογλυφικά, που από την πίσω πλευρά του είναι επενδυμένος με στρατζαριστό ανοξείδωτο μέταλλο. Λίγο πιο πέρα ένας τεράστιος ασημένιος κουβάς γεμάτος με γεωμετρικά κομμάτια κρέας, του Γιώργου Λάππα, αφημένος λίγο πίσω από την κολώνα σαν κάποιος γίγαντας να έπαιζε ένα μακάβριο παιχνίδι και να το άφησε για λίγο στην άκρη. Μετακινώντας την εναέρια κάμερα θα βλέπαμε στον απέναντι τοίχο το σχέδιο ενός τεράστιου πιστολιού, από τον Robert Longo. Το πιστόλι σημαδεύει κατευθείαν στην είσοδο, ο κουβάς έχει μείνει στο πλάι, διαγώνια μπροστά από μια κολώνα η νεκρική στήλη του Terence Koh, η οποία ανακοινώνει το φανταστικό θάνατο του ίδιου, το Σεπτέμβριο του 2005. Τριγύρω στους τοίχους είναι κρεμασμένα διάφορα ενδιαφέροντα έργα, αλλά πριν προλάβουμε να τα δούμε η κάμερα ακούει κάτι από το δρόμο και μετακινείται προς τα έξω. Από ψηλά βλέπουμε τη γωνία Κορίνης και Επικούρου, το δρόμο έξω από κτίριο της γκαλερί. Είναι βράδυ και δυο περαστικά τζάνκι τσακώνονται νυσταλέα παραπατώντας και βρίζοντας, «αστοδιάλο μουνί θα σε γαμήσω αρχίδι μαλάκα φέρε … », χάνονται προς την άκρη του δρόμου. Παραπέρα δυο μελαμψοί μετανάστες, μάλλον Πακιστανοί, κοιτάνε λίγο καχύποπτα, ίσως και τρομαγμένα, ενώ ένας Κινέζος περνά βιαστικά πάνω σε ένα μηχανάκι φορτωμένος με φτηνά εμπορεύματα. Άραγε αυτούς σημάδευε το πιστόλι του Longo;

Η έκθεση SuperNature: An Exercise in Loads στην γκαλερί AMP άνοιξε στις 10 Φεβρουαρίου, σε επιμέλεια του γκαλερίστα Ανδρέα Μελά και της εικαστικού Ραλλούς Παναγιώτου. Η σχεδόν μουσειακή έκθεση, περιείχε έργα των Markus Amm, Charles Atlas, Amy Bessone, Günter Brus, Dan Colen, Διοχάντη, Gardar Eide Einarsson, Charlie Hammond, Annette Kelm, Terence Koh, Thomas Kratz, Γιώργου Λάππα, Robert Longo, Linder, Jack McConville, Lorna Macintyre, Sophie Mackfall, Michaela Meise, Scott Myles, Sterling Ruby, Rudolph Schwarzkogler, Daniel Silver, Γιάννη Βαρελά, Jennifer West. Τα έργα επιλέχτηκαν από τον Μελά και την Παναγιώτου με βάση ένα στιβαρό επιμελητικό κείμενο στο οποίο εξερευνούν την ιδέα του αγωνιστικού bodybuilding, μέσα από έργα τέχνης. Αναφέρονται στο bodybuilding ως μια πρακτική κατά την οποία ο αθλητής αναδημιουργείται, μέσα από μια διαδικασία «χτισίματος» ενός νέου εαυτού ο οποίος προβάλλεται δημόσια, ενώ παράλληλα μια διαδικασία από εσωτερικές αναζητήσεις οδηγούν σε μια σχεδόν ψυχεδελική απομόνωση του εγώ.

Στο μεταξύ, έξω από την πόρτα της γκαλερί έχει καθίσει μια νεαρή κοπέλα, με ένα κουτάλι και ένα κομμάτι σπάγκο, μοιάζει ταλαιπωρημένη και βρώμικη, μόλις άφησε να τη γαμήσει ένας περαστικός για μερικά ευρώ που ισοδυναμούν στη σχεδόν τσάμπα δόση ηρωίνης. Η βρώμικη κοπέλα φαίνεται πανευτυχής καθώς τρυπάει με τη σύριγγα το δέρμα της, και χωρίς πολλές εσωτερικές αναζητήσεις περνά σε μια σε μια σχεδόν ψυχεδελική απομόνωση του εγώ.

Δεν θα επιχειρήσω να βρω άλλες παραλληλίες ανάμεσα σε αυτά που συμβαίνουν μέσα και έξω από την έκθεση, αν και η κάμερα συνεχώς ξεχνιέται και βγαίνει συνεχώς από την έκθεση ανηφορίζοντας προς την πλατεία Θεάτρου, το σημείο μηδέν της παρακμής της σημερινής Αθήνας. Η γκαλερί AMP άνοιξε το καλοκαίρι του 2007 στην περιοχή του Ψυρρή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η περιοχή αύτη, που πρόσφατα έμαθα ότι λέγεται Γεράνι, είναι ένα από τα νέα κέντρα της Αθήνας, και ως τέτοιο βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε μια διαδικασία «χτισίματος» ενός νέου εαυτού ο οποίος προβάλλεται δημόσια, ενώ παράλληλα μια διαδικασία από εσωτερικές αναζητήσεις οδηγούν σε μια σχεδόν ψυχεδελική απομόνωση του εγώ. Οι εσωτερικές αυτές αναζητήσεις, σε αντίθεση με τους αθλητές bodybuilding και τα τζάνκι του Ψυρρή, δεν είναι ψυχολογικής φύσης αλλά οικονομικού και νομικού χαρακτήρα. Το νέο αυτό κέντρο της Αθήνας στα ’90s μετατράπηκε στη νέα λαμπερή Αθήνα με το ξεκίνημα της αίθουσας τέχνης Ρεβέκκα Καμχή, τα εστιατόρια Βιτρίνα και Bee τα οποία ακολούθησαν δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες μεζεδοπωλεία, καφενεία, γκαλερί και δημιουργικά γραφεία τα οποία μετέτρεψαν του Ψυρρή στο νέο Προορισμό. Αργότερα, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του Μηδέν, η εξέλιξη της περιοχής σκόνταψε πάνω στο παράξενο δίδυμο της εγκατάστασης του Οργανισμού Κατά των Ναρκωτικών και την προσέλευση στην περιοχή νέων μεταναστών, τους οποίους προσέλκυσαν τα ακόμα χαμηλά ενοίκια αλλά και οι σχετικές δημόσιες υπηρεσίες. Ο ΟΚΑΝΑ προσέλκυσε έμπορους ναρκωτικών, οι μετανάστες αντιμετωπίζοντας τη δύσκολη επιβίωση που τους περίμενε στη ρατσιστική Αθήνα ανακατεύτηκαν και αυτοί με τα ναρκωτικά, έγιναν έμποροι και χρήστες, αλλά τελικά και αποδιοπομπαίος τράγος της σήψης του κέντρου της Αθήνας. Θεωρίες συνομωσίας θέλουν τη μετακίνηση του ΟΚΑΝΑ στρατευμένη κίνηση έτσι ώστε τα τζάνκι και τα βαποράκια να καμουφλαριστούν από τους μετανάστες, σαν μια τεράστια σκούπα που καθαρίζει την Αθήνα, αναπόφευκτα μαζεύοντας τις βρώμες σε μια στοίβα πριν πιάσει το φαράσι και τις πετάξει όλες στα σκουπίδια. Έτσι το κέντρο μοιάζει σαν αποτέλεσμα μιας εφιαλτικής παρτίδας από το computer game Sim-City, όπου παράλογες και ψυχρές αποφάσεις μοιάζουν να καθοδηγούν την εξέλιξη της περιοχής σε ένα αβέβαιο μέλλον. Βέβαια, τώρα που το μέλλον της Ελλάδας γενικότερα είναι εντελώς αβέβαιο, κινήσεις σαν την έκθεση SuperNature και την γκαλερί AMP οργανώνονται σε πείσμα της υπάρχουσας κατάστασης και λειτουργούν σχεδόν σαν αναβολικές ενέσεις στο ταλαιπωρημένο σώμα της πόλης.

Κατά το πρόσφατο συνέδριο του International Association of Curators (IKT), που οργάνωσε η επιμελητική τριάδα XYZ, περίπου 130 curators επισκέφθηκαν την Αθήνα και την περιοχή του κέντρου, και φαίνεται ότι έμειναν με τις καλύτερες εντυπώσεις, δηλώνοντας μέχρι ότι «Athens is super», «Δεν είχα ξαναέρθει και είναι σίγουρα μια από τις πέντε αγαπημένες μου πόλεις» και άλλα παρόμοια. Έτσι παραδόξως, ενώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι η σύγχρονη τέχνη τοποθετημένη σε μια υποβαθμισμένη περιοχή λειτουργεί απλά σαν μια καθωσπρέπει δεσποινίδα που βγήκε βόλτα στις κακόφημες συνοικίες, μέχρι να επιστρέψει ανέπαφη στο πατρικό της στα βόρεια προάστια, η τέχνη μέσα στην Αθήνα αποτελεί ένα εργαλείο αστικής οργάνωσης του χώρου, και αναχαίτισης της περεταίρω υποβάθμισης, ίσως ακόμα και ένας τρόπος προσέγγισης ενός κοινού που είναι ικανό να οργανώσει μια συγκεντρωμένη θετική γνώμη για την πόλη, και να τη μεταδώσει στο εξωτερικό.

Πιο συγκεκριμένα όμως, η έκθεση SuperNature αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εγχείρημα, ειδικά σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης όπου πολλές γκαλερί κάνουν το λάθος να φιλοξενούν εμπορικές εκθέσεις ελπίζοντας να πουλήσουν πιο εύκολα. Η έκθεση ήταν σχεδόν μουσειακού επιπέδου, επειδή αφενός βασίστηκε σε ένα τόσο ενδιαφέρον και μάλλον ακαδημαϊκό επιμελητικό σχέδιο, αφετέρου γιατί η επιλογή των καλλιτεχνών συμπεριλάμβανε ακόμα και έργα που δεν ήταν προς πώληση, άλλα που ήρθαν στην Αθήνα για να συμμετέχουν σε αυτή τη συλλογική προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του εγώ της πόλης. Αν μετακινήσουμε την κάμερα του εφιαλτικού Sim City έτσι ώστε να επιστρέψει πάνω από την γκαλερί για μια πιο λεπτομερή ματιά στην έκθεση, και θέσουμε και το ημερολόγιο στην 10η Φεβρουαρίου του 2010, θα δούμε τη βραδιά των εγκαινίων, όπου γυμνασμένοι νεαροί, μέλη του θρυλικού Bournazos Gym, επιδίδονται σε μια επίδειξη bodybuilding, ανάμεσα σε ένα ανομοιόμορφο πλήθος από καλλιτέχνες, φιλοτέχνους, κοσμικούς και περιέργους. Η performance, ήταν μέρος της επιμέλειας, μαζί με μια σειρά από εξαιρετικά video γυρισμένα στο γυμναστήριο του Μπουρνάζου στα Πατήσια. Στα video αυτά βλέπουμε ένα μείγμα από το αρχείο του Σπύρου Μπουρνάζου ανακατεμένο με πλάνα από το γυμναστήριο σήμερα, όπου έργα της έκθεσης είναι προσωρινά τοποθετημένα δίπλα σε μηχανήματα εν ώρα λειτουργίας. Κοιτώντας το μοναδικό μείγμα εικόνων, αρχίζω να βλέπω την κάτοψη της έκθεσης σαν ένα παρανοϊκό γυμναστήριο, σκέπτομαι ότι το έργο του Koh είναι τοποθετημένο διαγώνια και μπροστά από κολώνα όπως ακριβώς και το μηχάνημα που γυμνάζει τους τετρακέφαλους στο video, βλέπω ότι ο μονόλιθος του Βαρελά από τη μέσα μεριά καθρεφτίζει παραμορφωτικά το σκηνικό αλλά και το πιστόλι του Longo το οποίο πια πυροβολεί το εαυτό του, σαν καθρέπτης γυμναστηρίου που έχει φτιαχτεί για να σε δείχνει πιο φουσκωμένο. Βλέπω τον κουβά με τα κρέατα του Λάππα, τον οποίο θυμάμαι από την έκθεση Outlook, αλλά που τώρα φαίνεται να ταιριάζει τέλεια με τις εξαιρετικές αναλογίες του χώρου της AMP σαν το σημείο στα αποδυτήρια όπου μαγειρεύονται οι πρωτεΐνες που πρέπει να καταναλώσεις για να γίνεις και συ σαν τον Νίκο από το Bournazos Gym. Πιο διακριτικά, βλέπω τη φωτογραφία από το εικονικό ερείπιο της Διοχάντης που για χρόνια έβλεπα στην ταράτσα της οδού Ηροδότου, βλέπω τη φωτογραφία του Sterling Ruby, δυο σφαίρες πάνω στα πόδια ενός bodybuilder και κάπως οι σχέσεις μεταξύ των έργων γίνονται τόσο πολύπλοκες που τα πιστεύω όλα. Οι δυο καταπληκτικές φωτογραφίες του Günter Brus τον απεικονίζουν σε μια από τις διάσημες performance του κατά τις οποίες πασάλειβε τον εαυτό του με τα περιττώματά του, έπινε τα ούρα του, έκανε εμετό και τέλος συλλαμβάνονταν από την αστυνομία για όλα τα παραπάνω. Ξαφνικά οι παραλληλισμοί με την υποβαθμισμένη ζωή των νέων και συχνά περιστασιακών κατοίκων της περιοχής είναι αναπόφευκτοι, και όσο οι τοίχοι της γκαλερί μοιάζουν να μας προστατεύουν από οτιδήποτε συμβαίνει έξω, τόσο η ίδια η έκθεση μας τα θυμίζει, σαν γρήγορο edit σε από μια σχεδόν κινηματογραφική διαδικασία «χτισίματος» ενός νέου εαυτού ο οποίος προβάλλεται δημόσια, ενώ παράλληλα μια διαδικασία από εσωτερικές αναζητήσεις οδηγούν σε μια σχεδόν ψυχεδελική απομόνωση του εγώ. Τα έργα συνομιλούν μεταξύ τους ακόμα και όταν μιλούν για κάτι τόσο εσωτερικό όσο τη σωματοποίηση της μπόγιας στη νέα ζωγραφική της Γλασκώβης.

Κατεβαίνοντας στο υπόγειο τα θέματα που περιεργάζεται η έκθεση μεταφράζονται σε μια πιο αφηρημένη αφήγηση, με κυρίαρχα έργα τα δύο video. Το ένα είναι η προβολή κατεστραμμένων ταινιών της Jennifer West και το άλλο μια δράση του Charles Atlas. Στο έργο της West βλέπουμε ξεθωριασμένες εικόνες να αναφαίνονται μέσα από πιτσιλιές και σημάδια φθοράς του φιλμ, σε μια διπλή προβολή που ίσως να κέρδιζε από ένα σκοτεινότερο και πιο απομονωμένο δωμάτιο, όπου θα διαφαινόταν καλύτερα ο σχεδόν μεταφυσικός διαλογισμός του έργου της. Στο video του Charles Atlas, βλέπουμε το χορευτή Douglas Dunn να πειραματίζεται κρατώντας ένα κομμάτι κόντρα πλακέ που έτυχε να μοιάζει με το σχήμα της πολιτείας Νεβάδα. Αναρωτιέμαι αν είναι αναφορά στο παλαιότερο έργο του μινιμαλιστή Robert Morris, γιατί οι κινήσεις μοιάζουν αρκετά, αλλά ίσως και να ανήκαν απλώς στην ίδια παρέα της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’70, και οι ιδέες να ήταν στον αέρα. Φεύγοντας παρατηρώ το έργο της Michaela Meise, στο οποίο τρία κομμάτια ξύλο κρέμονται από το ταβάνι με αλυσίδες, και αναρωτιέμαι αν πέφτουν ή ανασηκώνονται, αν είμαστε στο τέλος ή σε μια αρχή. Βγαίνοντας στο δρόμο, σκέπτομαι τις τόσο ενδιαφέρουσες σχέσεις μεταξύ των έργων οι οποίες δημιουργούν ένα εξαιρετικό διάλογο ανάμεσα στους καλλιτέχνες, την γκαλερί αλλά και την πόλη, και αναρωτιέμαι αν σε αυτόν το διάλογο θα ήθελα να δω και περισσότερους νέους έλληνες καλλιτέχνες εκτός του Βαρελά, ή αν αυτό τελικά δεν έχει σημασία μιας και η AMP μαζεύει γύρω της μέρος της ούτως η άλλως πολλά μέλη της νέας ελληνικής σκηνής. Σκέπτομαι εντέλει ότι αυτή η έκθεση που συνδυάζει αρχειακά έργα όπως του Atlas και του Brus, είναι τόσο σύγχρονη ακριβώς επειδή έχει δυνατό επιμελητικό χαρακτήρα, και ότι σήμερα που κάθε τι καινούργιο είναι ήδη γνωστό, γιατί το έχουμε ήδη δει σε δεκάδες PDF, e-flux και δελτία τύπου, αυτό που μετρά είναι η επιλογή και ο συνδυασμός. Μετρά δηλαδή η φωνή αυτού που παρουσιάζει κάτι που ίσως ξέρουμε, δίπλα σε κάτι που είχαμε ξεχάσει, και που αυτού του είδους η εκπομπή ιδεών, είτε αυτό παίρνει τη μορφή μιας έκθεσης σε γκαλερί, είτε τη μορφή μιας ανάρτησης σε ένα blog, είτε ακόμα και την haiku ατάκα σε ένα tweet, η επιλογή και ο συνδυασμός, είναι οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες που οργανώνουν εδώ και χρόνια τη σκηνή της Αθήνας αλλά και εν δυνάμει την πόλη ολόκληρη, σε μια νέα, Super Athena.


Η έκθεση SuperNature: An Exercise in Loads, σε επιμέλεια του Ανδρέα Μελά και της Ραλλούς Παναγιώτου, παρουσιάστηκε στην γκαλερί AMP από τις 10 Φεβρουαρίου έως τις 31 Μαρτίου 2010.