Για τα γλυπτά των νεκροταφείων
Παναγιώτης Λουκάς & Μαλβίνα Παναγιωτίδη
⁰¹ Παιδικός τάφος, Ύδρα
⁰² Λεπτομέρεια από τον τάφο της Μαρίας Κασσιμάτη, Α’ Νεκροταφείο Αθηνών
⁰³ Τάφος οικογένειας Κornfeld, Zentralfriedhof, Βιέννη
⁰⁴ Τάφος Σπυρίδωνος Βασιλειάδη, Α’ Νεκροταφείο Αθηνών
⁰⁵ Εσωτερικό τάφου, Zentralfriedhof, Βιέννη
⁰⁶ Τάφος οικογένειας Ζωγράφου, Α’ Νεκροταφείο Αθηνών
⁰⁷ Ανώνυμος διπλός τάφος, Ύδρα
⁰⁸ Οι καρέκλες
Τι θα μπορούσε να εννοηθεί ως γλυπτό μέσα σ’ ένα νεκροταφείο; Πρόκειται για έναn χώρο όπου τα πάντα έχουν ένα συμβολικό λόγο ύπαρξης και μια συγκεκριμένη αναφορά. Ο ίδιος ο χώρος του νεκροταφείου είναι ένα κατασκεύασμα. Ένας ιερός χώρος συγκέντρωσης των νεκρών. Το ίδιο το νεκροταφείο αποτελεί αντικειμενικά ένα έργο. Είναι όμως και ένας φορτισμένος επιβλητικός χώρος που δεν έχει ανάγκη την τέχνη για να επιβεβαιωθεί. Δεν είναι ένα χωράφι με εκθέματα.
Οι γράφοντες, έχοντας δημιουργήσει ένα φωτογραφικό αρχείο από διάφορα νεκροταφεία που επισκέπτονται και το οποίο συνεχώς διευρύνεται, έκαναν μια επιλογή μερικών φωτογραφιών από μνημεία. Θεωρώντας ότι μέσα σε ένα νεκροταφείο οτιδήποτε κατασκευαστεί είναι μνημειακό γλυπτό προτιμήσαμε να κάνουμε μια καταγραφή χώρων και σημείων που έχουν μια ιδιαίτερη αξία, η οποία όμως προκύπτει κυρίως από την ιδιότητά τους και όχι από το φαίνεσθαι ως αρχή. Άλλωστε με τόσους νεκρούς μαζεμένους, τα κοιμητήρια, όπως θα πρότεινε και ο Ηλίας Πετρόπουλος, είναι μάλλον η πιο ανθρωποκεντρική έκφραση της γλυπτικής που θα μπορούσε να υπάρξει.
Παιδικός τάφος, Ύδρα [Εικ. 01]
Ο ίδιος ο τάφος ως κατασκευή δεν παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον — είναι το σχεδόν προκατασκευασμένο τυπικό δείγμα νεοελληνικού μνήματος. Παρόλα αυτά, οι παιδικοί τάφοι πάντα έχουν μια ιδιαιτερότητα. Είναι σαν το μέγεθος των τάφων να έχει μια αντίστροφη αναλογική σχέση με το δράμα της ιστορίας τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο τάφος συνήθως παραμένει ένα έργο εν εξελίξει. Τα αποθέματα και ο διαρκής στολισμός με πολύχρωμα πλαστικά λουλούδια και πάνινα κουκλάκια που μοιάζουν να στοιβάζονται συνεχώς δείχνουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την αστοχία του ισχυρισμού πως η πολυχρωμία είναι συνώνυμο της ευτυχίας.
Οι τάφοι, πάντοτε συνδεδεμένοι με πρόσωπα, είναι ίσως το πιο ζωντανό κομμάτι της γλυπτικής σε δημόσιους χώρους. Όσο ειρωνικό και αν ακούγεται αυτό.
Λεπτομέρεια από τον τάφο της Μαρίας Κασσιμάτη, Α’ Νεκροταφείο Αθηνών [Εικ. 02]
«Ο γλύπτης μού παραπονέθηκε για τη μητέρα της πεθαμένης κόρης πως ήθελε σώνει και καλά στο μέτωπο της κόρης της απάνου, που σκαλίζει την προτομή της ο τεχνίτης για το μνήμα της, πως ήθελε σώνει και καλά να μπούνε στο μέτωπο της κόρης της και τα κατσαρά της και οι μπούκλες της απαράλλαχτα όπως είτανε στη ζωή. Κι έτσι με την επιμονή της χάλασε το θείο, το ιδεατό ξεκαθάρισμα της κόρης της από τον τεχνίτη στην πέτρ’ απάνου. Ο τεχνίτης που την έπλασ’ έτσι κ’ η μητέρα που την ήθελε αλλιώς, δυο δυνάμεις, δυο Ιδέες, δυο αλήθειες, που — μα την αλήθεια — δεν ξέρεις ποιαν από τις δυο να προτιμήσης.»
— Κ. Παλαμάς, «Σημειώματα στο περιθώριο», 1908, στο Πεζοί Δρόμοι, Α’, 1928
Η ανάθεση της κατασκευής των τάφων σε γλύπτες συνοδευόταν από τις επιθυμίες, αλλά και τις παράδοξες προτάσεις του παραγγελιοδότη, όσον αφορά την επιλογή της σύνθεσης και των μορφών, δίνοντας όμως και στους ίδιους τους γλύπτες την ελευθερία της απόδοσης του κάθε θέματος και μετατρέποντας τα νεκροταφεία σε τόπους όπου υλοποιούνται οι αισθητικές τάσεις και προτιμήσεις όλων. Η ανθρωποκεκτρική αντίληψη για το θάνατο και η επιθυμία για μια επίγεια κατοχύρωση της αιωνιότητας του νεκρού οδήγησε σε εμμονή με το ρεαλισμό στα επιτάφια πορτρέτα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αλλά και ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί το ταφικό άγαλμα της Μαρίας Κασσιμάτη που επιμελήθηκε ο γλύπτης Φιλιππότης και βρίσκεται στο Α’ Νεκροταφείο, στην Αθήνα. Η ίδια αφιέρωσε στον πρώτο άνδρα της ένα μεγαλεπίβολο ταφικό μνημείο, έργο των αδερφών Φυτάλη, και όταν πέθανε θάφτηκε κοντά σε εκείνον και τοποθετήθηκε το άγαλμά της στον ίδιο τάφο. Πρόκειται για δύο τάφους που ουσιαστικά ενώθηκαν στον ίδιο χώρο συνθέτοντας ένα ταφικό σύμπλεγμα. Η ίδια αναπαριστάται καθιστή. Στο άγαλμά της είναι φανερά έντονη η προσπάθεια να αποδοθεί ρεαλιστικά η στάση και η έκφρασή της, καθώς και η πολυπλοκότητα των λεπτομερειών του σώματος, των ρούχων και της κόμμωσης. Η καθιστή αυτή φιγούρα δημιουργεί όμως και μια ανοίκεια αίσθηση στον επισκέπτη του νεκροταφείου, λόγω της φυσικότητάς της και της τοποθέτησής της στην άκρη του συμπλέγματος, σα να κάθεται στο κατώφλι του σπιτιού της.
Τάφος οικογένειας Κornfeld, Zentralfriedhof, Βιέννη [Εικ. 03]
Μέσα στο κεντρικό νεκροταφείο της Βιέννης υπάρχουν δύο εβραϊκά νεκροταφεία. Το παλιότερο χρονολογείται από το 1863 και μεγάλο του μέρος καταστράφηκε τη Νύχτα των Κρυστάλλων. Αν και αρκετοί τάφοι παρέμειναν ανέγγιχτοι, στο σύνολό του παραμένει παραμελημένο μέχρι και σήμερα, καθώς οι περισσότερες οικογένειες εγκατέλειψαν την πόλη μετά τους διωγμούς. Παρόλα αυτά, η ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα της Βιέννης άφησε πίσω της ένα αρκετά ιδιαίτερο δείγμα ταφικών μνημείων που η έλλειψη φροντίδας τα κάνει να φαίνονται ακόμα πιο εντυπωσιακά. Ένας μεγάλος αριθμός τάφων είναι κατασκευασμένοι από μαύρη πέτρα. Ο εν λόγω τάφος είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα που η κλασική αρχιτεκτονική του τον κάνει να φαντάζει σαν αρνητικό αρχαιοελληνικού ναού. Ακόμα και μέσα στο πυκνοκατοικημένο αυτό κομμάτι του νεκροταφείου είναι ορατός από κάποια απόσταση ανάμεσα στα δέντρα λόγω μεγέθους, αλλά και του συνδυασμού του λιτού Δωρικού στυλ με το μαύρο χρώμα του. Αν και στην φωτογραφία δεν είναι ορατό, το κτίσμα φαντάζει από κοντά βαρύτερο και μεγαλύτερο από οτιδήποτε άλλο. Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις όπου το μαύρο διαστέλλεται στον χώρο αντί να συστέλλεται.
Τάφος Σπυρίδωνος Βασιλειάδη, Α’ Νεκροταφείο Αθηνών [Εικ. 04]
Ανάμεσα στα αναρίθμητα ταφικά μνημεία του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών βρίσκεται ένας ιδιότυπος τάφος με τη μορφή βιβλίου. Το υπερμέγεθες βιβλίο — γλυπτό με τα φτερωτά ζωόμορφα πέλματα φέρει σκαλισμένο στη ράχη του τον τίτλο Αττικαί Νύκται. Πρόκειται για τον τάφο του Σπυρίδωνος Βασιλειάδη, του οποίου το έργο εκδόθηκε μετά το θάνατό του σε τόμους με αυτόν τον τίτλο.
Οι ιδιομορφίες της κοιμητηριακής εικονογραφίας και οι συμβολιστικές εκφάνσεις που παρουσιάζει, πηγάζουν από τις εκάστοτε αναφορές στον νεκρό και την ανάγκη για διαιώνιση της μνήμης του. Αν και η κυρίαρχη τάση για να τιμήσουν το πρόσωπο του νεκρού υπήρξε η απόδοση της εικόνας του με περίοπτα αγάλματα και προτομές, και συχνά με σύμβολα του επαγγέλματός του, στο συγκεκριμένο τάφο το ίδιο το συγγραφικό του έργο αναπαριστάται ως ταφικό μνημείο. Οι μεταθανάτιοι τόμοι Αττικαί Νύκται μετατρέπονται σε γλυπτό με την υπόνοια της σαρκοφαγικής μορφής που εδράζει πάνω στη μαρμάρινη βάση. Ο Βασιλειάδης ίσως είναι από τους λίγους συγγραφείς που είναι θαμμένοι μέσα στο ίδιο τους το έργο.
Εσωτερικό τάφου, Zentralfriedhof, Βιέννη [Εικ. 05]
Μια όψη των τάφων που συστηματικά αγνοείται είναι ο εσωτερικός θάλαμος. Είναι το κελί που χωρίζει τον αποθανόντα από τους ζωντανούς. Ένα ιδεατό καταφύγιο. Ο συγκεκριμένος τάφος δεν κατασκευάστηκε για να είναι ορατό το εσωτερικό του. Μέσα όμως βλέπουμε εσοχές στους τοίχους με κηροπήγια και ένα σταυρό. Η διαρκής γοητεία των έγκλειστων αντικειμένων. Ο χώρος εκπέμπει μια θαλπωρή που δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Την θαλπωρή του κρυπτού και της απόλυτης ησυχίας. Κατά τη βιβλική παραβολή το εσωτερικό του τάφου είναι μια απεχθής κατάσταση, αλλά το εσωτερικό είναι ο λόγος ύπαρξης ενός ταφικού μνημείου.
Η απέχθεια που προκαλεί το εσωτερικό ενός τάφου μοιάζει με την απέχθεια που προκαλεί η θέαση του εσωτερικού τού σώματος. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η εξιστόρηση της φθαρτότητας της σάρκας με αρχιτεκτονικούς όρους.
Τάφος οικογένειας Ζωγράφου, Α’ Νεκροταφείο Αθηνών [Εικ. 06]
Στον λόφο του Α’ Νεκροταφείου στην Αθήνα δεσπόζει το υπερμέγεθες μαυσωλείο της οικογένειας Ζωγράφου. Πρόκειται για ένα τεραστίων διαστάσεων κτίσμα νεοκλασικού ρυθμού, το οποίο, λόγω του ύψους του είναι ορατό ακόμα και έξω από το νεκροταφείο. Το εντυπωσιακό κτίσμα, που από απόσταση μπορεί να παρερμηνευτεί ως εκκλησία λόγω του όγκου του, έχει δύο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι παρά το μέγεθός του υπολείπεται επαρκούς θεμελίωσης. Να επισημάνουμε εδώ ότι μια προσεκτική παρατήρηση των περισσοτέρων τάφων δείχνει ότι αυτή η έλλειψη θεμελίων είναι μάλλον κανόνας, με αποτέλεσμα οι παλιότεροι από αυτούς να βυθίζονται και να καταρρέουν με το πέρασμα του χρόνου. Στην εν λόγω περίπτωση το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, καθώς το τυλιγμένο με σκουριασμένες σκαλωσιές κτίριο δείχνει έτοιμο να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή. Το δεύτερο και ακόμα πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του, είναι το σχεδόν άδειο εσωτερικό του. Το μόνο που διακρίνεται μέσα είναι ένα στρογγυλό άνοιγμα στο πάτωμα του ισογείου, που οδηγεί στον υπόγειο χώρο όπου είναι θαμμένα τα μέλη της οικογένειας και μια λακωνική επιγραφή στον τοίχο με το ρητό «ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ». Όλο το κτίσμα δεν είναι πάρα ένα υπερμέγεθες κέλυφος.
Ο τάφος της οικογένειας Ζωγράφου είναι μάλλον το μοναδικό μνημείο στο Α’ Νεκροταφείο που καταρρέει, σαν να το γνωρίζει πως έπρεπε να συμβεί.
Ανώνυμος διπλός τάφος, Ύδρα [Εικ. 07]
Στο νεκροταφείο της Ύδρας συναντάει κανείς μια ιδιόμορφη εκδοχή διπλού τάφου. Όλα τα στοιχεία, δομικά και συμβολικά, που το συνθέτουν είναι προσομοιωμένα στην μικρή κλίμακα του παιδικού αυτού τάφου. Η κατασκευή του είναι αρκετά λιτή και αυτοσχέδια με απλά υλικά, οι μικρές του διαστάσεις ενισχύονται από την απλότητά του, αλλά το στοιχείο του διπλασιασμού είναι αυτό που το ξεχωρίζει και δημιουργεί μιαν άλλη βεβιασμένη γεωμετρία υποδηλώνοντας ότι ίσως πρόκειται για την ταφή δίδυμων αδερφών.
Το πρόχειρο κατασκεύασμά του ίσως να λειτουργεί ως στοιχειώδης σήμανση και οριοθέτηση του σημείου ταφής και η ανωνυμία του να είναι μια προσπάθεια εξάλειψης της μνήμης του απρόσμενου συμβάντος. Αν και το μνήμα αποτελεί συνώνυμο του τάφου, στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσως να είναι η ανάμνηση που επιδιώκεται να θαφτεί.
Οι καρέκλες [Εικ. 08]
Ο φιλοπερίεργος περιηγητής των κοιμητηρίων, και ειδικά του Α΄ Αθηνών, δεν μπορεί παρά να προσέξει ένα ασυνήθιστο φαινόμενο. Μπροστά σε πολλούς τάφους, κυρίως οικογενειακούς, υπάρχουν αφημένες καρέκλες. Φαίνεται σαν κάποιοι να έρχονται και να κάθονται μπροστά στους τάφους αρκετή ώρα, ώστε να χρειάζονται και καθίσματα. Ίσως κάποιο ευχέλαιο; Ή μήπως θέλουν τη συντροφιά των δικών τους; Πιθανότατα μια πρωινή βόλτα εκεί, την ώρα που κυκλοφορούν και οι παπάδες, να έλυνε το μυστήριο. Σίγουρα ο Κοσμάς ο Αιτωλός ήξερε κάτι παραπάνω όταν συμβούλευε τους πιστούς: «Αδελφοί μου, να μη λυπάσθε δια τούς αποθαμένους σας, αλλά, αν αγαπάς τον αποθαμένον σου, κάμε ό,τι ημπορέσης δια την ψυχήν του· σαρανταλείτουργα, μνημόσυνα, λειτουργίες, κερί, λιβάνι, λάδι, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνη. Βάνει ο Θεός την ευσπλαγχνίαν του και τον σώνει τον αποθαμένον σας και τον βάνει εις τον Παράδεισον ή είναι ελαφροτέρα η κολασίς του. Και όσες γυναίκες φορείτε λερωμένα διά τον αποθαμένον σας να τα εβγάλετε, διατί βλάπτετε και του λόγου σας, βλάπτετε και τους αποθαμένους σας».
Όπως και να ’χει, συναντώντας τις άδειες καρέκλες να κοιτάνε τους τάφους, ο φιλοπερίεργος περιηγητής δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί μήπως κάποιοι θεωρούν ακόμα πιθανή μια ανάσταση.