Πώς να κρύψεις ένα ολόκληρο εργαστήριο κάτω από το χαλί
Ο Κώστας Σαχπάζης συζητάει με την Ντόρα Οικονόμου


⁰¹ Ντόρα Οικονόμου, Κώστας Σαχπάζης, When I Said I Wanted to Be Your Dog, 2010, φωτογραφία, 56 × 42 cm
⁰² Ντόρα Οικονόμου, Κώστας Σαχπάζης, When I Said I Wanted to Be Your Dog, 2010, όψη εγκατάστασης, Six Dogs, Αθήνα
⁰³ Ντόρα Οικονόμου, Υπνοβάτες, 2008, χαρτόνι, ξύλο, χαρτονόμισμα, 40 × 30 × 6 cm
⁰⁴ Ντόρα Οικονόμου, Lagniappe, 2007, χαρτόνι, διαστάσεις μεταβλητές
⁰⁵ Ντόρα Οικονόμου, DUMBO, 2004, όψη εγκατάστασης
⁰⁶ Ντόρα Οικονόμου, Thanks To The Underground, 2009, ξύλο, φως, ψάθα, δαντέλα, φύλλο μελαμίνης, πλέγμα, διαστάσεις μεταβλητές
⁰⁷ Ντόρα Οικονόμου, Undead (λεπτομέρεια), 2008, ξύλο, γυαλί, αλυσίδα, πανί
⁰⁸ Κώστας Σαχπάζης, Άτιτλο, 2010, χαρτί, πέτρα, αυτοκόλλητο άσφαλτου, διαφάνεια, φωτογραφία
⁰⁹ Κώστας Σαχπάζης, Άτιτλο, 2010, αυτοκόλλητο, plexiglass
¹⁰ Κώστας Σαχπάζης, Let Nina simone Rule The World, 2009, χάρακες, πλαστικό, σκοινί, φωτογραφία


Κώστας Σαχπάζης: Είσαι στην Κωσταντινούπολη. Εδώ και 40 μέρες περιηγείσαι στην πόλη. Χωρίς σημειώσεις και χωρίς φωτογραφική μηχανή. Από άφοβη ήρωας εργαστηρίου σε flâneur. Σου λείπει η ζωή στο εργαστήριο; Έτσι, χωρίς να αποθηκεύεις ερεθίσματα, τι βλέπεις λοιπόν; Βλέπεις;

Ντόρα Οικονόμου: Φύσηξε και πήρε τα φύλλα. Κίτρινα, αλλά δεν τα βλέπω μες στον Βόσπορο, ο οποίος και ποτάμι είναι και θάλασσα είναι. Φούσκωσε πάντως για να κοιτάζω κάτω. Έχω πολύ καιρό να πιάσω εργαλεία στα χέρια μου και γι’ αυτό, αν και βλέπω, δυσκολεύομαι να καταλάβω την πυκνότητα και την αντίσταση των υλικών. Επειδή γυαλίζουν μουντά μ’ εκείνο τον τρόπο, νομίζω ότι πολλά πράγματα εδώ είναι από μολύβι. Από την Αθήνα θυμάμαι κάθετες δύο μόνο κινήσεις. Να διασχίζω την Πατησίων, στο ύψος του Βασιλόπουλου, από το ανατολικό πεζοδρόμιο προς το δυτικό, και να κατεβαίνω τα σκαλιά του εργαστηρίου. Τα υπόλοιπα τα θυμάμαι γραμμικά. Όταν ξεφυλλίζω όρθια ένα περιοδικό πάνω στο τραπέζι κοιτάζω τον τοίχο του εργαστηρίου, όταν κάθομαι στο τραπέζι κοιτάζω το τραπέζι μου. Εδώ, περπατάω το ίδιο πλακόστρωτο προς και από το σπίτι πολλές φορές την ημέρα. Φοράω γαλότσες που είναι στενές και κάθε βήμα μετράει σαν χτύπος καρδιάς πάνω στη γάμπα μου. Όταν περπατάς στην Αθήνα μετράς; Και αν ναι, τι;

ΚΣ: Περπατάω πολύ, όπως κάνεις κι εσύ. Τελευταία έχω σταματήσει ν’ ακούω και μουσική στο δρόμο. Το περπάτημα μου δίνει ένα ρυθμό και η παρατήρηση έναν άλλον. Κάπου εκεί ανάμεσα γίνομαι αφηρημένος και δεν μετράω. Το βλέμμα είναι ένα πρώτο γλυπτικό εργαλείο και κάθε πράγμα δείχνει, εφόσον παρατηρηθεί αρκετά, την πίσω του μεριά. Ο χρόνος που κάνεις για να φτάσεις το πράγμα αυτό είναι ένα δεύτερο. Συχνά, πράγματα και υλικά που βρίσκω στη διαδρομή τα παίρνω μαζί μου μέχρι το εργαστήριο. Στο περιβάλλον του εργαστηρίου σπάνια μπορώ να δω τον λόγο για τον οποίο τα μάζεψα και έτσι μένουν στην αποθήκη. Στο εργαστήριο έχω πάνω από εκεί που δουλεύω ένα σχεδιασμένο σε χαρτί ρολόι που λέει 10:10. Δεν χρησιμοποιώ την ιδέα της κλίμακας. Μου αρέσει η ιδέα της αμεσότητας της χειρονομίας. Η ζωή μου εκτός και εντός του εργαστηρίου ταυτίζονται. Η «συμπύκνωση» των εμπειριών μου για τη μεταφορά τους στο εργαστήριο δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Είναι για σένα αυτός ένας τρόπος «μακετοποίησης» μέσω κλίμακας μιας εμπειρίας; Είναι ο τρόπος αποθήκευσής σου αυτός; Το μέτρημα εννοώ.

ΝΟ: Το περιβάλλον του εργαστηρίου; Σκέφτομαι και βλέπω ενώνοντας και χωρίζοντας. Δεν μπορώ εύκολα να κατατάξω ελεύθερες χειρονομίες από την αρχή σε ανεξάρτητο φάκελο. Μου διαφεύγουν. Κάποια απ’ αυτές βέβαια θα περιμένει συμπιεσμένη μέσα σ’ έναν άτιτλο φάκελο. Αν κάποτε πέσω πάνω σε κάτι που να μου τη θυμίσει, αυτή ανασύρεται, γίνεται υλικό και ταξινομείται αναλόγως. Όμως, ποιά απ’ όλες και γιατί θα επιμείνει, ευτυχώς, δεν έχω καταλάβει. Πάσχω, νομίζω, από μια μανία συστήματος πολύ σχεδιαστική. Όλη την ώρα ενώνω σημεία, χωρίζω κατηγορίες και αναλύω κάθε εμπειρία σε όσα περισσότερα στοιχεία γίνεται. Οι πολλές διαδρομές κατασκευάζουν ένα πυκνό προστατευτικό δίκτυο πάνω απ’ το οποίο χειρονομώ ελεύθερα και κυκλοφορώ. Βλέπω σε δύο κλίμακες. Από πολύ κοντά και από αρκετά μακριά. Η ζωή στο εργαστήριο και η ζωή έξω απ’ το εργαστήριο βρίσκονται δίπλα δίπλα χωρίς καθόλου χώρο μεταξύ τους, και είμαι κάθε φορά στη μία κοιτώντας την άλλη μέσα απ’ το παράθυρο. Το μέτρημα με φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση. Έχεις ποτέ δοκιμάσει να μετρήσεις τους κόμπους πάνω σε ένα τυλιγμένο δίχτυ; Όλη την ώρα χάνω τον λογαριασμό! Μετράω και ξαναμετράω και μπουρδουκλώνομαι και ο ήχος της φωνής γίνεται λευκός θόρυβος και προσευχή και κατοικεί τον αταξινόμητο ενδιάμεσο τόπο που προηγουμένως δεν μπορούσα να δω. Σε αυτήν την άβολη θέση, όπου για μένα πραγματώνονται τα ενδιάμεσα μεταξύ του ζουμ ιν και του ζουμ άουτ πλάνα, κάνω την καλύτερη δουλειά μου. Εσύ χρησιμοποιείς το τέχνασμα της άβολης θέσης στη δουλειά σου; Συμβαίνεις εκεί φυσικά ή χρειάζεται να σκηνοθετήσεις την άφιξή σου;

ΚΣ: To χάσιμο του μετρήματος που λες, για μένα, είναι αντίστοιχο με την αμφιβολία. Μια στενή εσοχή από την οποία προσπαθείς, πρώτα με το κεφάλι, να περάσεις στριμωχτά. Αυτή είναι η άβολη θέση για μένα. Την χρησημοποιώ σαν τέχνασμα και φτάνω σε αυτήν πλαγίως. Τα αποθηκευμένα στο εργαστήριο υλικά, χειρονομίες και πληροφορίες, δεν λειτουργούν υποστηρικτικά. Εξάλλου η αμφιβολία είναι πάντα ενα στήριγμα από μόνη της. Το πλεονέκτημα της θέσης αυτής ειναι η παρότρυνση να κάνω συνεχώς παραλλαγές (permutations) πάνω στο αντικείμενο που παράγω. Η διαρκής ταραχή ειναι το «δίχτυ» και ό,τι αποθηκεύω εμφανίζεται ετεροχρονισμένα σαν ιστορικό προηγούμενο. Όντας ιδιαίτερα ακατάστατος στους χώρους που ζω, αυτό μπορεί να είναι ένα life size σκηνικό αυτής της ημερολογιακού τύπου διαδικασίας. Εκεί που είσαι τώρα, υπάρχει μια συγκεκριμένη φράση-προσευχή που αν ο πιστός την επαναλάβει για 1.000 φορές θα μπορέσει να δει στον ύπνο του τον Μωάμεθ. Χωρίς ακρίβεια δεν συντελείται τέτοιο θαύμα προς την άλλη μεριά. Μαθαίνεις την τουρκική γλώσσα σε εντατικά τμήματα. Σου λείπει το εργαστήριο εκεί;

ΝΟ: Κατασκευαστικά, μια απλή πρόταση στα τουρκικά μοιάζει με χρησμό του Γιόντα. Το ρήμα μπαίνει απαραίτητα στο τέλος και εμπεριέχει μέσα στην ίδια τη φόρμα του τύπου του τόσο την πληροφορία της άρνησης όσο και της ερώτησης. Το υποκείμενο μπαίνει πάντα στην αρχή. Μπορεί να λείψει αλλά σίγουρα δεν μπορεί να βρεθεί σε άλλη θέση. Ακολουθεί ο χρονικός και τοπικός προσδιορισμός (με αυτή τη σειρά) και στη μέση οι λοιπές πληροφορίες συνταγμένες ιεραρχικά και πολύ ρυθμικά. Σα να μου φαίνεται ότι δεν περπατούν γύρω απ’ τις προτάσεις τους. Δε ζωγραφίζουν, καλλιγραφούν. Αν θυμάμαι από τα μαθηματικά, δύο σημεία ορίζουν γραμμή, τρία επίπεδο και τέσσερα χώρο. Οι φιλοξενούμενοι στρογγυλοκάθονται στο τέταρτο σημείο, κοιτούν και περιμένουν. Έτσι, ο χρόνος τους φτάνει. Στα εντατικά μαθήματα βρίσκω όχι τα εργαλεία, όχι τα υλικά, όχι τη διαδρομή, αλλά το παράδειγμα. Από τη διάφανη θέση του μαθητευόμενου μελετάω ένα μηχανισμό ως κατασκευή και ως αντίθεση. Έχω αφήσει στο εργαστήριο ένα ανοιχτό γράμμα. Κατάλαβες το ατύχημα που προκάλεσες; Εκεί όπου ξυπνάς ένα πρωί και ξέρεις ότι μόλις σκότωσες κάποιον. Θα του το πεις;

ΚΣ: Δεν αναγνωρίζω το σημείο μηδέν ούτε στη δουλειά μου ούτε στη δική σου. Αυτό το πρωινό που ξέρεις κάτι που δεν ήξερες την προηγουμένη. Πόσο παράξενος ακούγεται για τη γλυπτική ο ενεστώτας χρόνος! Ή αλλιώς το ανοιχτό γράμμα που λες ότι έγραψες, σε τι χρόνο το έγραψες; Υπάρχει ένα χρονικό «εδώ και τώρα» και ένα τοπικό «εδώ και τώρα» που αδυνατούν μπροστά στην ενότητα της δράσης. Η γλώσσα έχει αυτή την επεισοδιακή δομή αλλά όμως δεν μπορεί να προκαλέσει ατυχήματα. Αυτά συμπυκνώνονται μόνο σε ένα σημείο στίξης, το θαυμαστικό. Και αν το έβλεπα σε «παραδείγματα» θα ήταν η πλοκή των βωβών ταινιών του Μπάστερ Κίτον ή και η οπτική ορθότητα των διαφημίσεων. Μιλώντας για πρακτικές, ποιό είναι το πιο καλό σου αστείο (practical joke);

ΝΟ: Οι καλεσμένοι έχουν και έναν ειδικό αόριστο για να μιλούν για τα πράγματα του παρελθόντος που δεν είδαν με τα μάτια τους αλλά τους τα έφεραν. Έδωσαν ραντεβού την επομένη κατά τις 9:00 στην πλατεία. Ο Α κατάλαβε στις 8:45 αλλά έφτασε στις 9:00, ο Β στις 9:15 αλλά έφτασε στις 9:00. Είχε κόσμο στην πλατεία και δεν ειδωθήκαν με την πρώτη. Άσε που ο Α δεν άφηνε τη θέση του γιατί θεωρούσε ότι ήταν αργά, ο Β δεν πήγαινε στη θέση του γιατί θεωρούσε ότι ήταν νωρίς. Πήγε και 5΄ και ο χρόνος σταμάτησε γιατί μια φορά σκότωσε εκεί τον Ατατούρκ. Αποφάσισαν συγχρόνως να γυρίσουν. Όλο έστριβαν το κεφάλι και ταυτόχρονα τον κορμό τους 180 μοίρες και έμεινε σημάδι στο κράσπεδο. Στο μεταξύ έβαλαν τα χριστουγεννιάτικα στο Τακσίμ, δηλαδή σβήσαν τις ημισελήνους, τραβήξαν φωτεινές γραμμές και ένωσαν τ’ αστέρια. Το αποτέλεσμα δείχνει πολύ ωραία από το διάστημα. Μόνο κοίτα το μην πέσει. Εγώ, να καταλάβεις, «κόντεψα να πέσω απ’ το κρεβάτι μου, πράγμα που είναι ό,τι πιο εκνευριστικό μπορεί να συμβεί σ’ έναν άνθρωπο της δράσης, μετά από το να πέσει από την καρέκλα του βεβαίως!» Για το πιο καλό μου αστείο έκλεψα ένα αστείο. Πιστεύεις κι εσύ ότι η γλυπτική αξίζει τον κόπο και γιατί μας προπονεί να γίνουμε καλοί κλέφτες; (Εκείνη τη φορά που σε πρόδωσε η δεξιοτεχνία των δαχτύλων σου και χτύπησε ο συναγερμός, πώς ξέφυγες;)

ΚΣ: Τα γλυπτά παίρνουν τη θέση από κάτι που όλο λείπει και πάντα κάποιοι το ψάχνουν. Το ψεύτικο διαμάντι, το αντίβαρο, που κάνει το συναγερμό να μη χτυπάει. Όσο εξελίσσεται ο συναγερμός τόσο προπονούνται και οι κλέφτες. Όσο για την προδοσία της δεξιοτεχνίας, την κατατάσσω στα μικρά νυχτερινά προβλήματα των βιρτουόζων και εικονογραφείται εύκολα ως «χειραψία με το κάγκελο». Το να κάνεις το κοινό σου να σκάσει στα γέλια λοιπόν, ή αλλιώς αυτό που αλλιώς λέμε «πτώση». Αλλά πώς γνωρίζεις το κοινό σου και τι κοινό έχετε;

ΝΟ: Στην πιο εύκολη απάντηση δυσκολεύομαι να ρωτήσω! Φοβάμαι αυτή τη φορά δε θα τα καταφέρω να ελιχθώ με πιρουέτες σε αναφορές και αναμνήσεις. Μήπως αυτή ήταν η ερώτηση; Κοινό μου είναι όποιος είχα μ’ αυτόν ή θα έχω κάπου μια κοινή εμπειρία. Για να συναντηθούμε στη δουλειά, πρέπει πρώτα να εξασφαλίσουμε και μια συνάντηση έξω απ’ αυτήν. Είναι σα να κάθεσαι στο τραπέζι μ’ έναν άγνωστο και να συνεχίζεις μια κουβέντα απ’ τη μέση. Πολύ αργότερα, αφού έχουμε λίγο εξοικειωθεί και έχουμε βρει ένα ρυθμό, μπορούν επιτέλους να ξεκινήσουν οι συστάσεις. Εσύ ποιανού είσαι;