Η φωτογραφία ως «αποστασιοποιημένη βιωματική γλυπτική»
Συνέντευξη του Γιάννη Θεοδωρόπουλου στον Χριστόφορο Μαρίνο


⁰¹ Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Greenhouse series, 1999, 50 × 75 cm
⁰² Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Greenhouse series, 1999, 120 × 150 cm
⁰³ Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Χωρίς Τίτλο, 2007, εκτύπωση inkjet σε χαρτί fine art, 60 × 48.7 cm
⁰⁴ Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Χωρίς Τίτλο, 2011, εκτύπωση inkjet σε χαρτί fine art, 50 × 33.4 cm
⁰⁵ Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Χωρίς Τίτλο, 2011, εκτύπωση inkjet σε χαρτί fine art, 50 × 33.4 cm
⁰⁶ Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Χωρίς Τίτλο, 2007, εκτύπωση inkjet σε χαρτί fine art, 60 × 48.7 cm
⁰⁷ Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Χωρίς Τίτλο, 2007, εκτύπωση inkjet σε χαρτί fine art, 60 × 48.7 cm
⁰⁸ Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Χωρίς Τίτλο, 2007, εκτύπωση inkjet σε χαρτί fine art, 60 × 48.7 cm
⁰⁹ Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Χωρίς Τίτλο, 2007, εκτύπωση inkjet σε χαρτί fine art, 60 × 48.7 cm


Η συνέντευξη του Χριστόφορου Μαρίνου με τον Γιάννη Θεοδωρόπουλο δημοσιεύεται με αφορμή την ατομική έκθεση του καλλιτέχνη στην Γκαλερί ΑΔ στην Αθήνα (18 Μαΐου – 16 Ιουλίου 2011). Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2008 έπειτα από ανάθεση του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, για να περιληφθεί στην έκδοση Δέκα όψεις της ελληνικής φωτογραφίας: Σύγχρονες τάσεις δημιουργίας (επιμ. Βαγγέλης Ιωακειμίδης), που πρόκειται να εκδοθεί από το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τις εκδόσεις Άγρα. Η έκδοση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, συνεντεύξεις του Μαρίνου και με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες φωτογράφους (Γιώργης Γερόλυμπος, Χριστίνα Δημητριάδη, Στράτος Καλαφάτης, Πάνος Κοκκινιάς, Γιώργος Κορδάκης, Ευαγγελία Κρανιώτη, Δήμητρα Λαζαρίδου, Νίκος Μάρκου, Πάρις Πετρίδης).


Χριστόφορος Μαρίνος: Ίσως η πιο κλισέ φράση που έχω διαβάσει για την (ενασχόληση κάποιου με τη) φωτογραφία είναι ότι αποτελεί ένα είδος «sharing experience», μια εμπειρία που κατ’ ανάγκην μοιράζεσαι με τους άλλους. Για σένα, τι ακριβώς είναι;

Γιάννης Θεοδωρόπουλος: Καταρχάς, η φωτογραφία είναι μια κατασκευή. Συνήθως, ο φωτογράφος διαχειρίζεται ένα ή και πολλά κομμάτια παρμένα από την πραγματικότητα ή και από προϋπάρχον — αρχειακό ή κατασκευασμένο — υλικό. Η σύγχρονη φωτογραφία, έχοντας περάσει από διάφορες φάσεις, με κεντρικούς άξονες, μεταξύ άλλων, τη Σχολή του Düsseldorf, το σκηνοθετημένο ντοκουμέντο (π.χ. Jeff Wall), τη φωτογραφία μακέτας (π.χ. James Casebere), νομίζω ότι περνάει μια μικρή «κρισούλα» ταυτότητας. Και λέγοντας «κρισούλα» αναφέρομαι στο τι μπορεί να μας πει μια φωτογραφία σήμερα. Φυσικά, πάντα θα παραμένει ένα εννοιολογικό εργαλείο που καταγράφει — όμως εμένα με ενδιαφέρει το τι μπορεί να πει σήμερα ένας καλλιτέχνης ο οποίος χρησιμοποιεί αυτό το μέσο. Σίγουρα δεν είναι ανταλλαγή εμπειριών! Θα έλεγα ότι φωτογραφία — τουλάχιστον όπως το αντιμετωπίζω εγώ — αν εξαιρέσουμε το καθαρά ντοκουμενταρίστικο [i] αρχειακό κομμάτι της, είναι η αναζήτηση — με εμμονή — μιας σωματικής γλώσσας, που φλερτάρει με τη γλυπτική, δημιουργώντας ουτοπικά μικροσύμπαντα, οικεία και ταυτόχρονα ανοίκεια.

ΧΜ: Έτσι όπως το θέτεις, μια τέτοια αναζήτηση οδηγεί εντέλει στην εξαφάνιση της φωτογραφίας, στη μεταμόρφωσή της σε κάτι άλλο. Από την άλλη, φωτογραφίζοντας αυτά τα προσωπικά μικροσύμπαντα, κατά βάση τον χώρο στον οποίο διαμένεις και τα αντικείμενα που σε περιβάλλουν καθημερινά, συνθέτεις μια αυτοπροσωπογραφία. Συντελείται ένα είδος κάθαρσης μέσα από αυτή τη διαδικασία; Μοιάζει σαν να θες να ξορκίσεις κάτι.

ΓΘ: Νομίζω ότι το έθεσες πολύ σωστά: αν μ’ ενδιαφέρει κάτι σε αυτό το σκέλος της δουλειάς μου — εννοώ τις φωτογραφίες που έχουν γίνει αποκλειστικά σε οικογενειακούς χώρους — είναι η μεταμόρφωση, όσο κι αν ακούγεται κάπως βαρύγδουπο. Η εμμονή μου με το φυσικό τοπίο με οδηγεί στο να γίνομαι περιηγητής στο ίδιο μου το σπίτι, ξαναανακαλύπτοντας τα φυσικά τοπία σε κάποιες γωνίες, φιλτράροντάς τα ίσως ασυνείδητα με εμμονές, φοβίες, τρόμους, χαμένους παραδείσους του παρελθόντος και του παρόντος. Δεν κρύβω ότι κάποιες φορές επεμβαίνω στην τοποθέτηση των αντικειμένων. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα το έλεγα με τίποτα «σκηνοθετημένη φωτογραφία» — μόνο τον θάνατό μου θα μπορούσα να σκηνοθετήσω. Θα μπορούσα να το πω «αποστασιοποιημένη βιωματική γλυπτική».

ΧΜ: Η οποία, όμως, είναι έντονα υπαρξιστική. Σχοινοβατείς ανάμεσα στην κρίση της φωτογραφίας καθεαυτής και στην κρίση της ταυτότητας του καλλιτέχνη. Ή, για να το πω διαφορετικά, προσπαθείς να στοχαστείς πάνω στα αδιέξοδα του μέσου, φλερτάροντας παράλληλα με την ιδέα της αποτυχίας.

ΓΘ: Η ιδέα της αποτυχίας πάντα είναι στο πρόγραμμα — το να εμμένει όμως ο καλλιτέχνης σε θέματα ταυτότητας πάντα θα τροφοδοτεί το μέσο με καινούργιο, ακατέργαστο υλικό. Όντως οι φωτογραφίες μου διακατέχονται από υπαρξιστικά στοιχεία, ταυτόχρονα όμως ερευνούν τη γεωγραφία του χώρου, και αυτό είναι κάτι που μας αφορά όλους. Θέλω να πω ότι οι εικόνες μου είναι μεν εννοιολογικά προσωπικές, αλλά, από την άλλη, θα μπορούσαν να είναι οποιουδήποτε. Δεν κρύβω ότι πάντα υπάρχει μια «Ντισελντορφική» ματιά στη δουλειά μου. Όμως δεν παραμένω εκεί· το ψάχνω να δω πού μπορεί να πάει.

ΧΜ: Δεν σου κινεί το ενδιαφέρον να φωτογραφίσεις εμπορικούς χώρους όπως το The Mall, το οποίο μάλιστα τυχαίνει να βρίσκεται κοντά στο σπίτι σου; Δεν σε προκαλεί;

ΓΘ: Κοίτα, εμείς οι Έλληνες φωτογράφοι έχουμε ένα μικρό πρόβλημα: αυτά που φωτογραφίζουμε τα έχουν φωτογραφίσει άλλοι πολύ πιο πριν από μας. Μετά τον Αndreas Gursky, είναι δύσκολο να φωτογραφίσει κανείς μαζικούς χώρους, και ειδικά το The Mall. Ξέρεις ότι υπάρχει και το καθαρά ντοκουμενταρίστικο μέρος της δουλειάς μου, που ίσως το έχω αφήσει λίγο, όμως αυτό αφορά κτήρια τα οποία έχουν περισσότερο τοπικό χαρακτήρα.

XM: Πώς λειτουργεί αυτή η ντοκουμενταρίστικη πλευρά του έργου σου; Είχες δηλώσει κάποτε ότι τα διάφορα παράδοξα αρχιτεκτονήματα που αποτυπώνεις στις περιπλανήσεις σου γύρω από την Αθήνα είναι «ενδιαφέρουσες προτάσεις». Δεν επιχειρείς δηλαδή να στηλιτεύσεις κάτι.

ΓΘ: Βασικά, δεν θεωρώ τον εαυτό μου έναν αστό που κόβει βόλτες και φωτογραφίζει με παγωμένο κριτικό μάτι τη γνωστή νεοελληνική αρχιτεκτονική. Θα μου ήταν φοβερά βαρετή μια αποστειρωμένη αστική αρχιτεκτονική χωρίς το στοιχείο της έκπληξης, όπου όλα κυλάνε ομαλά και ανώδυνα. Ο αυτοσχεδιασμός και η πατέντα αρκετές φορές δημιουργούν ένα φοβερά ενδιαφέρον, πρακτικό και καθόλου βαρετό αποτέλεσμα, που θα το ζήλευαν πολλοί δυτικοί γλύπτες. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν οι βάσεις, ώστε αυτή η δημιουργικότητα να τοποθετηθεί σε κάποιο πλαίσιο, και έτσι, στον ψαγμένο άνθρωπο της πόλης, η θέαση αυτών των πολιτισμικών μορφωμάτων προκαλεί επικριτικό χαμόγελο. Θεωρώ ένα κομμάτι του εαυτού μου μέρος αυτών των κατασκευών, όπως και μέρος του video Ευτυχώς που τρελάθηκα, 2006. Το δεύτερο μέρος, όμως, χαμογελά όχι με τον Καφάση, αλλά με τον τύπο που χορεύει.

ΧΜ: Το ίδιο συνέβη και με τα εγκαταλειμμένα θερμοκήπια και τα τροχόσπιτα; Ταυτίστηκες μαζί τους;

ΓΘ: Βλέπεις πως σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον, έτσι και το αφήσεις λίγο, επικρατεί και πάλι η άγρια φύση — ταυτίζομαι άραγε μ’ αυτό; Ίσως την απάντηση την έχει ο Μαρκήσιος. Όσο για τα τροχόσπιτα, έχω φίλους που τα καλοκαίρια ζούνε σε αυτά. Είναι καλά παιδιά. Μάλιστα ο πιο κολλητός θέλει να χτίσει εκεί ένα πέτρινο σπίτι — βέβαια, δεν έχει μία, χωρίς αυτό να αποτελεί επαρκή δικαιολογία για την ύπαρξη του αυθαίρετου τροχόσπιτου εκεί.

ΧΜ: Οι φωτογραφίες σου είναι εξίσου «αυθαίρετες»;

ΓΘ: Ενδιαφέρουσα ερώτηση! Έχω σταματήσει τον τελευταίο καιρό να ασχολούμαι με την καταγραφή όλων αυτών των κατασκευών της καθημερινότητας. Θέλω να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με αυτές, όμως δεν παύω να αγαπώ αυτές τις εικόνες, έστω και σαν μια απλή καταγραφή. Αισθάνομαι μετέωρος σε σχέση με αυτήν την unfinished δουλειά μου και ηθικά υπάρχει το στοιχείο της αυθαιρεσίας. «Χωρίς όρια» θα έλεγα, για να θυμηθούμε και το project του Σταθμού Άλφα, το 2003.

ΧΜ: Με τι ασχολείσαι τον τελευταίο καιρό; Και τι πορεία θα ήθελες να διαγράψει η δουλειά σου από εδώ και πέρα;

ΓΘ: Συνεχίζω τα ιδιωτικά «τοπία» και μπορώ να πω ότι από κάποιες εικόνες είμαι αρκετά ικανοποιημένος. Και δεν σκοπεύω να κάνω την επόμενη ατομική μου σε έξι χρόνια — τελευταία φορά το άφησα πολύ. Σκοπεύω να ξαναρχίσω τα κτήρια και τις κατασκευές, όμως θα ήθελα να τα συνδυάσω με το προσωπικό μου περιβάλλον, δηλαδή να γίνει μια σύνθεση του προσωπικού (ιδιωτικού) χώρου με τον δημόσιο — με στόχο να φτάσω στην ρίζα του κακού — η οποία δεν θα ήθελα να είναι διδακτική αλλά διαλογιστικά κοινωνική. Θέλω να κάνω κάποιες βραδινές εικόνες, πάντα βέβαια στο πλαίσιο του κοινωνικού σχόλιου, του αυτοσαρκασμού, της ποίησης, και του χιούμορ. Θέλω επίσης να συνεχίσω τα βιντεάκια με πρωταγωνιστή τον εαυτό μου και παράλληλα θα συνεχίσω με τη χοροθεατρική ομάδα. Όσο για την πορεία που θα ήθελα να πάρει η δουλειά μου; Δεν εξαρτάται πάντα από μένα· φυσικά είμαι ανοικτός σε προτάσεις.

ΧΜ: Σκέφτεσαι να παρατήσεις τη φωτογραφία;

ΓΘ: Για να είμαι ειλικρινής, μου έχει περάσει πολλές φορές από το μυαλό. Πάντα όμως θα επιστρέφω στην «εικόνα», φλερτάροντας με τα όριά μου, κι ας μην έχω την αποδοχή που θα περίμενα.

ΧΜ: Θα συγκατοικούσες με κάποιον άλλο καλλιτέχνη;

ΓΘ: Εύστοχη και επίκαιρη η ερώτησή σου. Ξέρεις, το σκέφτομαι τον τελευταίο καιρό, όμως για μεγάλο διάστημα δεν αντέχω ούτε μόνος ούτε με παρέα, και αυτό είναι ένα θέμα. Παραμένω ανοικτός παρ’ όλα αυτά.

ΧΜ: Ποιος θεωρείς ότι είναι ο «κακός δαίμονας» της ελληνικής φωτογραφίας;

ΓΘ: Νομίζω η έλλειψη εικαστικής παιδείας από ένα μέρος των φωτογράφων.

ΧΜ: Εκεί θα πρέπει να αποδώσουμε και την αισθητική ομοιογένεια που παρατηρείται;

ΓΘ: Κοίτα, έγιναν και γίνονται ουσιαστικά βήματα από κάποιους ανθρώπους στη Θεσσαλονίκη, από άλλους στην Αθήνα, από τη Σχολή Καλών Τεχνών, τα τελευταία χρόνια. Όμως, δεν βγαίνει εύκολα από το μυαλό του μέσου φιλότεχνου και των φωτογράφων ότι η φωτογραφία δεν έχει πέσει με αλεξίπτωτο εν μέσω της τέχνης. Και μην ξεχνάμε ότι η παρουσία μου στον χώρο οφείλεται, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, στο ότι κάποιες γκαλερί τη δεκαετία του ʼ90 άρχισαν να εκθέτουν φωτογραφία.



[i] Το αφήνω ως όρο, αν και είναι νεολογισμός.