Καταληκτικές σκέψεις και συμπεράσματα για τη συλλογή του Νίκου Αλεξίου
Νίκος Τριανταφύλλου



Τι είναι τελικά η συλλογή του Νίκου Αλεξίου; Δεν είναι ένας τρόπος επικοινωνίας του ιδίου με τους καλλιτέχνες που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή του; Η απόκτηση ενός νέου έργου, δεν είναι κάθε φορά ένα «ερωτικό χάδι» που απευθύνεται στο αγαπημένο πρόσωπο καθημερινά, μέσα από τη συμβίωση με το συγκεκριμένο έργο; Πιστεύω ότι η αγαπητική του στάση προς τους καλλιτέχνες της συλλογής του υπερέχει κατά πολύ κάθε άλλου παράγοντα που μπορεί να επηρεάζει τη συλλεκτική του συμπεριφορά. Σε μία συζήτησή μας που αφορούσε το ενδεχόμενο σχετικής έκδοσης-καταλόγου με τα έργα της συλλογής, ο τίτλος που σκεφτόταν με ενθουσιασμό ήταν Lovers in Athens.

Θεωρούμε τη συλλογή προϊόν της προσωπικής εμμονής του Νίκου Αλεξίου, ενός ανθρώπου καλλιεργημένου που είναι πρωτίστως καλλιτέχνης και είναι αυτή η ιδιότητά του που έδωσε στη συλλογή το σχήμα, τη μορφή και το χαρακτήρα που έχει. Συμπεριλαμβάνει στους κόλπους της έργα αυτοδίδακτων όπως αυτά του πατέρα του, Λευτέρη Αλεξίου, ή πρωτόλεια έργα καλλιτεχνών από τα σπουδαστικά τους χρόνια. Πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχουν σήμερα οι σπουδές από τα φοιτητικά χρόνια του Αλέξανδρου Ψυχούλη ή του Μανώλη Ζαχαριουδάκη;

Αν απομακρύνουμε τα έργα από τον συνδετικό τους ιστό που είναι ακριβώς ο ίδιος ο Αλεξίου και το καλλιτεχνικό του έργο, μάλλον μειώνουμε την ειδική αξία της συλλογής. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενη ενότητα, ελάχιστα έργα από μόνα τους θα προξενούσαν το συλλεκτικό ενδιαφέρον ενός μουσείου σύγχρονης τέχνης. Το σύνολο των έργων όμως, αν παρουσιαστεί από κοινού με το έργο του Νίκου Αλεξίου φαίνεται να προσδίδει στη συλλογή τις εξής καταπληκτικές ιδιότητες:

1. Επιτυγχάνεται ένα εξαιρετικά δεμένο σύνολο, πολύ γοητευτικό και μεγάλης αντήχησης.

2. Καταφέρνουν τα μεμονωμένα έργα μέσα στο σύνολο αυτό να σταθούν επάξια, δημιουργώντας πολύ ενδιαφέρουσες συστοιχίες συνομιλίας, τα έργα των ελλήνων και των ξένων καλλιτεχνών μαζί. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό επίτευγμα από μόνο του που ανεβάζει στα ύψη τόσο την εκπαιδευτική αξία της συλλογής, όσο και την αριστοτεχνικά προσεγμένη προβολή των ελλήνων καλλιτεχνών. Στους Lovers in Athens, αν επιμέναμε σ’ αυτόν τον τίτλο, ο Αλεξίου καλεί σε μια γιορτή επικοινωνίας σύγχρονους έλληνες και ξένους καλλιτέχνες. Δεν θυμόμαστε και τόσες πολλές εκθέσεις σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα που να το έχουν καταφέρει αυτό με έναν τρόπο τόσο αγαπησιάρικο και τρυφερό, προσφέροντας ένα αποτέλεσμα τόσο αφοπλιστικά δυνατό. Μιλάμε βέβαια για τις δυνατότητες που διακρίνουμε να έχει η συλλογή, μένει ανοικτό το θέμα: Ποια θα ήταν η καλύτερη μουσειολογικά λύση για την παρουσίαση της συλλογής; Επ’ αυτού, και έχοντας τη βιωματική εμπειρία της «έκθεσης» της συλλογής στο πρώην εργαστήριο/σπίτι του Αλεξίου, στη Σπύρου Μερκούρη 80, μοιραία οι σκέψεις μας μάς οδηγούν στις παρακάτω προτάσεις:
• Θα επιμέναμε στην ενσωμάτωση της συλλογής, ει δυνατόν με αγορά αλλά έστω και με δανεισμό κάποιων επιπλέον έργων που ήδη είχαν επιλεγεί από το συλλέκτη αλλά για οικονομικούς λόγους δεν κατάφερε να τα αποκτήσει. Έχουμε υπόψη μας τρεις περιπτώσεις που αφορούν τους καλλιτέχνες Δημήτρη Φουτρή, Jonathan Callan και Sean Landers, όμως είμαστε βέβαιοι πως θα υπάρχουν και κάποια ακόμη. Αφού οριστικά κλείσει η συλλογή μ’ αυτόν τον τρόπο θα προχωρούσαμε στον τελικό μουσειολογικό προγραμματισμό και σχεδιασμό. Σε κάθε περίπτωση και λόγω της φύσεως των έργων θα αυξηθεί ελάχιστα ο όγκος της συλλογής σε αντικειμενικές διαστάσεις. Θα επιμέναμε επίσης για τον δανεισμό και την παράλληλη συνέκθεσή τους, κάποιων ελάχιστων έργων διεθνών καλλιτεχνών από άλλες ελληνικές συλλογές. Αναφέρουμε για παράδειγμα τους καλλιτέχνες Adam Chodzko, Jason Maedows και Jim Shaw, κάποια έργα των οποίων κατάλληλα ενσωματωμένα στην έκθεση της συλλογής και χωρίς να αλλοιώνουν το χαρακτήρα της, θα διευκόλυναν δραματικά την κατανόηση της «ερωτικής» τους συνάντησης με τα έργα των Βαγγέλη Βλάχου και Κωστή Βελώνη.
• Σκεφτόμαστε περισσότερο, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, την εκδοχή μιας περιοδικής και περιοδεύουσας έκθεσης μακράς διάρκειας. Εάν ήταν δυνατόν να ευοδωθεί κάτι τέτοιο θα προτείναμε τα εγκαίνια της έκθεσης να συμπέσουν με αυτά της επικείμενης Art Athina 2007, συνοδεύοντάς την ως παράλληλη εκδήλωση, και η έκθεση να συνεχίσει την παρουσίασή της στην Αθήνα για όλη τη διάρκεια της πρώτης Biennale των Αθηνών. Θα προτείναμε στη συνέχεια μεταφορά της έκθεσης στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, για τουλάχιστον το πρώτο τρίμηνο του 2008 και αμέσως μετά σε κάποιες μητροπόλεις του εξωτερικού. Θα ήταν μια πολύ πετυχημένη προβολή διεθνούς εμβέλειας και τεράστιας σημασίας για τους Έλληνες καλλιτέχνες της συλλογής εάν η έκθεση μπορούσε να βρίσκεται στο Πεκίνο σε όλη τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008 και στη συνέχεια να ταξιδέψει στην Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Βερολίνο και την Κωνσταντινούπολη πριν επιστρέψει και πάλι στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο, σωστά σχεδιασμένο, θα ήταν αυθεντική, ελληνική, πολιτιστική πολιτική υποστήριξης της σύγχρονης τέχνης και θα χρειάζονταν τόσο τη βοήθεια του ελληνικού κράτους όσο και μεγάλων χορηγών. Θα μπορούσε να ήταν μια συμπαραγωγή του Υπουργείου Πολιτισμού, του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, του ιδρύματος ΔΕΣΤΕ και του ιδρύματος Κωστοπούλου.
Η έκθεση σε όλη τη διάρκεια της περιοδείας της θα υποστηρίζεται από διαφημιστική καμπάνια, σε όλα τα σημαντικά διεθνή περιοδικά τέχνης, τις διεθνείς φουάρ και ειδικά μελετημένη προβολή για κάθε πόλη του εξωτερικού. Θα συνοδεύεται από πλούσιο κατάλογο με φωτογραφίες των έργων και κείμενα Ελλήνων και ξένων ιστορικών της τέχνης. Στις παράλληλες εκδηλώσεις θα διοργανώνονται εκπαιδευτικά προγράμματα, διαλέξεις και συζητήσεις από ομάδα μουσειολόγων και ιστορικών της τέχνης. Ίσως να ακούγονται υπερβολικά όλα αυτά για μια τόσο μικρή συλλογή. Το ζήτημα όμως είναι ποιοτικό. Το υλικό υπάρχει και είναι αρκετό για να παρασκευαστεί ένα αριστοτεχνικό πιάτο το οποίο αν σερβιριστεί σωστά θα έχει εξαιρετικά αποτελέσματα. Επιπλέον, λόγω του μεγέθους και της αξίας των έργων, το κόστος μεταφοράς και ασφάλειάς τους, θα είναι σχετικά μικρό.

3. Οι τελευταίες διεθνείς biennale έχουν ανοίξει το δρόμο και όσον αφορά την εξεύρεση εκθεσιακών χώρων εκτός μουσείου που συχνά διεγείρουν την επισκεψιμότητα ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι οι φορτισμένοι χώροι ενός μεγάλου Μουσείου. Τέτοιες ευρηματικές λύσεις θα έλυναν το ζήτημα των συνήθως μακροχρόνιων προγραμματισμών και συζητήσεων που απαιτούνται όταν εμπλέκονται μεγάλα μουσεία για τη διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων στους χώρους τους. Ωστόσο, για τις πόλεις του εξωτερικού, η έκθεση θα μπορούσε κάθε φορά να τίθεται μεν υπό την αιγίδα ενός μεγάλου τοπικού μουσείου σύγχρονης τέχνης, κάτι που θα βοηθούσε σημαντικά στην προβολή της, να διεξάγεται όμως σε άλλους χώρους, εκτός του μουσείου.

4. Έχοντας δει τα έργα εκτεθειμένα στο τελευταίο εργαστήριο/σπίτι του Αλεξίου, ένα διαμέρισμα λίγο μεγαλύτερο από 100 m², μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι για την έκθεση της συλλογής μαζί με τους χώρους των παράλληλων εκδηλώσεων (εκπαιδευτικά προγράμματα, διαλέξεις, συζητήσεις) δεν απαιτούνται περισσότερα από 300 m². Θα προτείναμε η διαρρύθμιση όλων των χώρων που θα αφορούν την έκθεση να αντιμετωπιστούν συνολικά και να προσομοιάζουν το «εργαστήριο/σπίτι» του Νίκου Αλεξίου υπό τη μορφή μιας ολιστικής εγκατάστασης. Εννοούμε περισσότερο ένα ιδεατό εργαστήριο/σπίτι του καλλιτέχνη/συλλέκτη και όχι κατ’ ανάγκην το πραγματικό του. Θα υπάρχουν δηλαδή έπιπλα, σαλόνια, κρεβατοκάμαρες, αποθήκες, κουζίνα, διάδρομοι, μπάνια ώστε να βγαίνει συνολικά η αίσθηση του σπιτιού/εργαστηρίου, απλά σε λίγο διαφορετική κλίμακα. Τα έργα θα είναι διάσπαρτα τοποθετημένα σε όλους αυτούς τους χώρους και ο επισκέπτης θα δέχεται απανωτές εκπλήξεις καθώς θα βλέπει προβολές video σε μπανιέρες, σε νεροχύτες, σε πλαστικές λεκάνες με νερό για πλύσιμο ρούχων ή μέσα από ανοικτές πόρτες αποθηκών, έργα να αναπαύονται πάνω στα ζεστά καλύμματα ενός κρεβατιού ή να κρέμονται από το ταβάνι, μυρωδιές να βγαίνουν από την κουζίνα, μια τηλεόραση να παίζει και τα ντοσιέ/αρχεία των καλλιτεχνών εύκολα προσεγγίσιμα για ένα γρήγορο ξεφύλλισμα. Στο ίδιο ύφος, και απολύτως ενταγμένοι στο «εργαστήριο/σπίτι», επίσης γεμάτοι με έργα, θα είναι οι χώροι των παράλληλων εκδηλώσεων. Ο επισκέπτης θα πρέπει όσο το δυνατόν να έχει παντού την αίσθηση ότι βρίσκεται μέσα στους τελείως προσωπικούς χώρους του καλλιτέχνη/συλλέκτη.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου με ορθό μουσειολογικά τρόπο, στους διαφορετικούς χώρους που αναγκαστικά θα εκτεθεί η συλλογή σε κάθε πόλη, απαιτείται η στενή συνεργασία του Νίκου Αλεξίου με την ομάδα των μουσειολόγων, προγραμματιστών, σχεδιαστών και αρχιτεκτόνων που θα ασχολούνται με το θέμα. Πιστεύουμε ότι αν μπορούσε να χρηματοδοτηθεί ένα τέτοιο εγχείρημα, η έκθεση θα πρόσφερε στους επισκέπτες της μια αλησμόνητη και συναρπαστική εμπειρία, τόσο σε επίπεδο αισθήσεων όσο και σε αυτό της καλύτερης κατανόησης του κόσμου της σύγχρονης τέχνης και βεβαίως ειδικότερα της τέχνης που παράγεται στην Ελλάδα μαζί με αυτήν που παράγεται οπουδήποτε αλλού.

Το κόστος υλοποίησης μιας τέτοιας πρότασης θα περιοριζόταν δραματικά αν η έκθεση στήνεται κάθε φορά σε ένα ήδη υπάρχον αστικό διαμέρισμα το οποίο διαθέτει από μόνο του τους προτεινόμενους χώρους υποδοχής. Εάν καλείται κάθε φορά ο καλλιτέχνης/συλλέκτης να το στήσει σαν να είναι πραγματικά το δικό του εργαστήριο/σπίτι συνεργαζόμενος με τους μουσειολόγους της έκθεσης, θα είχαμε ίσως το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, στην ουσία προτείνουμε την έκθεση μιας εκθεσιακής μεθόδου. Αυτής, της πολύ συγκεκριμένης, που βιώνει καθημερινά, θέλοντας και μη, ο συλλέκτης/καλλιτέχνης στους χώρους του εργαστηρίου/σπιτιού του. Μόνον έτσι πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε συμμέτοχο τον θεατή στη βιωματική/καθημερινή σχέση του καλλιτέχνη/συλλέκτη και του έργου του με τα έργα και με τους άλλους καλλιτέχνες που έχει επιλέξει να συμβιώνει. Η κεντρική ιδέα του μουσειολογικού μας σκεπτικού είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ενδιαφερόμαστε απλώς να δείξουμε με τον ορθότερο μουσειολογικά τρόπο τα αντικείμενα μιας συλλογής. Εκείνο που επιζητούμε είναι μαζί με τα αντικείμενα της συλλογής να εκθέσουμε και τον συλλέκτη ως καλλιτέχνη, γιατί αυτή ακριβώς η ιδιότητά του είναι που διαμόρφωσε το ύφος της συλλογής και της προσδίδει την ειδική της αξία.

Εννοείται ότι, από μουσειολογικής απόψεως, η πρότασή μας ίσως καταρχήν να φαντάζει ανορθόδοξη. Γιατί σε μια τέτοια έκθεση δεν θα θέλαμε ούτε πολύ ειδικούς φωτισμούς, ούτε ταμπελάκια στους τοίχους και σίγουρα σε καμία περίπτωση φανερές ενότητες. Προς Θεού, δεν θα θέλαμε τίτλους ενοτήτων και υποενοτήτων ούτε συνόψεις μουσειολογικές. Προτείνουμε μία έκθεση που θα είναι στο σύνολό της μια μουσειολογική ανάσα και διαρκής στάση. Δεν θα υπάρχει κείμενο εισαγωγικό, ούτε καθορισμένη σειρά για να περιηγηθείς στην έκθεση. Οι επισκέπτες θα είναι ελεύθεροι να περιφέρονται κατά βούληση στους χώρους, βιώνοντας τη μυστηριακή εμπειρία μιας επίσκεψης μέσα σε ένα υποβλητικό περιβάλλον.

Το ιδανικό θα ήταν να βρίσκεται πάντα μέσα στον εκθεσιακό χώρο ο καλλιτέχνης/συλλέκτης και να μιλά ο ίδιος στους επισκέπτες, το ρόλο όμως αυτό θα μπορούσαν να αναλάβουν και κατάλληλα εκπαιδευμένοι ξεναγοί/εμψυχωτές. Η έκθεση θα συνοδεύεται από έναν πλούσιο κατάλογο, εύκολα αναγνώσιμο, στον οποίο ο ενδιαφερόμενος θα βρίσκει σκέψεις και πληροφορίες για το τι ακριβώς συμβαίνει γύρω του, τι μπορούν να σημαίνουν αυτά τα περίεργα γοητευτικά πράγματα που αντικρίζει. Προτείνουμε μία έκθεση την οποία ο επισκέπτης θα καλείται να βιώσει σωματικά με όλες του τις αισθήσεις. Θα του προσφέρει νερό στην κουζίνα η γοητευτική Λαμάρα, που είναι η οικιακή βοηθός του καλλιτέχνη, και θα γνωρίζει την παιχνιδιάρα σκυλίτσα Ζοζόκα. Θα μπορεί να μιλήσει με τον ίδιο τον καλλιτέχνη/συλλέκτη ή τον «περαστικό» ιστορικό της τέχνης, που φυσικά θα γνωρίζει τα πάντα για τα έργα που τον περιστοιχίζουν. Θα μπορεί να βγει στο μπαλκόνι για να κάνει ένα τσιγάρο και να σκεφτεί. Θα μπορεί σε προκαθορισμένες ώρες και ημέρες να συμμετέχει σε προγραμματισμένες διαλέξεις ή συζητήσεις για ζητήματα σύγχρονης τέχνης που θίγονται με αφορμή τη συγκεκριμένη έκθεση. Θα μπορεί επίσης σε προκαθορισμένες ώρες και ημέρες να συναντά κάποιους από τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν με έργα στη συλλογή, να τους γνωρίζει και να συζητά μαζί τους. Με την ίδια λογική θα λειτουργούν και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, σχεδιασμένα για όλες τις ηλικίες.

Πιστεύουμε βαθιά ότι εκείνο που λείπει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή των σημερινών ανθρώπων είναι η ουσιαστική προσωπική επαφή, και θέλουμε αυτή την επαφή να προσφέρουμε με αφορμή μια έκθεση που θα φέρει δικαίως τον τίτλο Lovers in Athens. Μιλάμε φυσικά για μια έκθεση σύγχρονης τέχνης που θα απευθύνεται στον κάθε ένα σύγχρονο άνθρωπο κυριολεκτικά.

Δεν ξέρω αν απλά βαυκαλίζομαι με τα απατηλά όσο και αφελή όνειρα ενός νέου μουσειολόγου/καλλιτέχνη. Αν μη τι άλλο η μεταπτυχιακή αυτή εργασία καλλιέργησε με πολύ ενθουσιασμό την αγαπημένη μου συνήθεια να ονειρεύομαι. Και δεν μπορώ εδώ να μην αναφέρω ότι κατά την κυρία Γλύκατζη-Αρβελέρ αυτό που κυρίως λείπει από την κοινωνία μας σήμερα είναι το να κάνουμε όνειρα. Η ίδια θεωρεί τον σύγχρονο καλλιτέχνη ως τον απόλυτο «dreammaker». Ο καλλιτέχνης και συλλέκτης Νίκος Αλεξίου, «ως άνθρωπος της πράξης» με την εξόχως πολιτική χειρονομία της συλλογής του, συλλογή που είναι πληρωμένη από το υστέρημά του, μας προσφέρει ένα ταπεινό παράδειγμα μοναδικής λάμψης.


Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα της διπλωματικής εργασίας του Νίκου Τριανταφύλλου με τίτλο Μουσειολογικός προγραμματισμός και σχεδιασμός της συλλογής έργων σύγχρονης τέχνης του καλλιτέχνη και συλλέκτη Νίκου Αλεξίου, που εκπονήθηκε στο Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσειολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 2006. Επιβλέπουσες της εργασίας ήσαν οι καθηγήτριες του ΑΠΘ Λία Γυιόκα, Ευθυμία Κούντουρα και Ματούλα Σκαλτσά.