JJ Blues ή Μια Σημείωση για τις Σημειώσεις
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
« … το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα είναι η βεβαιότητα με την οποία, εν μέσω τόσων επιτεύξεων τεχνικής μορφής, πέτυχε αυτό το ιδιαίτερο μείγμα προσήλωσης και αποστασιοποίησης, ευθυμίας και κατήφειας» [i]
Η πιο ενδιαφέρουσα «περιπέτεια» της τέχνης στον εικοστό αιώνα — ίσως και η «μοναδική» ενδιαφέρουσα περιπέτεια — ήταν η πολύπτυχη απόπειρα υπέρβασής της, ούτως ώστε να πραγματωθεί στο κοινωνικό πεδίο, και στη σφαίρα της καθημερινής ζωής. Και παραμένει.
Ο Κύριλλος Σαρρής κινείται και εργάζεται στην ατραπό που άνοιξε ο εκσκαφέας Marcel Duchamp με το στοίχημα πώς μπορεί κανείς να παραμείνει καλλιτέχνης δημιουργώντας (μάλιστα, στην ακραία περίπτωση του ready-made, απλώς βρίσκοντας ή/και επιλέγοντας) έργα που να μην είναι έργα τέχνης. Το στοίχημα αυτό διαπότισε όλη την θορυβώδη δράση του Dada και ενέπνευσε τόσο τον Guy Debord και τους φίλους του όσο και τον Joseph Beuys — ήτοι τις δύο σημαντικές τάσεις του μοντερνισμού προτού επέλθει η διολίσθηση στον αχταρμά του μεταμοντέρνου (ό,τι πια κι αν σημαίνει αυτό). Η διαφορά του Σαρρή με τους δύο άλλους είναι ότι παραμένει στη ζωγραφική, στην εικαστική έκφραση, καλύτερα, επιλέγοντας την ειρωνεία, τον φόρο τιμής, την υπενθύμιση, εντέλει ένα είδος κριτικής ιστοριογραφίας της τέχνης και της σκέψης, από την σχεδόν άμεση κοινωνική δράση που προτιμούν αυτοί. Και θαρρείς μ’ ένα παράδοξο απ’ αυτά που κοσμούν την περιπέτεια της τέχνης, το φαινομενικά αναχρονιστικό πρόταγμα γίνεται εκ νέου μοντέρνο, αν όχι και πρωτοποριακό.
Ο Σαρρής σώζει στιγμές (με την εγελιανή έννοια). Επιλέγει μέσα από έναν συνδυασμό γλεντζέδικης μεγαθυμίας και υψηλής σκακιστικής μεθοδικότητας τι αυτός επιθυμεί να διασωθεί και να επανέλθει στη συζήτηση: οι αγάπες (εν προκειμένω η επίπονη μεν, λίαν απολαυσιακή δε, ανάγνωση/μελέτη ενός θρυλικού μπελά της παγκόσμιας λογοτεχνίας) συναρμόζονται με την συστηματικά οργανωμένη υπενθύμιση επαναστατικών γεγονότων και επαναστατημένων προσωπικοτήτων του εικοστού αιώνα (πάλι εν προκειμένω: η εξέγερση και το μακέλεμα απεργών ανθρακωρύχων, ο Pessoa, ο Breton, ο Duchamp, και βέβαια ο James Joyce — αλλά και η ηδύτατη μορφή ενός ακάματου και διόλου φωνακλά υπονομευτή των αξιών που θέλει να υπονομεύσει και ο Σαρρής, του Richard Hamilton).
Ο Σαρρής στήνει ένα «εικονοστάσιο επωνύμων αγίων» και ένα «μνημείο ανωνύμων οσίων» που, θα έλεγες, σμίγουν για να τιμήσουν τον James Joyce (επειδή ακριβώς τους τίμησε με την ύπαρξη και το έργο του). Πρόκειται για μια σύναξη ψυχών που δεν επιθυμεί να είναι μονάχα ένας φόρος τιμής, μια έκφραση ευγνωμοσύνης και θαυμασμού, αλλά μια δυναμική απάντηση στο ερώτημα πώς μας αφορούν όλα αυτά σήμερα, τι μπορούμε να τα κάνουμε, πώς θα καταφέρναμε να τα μεταπλάσουμε έτσι ώστε να γίνουν, αυτά τα τάχατες νεκρά πρόσωπα και πράγματα, εφαλτήριο πράξεων, κινητήρας δραστηριοτήτων, γεγονός αναστάσιμο.
Ο Σαρρής μετέρχεται, ηθελημένα και προμελετημένα, όλων, μα όλων, των τεχνικών που διαθέτει το εικαστικό οπλοστάσιο. Στη σύνθεση Οι αναγνώστες του Finnegans Wake / σημειώσεις για τον James Joyce παρελαύνουν (ας μην κουραστώ να επαναλαμβάνω: μεθοδικά, συστηματικά, σκακιστικά): video art, ζωγραφική με κάρβουνα/μελάνια/ξυλομπογιές, ακρυλικά, επεξεργασμένη φωτογραφία, ιδιότυπης τεχνικής εκτυπώσεις, γλυπτική, installations, κείμενο. Στιγμές της εννοιακής τέχνης (οι λέξεις ως εικόνες, όπως στον Joseph Kosuth), η διάσωση της μνήμης και το αρχείο (όπως στον Christian Boltanski), η ένθεση εικόνων σε κείμενο (όπως, μετά μανίας, στα πειράματα détournement των πιο δημιουργικών μελών της Internationale Lettriste), είναι οι στίχοι με τους οποίους ο Σαρρής τραγουδάει το δικό του Finnegans Wake («Θα ’χεις να λες ότι έγιναν, φίλε μου, γλέντια μεγάλα»), με την κολοσσιαία διαφορά ότι εδώ το ουίσκι έχει αφεθεί στο πλάι προσώρας και έχουμε να κάνουμε με νηφάλιο μέθη: με στοχασμό σχετικά με το τι έχει πετύχει η τέχνη στον εικοστό αιώνα, πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί δημιουργικά αυτό που έχει πετύχει, πώς μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα μπρος χωρίς να υποχρεωθούμε σε δύο βήματα πίσω.
Ο Σαρρής εργάζεται «με το πάθος του επιστήμονα και την ακρίβεια του καλλιτέχνη», για να θυμηθώ μιαν όχι και τόσο παράδοξη απόφανση του Vladimir Nabokov, ή όπως το διατύπωσε ο Kazimir Malevich: «Με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο». Επίσης, εργάζεται σαν μικρό παιδί που παίζει με τα χρώματα, σαν φιλόσοφος που κρατάει διαρκώς σημειώσεις για ένα έργο που θα γράψει αργότερα, και σαν χρονικογράφος που ιστορεί περιπέτειες. Κι ακόμα, τον φαντάζομαι, όπως ξέρουμε και για τον Joyce, να ξεσπάει σε ομηρικά γέλια κάθε που πραγματώνει μια ιδέα του η οποία ακροβατεί στο μεταίχμιο της παγερής μεθοδικότητας με την εμπρηστική χωρατατζίδικη ευθυμία. «Με κάθε σοβαρότητα απαιτούμε παιχνίδια», διατείνονταν οι παίκτες/ρέκτες της Internationale Situationniste.
« … δεν ήταν με κανέναν τρόπο ο κατηφής εφευρέτης που επινοεί τεχνάσματα αλλά ένας πανηγυριστής της ζωής που στις δύσκολες ώρες πετάει τα καλύτερα αστεία και επιβάλλει την κωμική ματιά του σε κάθε λογής πλήξη και μιζέρια» [ii]
— Μαρούσι, Νοέμβριος 2011
[i] Richard Ellmann, Τζέημς Τζόυς [μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, επ. Άρης Μπερλής, εκδ. Scripta, σ. 840].
[ii] Ό.π.