Capsule Spaces
Συζήτηση της Χάριτος Κανελλοπούλου με την Μαρία Άντελμαν



Στον απόηχο της ατομικής έκθεσης της Μαρίας Άντελμαν Capsule Spaces, που φιλοξενήθηκε στο Ίδρυμα Ευγενίδου από τη 1 έως τις 22 Νοεμβρίου 2011, η επιμελήτρια της έκθεσης Χάρις Κανελλοπούλου συζητά με την Ελληνίδα εικαστικό, που ζει κι εργάζεται εδώ και μία δεκαετία στη Νέα Υόρκη και το Πάλο Άλτο της Καλιφόρνια, για τα έργα που παρουσιάστηκαν και τα θέματα που απασχολούν τη συγκεκριμένη δουλειά της. Στην έκθεση Capsule Spaces, η Μαρία Άντελμαν παρουσίασε μία νέα σειρά φωτογραφιών από διαστημικά κέντρα της NASA μαζί με το video Moonlight Serenade, 2009, και το νέο ηχητικό έργο της Mnemotopia, 2011, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τη γνώση, την Ιστορία και τη μνήμη μέσα από την τεχνολογία.


Χάρις Κανελλοπούλου: Μαρία, η παρουσίαση της νέας σειράς φωτογραφιών σου από διαστημικά κέντρα της NASA συμπίπτει με τον τελευταίο κύκλο επισκέψεών σου σε αυτά, με πιο πρόσφατο σταθμό το κέντρο Ames στη Βόρεια Καλιφόρνια. Παράλληλα, ως μία τυχαία ως προς το χρόνο, αλλά ενδιαφέρουσα ως προς το νόημά της συγκυρία, η έκθεση Capsule Spaces οργανώθηκε μόλις λίγο καιρό μετά την τελευταία εκτόξευση διαστημικού λεωφορείου από τη NASA, η οποία έκλεισε έναν κύκλο 40 ετών από την πρώτη προσπάθεια του ανθρώπου να ταξιδέψει και να ερευνήσει το διάστημα. Βιώνοντας αυτούς τους χώρους μέσα από τη δουλειά σου και ως απλός παρατηρητής των ταξιδιών του ανθρώπου στο διάστημα, ποια είναι η αίσθηση που σου αφήνει αυτή η ανθρώπινη προσέγγιση προς το «άγνωστο»;

Μαρία Άντελμαν: Κατά τη διάρκεια μίας από τις επισκέψεις μου στη NASA συνάντησα έναν αστροφυσικό, ο οποίος δούλευε πάνω στην ανακάλυψη νέων τύπων μορφών ζωής. Μου μίλησε για τις «άγνωστες» μορφές ζωής ως κάτι δύσκολο να φανταστεί κανείς. Η γνώση μας περιορίζει τη φαντασία μας και μας δυσκολεύει να αντιληφθούμε οτιδήποτε δεν είναι γνωστό σε εμάς. Υπό αυτή την έννοια, όταν σκεφτόμαστε το διάστημα, το διάστημα που κοιτάζει εμάς, αυτό μπορεί να υπάρχει μόνο σε σχέση με τον κόσμο μας, σε σχέση με ό,τι εμείς προβάλλουμε σε αυτό. Το διάστημα μοιάζει να μετατρέπεται σε μια παράξενη αντανάκλαση των προσδοκιών μας. Οι φωτογραφίες μου από τεράστια σε διαστάσεις κτήρια και μηχανήματα στη NASA δείχνουν αυτά τα αντικείμενα ως τεχνολογικά κι επιστημονικά μνημεία της εξερεύνησης του «άγνωστου», μιας αναζήτησης που κατέληξε να αποτελεί κάτι διαφορετικό από αυτό που αρχικά είχε τεθεί ως όραμα. Αντί να «κατοικήσουν» μακρινούς πλανήτες και να κατακτήσουν νέα σύνορα, οι εφαρμογές των διαστημικών πτήσεων δημιούργησαν μία τεχνολογική σφαίρα που περικυκλώνει τη γη, που «βουίζει» με τεχνητούς δορυφόρους, δίνοντάς μας μια οικονομία της πληροφορίας. Σε αυτόν τον κόσμο, ασχολούμαστε όλο και περισσότερο με τον ίδιο μας τον εαυτό, αγνοώντας ό,τι υπάρχει πέρα από τη δική μας στρατόσφαιρα. Περισσότερο από το να προσπαθούμε να σπάσουμε τα όρια της γνώσης και των προσδοκιών μας, και να αναζητήσουμε κάτι το οποίο δε γνωρίζουμε ακόμα, «χτυπάμε» στα όρια του διαστήματος και επιστρέφουμε πίσω για να δούμε τον εαυτό μας.

ΧΚ: Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι τα περιβάλλοντα που καταγράφεις στο έργο σου ως «κάψουλες» που περικλείουν τη συλλογική φαντασία και τις αντιλήψεις του σύγχρονου ανθρώπου για το μέλλον του, με μια θερμή πίστη για τη διαρκώς εξελισσόμενη τεχνολογία που μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους εξερεύνησης και κατανόησης του κόσμου που ζούμε, και του κόσμου που παραμένει ακόμη «αχαρτογράφητος». «Κάψουλες» χώρου και χρόνου, πραγματικές και εικονικές, ορίζουν τη ζωή μας καθημερινά: τα συστήματα καταγραφής και αναζήτησης δεδομένων, ο λαβύρινθος του διαδικτύου, τα δορυφορικά δίκτυα επικοινωνίας μοιάζουν να περιχαρακώνουν και να διευρύνουν ταυτόχρονα τα όρια του κόσμου μας ολοένα και περισσότερο. Ο Marshall McLuhan, σε αυτόν τον νέο κόσμο της τεχνολογίας, μας περιγράφει ως άλλους πρωτόγονους, σαν παλαιολιθικούς ανθρώπους που ως νέοι περιπλανώμενοι του κόσμου αντί να συλλέγουμε τροφή έχουμε γίνει συλλέκτες πληροφοριών. [i] Τελικά, όμως, πώς διαχειριζόμαστε αυτήν την ακατάπαυστη ροή πληροφορίας; Πόση από αυτή γίνεται βίωμα, εμπειρία ή γνώση;

ΜΑ: Τα πράγματα αλλάζουν πολύ γρήγορα. Η διαχείριση της συνεχούς ροής πληροφοριών γίνεται με αυτόματο τρόπο. Η πληροφορία έχει αρχίσει να αποκτά προσωπικό χαρακτήρα, κατευθυνόμενη απευθείας σε μας, φαίνεται σαν να μας αφορά, προτείνεται για μας. Γίνεται σήμα κατατεθέν του ποιοι είμαστε, του τι «συζητάμε», ποιους εικονικούς και φυσικούς χώρους επισκεπτόμαστε. Μοιάζει σαν οι εμπειρίες μας να καθοδηγούνται σε μας από τα ίχνη των πληροφοριών που αφήνουμε πίσω μας. Υπάρχει μία δυνατή σχέση ανταπόκρισης, στην οποία ανταλλάσσουμε διαρκώς ρόλους, ως δέκτες, πομποί, παραγωγοί και καταναλωτές. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας μεταφέρουν σε εικονικά περιβάλλοντα όπου γινόμαστε δράστες των ίδιων μας των πράξεων. Πλησιάζουμε το όριο της πραγματικότητας και αγγίζουμε την άκρη της επιστημονικής φαντασίας. Κι αυτό προκαλεί φόβο και ενθουσιασμό την ίδια στιγμή. Αναρωτιέμαι τι θα έγραφε ο McLuhan σχετικά με όσα ζούμε σήμερα. Πιστεύω ότι η αντίληψή μας σχετικά με την εμπειρία και τη γνώση έχει αλλάξει κι ακόμα καλύπτουμε τη διαφορά που έχει προκύψει. Καθώς η γνώση μας γίνεται τεχνική και εξαιρετικά εξειδικευμένη, οι αφηγήσεις μας γίνονται επίπεδες, ενώ οι εμπειρίες μας οξύνονται.

ΧΚ: Παρόμοιο κλίμα χαρακτηρίζει και το ηχητικό έργο σου Mnemotopia, 2011, το οποίο μιλά για τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τη μνήμη. Σε αυτό το έργο ακούμε δύο παράλληλες αφηγήσεις: ενός αθλητή της μνήμης που απαριθμεί λίστες δεδομένων χωρίς νόημα, σε συνδυασμό με μία γυναίκα που μιλά για το δικό της «παλάτι μνήμης», μία νοητική κατασκευή που έχει δημιουργήσει για να αποθηκεύονται προσωπικές αναμνήσεις της και που τώρα σταδιακά καταστρέφεται. Ο Μπόρχες στο Funes the memorious σχολιάζει τη στείρα απομνημόνευση άσκοπων πληροφοριών του ήρωα της ιστορίας του ως μία διαδικασία που «στερείται νοήματος, αλλά αποκαλύπτει ένα κάποιο διαταραγμένο μεγαλείο». [ii] Στη σύγχρονη εποχή της πληροφορίας, που βιώνουμε την (ψευδ)αίσθηση ότι η πληροφορία και η γνώση είναι εύκολα και γρήγορα προσβάσιμες απ’ όλους, πού μας οδηγεί αυτή η υπερσυγκέντρωση στοιχείων; Κατά πόσο καταναλώνουμε άσκοπα πληροφορίες αντί να απορροφούμε γνώση;

ΜΑ: Το έργο Mnemotopia άρχισα να το δουλεύω αφού είχα διαβάσει μία ιστορία σχετικά με το άθλημα Μνήμης. Με συνάρπασε ο όγκος δεδομένων που απομνημονεύουν οι πρωταθλητές μνήμης, χωρίς κανένα σκοπό ή χρήση, παρά μόνο για τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Μου θύμισε το Funes the memorious, όπου ο ήρωας συσσωρεύει στο μυαλό του τόσες πληροφορίες που τελικά χάνει την ικανότητα της σκέψης με αφηρημένο τρόπο. Ήδη με ενδιέφερε η σχέση μας με τη ροή των πληροφοριών που βρίσκεται πάντα μαζί μας, ακριβώς μπροστά στα μάτια μας, στην τσέπη μας, σε κάθε οθόνη, στο δάχτυλό μας. Έχουμε μάθει να ζούμε μαζί με τις ηλεκτρονικές συσκευές μας, που είναι παράλληλα και τα «προσθετικά» της μνήμης μας, το μέρος όπου έχουμε πρόσβαση και αποθηκεύουμε τις δικές μας πληροφορίες και αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις κωδικοποιούνται σε δεδομένα και αποτελούν απόδειξη της ύπαρξής μας. Τα δεδομένα αυτά έχουν κάπου μία «κοινωνική» ζωή, κατοικούν ένα μέρος όπου πρέπει να έχουμε πρόσβαση 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα. Το να θυμάσαι έχει γίνει ανώδυνο, άκοπο και αξιόπιστο. Τα δεδομένα μνήμης, αυτός ο νέος τόπος για την ανάμνηση στις ηλεκτρονικές συσκευές μας, αντικαθιστούν την παραδοσιακή μνήμη και την αυξανόμενα ξεπερασμένη ανθρώπινη ικανότητα του να θυμόμαστε. Η μνήμη μετατρέπεται, έτσι, σε ένα άθλημα, ένα χόμπι, ένα πάρεργο. Πιστεύω ότι η βάση των γνώσεών μας έχει αρχίσει να «παραιτείται» στην προσπάθεια να αντιληφθεί τι είναι σαφές και χειροπιαστό και τι τεχνητό και αφηρημένο.

ΧΚ: Στα videos σου, πρώτη ύλη της κινούμενης εικόνας που προκύπτει αποτελεί το φωτογραφικό υλικό της δουλειάς σου, το οποίο στη συνέχεια επενδύεται από επιλεγμένες ηχογραφήσεις. Θα ήθελα να μου μιλήσεις γι’ αυτή την επιλογή, του να δίνεις δηλαδή το «προνόμιο» της αφήγησης σε στατικές εικόνες, αντί το concept των έργων σου να εξυπηρετείται μέσα από μία «σεναριακή» ροή.

ΜΑ: Τραβώ φωτογραφίες επί τόπου, τις οποίες συνθέτω σε κινούμενες ακολουθίες. Έπειτα, μία ηχητική επένδυση που δημιουργείται από κείμενα που αφηγούνται ηθοποιοί ή ήχους που βρίσκω, τοποθετείται πάνω στο οπτικό υλικό. Το αποτέλεσμα αποτελεί ένα μοντάζ πολυεπίπεδων αφηγήσεων και οπτικών πεδίων, σχηματισμών εικόνων και λέξεων πέρα από την πραγματικότητα. Αναζητώ τη σύνδεση ανάμεσα στο αναδρομικό αποτέλεσμα που παρέχει η στατική εικόνα, που οδηγεί τον θεατή να αναρωτηθεί τι έχει συμβεί, και στην αίσθηση προσμονής που προκαλεί η κινούμενη εικόνα, που οδηγεί τον θεατή να αναρωτηθεί τι θα συμβεί. Αν η «ζωή είναι μία ταινία [και] ο θάνατος είναι μία φωτογραφία» (Susan Sontag), τα videos μου βρίσκονται κάπου ανάμεσα.

ΧΚ: Στο video Moonlight Serenade, 2009, αρχειακές εικόνες της πρώτης χαρτογράφησης της Σελήνης στα τέλη του ’60 επενδύονται ηχητικά με τυχαίους κώδικες, γράμματα και αριθμούς από μεταδόσεις ραδιοφωνικών ηχογραφήσεων σε βραχέα κύματα — υλικό που έχει ερμηνευτεί ως μία κρυπτογραφημένη γλώσσα μεταφοράς πληροφοριών για τη στρατιωτική κατασκοπία κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και το οποίο συνέλεξες από το διαδίκτυο. Στο πλαίσιο αυτού του έργου, βλέπουμε τη δυναμική της φιλόδοξης «κατάκτησης» ενός ανεξερεύνητου κόσμου να αντιπαραβάλλεται με τη μυστικότητα ενός κώδικα, με στοιχεία που μεταφέρονται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Γιατί επιλέγεις να μεταφέρεις αυτή την αντίθεση στο έργο σου; Υπάρχει κάποιο σημείο όπου οι δύο αυτοί «κόσμοι» συναντώνται;

ΜΑ: Αυτοί οι δύο κόσμοι συναντώνται και την ίδια στιγμή απομακρύνονται. Επιθυμία μου είναι να δημιουργηθεί ένταση. Και οι δύο πηγές, η οπτική και η ηχητική, υπονοούν γεωπολιτικά συμφέροντα και, όπως αναφέρεις, τι συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Οι εικόνες δείχνουν έναν γυμνό πλανήτη, ενώ οι ραδιοφωνικές ηχογραφήσεις σε βραχέα κύματα υποδηλώνουν κίνδυνο και την παρουσία ενός εχθρού. Τα άνυδρα σεληνιακά τοπία λειτουργούν ως οπτικές ερμηνείες των κωδικοποιημένων (ακατανόητων) μηνυμάτων. Οι όψεις της Σελήνης, αφηρημένες υπό μία έννοια, μαζί με την υπονοούμενη έννοια του τυχαίου που προκύπτει από τον ήχο διάφορων νούμερων, προκαλούν τον θεατή να επιχειρήσει να βρει τρόπους για να «ξεφύγει» από το τυχαίο. Καθώς έχουμε την προδιάθεση να ακολουθούμε κάποια διάταξη προκειμένου να διαβάσουμε, να καταλάβουμε, να διατηρήσουμε το χάος σε τάξη, η κατακερματισμένη αφήγηση στο έργο μου κρατά τον αναγνώστη εκτός ισορροπίας και τον προκαλεί να σκεφτεί και να αναρωτηθεί.

ΧΚ: Ζούμε μία εποχή παγκόσμιας ύφεσης, οικονομικής και κοινωνικής, και κατ’ ουσίαν αξιολογικής. Προσωπικά έχω την αίσθηση ότι στεκόμαστε αμήχανοι πια μπροστά στον σκοπό και το όραμα πολλών ανθρώπινων κατακτήσεων που ορίστηκαν ως σημαντικές από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά. Από την άλλη πλευρά, τεχνολογία και επιστήμη αναπόφευκτα προχωρούν δίνοντας τροφή και εφόδια για να ανοίξουν νέα πεδία γνώσης. Πώς πιστεύεις ότι μπορούν να συμβάλλουν θετικά στην κρίση που βιώνουμε σήμερα;

ΜΑ: Η πλατφόρμα της πληροφορίας αποτελεί έναν ενεργό πολιτικό χώρο διαλόγου, όπου νέες δημοκρατικές δυνάμεις προκύπτουν. Τρέφοντας το διαδίκτυο με τις ιδέες μας, την οπτική γωνία μας και τη φωνή μας, δημιουργούμε έναν απελευθερωτικό χώρο, ο οποίος φέρει ένα είδος διαφάνειας στη διαδικασία αναζήτησης μιας κάποιας αλήθειας.


[i] M. McLuhan, D. Carson, The Book of Probes, Gingko Press, Berkeley, 2003.

[ii] JL Borges, Funes the memorius. Ανασύρθηκε στις 6/7/2011 από τον δικτυακό τόπο http://www.srs-pr.com/literature/borges-funes.pdf.