Η πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ υπεύθυνη για τις αναπαραστάσεις της
Συνέντευξη του Πάνου Κοκκινιά στον Χριστόφορο Μαρίνο
Η συνέντευξη με τον Πάνο Κοκκινιά δημοσιεύεται με αφορμή την ατομική του έκθεση στην γκαλερί Xippas στην Αθήνα (13 Οκτωβρίου – 23 Δεκεμβρίου 2011). Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2008 έπειτα από ανάθεση του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, για να περιληφθεί στην έκδοση Δέκα όψεις της ελληνικής φωτογραφίας: Σύγχρονες τάσεις δημιουργίας (επιμ. Βαγγέλης Ιωακειμίδης), που πρόκειται να εκδοθεί από το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τις εκδόσεις Άγρα. Η έκδοση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, συνεντεύξεις του Μαρίνου και με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες φωτογράφους (Γιώργης Γερόλυμπος, Χριστίνα Δημητριάδη, Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Στράτος Καλαφάτης, Γιώργος Κορδάκης, Ευαγγελία Κρανιώτη, Δήμητρα Λαζαρίδου, Νίκος Μάρκου, Πάρις Πετρίδης).
Χριστόφορος Μαρίνος: Στο παρελθόν, έχεις περιγράψει — αρκετά εύστοχα, κατά τη γνώμη μου — τις φωτογραφίες σου ως «ταινίες ελάχιστου μήκους». Πού αρχίζει και πού τελειώνει η επιρροή του κινηματογράφου στο έργο σου;
Πάνος Κοκκινιάς: Υπάρχουν δύο ειδών επιρροές. Η πρώτη αφορά στο περιεχόμενο και αρχίζει από τότε που ήθελα να κάνω σινεμά. Η επιρροή αυτή δεν σταματά κάπου, όχι τόσο εξαιτίας ενός ανεκπλήρωτου απωθημένου, αλλά γιατί είναι μία παιδεία που συνεχίζει να με διαμορφώνει. Η επιρροή στον τρόπο κατασκευής της εικόνας ξεκινά από την ανάγκη, κοινή με τον κινηματογράφο, να ειπωθεί κάτι το οποίο θα έπαιρνε πολύ περισσότερο χρόνο ή θα ήταν εντελώς αδύνατο να πραγματωθεί με τη μορφή ντοκουμέντου. Συνεπώς, πρέπει να υπάρξουν και στη σκηνοθεσία της ακίνητης εικόνας προϋποθέσεις, παρόμοιες με αυτές του κινηματογράφου, που θα επιτρέψουν τη δημιουργία της: Πρέπει να προϋπάρχει μία ιδέα η οποία, παρότι κατά την εκτέλεσή της μπορεί να διαμορφωθεί ή και να εξελιχθεί, παραμένει πάντα ένα προαπαιτούμενο διαφορετικό από τον αυτοσχεδιασμό της «άμεσης» φωτογραφίας. Πρέπει να βρεθεί ή και να διαμορφωθεί ο κατάλληλος χώρος, να επιλεγούν οι «ηθοποιοί» και το τι θα κάνουν ή τι θα φοράνε. Να δημιουργηθεί, αν δεν υπάρχει, η κατάλληλη φωτιστική συνθήκη. Κοινό στοιχείο τα τελευταία χρόνια είναι και η ψηφιακή επεξεργασία, η οποία μπορεί να είναι έως και καταλυτική. Η επιρροή ή, καλύτερα, οι ομοιότητες σταματούν εκεί που αρχίζουν οι φυσικές διαφορές των δύο μέσων: Η αφήγηση στην στατική εικόνα συμπτύσσεται, και ο ηθοποιός «παίζει» με άξονα την ακινησία. Οι τεχνικές απαιτήσεις επίσης διαφέρουν. Για παράδειγμα, μία έστω και λίγο ανεστίαστη, «κουνημένη» ή ελλιπώς επεξεργασμένη φωτογραφική εικόνα μπορεί να μην αντέχει στον, κατά συνθήκη μακρύτερο, χρόνο θέασής της.
ΧΜ: Θα μ’ ενδιέφερε να σταθούμε λίγο σε αυτό που προηγείται της εκτέλεσης, δηλαδή στην ιδέα και στο πώς αυτή γεννιέται. Συγκρίνοντας την τωρινή με την πρώιμη δουλειά σου — έχω μπροστά μου τον κατάλογο μιας έκθεσης του Φωτογραφικού Κύκλου του 1993 — μπορώ να διακρίνω το άμεσα αναγνωρίσιμο αισθητικό σου ύφος.
ΠΚ: Τις ιδέες τις κουβαλάς μέσα σου, συνειδητά ή όχι, και βγαίνουν στην επιφάνεια την ώρα που δουλεύεις. Αυτό το οποίο συχνά ονομάζεται «έμπνευση», ουσιαστικά είναι μία ανάδυση. Στην «άμεση» φωτογραφία τούτο γίνεται περισσότερο αυτόματα, καθώς δεν υπάρχει πολύς χρόνος για σκέψη και αποφάσεις. Στη σκηνοθετημένη δουλειά η ιδέα έρχεται συνήθως με αφορμή έναν χώρο, ο οποίος είναι από μόνος του οπτικά ενδιαφέρων και στον οποίο επάνω μπορεί να χτιστεί μία ιδέα. Κι έχει σημασία το χτίσιμο αυτό να ταιριάζει με το έδαφος, να προσαρμόζεται δηλαδή η ιδέα στον χώρο κι όχι το αντίθετο. Τότε τα δύο συμμετέχουν σε μία οργανική σχέση που δημιουργεί ένα καινούργιο νόημα. Υπάρχουν και φορές που οι ιδέες είναι ξεκρέμαστες κι αναζητούν τον χώρο τους, αλλά και πάλι το ταίριασμα γίνεται με τον χώρο να έχει τον πρώτο λόγο. Πραγματικά δεν ξέρω αν οι δουλειές μου συνδέονται με ένα αναγνωρίσιμο ύφος, δεν έχω την απαραίτητη απόσταση για να το δω και πάντως δεν το επιδιώκω. Το μόνο που ξέρω, που διαπιστώνω σιγά σιγά, είναι ότι υπάρχει ένα κοινό περιεχόμενο, το οποίο περιστρέφεται γύρω από τις αιωνίως αναπάντητες ερωτήσεις.
ΧΜ: Όταν λες «περιεχόμενο» εννοείς μια συγκεκριμένη θεώρηση-οπτική για τον κόσμο, την ύπαρξη, τον έρωτα, τον θάνατο;
ΠΚ: Εννοώ τα υπαρξιακά ερωτήματα: γιατί είμαστε εδώ, τι είναι ο κόσμος και τι υπήρχε πριν από αυτόν, αν είναι όλα τυχαία ή υπάρχει κάποιο νόημα. Όχι, δεν ισχυρίζομαι ότι έχω κάποια θεώρηση και καταλαβαίνω ότι η ενασχόληση — ή η δήλωση ενασχόλησης — με τα παραπάνω μπορεί να ακούγεται από τετριμμένη έως πομπώδης και να προκαλεί ακόμα και ειρωνεία. Δεν λέω όμως ότι οι φωτογραφίες μου καταπιάνονται με το να λύσουν αυτά τα θέματα, αλλά ότι τροφοδοτούνται από αυτά, γιατί είμαι, μάλλον λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο, «κολλημένος» μαζί τους. Κι αυτό, ναι, μπορεί να δημιουργεί μία συγκεκριμένη οπτική.
ΧΜ: Σε ένα άρθρο, με τίτλο The Truth About Photography, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αrt Monthly (12.2005–01.2006), η Sarah James διαπιστώνει ότι, ενώ τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια εντυπωσιακή άνθηση του μέσου, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη θεωρία της φωτογραφίας — με αποτέλεσμα η ερμηνεία να γίνεται με, τρόπον τινά, παρωχημένους όρους. Κατά πόσο σε προβληματίζει αυτή η έλλειψη θεωρητικού πλαισίου;
ΠΚ: Η άνθηση ήταν επιβοηθούμενη και από την αγορά, γι’ αυτό και υπερβολική, αλλά μάλλον τελείωσε και περάσαμε στην καρποφορία. Βέβαια ορισμένα «μπουμπούκια» δεν τα κατάφεραν, αλλά η φυσική επιλογή δημιούργησε ορισμένα ενδιαφέροντα — πολλές φορές υβριδικά — φρούτα να ωριμάσουν. Ταυτοχρόνως περάσαμε από τις μονότονα πια επαναλαμβανόμενες αναφορές στο Camera Lucida του Barthes ή στο On Photography της Sontag, σε αρκετούς ανθρώπους που ξέρουν να «διαβάζουν» φωτογραφίες και να γράφουν γι’ αυτές. Δεν νομίζω ότι το έλλειμμα είναι πλέον τόσο μεγάλο. Δειγματοληπτικά αναφέρω τους John Szarkowski, Steve Edwards, Martin Lister, Andy Grundberg, Liz Wells, Ian Jeffrey, Julian Stallabrass, Victor Burgin, John Berger, Vilem Flusser και, από την Ελλάδα, την Αλεξάνδρα Μόσχοβη. Και ακόμη, φωτογράφους όπως ο Jeff Wall και ο Robert Adams, οι οποίοι έχουν και θεωρητικό έργο.
ΧΜ: Μια και αναφέρεις τον Jeff Wall, διάβαζα πρόσφατα μια παλαιότερη συνέντευξή του όπου υπερασπίζεται την αναπαράσταση (figuration) στη φωτογραφία. Κατά τη γνώμη του, αυτός ο τρόπος προσέγγισης των πραγμάτων είναι πιο ταιριαστός με τις εκφραστικές ανάγκες μας και, κατά κάποιον τρόπο, υπερβαίνει την ιδέα που έχουμε για την τέχνη — και ιδίως για την μοντέρνα τέχνη — η οποία, ως γνωστόν, δίνει έμφαση στην ασυνέχεια. Ασπάζεσαι αυτή τη θέση;
ΠΚ: Ο Wall υπερασπίζεται το αυτονόητο, που αγνοήθηκε ύστερα από τις μακρές επιθέσεις στην αναπαράσταση. Όμως, παρά την κριτική, δεν βρέθηκε καμία άλλη εναλλακτική λύση. Η όλη κουβέντα απλώς άλλαξε την αναπαράσταση και την έκανε πιο υποψιασμένη. Ειδικά η φωτογραφία δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να κάνει. Το θέμα είναι πώς το κάνει και το αν παραμένει δέσμια των διάφορων αξιωμάτων περί καθαρότητας, ότι δηλαδή η φύση της είναι αποκλειστικά το σταμάτημα του χρόνου και το αποτύπωμα του πραγματικού. Εκείνοι οι οποίοι αναγνωρίζουν την αδιαμεσολάβητη (straight) φωτογραφία ως τη μοναδική εκδοχή του μέσου που είναι πιστή στη φύση του, θέλουν να ξεχνούν ότι διαμεσολάβηση υπήρχε και υπάρχει πάντα, και ότι η διαφορά είναι μόνο διαδικαστική. Η πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ υπεύθυνη για τις αναπαραστάσεις της.
XM: Σήμερα, όμως, τα πράγματα περιπλέκονται κι άλλο, από τη στιγμή που δεν έχουμε να κάνουμε με μία και μοναδική πραγματικότητα, αλλά με πολλές, συνήθως «επαυξημένες», πραγματικότητες. Με τις σκηνοθετημένες φωτογραφίες σου πώς τοποθετείσαι απέναντι στο δίπολο «πραγματικότητα-αναπαράσταση»;
ΠΚ: Καταρχάς να πω ότι δεν ξεκινάω με αφετηρία να τοποθετηθώ απέναντι σε οτιδήποτε θεωρητικό, αν και υπάρχουν φορές που διαβάζω κάτι το οποίο με προκαλεί να απαντήσω με μία εικόνα. Ωστόσο αυτή η παρόρμηση παρέρχεται ή ίσως και να λειτουργεί βραδυφλεγώς και υποσυνείδητα. Η φωτογραφία, όπως την γνωρίζαμε ως τώρα, καλούνταν να αναπαραστήσει το πραγματικό ως ένα ίχνος του. Αλλά το πραγματικό έχει σήμερα όντως αλλάξει. Είναι πολλές φορές διαμεσολαβημένο από άλλες εικόνες που συναντάμε στον τύπο και στην τηλεόραση ή μπορεί να είναι πληροφορία μέσω ίντερνετ. Η αναπαράσταση του πραγματικού είναι πλέον μέρος του ίδιου του πραγματικού. Γι’ αυτό και η ιδιότητα της φωτογραφίας να δείχνει εκείνο το οποίο βρισκόταν εκεί, ιδιότητα που συνιστούσε την ίδια τη φύση της, δεν μπορεί πια να φέρει αποκλειστικά εις πέρας την αναπαράσταση μιας τέτοιας πραγματικότητας. Το ίχνος εξακολουθεί να βρίσκεται ακόμα εκεί, αλλά η διαδικασία με την οποία αποτυπώνεται δεν μπορεί να αποτελεί πλέον ζήτημα. Μπορεί κάλλιστα να είναι και μια στιγμιοτυπική καταγραφή αλλά και η σκηνοθετημένη εγγραφή μιας στιγμής με περισσότερη διάρκεια, μιας στιγμής «επιμηκυσμένης». Γι’ αυτό και δεν βρίσκω κανένα λόγο να δεσμεύομαι κάνοντας μόνο το ένα ή μόνο το άλλο. Μπορώ να τα αναμιγνύω όχι μόνο μέσα σε ένα σώμα δουλειάς αλλά ακόμα και μέσα σε μία εικόνα, όπως στο Metro, 2006. Μάλιστα, τότε το πράγμα έχει για μένα ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον.