τόποι εννοιών
Συνέντευξη του Χρήστου Παπούλια στην Όλγα Χατζηδάκη
Όλγα Χατζηδάκη: Μιλήστε μου για το έργο με τα οποίο συμμετέχετε στην 3η Biennale της Αθήνας.
Χρήστος Παπούλιας: Το έργο μου στον Μονόδρομο έγινε προ εικοσαετίας και εκτός του τότε αρχιτεκτονικού διαγωνισμού. Έγινε από αντίδραση στο Λάθος του διαγωνισμού. Ήθελα να δείξω μια διαχρονική, χθόνια εγκατάσταση που να μη φθείρεται από διεκδικήσεις «κλεμμένων» αρχαιοτήτων, κ.λπ. Χωρίς κενά που η απουσία τους θα μετατρεπόταν σε προπαγάνδα.
ΟΧ: Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, ωστόσο, είναι πολύ μακριά από τη δική σας σκέψη. Ποια είναι τα υπέρ της δικής σας πρότασης και αυτής που τελικά υλοποιήθηκε;
ΧΠ: Η δική μου πρόταση ήταν η απάντηση σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα του κράτους να χωρέσει ένα μουσείο σε ένα συγκεκριμένο χώρο στου Μακρυγιάννη, δίχως να συνοδεύεται από την απόφαση ευρύτερων απαλλοτριώσεων στην περιοχή. Το αποτέλεσμα είναι ανάλογο των ευαισθησιών, της παιδείας και των στόχων του παρόχου. Η δική μου πρόταση παρακάμπτει τους προβληματισμούς ως προς τη θέση του μουσείου μεσα στον ιστό της σύγχρονης πόλης. Επανανακαλύπτει έναν χώρο μεγάλης ιστορικής φόρτισης, μιας και τα αρχαϊκά αγάλματα βρέθηκαν στην ανασκαφή του 1880 μέσα σ’ αυτό το μεγάλο μπαζωμένο κενό. Μπαζωμένο με τα αγάλματα, θαμμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Δηλαδή, ένα εν δυνάμει μουσείο ήταν ήδη εκεί. Η πρότασή μου θεωρούσε την Ακρόπολη σαν μια κιβωτό που φέρει μέσα της τα έργα. Έναν αυτόνομο κόσμο εντός του τείχους.
ΟΧ: Στην ιστορία της τέχνης και της αρχιτεκτονικής υπάρχουν πολλά απραγματοποίητα projects. Είναι ουτοπικά αυτά που τελικά παραμένουν στη σφαίρα του θεωρητικού;
ΧΠ: Υπάρχουν ουτοπικά σχέδια, αλλά και σχέδια όπως της δικής μου πρότασης, που δεν είναι ουτοπικά. Η θεωρία, όταν διαφωνεί με την κρατική γραφειοκρατία και αντιλαμβάνεται ότι το πλαίσιο είναι λανθασμένο, καταθέτει το δικό της πρόγραμμα ως αντίλογο. Η ηθική στάση απέναντι σε ένα κρατικό λάθος είναι η κατάθεση από πλευράς αρχιτεκτονικής αυτού που ο αρχιτέκτων θεωρεί σωστό. Η δική μου πρόταση αφορά σε ένα μουσείο δομικού δέους. Πρότεινα μια κατάβαση μέσα στον ίδιο τον αρχαϊκό κόσμο. Ουτοπία θα ήταν αν για κάποιο λόγο δεν είναι εφικτή η πραγματοποίησή του. Στη δική μου περίπτωση αυτό δεν ισχύει.
ΟΧ: Θα ήθελα να μου πείτε πώς εργάζεστε. Πώς προκύπτει η ιδέα, το έργο και η υλοποίηση αυτού;
ΧΠ: Η ιδέα προκύπτει μέσα από ένα θεωρητικό πλαίσιο πάντα. Αλλά οι παράγοντες στη σύνθεση είναι όχι μόνο για να μεταφραστεί σε χώρο ένα θεωρητικό αντικείμενο, αλλά και ο περιβάλλων κόσμος μαζί του.
ΟΧ: Ποια είναι τα projects πάνω στα οποία δουλεύετε αυτή την εποχή;
ΧΠ: Αυτή την περίοδο ολοκληρώνεται η κατασκευή δύο εξοχικών κατοικιών στις Κυκλάδες. Η πραγματοποίησή τους σηματοδοτεί την ολοκλήρωση μιας έρευνας που εξελίσσεται απο τη δεκαετία του ’80. Η έρευνα αυτή έθετε ερωτήματα γύρω από την κατοικία γενικά αλλά και τη διάπλαση σε άλλο τύπο των λειτουργικών αναγκών των διακοπών, οι οποίες έχουν μια πιο χαλαρή σχέση με την έννοια του καταλύματος. Έτσι, γύρω από τον πυρήνα της έννοιας «διακοπές», οργάνωσα τη διάχυση της κατοικίας στο τοπίο αποδεσμευμένη από τις απαιτήσεις και τις δεσμεύσεις της πόλης. Εννοώ χώρους οι οποίοι να μην είναι αντίγραφα της αστικής μονοκατοικίας τοποθετημένα στην εξοχή.
ΟΧ: Εξηγήστε μου περισσότερο αυτό που ονομάζετε «διάχυση της κατοικίας στο τοπίο».
ΧΠ: Η σύλληψη και ο σχεδιασμός μιας κατοικίας για τις διακοπές έχει μια περιορισμένη και άλλου τύπου χρήση. Είναι ένας τόπος-καταφύγιο, ένας τόπος απομάκρυνσης και ενδοσκόπησης, μια επιστροφή όσο πιο κοντά γίνεται στη φυσική κατάσταση, σ’ αυτό που θα έπρεπε, και όχι σε εκείνο που είμαστε αναγκασμένοι. Η αντίληψη και κατανόηση ενός τόπου, η αναγνώριση των ορίων, η ένταξη σ’ εναν μικρόκοσμο οργανώνει την ένταξη της ζωής μέσα σ’ αυτόν πέρα από τα φυσικά όρια της κατοικίας. Με αυτόν τον τρόπο το τοπίο και η νέα ένταξη σ’ αυτό ηρεμούν, όλα συνεργούν έτσι στην αλλαγή των ρυθμών, δηλαδή στην πραγματοποίηση του στόχου για δημιουργική ηρεμία και χαλάρωση. Αυτός είναι ο κύριος λόγος ύπαρξης της εξοχικής κατοικίας. Επιπλέον, εκεί δεν υφίστανται οι αστικές δεσμεύσεις παντός τύπου. Η εξοχική κατοικία μάς δείχνει πώς θα έπρεπε να Σκεφτόμαστε και να Κατασκευάζουμε και μας παρέχει γενναιόδωρα αυτή την ευκαιρία.
ΟΧ: Ποιες είναι οι βασικές αρχές της δικής σας αρχιτεκτονικής, της δικής σας τέχνης;
ΧΠ: Οι αρχές μου είναι απλές: ν’ αφήνω ελεύθερο τον ορίζοντα της σύλληψης ενός έργου. Εννοώ την πλήρη απουσία ή ένταξη σε ένα προαποφασισμένο ύφος και στυλ. Το έργο να μην περιορίζεται από την υπογραφή, την αναγνωρισιμότητα, τη χρήση αυτών των υλικών και τον αποκλεισμό των άλλων, ιδεοληψίες και δόγματα, της σχεδόν θεολογικής δογματικής του μοντέρνου κινήματος. Μετά από αυτή την διάνοιξη του ορίζοντα των πιθανοτήτων που παρέχει το πρόγραμμα του πελάτη μου, αλλα και ο τόπος, ανοίγομαι στις άλλες τέχνες, θεωρίες και τεχνικές αντιμετώπισης του θέματος, και όχι μόνο στις τέχνες της κατασκευής. Το ανάγλυφο του τοπίου, τα ονόματα των τόπων (ζούμε σε έναν ιστορικό τόπο όπου τα ονόματα των τόπων υποδηλώνουν ιδιότητες και παλίμψηστα προηγούμενων χρήσεων), οι εννοιολογικές σχέσεις — νοηματοδοτώντας — εντείνουν με αυτόν τον τρόπο την πρόσληψη νέων χωρικών συσχετισμών. Η αρχιτεκτονική δεν είναι μόνον ένα τεχνικό επάγγελμα, όπως αντιμετωπίζεται στη χώρα μας, αλλά μια τέχνη σαν τις άλλες, αφορά στον καθέναν απο εμάς με πόσο πάθος και διορατικότητα θα την υπηρετήσει.
ΟΧ: Ακούγοντάς σας να εξηγείτε το πώς δουλεύετε σκέφτομαι ότι έχετε μια βαθιά εννοιολογική στάση, η οποία καθορίζεται από τη σχέση σας με τη γλώσσα — εντύπωσή μου που εμπλουτίζεται από χαϊντεγγεριανές εκφράσεις σας όπως το «άνοιγμα», το «διάνοιγμα». Ποια η προέλευση αυτών των εργαλείων; Σε ποια παράδοση συναντάτε τον εαυτό σας και το έργο σας;
ΧΠ: Η παράδοση είναι πάντα αυτή του μοντέρνου κινήματος, σήμερα, τώρα. Αυτή η παράδοση είχε εξαρχής μέσα της την έννοια του ανοίγματος, της διάνοιξης προς άλλους νοηματικούς χώρους, προς τις άλλες τέχνες και επιστήμες. Ο μινιμαλισμός και η εννοιολογική τέχνη δεν ανήκουν μόνο στην ιστορία της τέχνης αλλά και της αρχιτεκτονικής. Η ουσία της θεωρίας είναι πάντα να βρίσκεται στις επάλξεις της θεώρησης και σύλληψης του νέου, που θα φέρει τον άνθρωπο σε μια πιο ανεπτυγμένη σχέση με την πρόσληψη της κατοίκησης. Αυτό θα έπρεπε να είναι ένα βασικό αίτημα των ανθρώπων. Ο Heidegger το επεσήμανε μέσα σε ένα πλαίσιο που δεν καταργεί τις συνθήκες του μοντέρνου. Θα ονόμαζα τον τρόπο που δουλέυω ως μια αυτοκάθαρση των ανωμαλιών του μοντέρνου μέσα από ένα ευρύτερο ουμανιστικό πλαίσιο σύντηξης των τεχνών προς μια μελλοντική τους «ενότητα».
ΟΧ: Σε μια εποχή όπου κάθε πεδίο επικαιροποιείται πώς μπορεί η αρχιτεκτονική να έχει ουσιαστικό λόγο στη σημερινή Αθήνα;
ΧΠ: Η αρχιτεκτονική στη σημερινή Αθήνα θα μπορούσε να έχει ουσιαστικό λόγο μόνον εάν το επέβαλαν λόγω παιδείας και υψηλής καλλιέργειας οι πολίτες της. Δεν είμαστε χώρα που έχει τέτοιες προτεραιότητες ακόμα. Το πολιτισμικό πεδίο δεν φαίνεται να θέτει την αρχιτεκτονική ως προτεραιότητα. Άλλωστε ακόμα και οι καλλιεργημένοι αστοί πολίτες ασχολούνται περισσότερο με το lifestyle παρά με την ουσία του κατοικείν.
ΟΧ: Και ποια είναι η ουσία του κατοικείν;
ΧΠ: Θα μπορούσαμε να το οριοθετήσουμε ως εξής: η ακριβής ανταπόκριση του σχεδιασμού στις ανάγκες του ζειν έναν ευδαίμονα βίο. Τα αντικείμενα και η διαβίωση γύρω από αυτά, οι αρθρώσεις των χώρων και οι κινήσεις μέσα σε αυτόν. Τα υλικά και η αρμονική συνύπαρξη των ιδιοτήτων τους, η Τέχνη του κατοικείν, κάτι που διαρκώς μας διαφεύγει. Ο Heidegger θα έλεγε ότι δεν είναι ο χώρος που μετριέται και υπολογίζεται μηχανιστικά, αλλά ο χώρος που ορίζεται από το βάδισμα και την εμπειρία, έτσι αναγνωρίζουμε τα όρια μιας ανθρωπολογικής προϋπόθεσης. Η Αθήνα, παρόλα της τα προβλήματα, θα μπορούσε να είναι μια πόλη πολύ ελκυστική. Έχει αυτή τη δυναμική δυνατότητα αλλά πάσχει το πολιτικό πλαίσιο.
ΟΧ: Που εντοπίζετε τη δυναμική της Αθήνας; Έχω την εντύπωση ότι αναφέρεστε σε μία εξασθενημένη γοητεία.
ΧΠ: Είναι μια ζωντανή πόλη. Ως προς τη γήρανση υπάρχει το λίφτινγκ, αλλά και χειρουργικές επεμβάσεις που μπορούν να υπάρξουν σκάβοντας μέσα στο σώμα των οικοδομικών τετραγώνων, αλλάζοντας χρήσεις, προσθέτοντας όγκο, δημιουργώντας εσωτερικούς δρόμους, επεκτείνοντας το δίκτυο των κεντρικών αθηναϊκών στοών στα ισόγεια αλλά και στους ορόφους. Μια αναδόμηση όλου του ιστορικού κέντρου. Η σημερινή εξασθένιση είναι συγκεκριμένη και οφείλεται στην παρακμή των τελευταίων δεκατιών, στην τριτοκοσμική πολιτική και την άθλια παιδεία. Το ανάγλυφο μόνο του εδάφους της θα αρκούσε. Αν προσθέσουμε την ιστορία και τα εναπομείναντα μνημεία, έχουμε ήδη πολλά. Θα προσθέσω, όμως, και όλο το ομοιόμορφο στρώμα της ελληνικής πολυκατοικίας που καλύπτει όλο το λεκανοπέδιο. Από δορυφόρο εμφανίζεται σαν γεωλογικός σχηματισμός τεμαχισμένου βράχου.
ΟΧ: Περιγράψτε μου την Αθήνα που θυμάστε ως παδί και έφηβος.
ΧΠ: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μεταξουργείο, δίπλα στην πλατεία, στην οδό Κεραμέων, σε ένα πολύ όμορφο σπίτι που είχε χτίσει ο παππούς μου. Ήταν μια περιοχή πολύ ζωντανή. Εγώ την εβίωσα στην αρχή της παρακμής της, τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Ανάμεσα σε παρηκμασμένα νεοκλασικά και τις λιγοστές Bauhaus μονοκατοικίες, υπήρχαν οίκοι ανοχής. Στο υπόγειο του θεάτρου Περοκέ ήταν η ΧΑΒΑΗ, ένα από τα μεγαλύτερα καμπαρέ της Αθήνας, το οποίο άνοιξε και παράρτημα με τραβεστί απέναντι από το σπίτι μας σκεπάζοντας με στέγη ένα θερινό σινεμά. Στην περιοχή έως την Ομόνοια και το Σινεάκ, στο υπόγειο του Rex στην Πανεπιστημίου, υπήρχαν πλήθος παιδεραστές, που οι μαμάδες μας είχαν αγανακτήσει. Στο καρναβάλι έκαναν παρέλαση οι τραβεστί, ενώ συχνά περνούσαν κοπάδια από γαλοπούλες με τον βοσκό τους και μπορούσες να τις αγοράσεις ζωντανές.
ΟΧ: Και τώρα αγοράζεις ζωντανά πουλερικά σε περιφερόμενα αυτοκίνητα, οι οίκοι ανοχής εξακολουθούν (με τροποποιημένο πελατολόγιο) να υπάρχουν και η περιοχή, παρά την εγκληματικότητα, εξακολουθεί να σφύζει από ζωή. Τι ουσιαστικά άλλαξε;
ΧΠ: Άλλαξε ο κόσμος. Έφυγαν ή έπεσαν και τα τελευταία αστικά σπίτια, και χτίστηκαν ανάμεσα πολλές πολυκατοικίες σκόρπια. Αυτό σημαίνει πλαϊνές όψεις ορατές παντού. Ψηλά και άχαρα κτήρια και στη μέση χαμηλά διατηρητέα σπιτάκια. Ένα χάος στην κλίμακα του ορατού.
ΟΧ: Αν είχατε πολιτικό λόγο στα πράγματα, πώς θα δρούσατε; Και τι είδους αρχιτεκτονική θα μπορούσε να σταθεί στο σημερινό αθηναϊκό τοπίο;
ΧΠ: Θα έφτιαχνα μια λίστα όλων των καλών αρχιτεκτόνων στη χώρα και θα τους ανέθετα τα έργα με συνοπτικές διαδικασίες (αυτό έκανε ο François Barré στη Γαλλία όταν ήταν στο Υπουργείο Πολιτισμού). Ως προς το τι είδους αρχιτεκτονική: την αρχιτεκτονική της εποχής μας. Θα έδινα στην Αθήνα μια σύγχρονη έκφραση μεγαλούπολης. Το Ελληνικό με διεθνή διαγωνισμό, αντίθετα με αυτά που συζητιούνται, θα το πρότεινα ως διεθνές κέντρο εμπορίου με σύγχρονους ουρανοξύστες. Θα καλούσα επίσης για μεμονωμένες παρεμβάσεις μέσα στο κέντρο επιφανείς αλλοδαπούς συναδέλφους. Επιπλέον, θα σκεφτόμουν σοβαρά τη γήρανση των πολυκατοικιών του κέντρου και θα παρενέβαινα με συνεννοήσεις αναπλάσεις κ.λπ. καθόλο το ύψος και φάρδος των οικοδομικών τετραγώνων, με εσωτερικούς δρόμους και στοές σε όλους τους ορόφους και εναέρια περάσματα. Μέσα θα στεγάζονταν όλες οι χρήσεις, θα έδινα και δύο ορόφους ακόμα ύψος, κυρίως στο κέντρο, όπου με ελαφριές κατασκευές θα αναζωογονούσα μια τάση που είναι αυτοδημιούργητη στην Αθήνα: «το αυθαίρετο χωριό» που υπάρχει στις ταράτσες των πολυκατοικιών. Θα μετατρεπόταν σε νόμιμες κατοικίες υψηλής αρχιτεκτονικής. Αυτά και μόνο είναι αρκετά για να γίνει η Αθήνα μια πολύ ελκυστική πόλη. Επιπλέον, δεν θα έλειπαν και οι απαλλοτριώσεις για την αύξηση των πάρκων και των πλατειών.
ΟΧ: Τοπικά μιλώντας παρατηρώ μία επιμονή σε συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα επιφανών Ελλήνων αρχιτεκτόνων. Ποιες αδυναμίες προδίδει τέτοια στάση;
ΧΠ: Η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική υπήρχε τη δεκαετία του ’60. Είχαμε αρχιτεκτονική τότε: Ζενέτος, Κραντονέλλης, Κωνσταντινίδης, Πικιώνης, και άλλοι. Τα πράγματα χάλασαν μετά τη μεταπολίτευση. Η αριστερή αστική διανόηση ήταν αυτή που έφερε τη νοσταλγία στην παράδοση και γέμισε το ελληνικό τοπίο με την κακή αρχιτεκτονική της ρέπλικας. Επίσης, η στάση της μεταπολίτευσης με την ανώτατη εκπαίδευση έφερε το σημερινό τέλμα.
ΟΧ: Και τώρα;
ΧΠ: Δυστυχώς το επάγγελμα έχει ξεπέσει. Έχουμε καλούς αρχιτέκτονες αλλά η πλειοψηφία του χτισμένου όγκου τα τελευταία χρόνια σχεδιάζεται χωρίς φιλοδοξία έργου.
ΟΧ: Σε αυτό το χτισμένο όγκο, όπως λέτε, η αρχιτεκτονική παρέμβαση του Calatrava μού φαίνεται πέρα για πέρα ξέχωρη από το τοπίο της πόλης.
ΧΠ: Ο Calatrava δεν είναι ασύμβατος με το «μπάχαλο» της υπόλοιπης Αθήνας. Δεν είναι απο τους αρχιτέκτονες που θαυμάζω, αλλά κατά μία έννοια ενσωματώνεται σε αυτό το ανάγλυφο του λεκανοπεδίου. Η δομή της πόλης και η κουλτούρα της επιτρέπουν σχεδόν τα πάντα.
ΟΧ: Η 3η Biennale της Αθήνας, στην οποία συμμετέχετε, αντιμετωπίζει αρκετά δυναμικά το ζήτημα της ταυτότητας και παίρνει θέση αναφορικά με το πώς μπορούμε να συνομιλήσουμε με το παρελθόν. Ίδια ζητήματα, ωστόσο, αφορούν και την αρχιτεκτονική.
ΧΠ: Η αριστερή διανόηση της μεταπολίτευσης μαζί και η δεξιά με τη στάση τους, στάθηκαν ανάχωμα στη μετεξέλιξη του μοντέρνου. Υποβάθμισαν την ποιότητα των σπουδών, δηλαδή της παιδείας, και μην ξεχνάμε πως η χώρα δεν πέρασε από τον Διαφωτισμό. Τον μοντερνισμό του ’60 τον είχε δημιουργήσει η αστική τάξη, οι αστοί προαποφάσιζαν έχοντας δει και ακούσει, ανέθεταν στον Κωνσταντινίδη να κάνει σχεδόν όλα τα Ξενία του ΕΟΤ. Ο Ζενέτος δούλευε για την αστική τάξη, η οποία του παράγγελνε, εν γνώσει της, πρωτοποριακά έργα. Δεν συμβαίνει σήμερα το ίδιο. Όλες οι τάξεις παρήκμασαν πολιτισμικά. Δεν γνωρίζω εάν αυτό σημαίνει κάτι. Είμαστε μέσα στη ροή του χρόνου, το παρελθόν μάς διδάσκει, αλλά στους μονόδρομους αναδεικνύεται το που μας οδηγεί η έλλειψη του πολιτισμικού παράγοντα. Ό,τι παραλείψαμε μας στιγματίζει, δεν μας απελευθερώνει ούτε ανοίγει πιο δημιουργικούς δρόμους. Αυτό ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Οι παραλείψεις μας είναι στην ουσία η αληθινή μας ταυτότητα. Πάντως, για να μην παρεξηγηθώ, εγώ είμαι εναντίον κάθε είδους ταυτότητας και κυρίως της αρχαιοελληνικής.
ΟΧ: Ποιες είναι οι παραλήψεις μας;
ΧΠ: Η μεγάλη παράληψη είναι ότι με τη δολοφονία του Καποδίστρια διακόψαμε συμβολικά και τη σχέση μας με τον Διαφωτισμό.
ΟΧ: Θα ήθελα να σταθώ λίγο παραπάνω στη θέση σας «ενάντια σε κάθε είδους ταυτότητα». Συνάδει, φαντάζομαι, με μία λογική ευρύτερα αντίθετη προς κάθε τύπου επιστημολογικές κατηγοριοποιήσεις (gender studies, φεμινισμός κ.ά.). Σκέφτομαι πόσο περιοριστικά είναι αυτά τα σχήματα για την κριτική μας απόδοση στην τέχνη, στη θεωρία, παντού.
ΧΠ: Η σύνθεση είναι στην αρχιτεκτονική ο τρόπος για να εκφραστεί ο χώρος μέσα από τις λειτουργίες του. Οι λειτουργίες είναι αναγκασμένες να έχουν ταυτότητα, π.χ. τουαλέτα, κουζίνα, λειτουργίες που δεν αλλάζουν δομικά. Η αναζήτηση ταυτότητας είναι μια άκρως δεξιά υπόθεση. Προέρχεται απο τον φόβο του «άλλου» τονίζοντας μια ετερότητα που σε ένα σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο αυτή η αντίσταση προσλαμβάνεται περισσότερο σαν ένας φοβικός συντηρητισμός. Δεν προβάλλω καμία ταυτότητα (εκτός της αστυνομικής) σημαίνει είμαι ανοικτός στην παιδεία του άλλου και αναλύω ενσωματώνοντας τα στοιχεία που με ενδιαφέρουν. Συμμετέχω στην παγκόσμια παιδεία και διάλογο. Δεν κάνω έργα για την περιφέρειά μου αλλά συμμετέχω με τις δυνάμεις μου σ’ έναν παγκόσμιο δημιουργικό διάλογο και η ταυτότητά μου θα φανεί μέσα από την εκφορά του λόγου μου. Κοιτάξτε το έργο μου στην 3η Biennale της Αθήνας. Χρειάζεται ταυτότητα για να γίνει αντιληπτός ο τρόπος προσέγγισης;
ΟΧ: Πολύ συχνά βλέπω έργα Ελλήνων καλλιτεχνών (και όχι μόνο) που αδυνατούν να αναμετρηθούν εκτός του βιωματικού τους πλαισίου. Μπορεί πραγματικά να αποφύγει το έργο να αναμετρηθεί με τις μεγάλες αφηγήσεις και τα ζητήματα της ιστορίας της τέχνης;
ΧΠ: Στην Ελλάδα μπορεί ακόμα να επιβιώνει ένα είδος τέχνης, εφόσον σερβίρεται ως «δική μας Ιστορία» ακόμα στην αγορά. Υπάρχουν, βέβαια, οι λιγοστές εξαιρέσεις που ασφυκτιούν. Πάντως η απόστασή μας από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, το τονίζω και πάλι, δεν απελευθέρωσε πνευματικές δυνάμεις που να έχουν την αντοχή σε θεωρητικό επίπεδο να οδηγήσουν το άρμα της διεθνούς πρωτοπορίας. Οι νέες αναζητήσεις είναι αποτέλεσμα εντρύφυσης στα προβλήματα που θέτει στην πρωτοπορία ο σύγχρονος προβληματισμός και οι θεωρίες. Το πολιτισμικό επίπεδο δημιουργεί από μόνο του τις ανάγκες για πρωτοπορία. Στην Ελλάδα, παρόλο που υπάρχει κίνηση, φαίνεται ότι δεν έχουμε χωνέψει αρκετά τον δυτικό πολιτισμό. Χρειάζεται αυτό το χώνεμα για να δημιουργηθεί η ανάγκη του έργου.
ΟΧ: Δεδομένων των προβληματικών που θίξαμε — το ζήτημα ταυτότητας και της ασυνέχειας — καθώς και της ελλειπούς παιδείας, αναρωτιέμαι ποιο το διακύβευμα των Ελλήνων καλλιτεχνών. Τι θα προτρέπατε τους φοιτητές της Καλών Τεχνών;
ΧΠ: Να διαβάσουν σωστά και να προβληματιστούν για τις αιτίες που δημιούργησαν τα κινήματα. Από ποια ανάγκη προήλθαν οι αλλαγές και μετά να εντάξουν τις αναζητήσεις τους στο παγκόσμιο πλαίσιο δίνοντας τη δική τους ελληνική ουσία. Όχι ταυτότητα, αλλά μια ουσιαστική γλωσσική παρουσία. Θέλει, επίσης, βαθιά γνώση για την οποία δεν χρειάζεται κάποια σχολή για να αποκτηθεί. Σ’ αυτό πάντως που θα τους προέτρεπα, είναι να φύγουν για λίγο από την Ελλάδα. Να κάνουν ένα μεταπτυχιακό και να ζήσουν λίγα χρόνια κοντά στις σύγχρονες θεωρίες και σκέψη, ως Έλληνες πολίτες του κόσμου.
Ο Χρήστος Παπούλιας (γεν. 1953) είναι αρχιτέκτων. Η συνέντευξη έγινε με αφορμή τη συμμετοχή του στην 3η Biennale της Αθήνας Μονόδρομος.