Αura: Presence/without*_Manual
Έσθερ Λέμη
«Στο μίσος μετέχω μπαίνοντας οπουδήποτε: στα πλοία στ’ αεροπλάνα στα καταστήματα. Στο μίσος μετέχω μπαίνοντας πριν απ’ όλα στα λεωφορεία.»
— Νίκος Καρούζος, Ένα ξόρκι που λέγεται φωναχτά [i]
Ο φόβος, λέει ο Dostojevski στους Δαιμονισμένους, είναι μια πέτρα πάνω από το κεφάλι μας η οποία μπορεί να μη μας πλακώσει και ποτέ. [ii] Ψάχνω να βρω αντίστοιχες εικόνες: τα λερωμένα πιάτα ενός δείπνου στην απεικόνισή τους, με μια πέρδικα να περιδιαβαίνει ανάμεσά τους. Ολόκληρη η κατηγορία τέτοιων έργων αγνοώ αν μου προκαλούσε δέος πριν μάθω να τα καταχωρώ στις νεκρές φύσεις.
Φρούτα, ποτήρια, αντικείμενα. Αυτό που βλέπω σε έναν τέτοιο πίνακα είναι τόσο ευχάριστο, αισθητικά ευχάριστο, σε έναν ευθύγραμμο άξονα με το βλέμμα. Ο κάθετος άξονας, όμως, βαραίνει από έναν φόβο ανυπέρβλητο. Όσο και να κινηθώ προς τα μπροστά, πίσω, πλάι, το βάρος μου με καθηλώνει σε ένα απειλητικό ταβάνι.
Το προφανές τραγικό είναι μάλλον περιττό. Αυτός που αισθάνεται το τέλος του κόσμου να πλησιάζει θα ραγίσει στη θέα ενός ζωγραφισμένου άδειου πιάτου, ακινητοποιημένου στον χρόνο, σαν ένα θραύσμα από τη ζωή κάποιου άλλου το οποίο όμως εισβάλλει στη μνήμη ως εικόνα και καταχωρείται όπου βρει. Αυτό το άδειο πιάτο από το φαγητό που δε δοκιμάσαμε, μας αφήνει χορτάτους.
Δε γνωρίζω τι ακριβώς είναι η πραγματικότητα, ταυτίζεται όμως με το [εδώ και τώρα] και η τέχνη μοιάζει να την αντιγράφει. Ίσως αυτή η ακινησία που επιτυγχάνει η τέχνη να μας βάζει απο απόσταση για λίγο να σταθούμε σε ένα επινοημένο γεγονός, μήπως διαχωρίσουμε το ίδιο το γεγονός από τον φόβο. Αφήνοντας την πραγματικότητα στο κατώφλι, μπορούμε να επιστρέψουμε αισθανόμενοι για λίγο νικητές, να φάμε ένα πραγματικό δείπνο και να πλύνουμε έπειτα τα πιάτα μας με την απόλαυση ότι αυτό είναι ένα δώρο. Τα καθαρά πιάτα και η αξία της ζωής επίσης. Ο πίνακας με τα λερωμένα πιάτα είναι ένα παράθυρο στη συνείδησή μας, μπορεί να κρέμεται πάνω από το κανονικό τραπέζι και να μη μας κόβει ποτέ την όρεξη.
Ο δάσκαλος Vladimir Gelvan λέει στους μαθητές του: Η τέχνη του χορού είναι η τέχνη της ισορροπίας. Η πρώτη και ανεκπλήρωτη επιθυμία του ανθρώπου να ξεφύγει από τη βαρύτητα, συνδέεται με το χορό. Κι έτσι, αυτά τα υπέροχα πλάσματα που στέκονται για κάποια δευτερόλεπτα με ένα Grand Jeté στον αέρα, ή στριφογυρίζουν με χάρη, κερδίζουν για λίγο το στοίχημα και επιστρέφουν ανάλαφρα στο έδαφος. Οι θεατές καθηλωμένοι στις καρέκλες τους ζητούν λίγη ακόμα φαντασμαγορία, το δικό τους βάρος όμως είναι καθηλωμένο στην καρέκλα. Στην καθημερινότητά μας, αν είμαστε τυχεροί, θα αντιγράψουμε λίγη από αυτή την ελαφρύτητα, αν δεν ξεχαστούμε από τον εγκλωβισμό στα έπιπλα που καθορίζουν την κίνησή μας στον χώρο: 1. θα περάσεις τον διάδρομο·2. θα χαιρετήσεις· 3. θα καθήσεις στην καρέκλα· 4. θα επιστρέψεις με τον ίδιο τρόπο μέχρι τον ανελκυστήρα που θα σε μεταφέρει· 5. ασφαλή στο ισόγειο.
Η παραπάνω περιγραφή έχει τουλάχιστον πέντε στάσιμα. Η ομορφιά του χορού, με την έννοια της ισορροπίας, σχετίζεται με τη συνέχεια της κίνησης, την ταχύτητα μεταφοράς του στόχου στον επόμενο. Τα σώματα που χορεύουν δεν έχουν στάσιμο. Αυτό είναι το μέγιστο πέταγμα που μπορεί ο άνθρωπος, και για το λόγο αυτό μια τέτοια συνείδηση στο σώμα συνδέεται με την κατάφαση για ζωή.
Τα μωρά έχουν μια τέτοια έμφυτη ικανότητα. Στην προσπάθειά τους να περπατήσουν κατρακυλούν, ξανασηκώνονται, βρίσκουν ευφάνταστους τρόπους να προσεγγίσουν τον στόχο τους. Κάποια στιγμή, βέβαια, έρχεται το πρώτο στάσιμο, η κίνηση που δεν πρέπει να επαναληφθεί δημιουργεί το πρώτο εδώ και μετά ένα άλλο εδώ, αυτό της σωστής κίνησης, χτίζεται με την υπενθύμιση σε εκείνο το βαρύ ταβάνι του φόβου, της λάθος κίνησης. Όταν θα την ξανασυναντήσουμε, ή στην ιδέα της, θα μαρμαρώσουμε.
Σε αυτό το εφιαλτικό παρόν είχαν ίσως οι αρχαίοι Έλληνες εφεύρει μια κάποια λύση, προφανώς δεν τους απασχολούσε το εδώ. Ψάχνοντας να βρω αντιστοίχιση στη φράση «τώρα είσαι εδώ» είχα τις δύο επιλογές, του «ὧδε», το οποίο κατανοώ ως ένα βέλος από το σημείο που βρίσκομαι τώρα και συνεχίζει, και το «ἐνθάδε», που είναι ένα κατακόρυφο βέλος που σκάβει τον άξονα του βάρους μου ως το χώμα. Στην ελληνική σκέψη δεν υπήρχε εδώ. Δεν είχε οριστεί.
Τα «ὧδε» και «ἐνθάδε» τα καταλαβαίνω στη μουσική και τον θόρυβο. Η απόλυτη ισορροπία όλων των σημείων (=θόρυβος) φαίνεται όμως να απλώνει τον φόβο πάνω από τα κεφάλια των ακροατών, ενώ η συνεχής κύλιση του αρχικού σημείου (=μουσική) δημιουργεί μια ευφορία. Οι καλλιεργημένοι προφανώς αντικαθιστούν τον φόβο με την ευχαρίστηση να κάνεις τον φόβο φίλο σου και να κατανοείς την αρχιτεκτονική δομή ενός άδειου χώρου. Ίσως τελικά, αυτοί που κάνουν τον θόρυβο φίλο τους να διασπούν τον φόβο σε μικρά κομμάτια και να τον απλώνουν στο δωμάτιο, ίσως να δημιουργούν κι αυτοί μικρά θραύσματα και να αποφορτίζουν έτσι τον μεγάλο φόβο.
H προοπτική της συνέχειας δημιουργείται από μια κοινή ευφυία την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «κοινή λογική». Kάτι που στην ουσία δεν υφίσταται ή είναι τόσο φευγαλέα μιας και τροφοδοτείται από έναν συνεχή επαναπροσδιορισμό. Τα παράγωγα της τέχνης αποτελούν καθρέφτες ενός τέτοιου ανοιχτού πεδίου. Κοιτάζοντας μέσα από αυτά αναγνωρίζουμε κάτι κοινό, προσωπικό, αυτονόητο και καμιά φορά, αν είμαστε τυχεροί, μεγαλειώδες. Τα έργα αυτά αποτελούν αποθήκες μνήμης, και κερδίζουν κάθε φορά που ένας ταλαντούχος θεατής μπορεί να αποδώσει σε αυτά μια σημασία. Ο Klee έγραψε στις σημειώσεις του ότι αυτό που μας συγκλονίζει δεν είναι ποτέ μεγαλειώδες, και θα συμφωνήσω. Είναι πάντοτε οικείο. Ο θεατής ο οποίος αναγνωρίζει στο έργο μια συνέχεια, έχει επιτύχει τη δημιουργία ενός αυτονόητου σε ένα βεβαρημένο σύνολο. Μπορεί να επιδράσει χωρίς να σταθεί ή να καταστρέψει.
Τα διαδραστικά έργα τολμούν, μετά από μια εποχή στατικού συναρπαστικού θεάματος, μια τέτοια σύνδεση, στρέφουν το βλέμμα προς εμάς και τις πόλεις που κατασκευάσαμε, αναζητώντας το αυτονόητο στην κίνηση, τον διάλογο, τη συμπεριφορά.
[i] Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα Α’ (1961–1978), εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1993.
[ii] «Φανταστείτε μια πέτρα, μεγάλη όσο ένα εξαώροφο σπίτι. Υποθέσατε πως κρέμεται από πάνω σας. Αν πέσει στο κεφάλι σας θα πονέσετε;» «Μια πέτρα μεγάλη σα σπίτι; Βέβαια, είναι τρομαχτικό.» «Δε σας λέω για τον τρόμο. Ερωτώ αν θα πονέσετε.» «Να μου ρθει μια πέτρα που θα ναι βουνό ολόκληρο, που θα ζυγίζει χιλιάδες οκάδες; Φυσικά δε θα πονέσω.» «Εφόσο όμως θα μείνει κρεμασμένη από πάνω σας, θα φοβόσαστε μήπως πονέσετε. Κανείς, όσο σοφός και να ναι δε θα μπορέσει ν’ αποφύγει αυτήν την εντύπωση. Όλοι θα το ξέρουν ότι με το πέσιμο της πέτρας δε θα πονέσουν καθόλου, κι όλοι θα το φοβούνται αυτό το πέσιμο και θα χουν την εντύπωση πως θα πονέσουν τρομερά».
— Fjodor Michajlovic Dostojevski, Οι δαιμονισμένοι, μτφρ. Σωτήρης Πατατζής, εκδ. Δελήχρυσο, σ. 95.