ΜΠΟΥΜ
Μαρία Α. Ιωάννου
ν
ε
ρ
ό
του φάνηκε πως είδε να λαμπυρίζει σε μια λακκούβα καθώς περπατούσαν, σταγόνες τουλάχιστον. Οι πατούσες του αφεντικού του γδαρμένες απ’ το χώμα, τις πέτρες τις αιχμηρές και την κάψα της στάχτης είχαν ήδη παραμορφωθεί. Τον είδε να τις τυλίγει με βρομερά πανιά που έβρισκε μέσα σε πυρπολημένους κάδους, μα και πάλι το αίμα έβρισκε τον δρόμο να τρέξει κι αυτό όπως κι ο ιδρώτας, γοργά και λαίμαργα. Το ζώο που έσερναν πίσω τους με το σκοινί δεν είχε όψη, τα όρνια της περιοχής του είχαν φάει όλα του τα χαρακτηριστικά, μαζί και τα σπλάχνα. Τυχεροί ήταν όμως που το βρήκαν, πολύ τυχεροί. Τουλάχιστον το αφεντικό θα είχε φαγητό για μέρες.
Αυτό δεν έτρωγε.
Τι να φάει άλλωστε αφού στομάχι δεν είχε. Μόνο παρακολουθούσε από ψηλά τη διαδρομή τους, άλλαζε θέση στριφογυρίζοντας για να ξεκουράσει το μέτωπο του αφεντικού ή έπεφτε χοροπηδώντας στο χώμα για να σκύψει κι αυτός λίγο και να ξεμουδιάσει ξαναφορώντας το. Ανθρώπους είχαν πολύ καιρό να δουν. Μπορεί να έβλεπαν πατημασιές και αποφάγια μα ανθρώπους πουθενά. Οι άνθρωποι κρύβονταν ο ένας απ’ τον άλλο, φοβούμενοι τη σταδιακή μετατροπή τους σε κανίβαλους λόγω έλλειψης φαγητού. Το αφεντικό έκρυβε κάποτε κανένα σκοτωμένο πουλί ή κανένα φρούτο μέσα σ’ αυτό, ώστε σε περίπτωση που συναντήσουν κάποιον στο δρόμο να μην κινδυνέψουν. Σίγουρα όμως οι δικές του πιθανότητες επιβίωσης ήταν πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι του αφεντικού. Δεν είχε καρδιά, δεν είχε ζωτικά όργανα, ούτε νερό, ούτε φαΐ, ούτε αέρα χρειαζόταν για να επιβιώσει. Θα έλεγε κανείς πως η νέα έρημος που είχε σκεπάσει την πόλη του ταίριαζε γάντι, το είχε μετατρέψει σε είδος πολυτελείας, αφού ο ήλιος μάστιζε τους ανθρώπους και τα δέντρα είχαν όλα καεί. Ήταν φτιαγμένο από ψάθα πολύ καλής ποιότητας και τότε που ζούσε σε πολυκαταστήματα και μοδάτες μπουτίκ κόστιζε αρκετά ακριβά λόγω της χειροποίητης του φύσης. Οι ίνες του ήταν πλεγμένες στο χέρι από έμπειρους μάστορες και αν και ψάθινο, κάτω απ’ τον ήλιο έλαμπε σαν χρυσός. Τα λιγοστά σπουργίτια ξεκουράζονταν κάπου κάπου στην κορυφή του, χτυπώντας ρυθμικά με το ράμφος τους τις άκρες του. Κάποιες φορές φιλοξενούσε και κανένα ζωύφιο ανάμεσα στα κενά που δημιουργούσαν οι κόμποι του, ενώ το αφεντικό με υπομονή και επιμονή συνέχιζε τη διαδρομή του, ψάχνοντας κι αυτός τη δική του όαση. Παρά όμως τις έρευνες τους τίποτα δεν έβρισκαν κι έτσι αναγκάζονταν να επιστρέψουν σπίτι, μην τους καταπιεί το σκοτάδι.
Σπίτι αποκαλούσαν ένα παλιό κοντέινερ, το αφεντικό κοιμόταν στην άκρη που ήταν πιο δροσερά κι αυτό πλάι του, έτοιμο για χρήση το επόμενο πρωί. Αν και ψάθινο τα όνειρα που έβλεπε ήταν ατσάλινα και εφιαλτικά. Η μεγάλη έκρηξη, τα διαμελισμένα σώματα, η στάχτη που σκέπασε όλη την περιοχή, η σταδιακή μόλυνση του νερού, ο θρήνος των ανθρώπων που έχασαν πρόσωπα αγαπημένα και η εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας για δικαίωση.
Μετά το ΜΠΟΥΜ τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο.
Συνέχισαν οι άνθρωποι να ζουν στα σπίτια και τις πόλεις τους αλλά κάτι μέσα τους είχε αλλάξει, λες κι όλοι απέκτησαν μια φλόγα μέσα στα σωθικά τους, μια φλόγα που είχε κι αυτή εκσφενδονιστεί μαζί με τα κομμάτια από σάρκα και μέταλλο, μια φλόγα που ξεκίνησε να καίει σαν ελπίδα μα που σταδιακά τους έκαψε όλους, έναν έναν.
Τσουλώντας τον εαυτό του προς την παλάμη του αφεντικού προσπαθούσε να τον ξυπνήσει μπας και δει απ’ την τρύπα του κοντέινερ τ’ αστέρια και τον ουρανό. Τ’ αφεντικό δεν αντιδρούσε κι αυτό φανταζόταν τον εαυτό του να πετά στον νυχτερινό ουρανό και να αποφεύγει με χάρη σαν φρίσμπυ τ’ αστέρια και τους κομήτες. Μέσα από αυτό το ταξίδι της φαντασίας του συναντούσε και τα αντικείμενα Μεσιέ του σύμπαντος, αντικείμενα που ανακάλυψε κάποτε ο Γάλλος αστρονόμος Σαρλ Μεσιέ, αντικείμενα που δεν ήταν κομήτες αλλά διαφορετικά στοιχεία του σύμπαντος, μυστηριώδη, μαγευτικά. Κάποιες φορές ένωνε τ’ αστέρια μεταξύ τους με τη σκέψη του για να σχηματίσει αντικείμενα που του έμοιαζαν — στρογγυλά, ψηλά, επίσημα, πρόχειρα, χειμερινά, καλοκαιρινά, με κορδέλες, χωρίς κορδέλες, με λουλούδια, με φτερά, χωρίς, πολύχρωμα, μονόχρωμα. Ήθελε πραγματικά να πετάξει μακριά με τη βοήθεια του ανέμου, μα δεν το έκανε η καρδιά του να αφήσει το αφεντικό. Χωρίς την προστατευτική του φύση θα καιγόταν απ’ τον ήλιο, μπορεί και να πέθαινε σα ζώο. Δεν μπορούσε να του το κάνει αυτό. Στ’ αλήθεια δε μπορούσε με τίποτα να τον εγκαταλείψει μέσα σ' αυτήν την άγονη ερημιά που κάποιοι ακόμη αποκαλούσαν κόσμο.
Κι εξάλλου, ένα αντικείμενο ήταν.
Ένα ταπεινό, ψάθινο καπέλο που του άρεσε να γράφει σκόρπιες λέξεις στο χώμα και τον ουρανό. Γιατί και αυτό κάπου εκεί στο ενδιάμεσο ζούσε.
α
έ ρ
α
ς
έμπαινε τα βράδια απ’ την τρύπα του κοντέινερ. Τον έκρυβε σε δόσεις μέσα στους κόμπους του, τον κρατούσε για το αφεντικό.
Αυτό δεν χρειαζόταν τ’ οξυγόνο.
Ανάπνεε τα βράδια με την σκέψη του κι αυτό του ήταν αρκετό.
Η Μαρία Α. Ιωάννου γεννήθηκε το 1982 στη Λεμεσό. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2011 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με διηγήματα (Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα). Η ιστορία ΜΠΟΥΜ είναι εμπνευσμένη από την έκρηξη του Ιουλίου στο Μαρί της Κύπρου.