Samuel Beckett: Πρώτος έρωτας
Θάνος Σταθόπουλος


Ο Πρώτος Έρωτας του Samuel Beckett υπήρξε ένα κείμενο αποκαλυπτικό, από πολλές απόψεις στη ζωή μου (1988), και αποτέλεσε, 10 χρόνια αργότερα, το έναυσμα για να γράψω το βιβλίο μου Playback (2003). Το καλοκαίρι του 2002, πριν ακόμη εκδοθεί το Playback, επιχείρησα, κατά κάποιον τρόπο ως παραγγελία, μία συρραφή αποσπασμάτων του Πρώτου έρωτα για τη μεταφορά του στο θέατρο (Πρώτος έρωτας playback, σκηνοθεσία: Εμμανουήλ Κουτσουρέλης, Θέατρο Χώρα, 2004), στην οποία συγχρόνως ενσωμάτωσα κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο μου. Χρησιμοποίησα δύο διαφορετικές μεταφράσεις (Πρώτος Έρωτας, μτφρ: Αχιλλέας Αλεξάνδρου, Άγρα, 1988, και «Πρώτη αγάπη», στο: Samuel Beckett: Πρόζες 1945–1980, μτφρ: Εριφύλη Μαρωνίτη, Πατάκης, 1998), επιλέγοντας ό,τι μου άρεσε περισσότερο από τη μία και την άλλη. Επρόκειτο ασφαλώς για δύο διαφορετικές μεταφραστικές προσεγγίσεις. Έτσι, το κείμενο που προέκυψε, ένα μεταφραστικό και συγγραφικό υβρίδιο, ένα remix, δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα μιας αυθαιρεσίας. Αν και από μια πρώτη άποψη το εγχείρημα φαντάζει σκανδαλώδες, εντούτοις κάτω από τον όρο «μεταφορά» δεν μπορεί παρά να εννοηθεί μια ανάγνωση. Στο βαθμό που η ανάγνωση αποτελεί επίσης ένα είδος σκανδάλου και, πάντως, εφάμιλλου αυτού της γραφής, υποβάλλει την έννοια της μεταφοράς: την οικειοποίηση ενός κειμένου ως δεξίωση του άλλου, που προσδιορίζει την ταυτότητα, σημαίνοντας το θέμα και το σχήμα της ετερότητας.


Είχα ξεκινήσει το πρωί και τώρα έκοβα δρόμο μέσα απ’ το δάσος. Ο ουρανός εξακολουθούσε να είναι καθαρός — που και που κάποια σύννεφα περνούσαν πάνω απ’ το κεφάλι μου προμηνύοντας ίσως βροχή, αλλά οπωσδήποτε όχι καταιγίδα. Τα πουλιά πετούσαν χαμηλά κι άφηναν στο πέταγμά τους μερικά φτερά. Από τα φύλλα ερχόταν δροσιά. Άκουγα το τιτίβισμα των πουλιών όταν πέρασα το μονοπάτι και μπήκα στη χαράδρα. Το απόγευμα έφθασα στο σημείο. Δεν κατάλαβα αμέσως ότι είχα φθάσει. Τα δέντρα ήταν ψηλά. Ένα πυκνό σύννεφο καπνού ανέβαινε στον ουρανό. Αισθάνθηκα μια ξαφνική αδιαθεσία (ή μάλλον όχι και τόσο ξαφνική, αφού από καιρό δεν αισθανόμουν καλά), αλλά σε λίγο αισθάνθηκα καλύτερα.

Έβγαλα τα παπούτσια μου και ξάπλωσα στο χορτάρι. Το κεφάλι μου ακουμπούσε σε μια πέτρα. Είδα από κάτω ό,τι μπορεί να δει κανείς όταν αρχίσει να νυχτώνει. Δεν ξέρω πότε ακριβώς σηκώθηκα. Θα πρέπει να είχα κοιμηθεί. Το κεφάλι μου ήταν ακόμη στη θέση του, αλλά φαντάζομαι ότι τα μάτια μου ήταν σαν σαλιγκάρια. Δεν είχα την αίσθηση ότι έχω κοιμηθεί. Ίσως είχαν περάσει μερικά λεπτά ή μία ώρα. Αν καταλάβαινα καλά, υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα. Ας πούμε σαν κάτι να είχε αλλάξει την τύχη της μέρας ή την πυκνότητα της μάζας.

Συνδέω, σωστά ή λάθος, τον γάμο μου με τον θάνατο του πατέρα μου, μέσα στον χρόνο. Το να υπάρχουν κι άλλοι δεσμοί, σε άλλα επίπεδα, που να συνδέουν αυτές τις δύο υποθέσεις, είναι πιθανόν.

Πήγα, δεν είναι πολύς καιρός, στον τάφο του πατέρα μου και αντέγραψα την ημερομηνία του θανάτου του, της γέννησής του δεν με ενδιέφερε εκείνη τη μέρα. Έφυγα το πρωί και γύρισα το βράδυ, έχοντας κολατσίσει στο νεκροταφείο. Αλλά μερικές μέρες αργότερα, θέλοντας να μάθω πόσων χρόνων πέθανε, αναγκάστηκα να ξαναγυρίσω στον τάφο του για να αντιγράψω την ημερομηνία της γέννησής του. Αυτές τις δύο ημερομηνίες τις έχω σημειώσει σ’ ένα κομμάτι χαρτί που φυλάω πάνω μου. Είμαι λοιπόν σε θέση να διαβεβαιώσω ότι ήμουν γύρω στα 25 όταν παντρεύτηκα. Γιατί την ημερομηνία της δικής μου γέννησης, δεν την ξέχασα ποτέ, ούτε χρειάστηκε ποτέ να τη σημειώσω, παραμένει χαραγμένη στη μνήμη μου, το έτος τουλάχιστον, με αριθμούς που η ζωή θα ζοριστεί πολύ να τους σβήσει. Θυμάμαι ακόμα και τη μέρα, αν προσπαθήσω, και τη γιορτάζω συχνά, με τον τρόπο μου (όχι βεβαίως κάθε φορά, γιατί συμβαίνει συχνά), αλλά πάντως συχνά.

Προσωπικά δεν έχω τίποτα εναντίον των νεκροταφείων, μ’ αρέσει να παίρνω εκεί τον αέρα μου, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι μου αρέσει αλλού, όταν είμαι αναγκασμένος να βγω. Η μυρωδιά των πτωμάτων, που ξεχωρίζω καθαρά κάτω απ’ τα χόρτα και το χώμα, δεν μου είναι δυσάρεστη, ίσως πολύ γλυκερή, αλλά την προτιμώ από τη μυρωδιά των ζωντανών, της μασχάλης τους, των ποδιών, του κώλου, τη μυρωδιά της άπλυτης πόσθης και των ξεστρατισμένων ωαρίων. Κι όταν συμβάλλει, έστω και λίγο, το λείψανο του πατέρα μου, δε θέλει πολύ να μου ’ρθουν δάκρυα στα μάτια. ΄Όσο και αν πλένονται οι ζωντανοί, βρωμούν. Το σάντουιτς, την μπανάνα μου, τα τρώω με μεγαλύτερη όρεξη όταν κάθομαι πάνω σ’ έναν τάφο, κι αν μου ’ρθει όρεξη να κατουρήσω, και μου ’ρχεται συχνά, έχω να διαλέξω. Κι έπειτα, με λίγη τύχη, μπορεί να πέσεις πάνω σε μια πραγματική κηδεία, με ζωντανούς που θρηνούν, και μερικές φορές μια χήρα που θέλει να πέσει μέσα στο λάκκο.

Σήμερα κούρδισα το ρολόι. Είχε σταματήσει και τέλος πάντων άρχισε να με πειράζει. Είναι ένα ξυπνητήρι — το έχω σχεδόν είκοσι χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι σπανίως το χρησιμοποιώ ως ξυπνητήρι, αφού έχω την έξη να ξυπνώ πολύ νωρίς, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει λόγος — ίσως το αγόρασα επειδή έπρεπε ν’ αγοράσω κάτι. Όλες αυτές τις μέρες δεν χτυπούσε — το έβλεπα (μάλλον δεν το άκουγα πια) κι έλεγα ότι πρέπει να το κουρδίσω. Δεν ξέρω πόσες φορές έχει σταματήσει (όχι πάντα επειδή αμελούσα να το κουρδίσω), αλλά σήμερα απλώς το κούρδισα και δούλεψε.

Όταν πέθανε ο πατέρας μου υποχρεώθηκα να φύγω απ’ το σπίτι. Αυτός ήταν που ήθελε να μείνω στο σπίτι. Μια μέρα είπε, Αφήστε τον, δεν πειράζει κανέναν. Δεν ήξερε ότι άκουγα. Θα το είχε ξαναπεί κι άλλες φορές, αλλά δεν ήμουν εκεί. Δεν με άφησαν ποτέ να δω τη διαθήκη του, μου είπαν μόνο ότι μου είχε αφήσει κάποιο ποσό. Πίστευα πάντα, και το πιστεύω ακόμη και σήμερα, ότι είχε ζητήσει στη διαθήκη του να μου αφήσουν το δωμάτιο που είχα όσο ζούσε και να μου φέρνουν φαγητό, όπως στο παρελθόν. Δεν αποκλείεται να το έθετε ως όρο και για τα υπόλοιπα. Γιατί θα πρέπει να του άρεσε να με αισθάνεται στο σπίτι, αλλιώς δεν θα είχε αντιταχθεί στο να με πετάξουν έξω. Εκτός κι αν με λυπόταν. Αν και δεν το πιστεύω. Θα ’πρεπε να είχε αφήσει ολόκληρο το σπίτι σ’ εμένα, έτσι θα ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι — θα τους είχα μαζέψει και θα τους έλεγα, Μα μείνετε λοιπόν, εδώ είναι το σπίτι σας. Όσο για τα λεφτά, για να είμαστε δίκαιοι, μου τα έδωσαν αμέσως. Μπορεί να τους ανάγκαζε κι ο νόμος. Τους είπα, Κρατήστε αυτά τα λεφτά κι αφήστε με να μένω εδώ, όπως όταν ζούσε ο μπαμπάς. Θεός σχωρέστον, πρόσθεσα, μήπως και τους συγκινήσω. Αλλά, τίποτα. Τους πρότεινα να δουλεύω κάποιες ώρες κάθε μέρα, για τα μαστορέματα που κάθε σπίτι έχει ανάγκη για να συντηρηθεί, μικροδουλειές που ακόμα χρειάζονται, δεν ξέρω γιατί. Τους πρότεινα μάλιστα ν’ ασχοληθώ με το θερμοκήπιο. Εκεί θα περνούσα ευχάριστα τρεις ή τέσσερις ώρες τη μέρα μέσα στη ζέστη, φροντίζοντας τις ντομάτες, τα γαρίφαλα, τους υάκινθους, τα φυτώρια. Μόνον ο πατέρας κι εγώ καταλαβαίναμε τις ντομάτες μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Μια μέρα, βγαίνοντας από την τουαλέτα, βρήκα το δωμάτιό μου κλειδωμένο και τα ρούχα μου σωρό μπροστά στην πόρτα. Αυτό θα σας δώσει μια ιδέα για το πόσο δυσκοίλιος ήμουν εκείνη την περίοδο. Από άγχος, έχω πλέον πεισθεί. Αλλά και πάλι ήμουν όντως δυσκοίλιος; Θα πρέπει ωστόσο να ήμουν, γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσω ότι καθόμουν με τις ώρες στ’ αποχωρητήρια; Δεν διάβαζα ποτέ, ούτε εκεί ούτε κάπου αλλού, δεν αφηνόμουν σε ονειροπολήσεις ή σκέψεις, κοίταζα αόριστα το ημερολόγιο που ήταν κρεμασμένο σ’ ένα καρφί μπροστά στα μάτια μου, όπου μπορούσες να δεις τη χρωματιστή εικόνα ενός γενειοφόρου νέου άνδρα ανάμεσα σε πρόβατα, αυτός ήταν μάλλον ο Ιησούς, τραβούσα τα κωλομέρια με τα χέρια μου και βογκούσα, ένα! άαχ! δύο! άαχ, με ρυθμό κωπηλάτη, και μόνο μια σκέψη είχα στο μυαλό μου, πότε θα γύριζα στο δωμάτιό μου για να ξαπλώσω. Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν αν όχι δυσκοιλιότητα; Εκτός αν το συγχέω με τη διάρροια. Όλα είναι συγκεχυμένα στο κεφάλι μου, νεκροταφεία και γάμοι και κάθε λογής χεσίματα. Τα ρούχα μου ήταν λίγα, τα είχαν κάνει σωρό στο πάτωμα, μπροστά από την πόρτα — βλέπω ακόμη το μικρό σωρό που σχημάτιζαν μέσα σε μια μικρή εσοχή γεμάτη σκιά που χώριζε το διάδρομο από το δωμάτιό μου. Εκεί έπρεπε ν’ αλλάξω, δηλαδή ν’ αλλάξω τη ρόμπα και τη νυχτικιά μου με τα ρούχα του ταξιδιού, παπούτσια, κάλτσες, παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι, παλτό και καπέλο, αν δεν ξεχνώ κάτι. Εάν είχα βρει ένα δωμάτιο ανοιχτό, θα είχα οχυρωθεί εκεί μέσα, και μόνο με γκάζι θα μ’ έβγαζαν έξω. Ένιωθα το σπίτι γεμάτο ανθρώπους, όπως συνήθως, αλλά δεν έβλεπα κανέναν. Τους φαντάζομαι κλεισμένους στα δωμάτιά τους, με το αυτί στημένο. Κι ύστερα, γρήγορα, στα παράθυρα, κρυμμένοι πίσω απ’ τις κουρτίνες, στο άκουσμα της εξωτερικής πόρτας που έκλεινε πίσω μου. Και μετά οι πόρτες ανοίγουν και βγαίνουν όλοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, και οι φωνές, τα χαμόγελα, τα χέρια, τα κλειδιά στα χέρια, ένα μεγάλο ουφ!, τα παραγγέλματα: εάν αυτό εδώ τότε εκείνο εκεί, αλλά εάν εκείνο εκεί τότε αυτό εδώ, πραγματική γιορτή. Όλα αυτά είναι της φαντασίας μου, φυσικά, αφού δεν ήμουν εκεί. Ίσως τα πράγματα συνέβησαν τελείως διαφορετικά, αλλά τι σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνουν τα πράγματα, απ’ τη στιγμή που συμβαίνουν;

Η μαλακή γραμμή του ορίζοντα — η λίμνη — ένας σωρός από τούβλα — το σπίτι — η γέφυρα — ένα ζευγάρι γαλότσες — ο ασβέστης — η μανιβέλα — το φτυάρι — οι χαμηλοί λόφοι σαν σκίουροι — το βαγόνι — ο χωματόδρομος πίσω απ’ το σπίτι× το σπιτάκι του σκύλου.

Τη γυναίκα με την οποία συνδέθηκα λίγο καιρό μετά την έλεγαν Λουλού. Ή τουλάχιστον έτσι με διαβεβαίωσε η ίδια, δε βλέπω για ποιο λόγο θα μου ’λεγε ψέματα. Ωστόσο, ποτέ κανείς δεν είναι σίγουρος. Τη συνάντησα σ’ ένα παγκάκι — ήμουν ξαπλωμένος, ο καιρός ήταν γλυκός, κοίταζα μέσα από τα γυμνά κλαδιά δύο δέντρων που μπλέκονταν από πάνω μου, ένα κομμάτι έναστρου ουρανού που πήγαινε κι ερχόταν. Κάντε μου θέση, λέει αυτή. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να φύγω, αλλά η κούραση και το γεγονός ότι δεν ήξερα πού να πάω μ’ εμπόδισαν να το κάνω. Μάζεψα λοιπόν λίγο τα πόδια μου και κάθισε. Δεν συνέβη τίποτε άλλο μεταξύ μας, εκείνο το βράδυ, και ύστερα από λίγο έφυγε, χωρίς να μου απευθύνει το λόγο. Ξαναήρθε την επομένη και τη μεθεπομένη και τα πράγματα έγιναν περίπου με τον ίδιο τρόπο. Μπορεί και ν’ ανταλλάξαμε δυο τρεις κουβέντες. Την άλλη μέρα έβρεχε κι αισθάνθηκα ασφαλής. Λάθος μου, πάλι. Τη ρώτησα εάν ήταν μέσα στα σχέδιά της να έρχεται να με ενοχλεί κάθε βράδυ. Σας ενοχλώ; είπε. Μ’ ενοχλείτε, λέω, και δεν μπορώ να ξαπλώσω όταν είστε εδώ. Κι είναι ανάγκη να ξαπλώνετε; είπε. Δεν έχετε παρά να βάλετε τα πόδια σας στα γόνατά μου. Δεν περίμενα να μου το ξαναπεί, ένιωσα κάτω απ’ τις γάμπες μου τα μπούτια της. Άρχισε να μου χαϊδεύει τους αστραγάλους. Εάν την κλωτσούσα στο μουνί, λέω μέσα μου. Μιλάει κανείς για ξάπλωμα στους ανθρώπους κι αυτοί βλέπουν αμέσως ένα απλωμένο σώμα. Το πράγμα που μ’ ενδιέφερε εμένα, και για το οποίο η διάταξη του σαρκίου μου δεν ήταν παρά το πιο μακρινό και μάταιο των αντανακλάσεων, ήταν πώς θα οριζοντιοποιηθεί το πνεύμα, η άμβλυνση του εγώ κι εκείνα τα κατάλοιπα από δηλητηριώδεις μηδαμινότητες που εν ολίγοις ονομάζουμε μη — εγώ ή ακόμα και κόσμο. Αλλά στα εικοσιπέντε του χρόνια, ένας άντρας, καυλώνει ακόμη από μόνος του, κι εγώ δεν αποτελούσα εξαίρεση, εάν μπορεί κανείς να το ονομάσει αυτό καύλωμα. Φυσικά αυτή το κατάλαβε, οι γυναίκες μυρίζονται ένα σηκωμένο πέος από χιλιόμετρα μακριά, και αναρωτιούνται, Πώς μπόρεσε να με δει αυτός από εκεί πέρα; Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν είσαι πλέον ο εαυτός σου, και είναι οδυνηρό να μην είσαι πλέον ο εαυτός σου, ακόμη πιο οδυνηρό από το να είσαι. Γιατί όταν είσαι ο εαυτός σου ξέρεις τι να κάνεις για να είσαι λιγότερο, ενώ όταν δεν είσαι πλέον ο εαυτός σου, γίνεσαι ο οποιοσδήποτε. Για μένα αυτό που ονομάζουμε έρωτα μοιάζει με εξορία, με μια καρτποστάλ απ’ την πατρίδα. Όταν αυτή τελείωσε και ανασυντάχθηκε το είναι μου, κατευνασμένο με τη βοήθεια αυτής της σύντομης νάρκης, βρέθηκα μόνος. Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως τα επινόησα όλα αυτά, μήπως στην πραγματικότητα τα πράγματα συνέβησαν τελείως διαφορετικά, μ’ ένα σχήμα που χρειάστηκε να ξεχάσω.

Χθες άναψα μια μεγάλη λάμπα στο τραπέζι. Την άφησα να καίει ώσπου πήγα να ξαπλώσω. Όταν ξύπνησα δεν ήξερα αν είχε ξημερώσει ή αν ήταν νύχτα ή αν είχα δει ένα όνειρο.

Τελικά της είπα ότι βαρέθηκα. Λοιπόν, δεν θέλετε πια να έρχομαι; λέει. Είναι απίστευτο πώς οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν αυτό που μόλις τους είπες. Της είπα να έρχεται καμιά φορά. Δεν καταλάβαινα τις γυναίκες εκείνη την εποχή. Άλλωστε, εξακολουθώ να μην τις καταλαβαίνω. Όπως και τους άνδρες. Τα ζώα επίσης. Φυσικά ήθελε να μάθει τι εννοούσα με το καμιά φορά, να τι παθαίνεις άμα ανοίγεις το στόμα σου. Μια φορά την εβδομάδα; Κάθε δέκα μέρες; Κάθε δεκαπέντε; Της είπα, πολύ πιο αραιά, να μην έρχεται καθόλου αν γινόταν, και εάν αυτό δεν γινόταν, όσο λιγότερο πιο συχνά. Εξάλλου την επομένη εγκατέλειψα το παγκάκι, όχι εξαιτίας της οφείλω να ομολογήσω, αλλά εξαιτίας του, γιατί το παγκάκι δεν ανταποκρινόταν πλέον στις ανάγκες μου, γιατί τα πρώτα κρύα άρχιζαν να γίνονται αισθητά, κι έπειτα για άλλους λόγους για τους οποίους θα ’ταν βαρετό να μιλάω σε αρχίδια σαν κι εσάς, και κατέφυγα σ’ έναν εγκαταλελειμμένο στάβλο, που είχα επισημάνει στις περιπλανήσεις μου. Μέσα σ’ αυτό το στάβλο, γεμάτο ξερές και κούφιες σβουνιές, για πρώτη φορά στη ζωή μου, θα έλεγα ευχαρίστως και για τελευταία αν είχα αρκετή μορφίνη στα χέρια μου, έπρεπε να παλέψω μ’ ένα αίσθημα που τρύπωνε σιγά-σιγά στο παγωμένο μου μυαλό, κι έπαιρνε, προς μεγάλη μου έκπληξη, το τρομερό όνομα του έρωτα. Την είχα ερωτευθεί, αυτό είναι το όνομα που έδινα, και δίνω αλίμονο πάντα. Δεν είχα με τι να το συγκρίνω, αφού δεν είχα ποτέ ερωτευθεί προηγουμένως, αλλά είχα ακούσει να μιλούν για το πράγμα, φυσικά, στο σπίτι, στο σχολείο, στο μπουρδέλο, στην εκκλησία, κι είχα διαβάσει μυθιστορήματα, σε έξι ή επτά γλώσσες, όπου γινόταν έντονα λόγος. Ήμουν λοιπόν σε θέση να δώσω ένα όνομα σ’ αυτό που μου συνέβαινε, όταν έπιανα τον εαυτό μου ξαφνικά να γράφει το όνομα Λουλού πάνω σε μια ξεραμένη κοπριά ή όταν ξαπλωμένος κάτω απ’ το φεγγάρι, μέσα στη λάσπη, προσπαθούσα να ξεριζώσω τις τσουκνίδες χωρίς να σπάσω το κοτσάνι τους. Οι τσουκνίδες ήταν ψηλές, ξαλάφρωνα όταν τις ξερίζωνα, αν και δεν είναι στη φύση μου να ξεριζώνω τα ζιζάνια, αντιθέτως. Ο έρωτας βγάζει στον άνθρωπο τον χειρότερο εαυτό του, ασυζητητί. Αλλά τι είδους έρωτας ήταν ακριβώς; Ερωτικό πάθος; Δεν θα το ’λεγα. Γιατί αυτός είναι ο σαρκικός έρωτας, έτσι δεν είναι; Ή μήπως το συγχέω με κάποια άλλη παραλλαγή; Υπάρχουν τόσες πολλές, έτσι δεν είναι; Η μία πιο όμορφη απ’ την άλλη. Ο πλατωνικός έρωτας, παραδείγματος χάριν, να μια που μου έρχεται αυτή τη στιγμή. Μήπως την είχα ερωτευθεί πλατωνικά; Δεν θα το ’λεγα. Θα χάραζα τ’ όνομά της πάνω σε μια ξεραμένη κοπριά αν την είχα ερωτευθεί πλατωνικά; Κι επιπλέον με το δάχτυλο που στη συνέχεια το βύζαινα; Σκεφτόμουν τη Λουλού, και εάν αυτό δεν τα λέει όλα, λέει πολλά πάντως. Λουλού, όνομα κι αυτό, το σιχάθηκα, θα της δώσω ένα άλλο, μονοσύλλαβο, Άννα, παραδείγματος χάριν, δεν είναι μονοσύλλαβο, αλλά δεν πειράζει. Λοιπόν σκεφτόμουν την Άννα, εγώ που είχα μάθει να μη σκέφτομαι τίποτα, εκτός από τους πόνους μου και τι έπρεπε να κάνω για να μην πεθάνω απ’ την πείνα, το κρύο ή την ντροπή, αλλά ποτέ και με οποιοδήποτε πρόσχημα τους ζωντανούς.

Άσθμα βάδην γόμα δάσος έρμα ζύμη ήπαρ θήκη ίρις κώλος λύση μύγα νοίκι ξύδι όστια πάγος ρήμα σάκος τούρτα ύφος φόδρα χρόνος ψόφος ώμος.

Τη σκεφτόμουν πολύ, είκοσι, εικοσιπέντε λεπτά, ακόμα και μισή ώρα τη μέρα. Αυτός ήταν μάλλον ο τρόπος μου να ερωτεύομαι. Να συμπεράνω ότι την είχα ερωτευθεί πνευματικά; Δεν θα το ’λεγα. Γιατί εάν την είχα ερωτευθεί μ’ αυτό τον τρόπο θα διασκέδαζα χαράζοντας το όνομά της πάνω σε αναρίθμητα κόπρανα βοδιών; Θα είχα ξεριζώσει με τα ίδια μου τα χέρια τόσες τσουκνίδες; Και θα είχα αισθανθεί κάτω απ’ το κεφάλι μου τα μπούτια της να πάλλουν σαν δύο δαιμονισμένα κούτσουρα; Για να βάλω τέλος λοιπόν, για να προσπαθήσω να βάλω τέλος σ’ αυτή την κατάσταση, ένα βράδυ επέστρεψα στο παγκάκι, την ώρα που συνήθως ερχόταν να με συναντήσει. Δεν ήταν εκεί κι εγώ περίμενα μάταια. Την άλλη μέρα πήγα στο παγκάκι πιο νωρίς, μόλις που είχε αρχίσει να νυχτώνει, αλλά παρ’ όλα αυτά πολύ αργά, γιατί αυτή ήταν κιόλας εκεί. Δεν ένιωσα τίποτα. Τη ρώτησα γιατί με καταδίωκε; Μου απάντησε ότι δεν ήξερε. Την παρακάλεσα να μου πει, τι έβλεπε σ’ εμένα, εάν μπορούσε. Μου απάντησε πως δεν μπορούσε. Φαινόταν ντυμένη ζεστά, τα χέρια της χωμένα σ’ ένα μανσόν. Την έβλεπα, τρόπος του λέγειν, για πρώτη φορά. Ήταν τελείως μαραμένη και ζαρωμένη, το κεφάλι σκυφτό, το μανσόν στην αγκαλιά και τα χέρια μέσα, οι γάμπες σφιγμένες ή μία στην άλλη, οι φτέρνες στον αέρα. Ήταν χωρίς σχήμα, χωρίς ηλικία, σχεδόν χωρίς ζωή, θα μπορούσε να ήταν μια γριά ή ένα κοριτσάκι. Κι ο τρόπος που έλεγε δεν ξέρω, δεν μπορώ. Για μένα ήρθατε; λέω. Ναι, λέει αυτή. Να με, λοιπόν, λέω. Τη ρώτησα αν ερχόταν κάθε βράδυ. Όχι, είπε, πότε-πότε, μόνο. Έβλεπα λίγο καλύτερα το πρόσωπό της. Ένα πρόσωπο όπως εκατομμύρια άλλα. Αλληθώριζε, αλλά αυτό το κατάλαβα αργότερα. Έχω δει πρόσωπα σε φωτογραφίες που θα είχα ίσως μπορέσει να ονομάσω όμορφα, εάν ήξερα έστω κι αόριστα τι υποτίθεται ότι είναι η ομορφιά. Υπέθεσα ότι θα μου έλεγε ότι δεν είχε τίποτα να μου πει. ΄Ετσι, με εξέπληξε ευχάριστα όταν μου είπε ότι είχε ένα δωμάτιο, αν και το υπέθετα. ΄Εχω δυο δωμάτια, λέει. Τελικά πόσα δωμάτια έχετε; είπα. Μου είπε ότι είχε δύο δωμάτια και κουζίνα. Το πράγμα μεγάλωνε κάθε φορά. Στο τέλος θα κατέληγε να θυμηθεί κι ένα λουτρό. Δύο δωμάτια; άκουσα καλά, είπα. Ναι, λέει. Το ένα δίπλα στ’ άλλο; λέω. Επιτέλους μια συζήτηση που σέβεται τον εαυτό της. Τα χωρίζει η κουζίνα, είπε. Ήταν πράγματι δύο δωμάτια με μια κουζίνα στο μέσον, δεν μου ’χε πει ψέματα. Μου είπε ότι θα έπρεπε να είχα φέρει τα πράγματά μου. Της εξήγησα ότι δεν είχα πράγματα. Άναψε μια λάμπα πετρελαίου. Δεν έχετε ηλεκτρικό; είπα. Όχι, είπε, αλλά έχω νερό και γκάζι. Άρχισε να γδύνεται. Οι γυναίκες όταν δεν ξέρουν πια τι να κάνουν, γδύνονται, και είναι χωρίς αμφιβολία, το καλύτερο που έχουν να κάνουν. Τα έβγαλε όλα, τόσο αργά, να σκάει ελέφαντας, άφησε μόνο τις κάλτσες της, υπολογίζοντας προφανώς ότι ο πόθος μου θα φουντώσει. Τότε ήταν που πρόσεξα ότι αλληθώριζε. Ευτυχώς δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα μια γυναίκα γυμνή, μπόρεσα λοιπόν να μείνω, ήξερα πως δεν επρόκειτο να εκραγεί. Της είπα ότι ήθελα να δω το άλλο δωμάτιο που δεν είχα δει ακόμα. Εάν το είχα δει, θα της έλεγα ότι ήθελα να το ξαναδώ. Εσείς δεν θα γδυθείτε; είπε. Ξέρετε, λέω, σπανίως γδύνομαι. Ήταν αλήθεια, δεν υπήρξα ποτέ τύπος που γδύνεται αδιακρίτως. Αναγκάστηκε, λοιπόν, για να μη φανεί αγενής να ρίξει κάτι πάνω της και να με συνοδεύσει με τη λάμπα στο χέρι. Περάσαμε απ’ την κουζίνα. Θα μπορούσαμε να είχαμε πάει κι απ’ το διάδρομο, αλλά περάσαμε απ’ την κουζίνα, δεν ξέρω γιατί, ίσως ήταν πιο σύντομα. Κοίταξα το δωμάτιο με φρίκη. Τόσα πολλά έπιπλα ούτε στο χειρότερο εφιάλτη μου. Λοιπόν κάπου το είχα ξαναδεί αυτό το δωμάτιο. Τι είναι αυτό; φώναξα. Το σαλόνι, είπε. Άρχισα να βγάζω τα έπιπλα από την πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο. Με ρώτησε τι έκανα. Φαντάζομαι ότι δεν περίμενε απάντηση. Τα έβγαλα όλα, το ένα μετά το άλλο, ακόμη και δυο μαζί, και τα στοίβαξα στο διάδρομο. Εκατοντάδες κομμάτια, μικρά και μεγάλα, στο τέλος έφτασαν μπροστά απ’ την πόρτα, έτσι που δεν μπορούσε πλέον να βγει κανείς απ’ το δωμάτιο, πόσο μάλλον να μπει. Βγάλτε τουλάχιστον το καπέλο σας, είπε. Τελικά δεν έμεινε τίποτ’ άλλο, εκτός από έναν καναπέ και μερικά ράφια στον τοίχο.

Όταν τακτοποιήθηκαν όλα ξάπλωσα στον καναπέ. Σας φέρνω σεντόνια και κουβέρτες, είπε. Θα μπορούσατε να κλείσετε τις κουρτίνες; λέω. Σας αφήνω τη λάμπα, είπε, αλλά την παρακάλεσα να την πάρει. Κι αν χρειαστείτε κάτι τη νύχτα; είπε. Είχε όρεξη για κουβέντα. Ξέρετε που είναι η τουαλέτα; Δώστε μου ένα δοχείο νυκτός, είπα, αλλά δεν είχε δοχείο νυκτός. Έχω ένα είδος καρέκλας με τρύπα, είπε. Κάποιο παλιό σκεύος, είπα, δεν έχω ακράτεια. Επέστρεψε με κάτι που έμοιαζε με κατσαρόλα — είχε σχήμα οβάλ με δυο λαβές και καπάκι. Η χύτρα μου, είπε. Δεν μου χρειάζεται το καπάκι, λέω. Δεν χρειάζεστε το καπάκι; είπε. Εάν είχα πει ότι χρειαζόμουν το καπάκι, θα έλεγε: Χρειάζεστε το καπάκι; Έβαλα το σκεύος κάτω απ’ την κουβέρτα (μου αρέσει να κρατώ κάτι στο χέρι όταν κοιμάμαι) και γύρισα στον τοίχο.

Κατόπιν σκαρφάλωσα μέσα, όπως ένας σκύλος στο καλάθι του. Σας αφήνω τη λάμπα, είπε, αλλά την παρακάλεσα να την πάρει. Κι αν χρειαστείτε κάτι τη νύχτα; είπε — ξέρετε πού είναι η τουαλέτα; Δώστε μου ένα δοχείο νυκτός, είπα.

Όλα αυτά είναι πράγματα της οικογένειας, είπε. Στη θέση της θα είχα φύγει στις μύτες των ποδιών. Ήδη άρχιζα να μην την αγαπάω. Δοκιμάστε τώρα να με πετάξετε έξω, είπα. Έπειτα από λίγο έφυγε, παίρνοντας μαζί της τη λάμπα. Δεν θα πω περισσότερα. Νόμιζα ότι με περίμενε μια ήσυχη νύχτα, αλλά η νύχτα μου ήταν πολύ ταραγμένη. Το πρωί ξύπνησα πραγματικό ράκος, τα ρούχα μου ήταν άνω κάτω, και η Άννα δίπλα μου, φυσικά γυμνή. Κρατούσε ακόμα τη χύτρα. Κοίταξα μέσα. Ήταν άδεια. Κοίταξα το πέος μου. Αν είχε στόμα να μιλήσει!

Σιγά-σιγά η ζωή μου οργανώθηκε σ’ αυτό το σπίτι. Μου έφερνε τα γεύματά μου στις ώρες που τις είχα ορίσει, έριχνε καμιά ματιά για να δει αν ήμουν εντάξει και αν χρειαζόμουν κάτι, άδειαζε τη χύτρα μια φορά τη μέρα και μια φορά το μήνα συγύριζε το δωμάτιο. Δεν αντιστεκόταν πάντα στον πειρασμό να μου μιλάει, αλλά σε γενικές γραμμές δεν είχα κανένα παράπονο απ’ αυτήν. Μια μέρα της ζήτησα να μου φέρει έναν υάκινθο, μέσα σε μια γλάστρα. Τον έφερε και τον έβαλε πάνω στο τζάκι. Δεν υπήρχε άλλωστε κανένα άλλο σημείο του δωματίου για να ακουμπήσεις κάτι, εκτός κι αν το άφηνες στο πάτωμα. Στην αρχή πήγαινε καλά, πέταξε μάλιστα κι ένα δυο μπουμπούκια, έπειτα παρέδωσε και δεν απόμεινε παρά ένα κοτσάνι με μαραμένα φύλλα. Ο βολβός, μισοβγαλμένος απ’ το χώμα, σαν να έψαχνε για οξυγόνο, μύριζε άσχημα. Η Άννα ήθελε να τον πετάξει, αλλά της είπα να τον αφήσει. Ήθελε να μου αγοράσει έναν άλλον, αλλά της είπα ότι δεν ήθελα άλλον. Αυτό που μ’ ενοχλούσε περισσότερο ήταν κάποιοι θόρυβοι, γελάκια και βογκητά, που ακούγονταν κάποιες συγκεκριμένες ώρες τη μέρα, ακόμα και τη νύχτα. Δεν σκεφτόμουν πια την Άννα καθόλου, σχεδόν καθόλου, είχα όμως ανάγκη από ησυχία για να μπορώ να ζήσω τη ζωή μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν πάντα ο ίδιος τύπος ή αν υπήρχαν πολλοί. Όταν τη ρώτησα, μου είπε ότι πρόκειται για πελάτες που δεχόταν εναλλάξ. Φυσικά θα μπορούσα να σηκωθώ και να πάω να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα, αλλά τι μπορεί να δει κανείς απ’ αυτές τις τρύπες; Ώστε, λοιπόν, ζείτε απ’ την πορνεία; λέω. Ζούμε από την πορνεία, είπε. Δεν θα μπορούσατε να τους ζητήσετε να κάνουν λιγότερο θόρυβο; είπα, σαν να την είχα πιστέψει. Ή ένα άλλο είδος θορύβου; Πρέπει να ωρύονται, είπε. Τότε θα φύγω, είπα. Βρήκε κάτι παλιές κουρτίνες και τις κρέμασε στις πόρτες. Τη ρώτησα εάν υπήρχε τρόπος να τρώω πότε-πότε ένα άγριο καρότο. Της είπα ότι η εποχή των άγριων καρότων είναι στο τέλος της και ότι, εάν μέχρι τότε μπορούσε να μου δίνει να τρώω μόνο άγρια καρότα, θα της ήμουν ευγνώμων. Μ’ αρέσουν τ’ άγρια καρότα γιατί έχουν την ίδια γεύση με τις βιολέτες, και οι βιολέτες γιατί έχουν το άρωμα των άγριων καρότων. Εάν δεν υπήρχαν άγρια καρότα στη γη, δε θ’ αγαπούσα τις βιολέτες, και εάν δεν υπήρχαν βιολέτες, τα άγρια καρότα θα μου ήταν αδιάφορα, όπως τα γογγύλια και τα ραπάνια. Αλλά ακόμη και με την παρούσα κατάσταση της χλωρίδας, θέλω να πω μέσα σ’ αυτό τον κόσμο όπου άγρια καρότα και βιολέτες βρίσκουν τρόπο να συνυπάρχουν, πολύ εύκολα θα έκανα και χωρίς αυτά. Μια μέρα είχε το θράσος να μου αναγγείλει ότι ήταν έγκυος, όχι από κανέναν άλλον, αλλά από μένα, και μάλιστα τεσσάρων ή πέντε μηνών.  Γδύθηκε, κιόλας, προφανώς για να αποδείξει ότι δεν έκρυβε ένα μαξιλάρι κάτω απ’ την κοιλιά της, αλλά κι επειδή της άρεσε απλώς να γδύνεται. Γυμνή γινόταν πιο αλλήθωρη. Κοιτάξτε, είπε, σκύβοντας στο στήθος της, το επιθήλιο ήδη σκουραίνει. Ρίχτε το, ρίχτε το, είπα, έτσι δεν θα σκουρύνει άλλο.

Έχω μια κλωστή στη γλώσσα. Λίγο πριν νόμιζα ότι ο αέρας έπεφτε πάνω μου άδειος — υποθέτω ότι δεν ήξερα πολλά για τον αέρα. Ότι μπορεί να φέρει μια κλωστή, όμως, ασφαλώς το ήξερα. Βάζω το δάχτυλο στη γλώσσα να την βγάλω, προς στιγμήν κολλάει το δάχτυλο στη γλώσσα, βγάζω το δάχτυλο απ’ το στόμα: η κλωστή είναι στη γλώσσα. Αλλάζω τρόπο: είναι απορίας άξιον! δεν λέει να το κουνήσει: κάθεται στη γλώσσα μου σαν το σκυλί στο κτήμα. Όχι ότι θα με ενοχλούσε — έχω τόση υπομονή όση έχει ο γάιδαρος που λένε. Ενδέχεται βεβαίως να ενσωματωθεί, να γίνει ένα με τη γλώσσα μου, να βγάλει βλέννα. Ας γίνει ό,τι θέλει, ας γεννήσει κι ένα κλούβιο αυγό.

Είδα το βουνό, αδιαπέραστο, σπηλαιώδες, μυστικό, απ’ όπου απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν άκουγα παρά τον αέρα, τα μικρά πουλιά και τα χτυπήματα από τα σφυριά των εργατών που δουλεύουν το γρανίτη. Τη μέρα θα έβγαινα στις ζεστές φτέρες και τη νύχτα θα έβλεπα τα απομακρυσμένα φώτα της πόλης, εάν ήθελα, και τα άλλα φώτα, των φάρων, που ο πατέρας μου είχε κατονομάσει, όταν ήμουν μικρός, και θα ξανάβρισκα τα ονόματά τους στη μνήμη μου, εάν ήθελα, το ήξερα. Από εκείνη τη μέρα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Όχι ότι με παραμελούσε. Δε θα με παραμελούσε ποτέ εντελώς, αλλά ο τρόπος που συνέχιζε να με βασανίζει με το παιδί μας, δείχνοντάς μου την κοιλιά της και τα στήθη της και λέγοντάς μου ότι θα γεννούσε από τη μια στιγμή στην άλλη, το ένιωθε ήδη να πηδάει. Εάν πηδάει, είπα, δεν είναι από μένα. Θα μπορούσε να είναι και πολύ χειρότερα σ’ αυτό το σπίτι, είναι αλήθεια, δεν ήταν προφανώς το ιδεώδες, αλλά δεν υποτιμούσα και τα πλεονεκτήματά του. Δίσταζα να φύγω, τα φύλλα άρχιζαν κιόλας να πέφτουν, τρέμω το χειμώνα. Δεν πρέπει να φοβάται κανείς το χειμώνα, έχει κι αυτός τις χάρες του. Η γέννηση με αποτελείωσε. Νομίζω πως είχε μια γυναίκα μαζί της, μου φαινόταν ότι άκουγα βήματα στην κουζίνα. Το έφερα βαρέως να εγκαταλείψω ένα σπίτι χωρίς κανείς να με πετάξει έξω. Σκαρφάλωσα πάνω απ’ την πλάτη του καναπέ, έβαλα το σακάκι μου, το παλτό μου, έσφιξα τα κορδόνια μου και άνοιξα την πόρτα. Έκανα λόγο για γάμο, γιατί ωστόσο υπήρξε ένα είδος ένωσης. Θα ήταν άδικο να ενοχληθώ, τα ουρλιαχτά ήταν άνευ προηγουμένου. Πρέπει να ήταν το πρώτο της. Με ακολούθησαν ως το δρόμο. Στάθηκα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού κι έστησα αυτί. Τα άκουγα ακόμη. Εάν δεν ήξερα ότι κάποιος ούρλιαζε μέσα στο σπίτι, δεν θα τα άκουγα ίσως. Όσο προχωρούσα δεν τα άκουγα, χάρη στο θόρυβο των βημάτων μου. Αλλά μόλις σταματούσα τα άκουγα πάλι, σίγουρα κάθε φορά πιο χαμηλά, αλλά τι σημασία έχει αν μια κραυγή είναι χαμηλή ή δυνατή; Αυτό που χρειάζεται είναι να σταματήσει. Δεν ήξερα πολύ καλά πού βρισκόμουν. Έψαξα τις Άρκτους ανάμεσα στ’ αστέρια και τους αστερισμούς, αλλά δεν μπόρεσα να τις βρω. Πρώτος μου τις είχε δείξει ο πατέρας μου. Μου είχε δείξει κι άλλους αστερισμούς, αλλά μόνος μου, χωρίς αυτόν, μόνο τις Άρκτους μπορούσα να βρω.