Sharon Lockhart, «Lunch Break», 2008
Ορέστης Μαυρουδής


Πρώτα απ’ όλα έρχεται η μορφή. Οι ιδέες δεν λείπουν. Οι βιβλιοθήκες είναι ακόμη γεμάτες. [i] Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι ο τρόπος που ο δημιουργός επέλεξε να εκφράσει το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής του έρευνας. Ο αισθητικός δρόμος, το σύνολο των φορμαλιστικών επιλογών. Ύστερα, αν ο τρόπος ενδιαφέρει, έρχεται το περιεχόμενο. Αυτός ο για χρόνια διάλογος για το καθοριστικότερο δίπολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, διαμέσου της πολυπλοκότητας και της ιδιαιτερότητάς του, ορίζεται εντέλει από τη σημασία της υποκειμενικής πρόσληψης, τη σχετικότητα της γνώσης και του προσωπικού γούστου. Σήμερα, σε μια εποχή υπό διαμόρφωση, ο καλλιτεχνικός χώρος είναι πρωτόγνωρα διευρυμένος, φαινομενικά τουλάχιστον δημοκρατικά ανοιχτός. Τέχνη είναι ή θα έπρεπε να είναι οτιδήποτε ο εκάστοτε δημιουργός ονομάζει «τέχνη». Έπειτα η ιστορία και τα θεωρητικά κείμενα θα ιεραρχήσουν εκ νέου ό,τι σήμερα η οικονομία της τέχνης αξιολογεί.

Η Sharon Lockhart, γεννημένη το 1964 στο Norwood της Μασαχουσέτης, ζει και εργάζεται στο Los Angeles. Αποτελεί μέρος μιας σύγχρονης ποιητικής τάσης ξεκάθαρα προσδιορισμένης από μια παράδοση εικονιστική. Δρόμοι χαραγμένοι απ’ τη σημασία του οπτικού αποτελέσματος, όπου οι καλλιτέχνες βαδίζουν με ακρίβεια και σταθερότητα στη δημιουργία εικόνων. Pierre Huyghe, Mikko Kuorinki, Steve McQueen, Guido van der Werve, Chantal Akerman, Tacita Dean, Vincent Gallo, Michael Haneke, Todd Hido, Sam Taylor-Wood, Bruno Muzzolini, Michael Sailstorfer, Barbara Ceriani Basilico & Alessandro Mancassola, Karla Black είναι εκπρόσωποι της τάσης αυτής. Η Lockhart διαλέγει με επιδεξιότητα και ιδιοφυΐα αυτά τα μηδαμινά ίχνη του ασήμαντου και του καθημερινού, ικανά να μεταφέρουν όλη τη σημασία και την ποιητική της ζωής. Μια υπενθύμιση ότι το ελάχιστο, όταν υπάρχει η απαραίτητη ικανότητα, αρκεί να οδηγήσει στο ύψιστο. Μια ιδέα που σε γενικές γραμμές ανακουφίζει, στάση θετική, αισιόδοξη.

Το έργο της Sharon Lockhart μοιάζει δεμένο με τις αρχές και τις αξίες του ντοκιμαντέρ. Τεκμηρίωση μιας πραγματικότητας με κύρια μέσα το video και τη φωτογραφία, ακροβατεί μεταξύ καταγραφής και δημιουργίας. Η επιλογή του κατάλληλου κάδρου, η σχολαστική δημιουργία της σύνθεσης καταφέρνουν ν’ αποδώσουν το περιεχόμενο με οπτική ισορροπία, αφήνοντας την ανάγνωσή του ανοιχτή. Η παρουσία δράσης, εκτός του κινηματογραφικού ή φωτογραφικού πεδίου, είναι συνήθως τόσο έντονη που όχι μόνο επηρεάζει αλλά ορισμένως καταφέρνει τον θεατή συμμέτοχό της. Δεν δίνει απαντήσεις, αντίθετα προσφέρει τις προϋποθέσεις, την κατάλληλη βάση για ν’ αποφασίσεις. Εφαρμογή κινηματογραφικής ποιότητας σε φωτογραφικές πρακτικές (και το αντίθετο), έρευνα των ορίων και των διασταυρώσεων των δύο μέσων, εντέλει μια ελεγεία στον χρόνο μέσω της ύπαρξης ή της απουσίας του.

Αυστηρός φορμαλισμός, ανθρωπισμός, σχολαστική παρατήρηση της καθημερινότητας, εθνογραφικά και ανθρωπολογικά σημεία αναφοράς αποτελούν σταθερές του έργου της συνολικά. Απ’ την καταγραφή των ασκήσεων μιας ομάδας κοριτσιών εντός ενός γηπέδου μπάσκετ στην Ιαπωνία (Goshogaoka, 1998), το κοινό μιας θεατρικής παράστασης (Teatro Amazonas, 1999), τις εργασίες ενός ζευγαριού αγροτών (, 2003), τις ποικίλες δραστηριότητες των παιδιών (Pine Flat, 2006), τη μεσημεριανή ανάπαυλα στο μεγαλύτερο αμερικάνικο ναυπηγείο και την έξοδο των εργαζομένων απ’ αυτό με το τέλος της βάρδιας (Lunch Break, 2008, και Exit, 2008, αντίστοιχα) μέχρι και τα παιδικά παιχνίδια σε τυπικά αστικά τοπία (Podwórka, 2009) η συνέπεια της Lockhart είναι εκπληκτική. Κοινές αισθητικές αξίες και σταθερό θεωρητικό υπόβαθρο, δείγματα ενός χαρακτήρα απόλυτα κατασταλαγμένου. Ένα είδος μανιέρας ή μια έρευνα σε εξέλιξη, το έργο της μένει ανοιχτό στο δίλλημα. Υποτροφίες από διάφορα σημαντικά ιδρύματα και εκθέσεις σε όλο τον κόσμο καθιστούν την καταξίωση της αμερικανίδας καλλιτέχνιδας δεδομένη. Μια πορεία γενικώς αναγνωρισμένης αξίας, αν και με την πάροδο του χρόνου λιγότερο δυναμική.

Απ’ τις 3 Φεβρουαρίου ως τις 26 Μαρτίου του 2011 η γκαλερί Giò Marconi στο Μιλάνο φιλοξένησε την ατομική έκθεση Lunch Break της Lockhart, όπου μέσω ενός film και φωτογραφιών καταγράφεται η μεσημεριανή παύση στο ναυπηγείο στην πόλη Bath στο Maine. Κεντρικό έργο της έκθεσης αποτελεί το film με τον ομώνυμο τίτλο, ένα μονοπλάνο ενώ διασχίζει ένα μακρύ διάδρομο στο εσωτερικό της φάμπρικας, επιβραδύνοντας την αρχική δεκάλεπτη λήψη ως τη διάρκεια των 80 λεπτών περίπου. Στο video προβάλλονται οι διάφορες δραστηριότητες των εργαζομένων μακριά απ’ την παραγωγή σε μια αργή απόδοση, που επιτρέπει την παρατήρηση κάθε λεπτομέρειας. Κομμάτια λαμαρίνας, σωλήνες και οι λιγοστές κινήσεις των ανθρώπων γίνονται εδώ πρωταγωνιστές, επαναπροσδιορίζοντας τη σημασία τους. Ο ήχος, αποτέλεσμα της συνεργασίας με τη συνθέτρια Becky Allen και τον σκηνοθέτη James Benning, απαρτίζεται από θορύβους του εργοστασίου, συγκεχυμένες μουσικές και φωνές επιβραδυμένες σ’ ένα πλέξιμο που αργά αυξομειώνεται σε ένταση και τραχύτητα. Το όλο αποτέλεσμα παρουσιάστηκε ως μια μεγάλη εγκατάσταση στο εσωτερικό ενός δωματίου ανεξάρτητου και αποκομμένου απ’ τα υπόλοιπα έργα.

Η έκθεση αποτελείται επίσης από τέσσερις διαφορετικές φωτογραφικές σειρές. Η πρώτη είναι αφιερωμένη στις θήκες-κουτιά του γεύματος των εργαζομένων που εκεί δεν είναι σακούλες με τάπερ, αλλά τυποποιημένης ποιότητας και μορφής πλαστικές συνήθως κατασκευές κατάλληλα διαμορφωμένες απ’ τους εργαζόμενους, προσαρμόζοντας αυτοκόλλητα ή άλλου είδους διακριτικά, σε σημείο ν’ αποτελούν ένα είδος προσωπογραφίας του εκάστοτε ιδιοκτήτη. Η δεύτερη απεικονίζει τους εργάτες σε συνάθροιση γύρω απ’ τα τραπέζια ενώ ξεκουράζονται, σ’ ένα είδος φωτογράφισης που, όπως αναφέρει και το δελτίο τύπου, παραπέμπει στην παράδοση του ομαδικού πορτρέτου. Η τρίτη σειρά καταλαμβάνεται απ’ τους αυτοδιαχειριζόμενους πάγκους διάθεσης προϊόντων, ως επί το πλείστον διατροφής, ενώ η τελευταία από οκτώ μπουκάλια μπύρας φωτογραφημένα περισσότερο ως εργαλεία-όργανα μιας ιεροτελεστίας και λιγότερο ως διαφημιστική καμπάνια.

Συνυπολογίζοντας τις υψηλού επιπέδου εκθεσιακές συνθήκες, ο θεατής γίνεται συμμέτοχος, παρακολουθώντας με τρόπο ξεκάθαρο και κατανοητό τη ροή των εγκατεστημένων έργων. Οι φωτογραφίες εισάγουν τον παρατηρητή στην «τελετουργία» της παύσης, της ανάπαυλας, αυτού του νευραλγικού μέρους της εργασίας και της ζωής γενικότερα. Μια παύση που για να κατορθώσει τον σκοπό της, έχει ανάγκη από ορισμένα κατάλληλα εργαλεία. Οι μεγάλες, μα σε ανθρώπινα όρια, διαστάσεις ανταποκρίνονται στον σκοπό της καλλιτέχνιδας, που μοιάζει να μην είναι άλλος απ’ το να δώσει τα εργαλεία-προϋποθέσεις μετουσίωσης του μεσημεριανού σε μια δραστηριότητα σχεδόν ιερή. Μια έρευνα που κατορθώνει να επιστρέψει αντικείμενα και καταστάσεις απλές και καθημερινές σε φόρμες και σύμβολα μιας μεγάλης τέχνης, τίμιας και σίγουρης.

Το video, παρουσιασμένο κι αυτό με ιδανικό τρόπο, καταγράφει τη διάσχιση ενός διαδρόμου της φάμπρικας. Ο χώρος και η δραστηριότητα των εργαζομένων δεν έχουν πια ανθρώπινο χαρακτήρα. Η επιβράδυνση επιδιώκει να μετατρέψει τους κοινούς χώρους και τις απλές δραστηριότητες σε σκηνικό και πράξεις ύψιστης σημασίας, μέσω μιας ερμηνείας μνημειακής, υπεράνθρωπης. Φτιαγμένο με τρόπο ακαδημαϊκό, το film υπερβάλλει παρουσιάζοντας τις καταστάσεις ψυχρές και μεταφυσικές, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στους γήινους ρυθμούς και τις ανθρώπινες χειρονομίες των πράξεων που καταγράφει. Ένα αποτέλεσμα παρόλα αυτά ακραίας αισθητικής ομορφιάς, κατάλληλο ενδεχομένως να ξεπεράσει τις όποιες εννοιολογικές αντιρρήσεις. Αφήνει τον θεατή ν’ απολαύσει με ικανοποίηση και συγκίνηση, εικόνες-δείγματα καλλιτεχνικής αρτιότητας, ικανά να οδηγήσουν σ’ ένα είδος αισθητικής απόλαυσης, σ’ αυτήν την αίσθηση κορεσμού που οφείλουμε να περιμένουμε απέναντι από ένα έργο τέχνης.

Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, το έργο στο σύνολό του γίνεται κατανοητό ως προς τη θέση που παίρνει σε σχέση με τα υπόλοιπες διεθνείς καλλιτεχνικές τάσεις. Υπεραπλουστεύοντας, το κάθε έργο διαβάζεται ως απάντηση στην πιθανόν πιο επίκαιρη και επιτακτική ερώτηση για τον δυτικό κόσμο: «Με ποιο τρόπο μπορούμε να διαχειριστούμε το πλήθος της διαθέσιμης πληροφορίας;». Στο θεμελιακό αυτό ερώτημα η Sharon Lockhart απαντά με τρόπο ευθύ και ξεκάθαρο. Επιλέγει τον παραδοσιακό δρόμο της επιστημονικής και καλλιτεχνικής έρευνας. Αναζητώντας μια εμβάθυνση, μια γνώση «κάθετη», δεν φαίνεται ν’ ανησυχεί για το σύνολο των διαθέσιμων δυνατοτήτων. Επικεντρωμένη σ’ έναν χώρο και σε αντικείμενα ήδη προσδιορισμένα, προσδοκά μια υψηλή καλλιτεχνική έκφραση, βασισμένη στο θεμελιώδες, το απλό, το απαραίτητο. Επιπλέον αφήνει στον θεατή χρόνο να κατανοήσει, να σταθεί απέναντι στο έργο τέχνης χωρίς καμμία χρονική ή ποσοτική πίεση. Το αποτέλεσμα, προσαρμοσμένο σε μια ποιητική λογική, προτείνει μια εναλλακτική στάση απέναντι στην τέχνη γενικότερα. Μια ποιητική απάντηση στο κυρίαρχο καλλιτεχνικό ρεύμα του σήμερα που θέλει μια τέχνη θεαματική, μια παράσταση θορυβώδη και ανήσυχη. Αισθητική λούνα παρκ σε μια τέχνη υπερθέαμα. Ένα ρεύμα που, επιστρέφοντας στην αρχική διάκριση, διαλέγει μια γνώση «οριζόντια», ίσως περισσότερο ενημερωμένη, πιο σύγχρονη και πολύ περισσότερο χαμένη στο άπειρο της γνώσης και της πληροφορίας. Μια τέχνη που θέλει να πει πολλά, να θίξει καίρια ζητήματα, το δίχως άλλο φιλόδοξη. Είδος που αντιπροσωπεύεται περίφημα απ’ το γερμανικό και αμερικάνικο περίπτερο στην τελευταία Biennale της Βενετίας (2011).

Παρόλη τη δεξιοτεχνία της Lockhart να καταγράφει με τρόπο συγκινητικό ακόμα και την ελάχιστη δράση, τα επίπεδα ερμηνείας παραμένουν χαμηλά. Το έργο της, όπως δεν ρισκάρει σε επίπεδο φόρμας, άλλο τόσο παραμένει συντηρητικό στο εννοιολογικό του μέρος. Δεν κάνει το βήμα που είναι ικανό αφενός ν’ απογειώσει το έργο χαράζοντας νέα μονοπάτια στην ανθρώπινη διανόηση και αφετέρου να εκθέσει για τα καλά τον δημιουργό του — γιατί ένα τέτοιο βήμα προϋποθέτει την οικειοποίηση της πραγματικότητας, μια προσωπική κατάθεση, μια ερμηνεία ενδότερη της ζωής και του κόσμου. Όλα αυτά βέβαια θεωρητικά, μια και η ανθρώπινη απόλαυση αλλά και η ιστορία καθορίζονται από παραμέτρους πολύπλοκες και αν μη τι άλλο περισσότερο πραγματιστικές. Υπό αυτό το πρίσμα, το έργο της Lockhart μοιάζει πηγή αισιοδοξίας, μια χειρονομία αποφασιστική, ταλέντου και ελπίδας. «H μέθοδος πρέπει να είναι σκέτο κρέας κι όχι σάλτσα συμβολική» γράφει ο Allen Ginsberg στο Για το έργο του Μπάροουζ [ii] κι εγώ το εισπράττω ως επιβεβαίωση των γραφόμενών μου.


Το Lunch Break της Sharon Lockhart παρουσιάστηκε τελευταία στο SFMOMA (15 Οκτωβρίου 2011 – 16 Ιανουαρίου 2012). www.sfmoma.org/exhib_events/exhibitions/420


[i] Λουί Φερντινάν Σελίν, Συνομιλίες με τον καθηγητή Υ, επιμ. Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2009.
[ii] Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Το Ουρλιαχτό, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, Δημήτρης Πουλικάκος, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1987.