Στοιχειωμένοι είμαστε, θαύματα επιδιώκουμε (Πέρα από τον γκρεμό)
Ζωή Φραγκουλοπούλου


Στοιχειωμένοι είμαστε, θαύματα επιδιώκουμε (Πέρα από τον γκρεμό) είναι ο τίτλος της τελευταίας ατομικής έκθεσης του Δημήτρη Φουτρή, που παρουσιάστηκε στο Anonymous Star Project Space, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, λίγα μόνο μέτρα από την πλατεία Συντάγματος. Σημειολογικά η παρουσίαση της πρόσφατης δουλειάς του Φουτρή, στον συγκεκριμένο χώρο, δεν είναι τυχαία ή συμπτωματική αφού πρόκειται για μια σειρά έργων που προέκυψε από την αναμέτρηση του καλλιτέχνη με το παρόν, με το «hic et nunc» της θέσης του υποκειμένου, καλλιτεχνικού και μη, μέσα σε έναν κόσμο, που αλλάζει και μεταμορφώνεται διαρκώς και με υψηλές ταχύτητες. Η στάση που αποφασίζει να κρατήσει απέναντι σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη κοινωνία, δεν είναι παθητική, δεν είναι κλεισμένη στον εαυτό της αλλά αντίθετα η καλλιτεχνική του πρακτική λειτουργεί με έναν τρόπο μυστηριακό και τελετουργικό, ως πρόταση για μια ευρύτερη πρακτική σε κοινωνικό και φιλοσοφικό επίπεδο.

Ήδη από τον τίτλο της έκθεσης, διαφαίνεται η αντιθετική ή/και διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε μια παθητική στάση απέναντι στις σύγχρονες τρέχουσες εξελίξεις και σε μια ενεργητική, η οποία θα επιφέρει τις επιθυμητές και συνάμα καινοτόμες αλλαγές. Αφετηρία του καλλιτέχνη αποτελεί η παραδοχή ότι «στοιχειωμένοι είμαστε». Το καλλιτεχνικό «εγώ» ανοίγεται και μετατρέπεται σε «εμείς». Ο ανθρωποκεντρισμός και η κοινωνική διάσταση του έργου του είναι προφανής αλλά πάντα με έναν τρόπο έμμεσο, συγκαλυμμένο και άκρως ποιητικό που διαφυλάσσει την κυριαρχία της αισθητικής σε αυτό. Σε αυτό συμβάλλει και η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία του ανθρώπινου στοιχείου από τα έργα του. Μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, υπονοείται η παρουσία του καλλιτεχνικού υποκειμένου, εφόσον όμως έχει πάρει τη μορφή του μέσου που χρησιμοποιεί, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του video Beyond the cliff. Στα έργα του Φουτρή η ύλη, με έναν τρόπο συμβολικό και παράλληλα άμεσο, αντιπροσωπεύει την ανθρώπινη υπόσταση. Η ανθρώπινη πνευματικότητα και σωματικότητα είναι εντόνως παρούσα υπό τη μορφή κατασκευασμένων συμβόλων, αποσπασματικών φράσεων και καθαρών ακατέργαστων υλικών (πέτρα, γυαλί, ξύλο), και φυσικών εικόνων.

Η έννοια του χώρου, ως είσοδος σε κάτι, ως δυναμικές που παρατηρούνται στο εσωτερικό του, ως ψευδαίσθηση, ως μέσον απομόνωσης, ως κάτι το υπερφυσικό, συνδιαλέγεται με τη θέαση του ανθρώπινου σώματος και πνεύματος ως χώρος με πολύπλευρη δράση και λειτουργία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτός ο χώρος, είναι στοιχειωμένος. Από τι όμως; Από κάτι από το οποίο δεν μπορούμε να απαλλαγούμε εύκολα, από κάτι που μας βασανίζει, μας βάζει όρια. Ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα στοιχειά που μας κρατούν δέσμιους ως άτομα και ως κοινωνία; Η απάντηση είναι αυτονόητη αν κοιτάξουμε μέσα μας, αφουγκραστούμε τις ανάγκες και επιθυμίες μας, αν προσέξουμε γύρω μας. Τα στοιχειά υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα, αρκεί να βρίσκουμε τα κατάλληλα ξόρκια για να τα εξοντώνουμε ή για να συμφιλιωνόμαστε μαζί τους. Ο εξορκισμός που προτείνει ο Φουτρής μέσω της καλλιτεχνικής πρακτικής του, οδηγεί τα στοιχειά και εμάς «πέρα από τον γκρεμό», σε μια νέα ουτοπία που λειτουργεί ως ένα νέο μοντέλο ζωής. Εξορκισμός ή θαύμα δεν έχει σημασία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η κατάχρηση της λογικής και του ορθολογισμού αντικαθιστάται εν μέρει από τη χρήση της φαντασίας, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια πιο ουσιαστική διαχείριση και εκτόνωση του φόβου που προκαλεί η τωρινή «στοιχειωμένη» μας κατάσταση και η οποιαδήποτε σκέψη αλλαγής και ανατροπής της.

«Ο φόβος εδρεύει στο εσωτερικό της κοινότητας, των μορφών ζωής και επικοινωνίας της. Αντίθετα, η αγωνία εμφανίζεται με την απομάκρυνση από την κοινότητα, από τις συμμεριζόμενες συνήθειες, από τα οικεία “γλωσσικά παιχνίδια”, με την είσοδο, δηλαδή, στον ευρύ κόσμο. Έξω από την κοινότητα, ο κίνδυνος είναι πανταχού παρών, απρόβλεπτος, σταθερός. Με μια λέξη, αγωνιώδης. Ως αντίβαρο στον φόβο, η κοινότητα παρέχει μια ασφάλεια, την οποία μπορεί καταρχήν να εγγυηθεί. Ως αντίβαρο στην αγωνία (δηλαδή στην έκθεσή μας στον κόσμο), υπάρχει η προστασία που εξασφαλίζεται με τη θρησκευτική εμπειρία», υποστηρίζει ο σύγχρονος Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος Paolo Virno στο βιβλίο του Η Γραμματική του Πλήθους. [i] «Στοιχειωμένοι είμαστε» επειδή φοβόμασταν και φοβόμαστε. «Στοιχειωμένοι είμαστε» και φοβόμαστε. Το στοιχειό που κατοικεί μέσα μας ονομάζεται φόβος και όσο συνεχίζουμε να το τροφοδοτούμε με ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες φόβου αυτό γιγαντώνεται και από το εσωτερικό μας περνά στο εσωτερικό των κοινωνικών ομάδων που συνθέτουμε. Γι’ αυτό το λόγο, αποτελεί και αιτία και αποτέλεσμα. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.

Ωστόσο η απομάκρυνση από την κοινότητα, δεν θα επέφερε το τέλος του φόβου αλλά τη μετατροπή του σε αγωνία. Η διάκριση μεταξύ φόβου και αγωνίας έχει σαφώς τις ρίζες της στον Heidegger, σύμφωνα με τον οποίον ο φόβος έχει ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς ενώ η αγωνία προκαλείται από την απλή έκθεσή μας σε έναν άγνωστο κόσμο και σε ένα αβέβαιο επέκεινα, «πέρα από τον γκρεμό», θα συμπληρώναμε εμείς. Η επίγνωση τής παραπάνω αλληλουχίας αρνητικών συναισθημάτων, από τον φόβο στην αγωνία, μας αποδυναμώνει και μας κρατά εγκλωβισμένους και ακινητοποιημένους σε έναν στοιχειωμένο βούρκο ενοχών, συντηρητισμού και ατομικισμού. Φοβούμενοι ένα άγνωστο «πέρα», προτιμάμε την καθήλωσή μας σε ένα στοιχειωμένο «εδώ». Πώς θα μπορούσαμε όμως να οδηγηθούμε πέρα από εδώ; Θαύματα επιδιώκοντας.

Σύμφωνα με τον Virno, η θρησκευτική εμπειρία μάς προστατεύει από τους αγωνιώδεις κινδύνους του «έξω». Τα θαύματα είναι εκείνα τα θετικά και αναπάντεχα συμβάντα, που κατέχουν εξέχουσα θέση στη βάση σχεδόν όλων των θρησκειών και έχουν χαρακτήρα αυτεπάγγελτο, υπερφυσικό και σωτήριο. Με ποιον τρόπο χρησιμοποιείται η συγκεκριμένη έννοια στα τελευταία έργα του Φουτρή; Συνεπής σε μια μεταφυσική και υπερβατική θέαση και λειτουργία της τέχνης, πιστεύει στα στοιχειά όπως πιστεύει και στα θαύματα. Ωστόσο, η παθητική προσμονή ενός θαύματος έρχεται σε αντίθεση με την ενεργητική επιδίωξή του και πλέον γίνεται προφανής η ισορροπημένη συνύπαρξη ρεαλιστικών και μετα-ρομαντικών στοιχείων στο πρόσφατο έργο του. Μία έννοια όπως το «Υψηλό», όπως έχει εκφραστεί από τους Ρομαντικούς του 19ου αιώνα, φιλοσόφους όπως ο Kant και ο Virno, φθάνοντας στους σύγχρονους καλλιτέχνες του μετα-ρομαντισμού, εντάσσεται στο έργο του Φουτρή με έναν πολυδιάστατο τρόπο. Ο καλλιτέχνης δεν περιορίζεται μόνο στην έκφραση των παραπάνω εννοιών και στοιχείων μέσω της θεματολογίας των έργων του , αλλά την επεκτείνει διάμεσου της επιλογής και χρήσης διαφορετικών μέσων (εγκατάσταση, video, κ.λπ.) καθώς και της δομής της έκθεσης μέσα στον χώρο. Όλα τα παραπάνω συντελούν στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος άρτιου αισθητικά και υπαινικτικού όσον αφορά στην κοινωνική του διάσταση. Αναφερόμενος στην υπερβατική ποιητική του «sublime», της δίνει υλική υπόσταση, την ενσωματώνει στο παρόν και τη χρησιμοποιεί ως πύλη προς μια διαφορετική και ίσως αναγκαία θέαση της πραγματικότητάς μας. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως θα επιτευχθεί το σωτήριο θαύμα για να ανοίξει εκείνη η πύλη που θα μας φανερώσει ενδεχομένως τι υπάρχει από εδώ και πέρα.

Η πραγμάτωση του ανακουφιστικού και λυτρωτικού θαύματος συντελείται στην εσωτερική δομή των πρόσφατων έργων του καλλιτέχνη καθώς και στη σύνδεσή τους μέσα στα πλαίσια της συγκεκριμένης έκθεσης. Η τελευταία αναπτύσσεται στον χώρο και λειτουργεί ως ένα τελετουργικό μύησης σε μια ιερή και αινιγματική διάσταση. Είναι σαν ένας μακρύς διάδρομος με πόρτες να ανοίγουν σε αμέτρητα δωμάτια γεμάτα ποίηση, λογοτεχνία, φιλοσοφία, κριτική. Το βασικό συναίσθημα που μας διακατέχει σταδιακά και αποσπασματικά καθώς περιπλανούμαστε από δωμάτιο σε δωμάτιο, από έργο σε έργο, είναι εκείνο του «Υψηλού» και καθώς εκτελούμε τη διαδρομή αυτή, αφήνουμε πίσω μας τον «στοιχειωμένο» μας ρασιοναλισμό. Η διαδρομή που δημιουργείται στη δομή της έκθεσης συμπίπτει με τη διαδρομή ένωσής μας με το «Υψηλό». Μια φιλοσοφική έννοια που έχει ταυτιστεί με το κίνημα του Ρομαντισμού, επανέρχεται στο παρόν και σηματοδοτεί την επιθυμία για την αλλαγή, τον επαναπροσδιορισμό αξιών, την αποποινικοποίηση του συναισθήματος, του ονείρου, της ουτοπίας.

Μια βυζαντινή ροζέτα μας καλωσορίζει στον χώρο και υποδηλώνει την αφετηρία της ιεροτελεστίας που θα ακολουθήσει κατά την πορεία μας μέσα στην έκθεση. Λειτουργεί σαν το εναρκτήριο κάλεσμα που μας προτρέπει να παραμερίσουμε τα οποιαδήποτε κατάλοιπα μιας υπαρξιακής, ιδεολογικής και πολιτισμικής αποσύνθεσης. Απεκδυόμενοι την άγνοια και τις αντιλήψεις ή προκαταλήψεις, που μας καθηλώνουν σε μια στάση παθητική γεμάτη φόβο και ανασφάλεια, επιδιώκουμε να γίνουμε εκείνο το αγόρι του Charles Baxter στο διήγημά του Ο Γκρεμός, που καταφέρνει όχι μόνο να φτάσει στην άκρη του γκρεμού αλλά να πετάξει πέρα από αυτόν, νιώθοντας τη μαγεία του ορίζοντα, του απείρου, του αγνώστου. Το συγκεκριμένο απόσπασμα του εν λόγω διηγήματος τοποθετείται σαν εισαγωγικό σημείωμα, σαν μια περίληψη του τι πρόκειται να συμβεί αν βιώσουμε την εικαστική εμπειρία που μας προτείνει ο καλλιτέχνης. Φόβος-Γκρεμός. Ο γκρεμός εμφανίζεται λοιπόν ως αντίδοτο στον φόβο. Ο μόνος τρόπος για να καταπολεμήσουμε τον φόβο, τα στοιχειά που μοιάζουν σχεδόν ανίκητα, είναι να ξεπεράσουμε τα όριά μας και να βρεθούμε κι εμείς στην άκρη του γκρεμού, ο οποίος επιφορτίζεται με έναν θετικό συμβολισμό και συνδέεται άρρηκτα με τη φιλοσοφική έννοια του «Υψηλού». Ο γκρεμός και ό,τι αυτός συμβολίζει, είναι η κεντρική ιδέα και έννοια που συναντάται στην πρόσφατη δουλειά του Φουτρή. Ο γκρεμός είναι εκείνη η βίαιη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο εγώ και στο εμείς, στο πριν και στο μετά, στο σχετικό και στο απόλυτο, στο πρόβλημα και στη λύση. Ο γκρεμός είναι το ζητούμενο.

Για να μπορέσουμε να φτάσουμε στην άκρη του, χρειάζεται η απαραίτητη ζύμωση και προετοιμασία. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε να προσεγγίζουμε το «Υψηλό» που βρίσκεται έξω από εμάς. Ωστόσο αυτό δεν θα είναι ιδιαίτερα εύκολο. Ο κόσμος έχει πάντα κάτι το απροσδιόριστο, είναι ένα ζωτικό πλαίσιο που δεν υποτάσσεται μια για πάντα και γι’ αυτό είναι πηγή συνεχούς ανασφάλειας. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ο φόβος εδρεύει στο εσωτερικό των κοινοτήτων ενώ η αγωνία χαρακτηρίζει την έξοδό μας στον ευρύ κόσμο. Ένας τρόπος για να αγγίξουμε το «Υψηλό» είναι να το αναζητήσουμε, όπως οι Ρομαντικοί του 19ου αιώνα, έξω από εμάς, στη φύση, στη φαντασία, στον Άλλον, να αφεθούμε στην τρομακτική γοητεία του και τέλος να το στρέψουμε μέσα μας, να το κάνουμε δικό μας και να το μετουσιώσουμε σε τέχνη και ποίηση. Ο Δημήτρης Φουτρής το καταφέρνει. Είναι το καθημερινό προσωπικό του βίωμα που αναπόφευκτα τον απομακρύνει από τη σύγχρονη κλειστή κοινότητα και τον μεταφέρει εκτός των τειχών της, εκεί όπου το «Υψηλό» δεσπόζει, σε απόκρημνες πλαγιές και σε αγριεμένες θάλασσες είτε σε ήρεμα τοπία που τον προκαλούν να χαθεί σε μια εκστατική ενατένιση της φύσης. Κι εδώ είναι που το προσωπικό βίωμα ταυτίζεται με την καλλιτεχνική πρακτική.

Η διαδρομή που ακολουθεί από μέσα προς τα έξω, η ουσιαστική επαφή του με το «Υψηλό» και η μετέπειτα ενσωμάτωσή του στο εσωτερικό της καλλιτεχνικής του υπόστασης, κατά τη διάρκεια της αντίστροφης πορείας από έξω προς τα μέσα, απoτυπώνεται στο έργο του Besides there is an option. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές απαιτήσεις των ρομαντικών ήταν ακριβώς αυτή η ανάγκη για θέαση της πραγματικότητας με τα μάτια της φαντασίας και η αποτύπωσή της στον καμβά. Στην περίπτωση του Φουτρή ο καμβάς δίνει τη θέση του στην εγκατάσταση. Εδώ λοιπόν διαφαίνεται ξεκάθαρα ο επαναλαμβανόμενος και σχεδόν τελετουργικός χαρακτήρας της διαδρομής που εκτελεί ο καλλιτέχνης. Η έννοια της κυκλικότητας επισημαίνει την αδιάκοπη μετάβαση από τις εσωτερικές δομές προς τις εξωτερικές και vice versa. Φυσικό υλικό (πετρώματα) που συλλέχθηκε κατά την παραμονή του εκτός, μεταφέρεται εντός και μετουσιώνεται σε καλλιτεχνικό υλικό, αποτελώντας βασικό συστατικό της σύνθεσης της εγκατάστασης. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός εικαστικού περιβάλλοντος που εκφράζει το βίωμα του καλλιτέχνη, ενώ, παράλληλα, μας καλεί να αποκωδικοποιήσουμε τη συμμετοχική και κοινωνική του διάσταση. Ο καλλιτέχνης αναλαμβάνει τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στα εντός και εκτός κοινότητας στοιχείων, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αλληγορία και τη νευρωτική φύση του καλλιτέχνη εν γένει, ως ένα υποκείμενο που σχοινοβατεί στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Βρίσκεται ακριβώς στη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο στοιχειωμένο «τώρα» και στο λυτρωτικό «έπειτα», καλώντας μας να τον ακολουθήσουμε. Στην άκρη του γκρεμού.

Σταδιακά πλησιάζουμε προς αυτόν. Έχοντας περάσει από το απαραίτητο στάδιο της μύησης/προετοιμασίας για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει, μέσω του Besides there is an option, είμαστε σε θέση να συναντήσουμε και να ταυτιστούμε με το αγόρι του Charles Baxter. Πριν το απόλυτο τέλος. The End Of It All. Βρισκόμαστε λίγα βήματα πριν τον γκρεμό. Before The End. Αν τον περάσουμε; After The End. Το θαύμα, η αλλαγή, μια νέα αρχή. End End End. Το τετράπτυχο The End Of It All, Before The End, After The End, End End End, παίζει με τις έννοιες του τέλους (ή της αρχής), του «πριν» και του «μετά», ενώ παράλληλα διχοτομείται σε δύο επίπεδα, πριν και πέρα από τον γκρεμό, ο οποίος δεν υπονοείται μόνο, αλλά αποτυπώνεται και θεματικά. Η κατεξοχήν ζωγραφική έκφραση του ρομαντικού «Υψηλού», επανέρχεται στο έργο του Φουτρή, με τη χρήση διαφορετικών μέσων ωστόσο. As above, so below (After Behemoth), ο γκρεμός στο χαρτί. The meditation of the everyday routine (Yes we can), o διαλογισμός, η ενατένιση του «Υψηλού» ως εφικτό αποτέλεσμα που προκύπτει από τη συχνή έξοδό μας προς τη φύση, προς το άγνωστο, προς το ανοίκειο, μετατρέπεται σε ήχο.

Κι έπειτα ο ήχος μετατρέπεται σε κινούμενη εικόνα. Το θέμα παραμένει το ίδιο ενώ αλλάζει το μέσο. Ωστόσο, παρατηρείται ακόμα μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τα προηγούμενα έργα. Εδώ λοιπόν, Beyond the cliff, στο τέλος της διαδρομής, περπατάμε παράλληλα πάνω ακριβώς στο περίγραμμά του, με το βλέμμα στραμμένο πέρα από αυτόν, ατενίζοντας το υπερκόσμιο, νιώθοντας το ατόφιο και καθαρό αίσθημα του «Υψηλού». Καθαρές, ψυχρές εικόνες, καθαρά πλάνα, ακατέργαστα, σχεδόν ερασιτεχνικά με έντονο δυναμισμό διότι αυτό που έχει σημασία είναι η άμεση μετάδοση του απόλυτου συναισθήματος κατά τη διάρκεια της ένωσής μας με τη φύση. Το μέσο ταυτίζεται με την υποκειμενική ματιά του καλλιτέχνη, με το άμεσο βίωμά του και μας κοινωνεί στην προσωπική του απόκοσμη εμπειρία. Ουσιαστικά η χρήση του συγκεκριμένου μέσου στο εν λόγω έργο, αποδεικνύεται απαραίτητη ως προς την πληρέστερη εκφραστική απόδοση του συναισθήματος του τρομακτικού συνοδευόμενου από την ηδονή. Μια ηδονή που απορρέει από τη διαπίστωση ότι έχουμε φτάσει ή ξεπεράσει τα όριά μας, ανακαλύπτοντας την ομορφιά του φόβου. Αποδεχόμαστε την ύπαρξή του, όχι με κανόνες λογικής αλλά νιώθοντας και μια άλλη του εκδοχή. Ο φόβος για το άγνωστο, για ό,τι υπάρχει «πέρα από τον γκρεμό», είναι ένα αναπόφευκτο ανθρώπινο συναίσθημα. Είτε το αφήνουμε να στοιχειώσει μέσα μας, είτε του επιτρέπουμε να δράσει λυτρωτικά πάνω μας. Ο διττός και λιτός χαρακτήρας του συναισθήματος του «Υψηλού» αποτυπώνεται στην παρουσία αντιθετικών ή/και συμπληρωματικών ζευγών όπως μαύρο/άσπρο (στα χρώματα του video), φόβος/ηδονή, πραγματικότητα/φαντασία, εκλογίκευση/συναίσθημα.

Επιπλέον, η παρουσία του λόγου στο συγκεκριμένο έργο, υπό τη μορφή ασύνδετων εσωτερικών σκέψεων του καλλιτέχνη, τονίζει την ποιητικότητα, την καθαρότητα και τη δυναμική απλότητα που συναντώνται συχνά στις δουλειές του καλλιτέχνη. All the buildings are disappearing, there is no space around me … ένα αίτημα, μια ονειρική σκέψη, μια ουτοπία, ένας μη-χώρος όπου δεσπόζει το Υψηλό (forms of violence) μακριά από οποιοδήποτε στοιχείο (ή στοιχειό) περιττής ύλης και αποσαθρωμένων ανθρώπινων κατασκευασμάτων. Ωστόσο εδώ ο καλλιτέχνης δεν εξυμνεί αποκλειστικά τη χρήση του συναισθήματος και της υποκειμενικής πρόσληψης της πραγματικότητας, όπως έκαναν οι Ρομαντικοί. Αντιθέτως υπεισέρχεται η έννοια της δικαιοσύνης, η οποία για να είναι καθαρή δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από τα συναισθήματα.

Όχι, η λογική δεν είναι το στοιχειό. Για να γίνουν θαύματα η παρουσία της είναι απαραίτητη. Το σύγχρονο «Υψηλό» δεν ακυρώνει τη χρήση της έναντι σε αυτή του συναισθήματος. Απεναντίας έγκειται στον συγκερασμό λογικής-συναισθήματος με σκοπό τη δημιουργία ισορροπημένων μορφών ζωής σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Άλλωστε δεν μπορούμε να αναφερόμαστε πια σε ουσιαστικές κοινότητες. Σήμερα, είμαστε εξοικειωμένοι στις απροσδόκητες αλλαγές, εκτεθειμένοι στο ασυνήθιστο και το απρόβλεπτο. Δεν είναι δυνατή μια αποφασιστική διάκριση μεταξύ ενός σταθερού «μέσα», «εντός» μιας κοινότητας και ενός αβέβαιου «έξω». Όπως αναφέρει και ο Paolo Virno: «η αέναη μεταβλητότητα των μορφών ζωής, καθώς και η εκπαίδευση για την αντιμετώπιση μιας τυχαιότητας χωρίς φραγμούς, επιτρέπουν μια συνεχή και άμεση σχέση με τον ίδιο τον κόσμο, με το ακαθόριστο πλαίσιο της ύπαρξής μας». [ii] Αν οι ουσιαστικές κοινότητες του παρελθόντος άμβλυναν την αντιθετική σχέση με τον κόσμο, η διάλυσή τους τη φωτίζει. Οι σύγχρονες κοινωνικές ανακατατάξεις, η μοναξιά των μητροπόλεων φέρουν πολλά από τα χαρακτηριστικά που προηγουμένως ανήκαν στον τρόμο που δοκίμαζε κανείς έξω από τα τείχη της κοινότητας. «Κανένα άτομο δεν είναι πιο απομονωμένο από αυτό που νιώθει τη φοβερή πίεση του ακαθόριστου κόσμου» αναφέρει ο Virno. [iii] Σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ταχείς ρυθμούς και εξασθενημένους κοινωνικούς δεσμούς, η ανάγκη για ευέλικτες λυτρωτικές προοπτικές μέσω της τέχνης, γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Ο Δημήτρης Φουτρής ανήκει στους καλλιτέχνες που αντιμετωπίζουν τις σύγχρονες ανακατατάξεις και απώλειες σε επίπεδο πολιτικό και κοινωνικό, με μια αισθητική και πρακτική πέρα από το συνηθισμένο. Ό,τι ακριβώς χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς.

Η ατομική έκθεση του Δημήτρη Φουτρή Στοιχειωμένοι είμαστε, θαύματα επιδιώκουμε (Πέρα από τον γκρεμό) πραγματοποιήθηκε στο Anonymous Star Project Space (Ερμού 6, 8ος όροφος, Αθήνα) από τις 15 Φεβρουαρίου έως τις 10 Μαρτίου του 2012.

Η Ζωή Φραγκουλοπούλου ζει και εργάζεται μεταξύ Αθήνας και Ρώμης. Συνεργάζεται με γκαλερί στη Ρώμη και στο Μιλάνο ως επιμελήτρια. Επίσης είναι συνεργάτιδα της γκαλερί Citronne στο νησί του Πόρου. Είναι αριστούχος του μεταπτυχιακού προγράμματος στην Επιμέλεια Σύγχρονης Τέχνης, του Πανεπιστημίου La Sapienza της Ρώμης.

[i] Paolo Virno, Η γραμματική του πλήθους, μτφρ. ΓΒ Πασσάς, εκδ. Οδυσσέας/Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2007, σ. 27.
[ii] Ό.π., σ. 25.
[iii] Ό.π., σ. 26.