Ερευνητής: Καθημερινή δουλειά. Ένας ολόκληρος κόσμος ακατάστατος. Θεωρίες για μια τακτοποίηση.
Μάνος Τσιχλής
Ole Worm, 1655, Cabinet of Curiosities
Ερμάριο δέκα, φάκελος δύο
«1. Δεκαεννέα αδειανοί φάκελοι. Πέντε διαφορετικά μεγέθη. Τρεις κίτρινοι. Τρεις λευκοί. Ένας με κόκκινες και μπλε γραμμώσεις για πλαίσιο … 2. Λεύκωμα με σειρές γραμματοσήμων … 3. Φάκελος τηλεγραφήματος, κενός … 4. Επισκεπτήριο … 5. Κουτί μικρό με μαραμένα αγριολούλουδα … 6. Ειδοποιητήριο τηλεφωνικής προσκλήσεως. 7. Απόδειξη πληρωμής υπεραστικής τηλεπικοινωνίας … 8. Τριάντα πέντε αποδείξεις καταθέσεων συστημένων επιστολών … 9. Συσκευασία γερμανικής προελεύσεως καραμελών για μικρά παιδιά … 10. Σειρά πάσης φύσεως αναμνηστικών μέσα σ’ ένα μεγάλο κουτί … α. δύο άδεια κουτιά από τσιγάρα … β. μπρούτζινη απομίμηση δακτυλιδιού Μυκηναϊκής εποχής· γ. σελιδοδείκτης … δ. αριθμός τηλεφώνου … ε. έγχρωμο επιστολικό δελτάριο … στ. φωτογραφία καλαίσθητη τεμαχίου αναθηματικού αναγλύφου της Ακροπόλεως … ζ. γομαλάστιχα σε σχήμα άρκτου … 11. Σημείωμα με φράσεις παρμένες από το Συναξαριστή … 12. Τυλιγμένα πρόχειρα σε ένα χαρτί διάφορα αναμνηστικά … α. ένα φακελάκι ζάχαρη … β. λαχείο … γ. εισιτήριο … δ. πεντάδραχμα εισιτήρια εισόδου σε Μουσείο … ε. δύο εισιτήρια λεωφορείου· στ. εισιτήριο κρουαζιερόπλοιου». [i]
1. Η διαχείριση του ίχνους
Η σχέση του αρχείου με την αρχιτεκτονική τονίζεται με έμφαση ήδη στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του Jacques Derrida Η έννοια του αρχείου. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο: « … το νόημα του “αρχείου”, το μόνο νόημα του, κατάγεται από το ελληνικό αρχείον: το οποίο αρχικά ήταν ένα σπίτι, μια κατοικία, μια διεύθυνση, το ενδιαίτημα των ανώτερων αρχόντων, εκείνων που διέτασσαν … Οι άρχοντες ήταν αρχικά οι φύλακες. Δεν διασφαλίζουν μόνο τη φυσική ασφάλεια της παρακαταθήκης και του ερείσματος. Τους αναγνωρίζουν επίσης το δικαίωμα της ερμηνευτικής αρμοδιότητας. Κατέχουν την αυθεντία να ερμηνεύουν τα αρχεία». [ii]
Η ύπαρξη και η διατήρηση ενός αρχείου συντελείται μέσα σε έναν χώρο, μια εγκατάσταση, της οποίας ο χαρακτήρας, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι τοπο-νομολογικός: δεν αποτελεί μόνο έναν φυσικό χώρο που διασφαλίζει το υλικό περιεχόμενό του, αλλά και τον χώρο όπου ασκείται η αυθεντική ερμηνεία του. Το αρχείο «έχει ισχύ νόμου, ενός νόμου που ανήκει στον οίκο, του σπιτιού ως τόπου, διαμονής, οικογένειας, γενεαλογίας ή θεσμού». [iii] Ο αρχειοθέτης, ή ο άρχων του αρχείου, όχι μόνο ορίζει την τοπο-νομολογία της εγκατάστασης αλλά και κατέχει την «αυθεντία» να ερμηνεύει το αρχείο, να ορίζει τους νόμους που το διέπουν, να ασκεί μια λειτουργία «στην πραγματικότητα πατριαρχική» ή και κανονιστική, άνευ της οποίας κανένα αρχείο δεν θα εμφανιζόταν στη σκηνή ούτε αυτούσιο.
Ο Derrida ονομάζει την τοπολογία αυτή προνομιούχα, καθώς αποτελεί τη διασταύρωση «του τοπολογικού και του νομολογικού, του τόπου και του νόμου, του ερείσματος και της αυθεντίας». Ο συνδυασμός αυτός «τείνει να συντάξει ένα και μόνο σώμα, σε ένα σύστημα ή μια συγχρονία μέσα στην οποία όλα τα στοιχεία συναρθρώνουν την ενότητα της ιδεώδους διαμόρφωσης». [iv] Η ιδέα της «ιδεώδους διαμόρφωσης» ορίζει τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής κατασκευής, τον τόπο που καλείται να δια-φυλάξει ένα αρχείο. Η σύνθεση των επιμέρους στοιχείων σε μια ενότητα, ορίζει όχι μόνο τον τρόπο διαχείρισης του αρχειακού υλικού αλλά και την αρχιτεκτονική του (εξωτερικού) τόπου που θα το φιλοξενήσει. Το πρωτογενές υλικό αναζητά, όντας σε θρυμματισμένη κατάσταση, ένα σχήμα μνήμης, το οποίο απαιτεί και ορίζει τους όρους για την κατασκευή του μνημείου υποδοχής του.
Ο Πεντζίκης άρχισε να γράφει το Αρχείον το 1943 και τελείωσε μετά από τριάντα 30 και 8 μήνες. Πρωταγωνιστές του είναι ο Αντώνιος, Αντώνης, Αντωνίνος ή Αντωνάκης Νίνης και η Άννα Ελκομένου. Η ιστορία τους εξελίσσεται μέσα από την έρευνα και την ταξινόμηση που κάνει ο συγγραφέας στο περιεχόμενο των συρταριών μιας ντουλάπας. Η έννοια της αντιγραφής, της ταξινόμησης, αποτελεί κατασκευαστικό leitmotiv στο έργο του συγγραφέα. Ήδη στην Αρχιτεκτονική της Σκόρπιας Ζωής, το πρώτο μεγάλο έργο του, οι δύο αυτές έννοιες ορίζονται ως τα μεθοδολογικά εργαλεία της συγγραφικής του κατασκευαστικής. Ο ίδιος λέει ότι: « … δεν υφίσταται άλλη διέξοδος για την έκφραση, εκτός από την αντιγραφή. Το σχήμα είναι κάτι το κληρονομικά δεδομένο. Ο καθένας δεν προσπαθεί παρά αντιγράφοντας να κατασκευάσει ένα όσο πιο σωστό γίνεται τρίγωνο, τετράγωνο ή κύκλο […] η αντιγραφή σχημάτων που έχουν δοθεί στη ζωή, είναι η εργασία στην οποία βλέπω τον εαυτό μου ζεμένο».
Το παραπάνω απόσπασμα ορίζει τους οικοδομικούς κανόνες του πεντζικικού αρχειακού Οίκου: η διαχείριση της μνήμης ή μάλλον των ιχνών που αυτή αφήνει και η προσπάθεια να κατασκευαστεί από τα θραύσματα αυτά ένα σχήμα που να εμπεριέχει αλήθεια. Ο ίδιος δίνει τον ορισμό του οικοδομήματος αυτού: « … η αντίληψη πωχω της μορφής του ονείρου, μου φαίνεται ότι πολύ σωστά θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μια σειρά κουτάκια που χωράν και μπορούν να μπαίνουν το ένα μέσα στ’ άλλο». [v]
Στο Αρχείον, ο Πεντζίκης οργανώνει το υλικό του με βάση το Συναξαριστή, ένα θρησκευτικό κείμενο-ημερολόγιο στο οποίο εξιστορούνται οι βίοι των Αγίων με χρονολογική σειρά κατά τη διάρκεια ενός έτους. Η ταξινόμηση του υλικού της ντουλάπας συμβαίνει παράλληλα με τη χρονολογική σειρά εορτασμού των Αγίων. Η χρήση ενός ημερολογίου, το οποίο επιβάλλει μια «τάξη αυθεντίας, αρχής με τη διττή έννοια, της εξουσίας και της έναρξης του κόσμου», όπως χαρακτηριστικά λέει η Εύη Βογιατζάκη, [vi] ορίζει ένα εξωτερικό σύστημα, το οποίο θέτει μονομερώς τους όρους διαχείρισης του υλικού (αυτό που ο Derrida το ονομάζει αρχειοθετική βία) και ταυτόχρονα επικυρώνει τον σκηνοθετικό χαρακτήρα της δημιουργίας του. Με βάση το κείμενο αυτό, τα γεγονότα επαναλαμβάνονται κυκλικά. Κάθε επανάληψή τους επιφέρει και μια τροποποίηση μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας (τη «διαφωρά» σύμφωνα με τον Derrida), η οποία επιτείνει το φαινομενικά ανόμοιο χαρακτήρα του υλικού, το οποίο αποδίδεται ξανά και ξανά μεταλλαγμένο». [vii] Έτσι, οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές του Αρχείου, παρουσιάζονται με διαφορετικά ονόματα σε διαφορετικά σημεία του έργου, ενώ στην ουσία πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο: π.χ. ο Αντώνιος είναι το ίδιο (αλλά διαφωροποιημένο) πρόσωπο με τον Αντώνη, τον Αντωνίνο ή τον Αντωνάκη Νίνη. Οι ιστορίες τους δημιουργούν έναν λαβύρινθο, ένα πλέγμα από σύμβολα, μετατοπίσεις, παραλλαγές.
Έχοντας ορίσει τους κατασκευαστικούς όρους, ο συγγραφέας αρχίζει την ανέγερση του οικοδομήματος. Ο Συναξαριστής επιβάλλει την περιοδικότητα της εργασίας (καθημερινή δουλειά, όπως λέει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου ο ίδιος ο συγγραφέας) αλλά η κάτοψη παραμένει ασχημάτιστη.
2. Το σχήμα που διαφεύγει
«Το σπασμένο μια φορά είναι σπασμένο»
— Αρχιτεκτονική της Σκόρπιας Ζωής
Η ελεγχόμενη κίνηση μέσα στο Οικοδόμημα, οι συνεχείς εναποθέσεις στοχεύουν στην τελική αποκάλυψη του πρωτογενούς σχήματος. Το υλικό του συγγραφέα είναι τα αντικείμενα. Τα ευρήματα των ντουλαπιών λειτουργούν ως απολιθώματα «ενός απωθημένου και εντέλει θαμμένου αισθήματος και συναισθήματος που συνδέεται με μια πρωταρχική ηδονή, σήμερα κατασταλμένη, μετατεθειμένη, μεταμορφωμένη ή ακόμα και μεταγλωττισμένη ως «άλλη», στην υλική υπόσταση του αντικειμένου». [viii] Τα αντικείμενα αυτά, ως υλικές μεταμφιέσεις των αισθημάτων, δημιουργούν ένα μηχανισμό μνήμης με συνεχείς έλξεις και απώσεις. Ο Proust, ο οποίος χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική της ανάμνησης ως «τεράστιο οικοδόμημα» λέει: «Ακουμπώ το φλιτζάνι κι απευθύνομαι στη σκέψη μου».
Ωστόσο, στην προσπάθεια αυτή, ο προσδιορισμός του σχήματος συνεχώς διαφεύγει. Αυτό συμβαίνει γιατί ταυτόχρονα με την παραγωγή του, το αρχείο υπονομεύεται από τον εαυτό του. Το ίδιο το υλικό του αρχείου αντιστέκεται στην έκθεση, στη δημοσιοποίηση. Η αρχειοθέτηση είναι μια έκθεση στην καταστροφή. Ο Derrida, δανειζόμενος τον όρο από τον Freud, μιλάει για «ενόρμηση του θανάτου»: «Δουλειά της είναι να καταστρέφει το αρχείο … Καταβροχθίζει το αρχείο προτού το εξωτερικεύσει […] Η ενόρμηση του θανάτου αρχικά είναι μη αρχειακή, θα λέγαμε αρχειοβιολιθική. Από σιωπηρή κλίση, θα είναι πάντα καταστροφέας του αρχείου […] Το αρχείο ενεργεί πάντα και a priori ενάντια στον εαυτό του». [ix] Η αντίσταση του αρχείου στην αρχειοποίησή του είναι η αντίσταση στην μετατροπή της μνήμης σε τεκμήριο, σε υπόμνημα. Είναι η αντίσταση στην κατασκευή ενός μνημείου φιλοξενίας, νομοθέτησης και διατήρησης των αποσυναρμολογημένων θραυσμάτων της. Στην αναζήτηση της πρωταρχικής μνήμης μέσα από ένα πλήθος πραγμάτων του παρόντος η υπονόμευση προέρχεται από τα ίδια τα υπολείμματά της.
Ο Πεντζίκης έχει συνείδηση της δυσκολίας προσέγγισης του τελικού σχήματος. Στην Αρχιτεκτονική, λέει: «Έτσι εξηγείται και η διαφορετική στάση μου ως συγγραφέα. Η αδυναμία μου δηλαδή να εξατμίσω την ύλη των αναμνήσεων εκ της ζωής μέσα στον καθορισμένο χώρο ενός σχήματος ή ομοιογενούς ομάδος σχημάτων». Γι’ αυτόν τον λόγο επιλέγει το ρόλο του πρωτόγονου bricoleur ο οποίος, σύμφωνα με τον Claude-Levi Strauss, χτίζει χρησιμοποιώντας τα υπολείμματα και τα ερείπια, τα ίχνη των γεγονότων. Ο ίδιος ο Πεντζίκης λέει: «Ουσιαστικά είμαι συγκολλητής». Με άλλα λόγια, θεωρεί ότι η συνένωση των θραυσμάτων μπορεί να επιτευχθεί μόνο χάρη στην τεχνική ικανότητα του συγκολλητή. Η αποστασιοποίηση από κάθε επέμβαση του αρχειοθέτη στο υλικό που διαχειρίζεται δηλώνεται χαρακτηριστικά από τον ίδιο: «Πιστεύω ότι ο κατάλογος είναι η ανώτερη μορφή λογοτεχνικής γραφής. Όταν βάζουμε τη δικιά μας φαντασία, μας διαφεύγουν πράγματα. Ενώ όταν τα περιγράφεις με ακρίβεια και τα ταξινομείς, διατηρείς πιστότατα το αίσθημά τους και τη μνήμη τους — όχι το δικό μας συναίσθημα απέναντι σ’ αυτά.» Απέναντι στο νομολογικό χαρακτήρα του αρχείου που περιγράφει ο Derrida, απέναντι δηλαδή στην αυθεντία της ερμηνείας του αρχειοθέτη, ο Πεντζίκης αντιπαραθέτει την απουσία οποιασδήποτε ερμηνείας. Η τελική κειμενική σύνθεση είναι το αποτέλεσμα μιας «διαδικασίας αργής δόμησης, στην οποία είναι έκδηλα τα στάδια της κατασκευαστικής πορείας … » [x], ενώ η απουσία του υποκειμένου/αρχειοθέτη (καθώς ο ρόλος του είναι μόνο κατασκευαστικός) επιτρέπει στο ίδιο το υλικό να υφίσταται τις όποιες επεξεργασίες και μεταβολές μέσω αυτών των συνεχών συσσωρεύσεων.
3. Το σύμπτωμα
«Έχασα κάθε διάθεση. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να εξακολουθήσω να γράφω. Η υπόστασή μου είναι όλο διακυμάνσεις. Το σχήμα του χάνεται μέσα στα δοχεία που γεμίζω. Η προσοχή στέκεται και κοιτά τα έξω αντικείμενα που με περιβάλλουν.» [xi]
Η διαφυγή του τελικού σχήματος είναι αέναη. Η διαρκής ανασύνταξη του χώρου μέσω των απανωτών εγγραφών στο σώμα του οδηγεί στην παραγωγή εκ μέρους του προσωρινών απαντήσεων, οι οποίες όμως δεν είναι προσανατολισμένες στην αποκάλυψη του τελικού σχήματος. Ο Derrida, αναφερόμενος στην συνεχή αυτή τάση του αρχείου να απομακρύνεται από τον τελικό στόχο, κάνει λόγο για μια κατάσταση άλγους («mal d’archive»), θεωρώντας ότι η διαδικασία της αρχειοθέτησης έχει τον χαρακτήρα ιατρικού συμπτώματος, μιας πυρετικής κατάστασης που γίνεται αισθητή μέσα από το σώμα του κειμένου, ως η ανάγκη να εξηγηθεί το μυστικό μέσα από τις λέξεις. Στη σελίδα 126 του βιβλίου αναφέρει: «Η ασάφεια του αρχείου εξαρτάται από το άλγος του αρχείου. Τελούμε σε κατάσταση άλγους αρχείου […] σημαίνει φλέγομαι από ένα πάθος. Σημαίνει ότι ατέρμονα, ακατάπαυστα γυρεύω το αρχείο εκεί όπου αποκρύπτεται. Είναι σαν να τρέχουμε πίσω του εκεί όπου, έστω κι αν υπάρχουν πολλά, το αρχείο αναρχείται.»
Στον Πεντζίκη, η πλοκή παράγεται ως αποτέλεσμα της συνεχούς αναβολής της εκπλήρωσης του στόχου που έχει τεθεί. Η εξέλιξή της είναι απόρροια των συνεχών ματαιώσεων ανεύρεσης του τελικού σχήματος. Αντ’ αυτού, έχουμε την παραγωγή επιμέρους απαντήσεων και σχημάτων (π.χ. σε πολλά σημεία του κειμένου μάς δίνονται στοιχεία που επεξηγούν προηγούμενα σημεία της αφήγησης). Ωστόσο, «δεν υπάρχει ποτέ μια οριστική ή τελεσίδικη αποκάλυψη, αλλά μια αλυσίδα αποκαλύψεων μεταγραμμένων σε επαναλαμβανόμενες συμβολοποιήσεις και καταγραμμένων στον κόσμο των πραγμάτων». [xii] Η αρχειοθέτηση λειτουργεί ως μηχανισμός συσκότισης, ταυτόχρονης έλξης και απώθησης προς και από το υλικό της μνήμης.
Η ημερολογιακά καταμερισμένη εργασία ορίζει τα χρονικά σημεία εισόδου και εξόδου στον εργασιακό χώρο. Με την είσοδό του, ο αρχειοθέτης Πεντζίκης υιοθετεί μια πρακτική που μοιάζει που τον μετατρέπει σε υπνοβάτη. Η ένταση της εργασίας του ρυθμίζεται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, η κίνησή του μέσα στα όρια του Οικοδομήματος είναι ελεγχόμενη, χωρίς όμως να υπάρχει η έννοια της προόδου, της κίνησης προς ένα σταθερό στόχο. Οι συνεχείς «δημοσιοποιήσεις» των αντικειμένων συμβάλλουν στην εξέλιξη και, την ίδια στιγμή, στη διάσπαση της αφήγησης. Ο τεχνίτης-συγκολλητής επιδίδεται σε μια σχεδόν ασυνείδητη διαδικασία, ρυθμισμένη σε μια βάση (Συναξαριστής) που στηρίζεται στην αέναη επανάληψή της. Ο αρχειοθέτης σκηνοθετεί επιμέρους αφηγήσεις, οι οποίες στο σύνολό τους αποτελούν τη σκηνοθεσία μιας ματαίωσης.
Ο αναγνώστης αποτελεί τον εξωτερικό παρατηρητή στην υπνοβατική αυτή διαδικασία στην οποία επιδίδεται ο Πεντζίκης. Παρακολουθεί την καθημερινή είσοδο και έξοδο (ξύπνημα) του αρχειοθέτη στο Οικοδόμημα. Ο υπνοβατικός χώρος τελεί υπό συνεχή επαναδιαπραγμάτευση: οι καθημερινές προσθήκες και τα συνεχή σχήματα που προκύπτουν από αυτές, παράγουν εσωτερικές διαστολές του χώρου, λόγω της συνεχούς μεταβολής της ατομικής θερμοκρασίας των αντικειμένων. Οι διαστολές αυτές αποτελούν τα συστατικά στοιχεία της πλοκής, οι σημασίες παράγονται εν μεταβολή: ο χώρος της υπνοβασίας καταλήγει έτσι να ταυτίζεται με το ίδιο το κείμενο.
Η ανακάλυψη ωστόσο του χαμένου κέντρου, της Εικόνας στο χαλί, που αναζητεί ο ήρωας του Henry James, παραμένει διαρκώς σε εκκρεμότητα. Το χτίσιμο του οικοδομήματος βρίσκεται σε εξέλιξη αλλά δεν ολοκληρώνεται: η πλοκή του μυθιστορήματος εξελίσσεται μέσα από την παράταξη διασυνδεόμενων θραυσμάτων, η αρχική όμως εικόνα δεν παρουσιάζεται ποτέ στα μάτια του αναγνώστη. Ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά ένα λαβύρινθο νοηματοδοτικών λειτουργιών συνεχώς μεταβαλλόμενο και χωρίς καμία ένδειξη προόδου, ο οποίος του δημιουργεί μια μόνιμη συναισθηματική διέγερση, μια σχεδόν νευρωτική προσήλωση προς τον τελικό στόχο, η οποία επιτείνεται καθώς οι συνεχείς προσθήκες εξακολουθούν να μην δίνουν απαντήσεις. Αυτό το κειμενικό «cabinet de curiosites» που κατασκευάζει ο Πεντζίκης απαιτεί έναν αναγνώστη σε μόνιμη εγρήγορση. Ο συγγραφέας γίνεται ξεναγός σ’ αυτό το μουσείο του 19ου αιώνα, «κατοικημένο» από ταριχευμένα ζώα, απολιθώματα προϊστορικών ζώων και λιθογραφίες από εξωτικά μέρη. Ο ξεναγός παραμένει σιωπηλός, καθώς η δουλειά του είναι να συμπληρώνει τον κατάλογο των εκθεμάτων. Το πεντζικικό Αρχείον καταλήγει να μοιάζει με ένα χάρτινο μουσείο αϋπνίας, κατασκευασμένο από έναν υπνοβάτη.
[i] Τα αποσπάσματα από τα έργα του ΝΓ Πεντζίκη (εκτός από το Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση) προέρχονται από τις εκδόσεις ΑΣΕ΄ ΑΕ
[ii] Jaques Derrida, Η έννοια του αρχείου, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης , Εκκρεμές, Αθήνα, 1995), σ.16.
[iii] Ό.π., σ. 23.
[iv] Ό.π., σσ. 16–17.
[v] ΝΓ Πεντζίκης, Το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Άγρα, Αθήνα, 2000, σ. 176.
[vi] Εύη Βογιατζάκη, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Ο άνθρωπος και τα σύμβολα, Σαββάλας, Αθήνα, 2004, σ. 204.
[vii] Ό.π., σ. 211.
[viii] Ό.π., σ. 190.
[ix] Jaques Derrida, Η έννοια του αρχείου, σ. 27.
[x] Ηλίας Γιούρης, Η ποιητική του Γ. Ν. Πεντζίκη, Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σ. 13.
[xi] ΝΓ Πεντζίκης, Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, Άγρα, Αθήνα, 1987, σσ. 9–10.
[xii] Βογιατζάκη, σ. 168.