σαλόν. θεατρικό έργο σε 5 Εικόνες
Βασίλης Αμανατίδης
Θεατρικό έργο σε πέντε εικόνες (βασικά αποσπάσματα από την 1η Εικόνα του έργου)
Μητέρας σίγαση — Ο φωτεινός μάρσιπος — Οι δύο Αλέξανδροι — Ο πατέρας έγκυος.
[Σαλόνι. Μέσα: ο Πατέρας, ο Μεγάλος Αλέξανδρος (γιος του — καμία σχέση με τον στρατηλάτη) και η Μητέρα. Ο Πατέρας είναι διά βίου εμμονικός με τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα. Ο Μεγάλος Αλέξανδρος (μεγάλος αδερφός) συχνά μιλάει αγγλικά — ευαίσθητα γραφειοκρατικός. Η Μητέρα στέκει παράμερα, σαν τιμωρημένη, λες και δεν πρέπει πλέον να είναι εκεί. Υφέρπει η υπόνοια πως πριν μερικά χρόνια έχει καεί σε κάποια πυρκαγιά. Αλλά αρνείται να αποχωρήσει ή να σιγασθεί.
Στην αρχή της Εικόνας: Ήχος κλειδιών στην πόρτα. Από Έξω, μπαίνει μέσα στο Σαλόνι ο μικρός Αλέξανδρος (μικρός αδερφός). Μπροστά στο σώμα του, στο μέρος της κοιλιάς, σαν μάρσιπο, ένα back-pack. Ο μικρός Αλέξανδρος το ξεζώνεται, το ακουμπά στα πόδια του ή το περνά από τον ώμο.
Στο πρώτο μέρος της Εικόνας, όλοι αναφέρονται στον μικρό Αλέξανδρο, ωστόσο εκείνος παραμένει αθέατος από όλους: λες και δεν βρίσκεται καν εκεί. Η μόνη που αντιλαμβάνεται τον μικρό Αλέξανδρο είναι η Μητέρα, αν και καταφανώς τυφλή. Ο μικρός Αλέξανδρος βλέπει και ακούει τον Πατέρα και τον Μεγάλο Αλέξανδρο, όχι όμως τη Μητέρα, την οποία δεν ακούει ακόμη και όταν του απευθύνεται. Στα λόγια της μπλέκει στίχους της Μελισσάνθης («Σ’ αγαπώ») και του Σολωμού («Γυναίκα της Ζάκυθος».]
[…]
ΜΗΤΕΡΑ: (στον μ.Α. — παραλήρημα) Πάλι άργησες; Πάλι δε με βλέπεις; Έχε χάρη που δεν μπορώ πια να σε δω κι εγώ. Και κανέναν. Αν και ακόμη τα πανθ’ ορώ. Μα εσύ που ούτε με βλέπεις και ούτε και μ’ ακούς επτά χρόνια τώρα … Πραξικόπημα! Μου έχει γίνει πραξικόπημα: αθέατη και ανήκουστη. Ποια; Εγώ για σένα! Έγινες η επταετία μου — δικτάτορααααας! Εσύ. Που τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τα τ’ όμματ’ εί. Μα τυφλός μόνο μ’ εμένα. Γιατί; Κι έλεγες εσύ παλιά δικτάτορα εμένα … Εμένα! Εγώ, βρε, δεν σε αγάπησα; «Εγώ» ποτέ; Εγώ που σαν τη ζωή μου σ’ α-γα- …
ΠΑΤΕΡΑΣ: Σουουουούτ!
ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.: Αγνοείται, λοιπόν; Αγνοείται; Is he still missing?
Π: Ε, ναι. Αγνοούμενος.
Μ: Την τελευταία φορά που τον είδα …
Π: Πάψε εσύ. Τίποτα δεν ξέρουμε. Φήμες υπάρχουν μόνο.
ΜA: Την τελευταία φορά τον είδαν να κυκλοφορεί με ένα μπουκαλάκι με νερό μέσα στην … τσάντα του. Μες σε λεωφορεία. This is all we know. Τι να ’χει απογίνει; It’ s a pity.
Μ: Αυτό που λέτε είναι μετά. «Πολύ μετά» έγινε αυτό.
«Και για στρώμα, καλέ, / πήρεν όλην εμέ — / έσβησε τη φλόγα σε με — / »
Π: Μην τυχόν και πεις τίποτα! Είπαμε: εσύ άλλο «δεν» μιλάς!
Μ: … «της φωτιάς του» …
Π: Σουτ! Μπράβο, άντε, πάψε, έτσι, έτσι. Άντε πια από κει μ’ αυτή τη φωτιά!
μΙΚΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.: Ωραία φωτιά! … Ωραία φωτιά που ήτανε … Γιατί κιόλας δεν μ’ αγάπησε ποτέ.
Μ: Εγώ βρε δεν σε αγάπησα; Εγώ ποτέ;
Π: Σουτ! Σε ποιον μιλάς;
[…]
Μ: Εκείνη τη μέρα τσάντα δεν είχε. Μόνο το μπουκαλάκι στο χέρι. Ήμουν η τελευταία που τον είδε. Θυμάμαι. Του είπα:
«Και για στρώμα, καλέ, / πάρε όλην εμέ — / σβήσ΄τη φλόγα σε με … »
Π: Τι πετάγεσαι εσύ πάλι; Ποιος σε ρώτησε;
Μ: Δεν τον ακούτε ποτέ … Μα ούτε και τον βλέπετε; Γιατί; «Εδώ» είναι ο μικρός. Να, πλάι κάθεται, τον νιώθω …
Π: Άντε πάλι τα ίδια. Εδώ είμαστε μόνοι οι δυο μας — κι εσύ. Αν λογίζεσαι εσύ πια για ολόκληρη … Εφτά χρόνια τώρα. Μα δεν μετακινείσαι.
μΑ: Σε ποιον μιλάει πάλι αυτός; Τα ’χει χάσει τελείως …
Μ: Η τελευταία που τον είδε είμ’ εγώ. Πόσα χρόνια πριν; Δεν θυμάμαι. Σαν σήμερα όμως — τότε έγινε. Γι’ αυτό σας λέω, πείτε μου χρόνια πολλά …
Π: Σουτ! Σουτ!
[κενό]
ΜΑ: Ξεχνούμε, βέβαια, έτσι και το θέμα της φωτιάς … Τη μέρα του θανάτου της τ’ αγόρασε αυτό το … μαραφέτι. Το ήξερες; Της μητέρας μας λέω. Λίγο πριν το … ατύχημα. Εκείνο το πρωί, γυρνάει και μου λέει: «Αλέξανδρε, αυτές που έχεις εσύ δεν κάνουν γι’ αυτή τη δουλειά. Έχω και κάτι πολύ βαρύ που θέλω να βάλω μέσα. Καλύτερα να είναι σάκος». Και βγήκε ν’ αγοράσει. Άκου σάκος! Back pack!
μΑ: Front …
ΜΑ: Άλλη δουλειά δεν είχε …
μΑ: Είχα. Κι άλλη δουλειά. Που κανείς σας δεν ήταν στο σπίτι. Αμέσως μετά. Είχα.
ΜΑ: Από τότε έχει να φανεί. Ούτε στην κηδεία της δεν ήρθε. [παύση] Ήρθε; Μα … επρόκειτο, λες, περί εμπρησμού ή περί ατυχήματος;
Π: Τι τα συζητούμε τώρα όλ’ αυτά …
μΑ: Αφού δεν κουβαλούσα σπίρτα. Το είχα κόψει ήδη από τότε. Πώς αλλιώς να τους το πω!
ΜΑ: Και ο πύργος;
Π: Τι;
ΜΑ: Πόσες φορές λες να κάηκε αυτός ο πύργος;
Π: Ο πύργος στην Κορυτσάς ή ο Λευκός; Για όποιον κι αν λες, δεν θυμάμαι.
ΜΑ: Μία-δύο-τρεις. Και η φωτιά;
Π: Τι;
ΜΑ: Πόσες φορές, λες, κάηκε εκείνη η φωτιά;
Π: Δεν θυμάμαι. Δεν ξέρω. Δε βγάζει νόημα.
ΜΑ: Ναι, σωστά, δεν καίγεται η φωτιά …
Π: Τρεις μήπως;
μΑ: Φταίει που δεν λειτουργούσαν καλά και οι βρύσες … Χωρίς πολύ νερό πώς να σβηστεί; Δεν φταίω, δεν φταίω εγώ. Όχι πολύ.
Π.: Όμως, το χρώμα της; Γι’ αυτό τι έχουμε να πούμε; Τι χρώμα είχε τελικά;
ΜΑ: Ποια τώρα; Η φωτιά;
Μ: Η μητέρα. [δείχνει τον εαυτό της] Αυτή. Όταν καιγόταν! Τι χρώμα είχε η μητέρα όταν καιγόταν;
[μικρό κενό]
Π: Γιατί μίλησες πάλι; Πότε θα πάψεις εσύ; Κατάλαβέ το. Επιτέλους! Εδώ και επτά χρόνια είσαι σε διαρκή τιμωρία. Άρα γιατί δεν σταματάς;
μΑ (χωριστά απ’ τη Μ): Και ιδού μεγάλη ταραχή ποδιών όπου πάντοτες αύξαινε.
Μ (τον ακούει, ανταποκρίνεται): Και ιδού μεγάλη ταραχή ποδιών όπου πάντοτες αύξαινε.
Π: Α, αυτός ποιος είναι; Ποιος είναι αυτός! Τώρα μόλις τον βλέπω.
μΑ: «Παιδί μου, μάτια μου, ψυχή μου», μου είχε πει παλιά, πολύ παλιά, η μαμά, έτσι σηκώνοντάς με από το κρεβατάκι και κολλώντας με μέσα στην αγκαλιά της, «να γένεις καλό, να πανδρευθείς, και να βγαίνουμε και να μπαίνουμε, και να βλέπουμε τον κόσμο, και να καθόμαστε μαζί στο παρεθύρι να διαβάζουμε τη θεία Γραφή και τη Χαλιμά».
Π: Ποιος είναι; Από πού μπήκε; Ποιος είσαι; Τώρα σε είδα.
μΑ: «Και αφού η μαμά με εχάϊδεψε και με φίλησε τα μάτια και τα χείλια, με άφησε απάνου στην καθίκλα λέοντάς μου: Να και ένα καθρεφτάκι και κοιτάξου.»
Π: Βρε, Αλέξανδρε. Τώρα σε κατάλαβα. Βρε, βρε, βρε. Ήρθες, παιδί μου;
μΑ: «και κοιτάξου που είσ’ όμορφο και μου μοιάζεις.»
Μ: «και κοιτάξου που είσ’ όμορφο και μου μοιάζεις.»
Π: Ήρθες! Πού ήσουν, αγόρι μου; Γεια σου!
+ Μ (μαζί):
μΑ: «Και ο μικρός υιός που δεν ήτανε μαθημένος απ’ τη μητέρα του με τα καλά ησύχασε, και από τη χαρά του εδάκρυσε.»
Μ: «Και η μικρή κόρη που και εκείνη δεν ήτανε μαθημένη με τα καλά ησύχασε, και από τη χαρά της εδάκρυσε.»
μΑ: … κι έμεινε έτσι δακρυσμένος να κοιτάζει τη μητέρα του …
Μ: … κι εκείνη δακρυσμένη να κοιτάζει τη δική της …
μΑ: …για χρόνια και χρόνια πολλά …
Μ: Α! Δεν το είπε για μένα, ε; Ω, δεν πειράζει. Ευχαριστώ, καλέ μου … Έστω κι έτσι, επιτέλους κάποιος … Μ’ ευχήθηκε χρόνια πολλά …
[μικρό κενό]
Π: Ωραία, εντάξει, εδάκρυσαν αυτοί. Όμως, φτάνει τώρα, σώπα. Αρκετά έχεις μιλήσει τόσα χρόνια. Δεν άκουσες; Ήρθε, φαίνεται, και ο μικρός μας πάλι στο σπίτι …
Μ: Ναι, ο μικρός μου, ο μικρός. Το τελευταίο που είδα! Το συνεχές άκουσμά μου!
Η διαρκής τιμωρί … Η διαρκής σωτηρία μου!
Π: Και πριν κάπως περίσσευες. Αλλά τώρα που είναι εδώ μαζί μας ο τελευταίος μας … Τώρα που είμαστε ξανά οι τρεις μας … Σε παρακαλώ, χάρη σ’ το ζητάω, άσε μας πια μόνους.
«Αχ, παιδί μου, σε κοιτώ, αλήθεια είναι, ήρθες πάλι!»
Μ: Ο τελευταίος, ο μικρός, η αγάπη μου, ο μικρός μου … Αλεξανδράκι! …
Π: Σουτ! Ορκίσου, σε παρακαλώ, ορκίσου. Ορκίσου τώρα να μη σου ξαναβγεί άλλη ανάσα απ’ το στόμα … Θα είναι καλύτερα για όλους μας. Και για σένα θα είναι. Σ’ το υπόσχομαι. Ε, καλή μου; … Να ηρεμήσεις λιγάκι και εσύ … Καιρός δεν ήταν;
μΑ: Μα πού μιλά πάλι αυτός;
Π (στη Μ): Ούτε λέξη μην πεις. Από δω και πέρα ούτε άχνα. Ορκίσου!
Μ: Καλά. Ας μην υπάρξω άλλο στο παρόν, αφού έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχω. Κι αφού πια τον βλέπεις κι εσύ, ανάλαβε εσύ. Από δω και πέρα. Καλά. Από δω και πέρα ούτε άχνα. Ούτε άχνα για … σας. Ορκίζομα …
Π: Σουτ, είπα! Σουτ!
Μ: Ε, δεν έχετε τον Θεό σας. Ναι, δεν τον έχετε πια.
«Εδώ δίπλα σου εγώ
/ τη ζωή θ΄αγροικώ
/ να κυλάει στο ρυθμό / της καρδιάς σου!»
Τετέλεσται.
μΑ: Δεν ήρθα τώρα, όπως λες — εδώ ήμουν. Αλλά κι έτσι, πάλι γεια σου, πατέρα.
Π: Αχ, εδώ ήσουν τόσην ώρα, παιδί μου! Και σε είχαμε για αγνοούμενο, μικρούλη μου. Καλωσήρθες!
μΑ: Έρχομαι πάντα και κοιμάμαι. Μπαινόβγαινα. Για λίγο μόνο έλειψα.
ΜΑ: Το παρασύνθημα;
μΑ: Οδός Κορυτσάς, αριθμός 11 …
ΜΑ: Οδός Σπανδωνίδη, αριθμός 14 … Η γωνία του σπιτιού μας. Α, ναι, ναι, ο μικρός Αλέξανδρος. Αυτός είναι.
Π: Γεια σας, αγόρια μου. Σήμερα με κάνετε πολύ ευτυχισμένο. Έλα, κόπιασε να ξεκουραστείς. Πόσο είμαι χαρούμενος!
μΑ: Εγώ, ναι. Ξέρεις, Αλέξανδρε, τόση ώρα είμαι εδώ μακριά σου και ήδη δεν μου έλειπες. Μα δεν το θέλω πια αυτό. Και είπα να φανώ. Πώς είσαι;
Π: Δώσε μου το … αυτό, αγόρι μου. Βγάλ’ το από τον ώμο σου, δώσε μου να σου το φυλάξω. [κυρίως στον ΜΑ] Και τώρα που σίγασε κι η μητέρα μας, εμείς θα ’μαστε επιτέλους μόνοι. Μόνοι. Μόνο μαζί!
ΜΑ: Δική μας μητέρα ήταν, όχι δική σου. Εσύ είχες άλλη.
Π: Α, ναι, μπερδεύομαι καμιά φορά.
ΜΑ: Αλλά έχει μάθει πια, ο μικρός Αλέξανδρος, τι χρώμα έχει το νερό;
Π: Ευτυχώς που στον τόπο αυτό όλα τα σπίτια βρίσκονται στην οδό Κορυτσάς. Όλα! Όμως έλα, έλα, βγάλε τον … σάκο σου από πάνω σου, πώς και δεν κύρτωσες τόσο καιρό απ’ το βάρος. Ω, μα πόσο λευκός είν- … Λευκός; Σαν λίγο γκρίζος μού φαίνεται. Ε, λευκός, εντάξει … Ελάτε, λοιπόν, ελάτε! … Τα καμάρια μου, ο Μεγάλος κι ο μικρός! Σωστοί άντρες πια κι οι δυο. Βρε βρε βρε, τα χρόνια, πώς περνούνε τα άτιμα …
μΑ: Αλέξανδρε … σήμερα … σήμερα που είναι τα γενέθλια … Της πράξης μου …
Π: … Σαν καταρράκτης. Με τι ταχύτητα, τι βιάση, τι ορμή περνούνε … Ποιας πράξης; Τίποτα δεν έγινε — περασμένα ξεχασμένα. Αφήστε τα αυτά τώρα. Εμείς πια θα είμαστε μαζί. Σαν «μια» γροθιά. Σαν μια «γροθιά» ενωμένη. Με τρία δάχτυλα; Ε, καλά, και πριν, με τέσσερα, της έλειπε ένα πάλι … Ελάτε, ω, ελάτε, λοιπόν! Πώς λέτε να το γιορτάσουμε; [αρχίζει να ζώνεται μπροστά τον σάκο, τώρα «δικός» του, μάρσιπος]
μΑ: Mπορώ, Αλέξανδρε, να σου μάθω να μου λείπεις; Θα μπορέσω σήμερα; Εσύ; Θα μου επιτρέψεις; Αυτό θέλω …
ΜΑ (μόνο προς τον Πατέρα): Oh! Well done, well done, πατέρα … «This» is really what I call white! Και φωτίζει. Exquisite. Πραγματικά.
Π (μόνος του): Bρε βρε, τι σκαρφίζονται οι άτιμοι … Για κοίτα εδώ τι γίνεται! Ω, μα πόσο φωτεινό, ω, μα πόσο λευκό είναι …
μΑ.: Πες μου, θα μπορέσω;
Π: «Ουκ έστιν όστις άλλος εις ανήρ, τοσαύτα ή τηλικαύτα έργα … κατά πλήθος ή μέγεθος εν Έλλησιν ή … εν Έλλησιν ή … εν Έλλησιν ή βαρβάροις … απεδείξατο … ω, ε, βέβαια, άκου γκρίζο! Ω, μα πόσο λευκό … φωτεινό … Δικό μου τώρα …
[τέλος 1ης Εικόνας]
Ο Βασίλης Αμανατίδης (γεν. 1970) είναι ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, performer. Μεγάλωσε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει έξι βιβλία ποίησης (τελευταίο: 7: ποίηση για video games, 2011) και δύο συλλογές διηγημάτων (Μη με φας, 2005, και Ο σκύλος της Χάρυβδης, 2008). Δύο θεατρικά του έργα έχουν ανεβεί στη Θεσσαλονίκη, ενώ παρουσιάζει και ο ίδιος τα κείμενά του στο κοινό. Μεταφράζει πεζογραφία και ποίηση (Singer, Oates, Gombrowicz, e.e. cummings, Carson κ.ά.). Κείμενά του έχουν μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες.