Επιστολή στην Α
Αλέξανδρος Μιστριώτης



Αγαπητή Α.

Εύχομαι να είσαι χαρούμενη
και η χαρά σου να είναι πηγαία, χωρίς ιδιαίτερη αιτία.
Τις τελευταίες μέρες έχω όσα είπες στον νου.
Αυτό όχι λόγω της αδυναμίας που σου έχω.
Οι ερωτήσεις σου είναι και δικές μου.

Αυτήν την περίοδο δουλεύω μέχρι να φανεί το πρώτο φως και μόλις ξυπνήσω τρέχω να ξαναρχίσω. Δεν υπάρχει εξήγηση, δεν ξέρω τι είναι Τέχνη, τι είναι Καλλιτέχνης και γιατί τα κάνουμε αυτά όλα. Μόνον ξέρω πως η σωστή απάντηση δεν θα αποκλείει κανέναν. Στην πράξη αυτό που λέω είναι παράδοξο και προφανές ταυτόχρονα. Είμαι ερωτευμένος και δεν ξέρω τι πάει να πει έρωτας.

α.
Γιατί γίνονται όλα αυτά; Και τι σημαίνουν; Προσπαθώ να απαντήσω χωρίς ευφυΐα. Η απάντηση μου θα κρατήσει το ερώτημα όρθιο. Δεν θα το αφανίσει. Δεν μπορεί. Η απάντηση μου απλώς θα του δώσει ζωή. Το ξέρω και το επιθυμώ. Το ερώτημα είναι αυτό που κάνει τον κόσμο μπορετό, ευρύχωρο, ικανό για την αγάπη, για το θαύμα, για την σοφία. Το ερώτημα συγκροτεί την συνάντηση, το συζήτημα, αυτό που ονομάζουμε αλήθεια. Το ερώτημα προάγει τον έρωτα, επιτρέπει την ζωή, συνιστά τον κόσμο ενώ τον κατασπαράζει. Το ερώτημα είναι που φωτίζει απλώνοντας το σκοτάδι του παντού, καταδιώκοντας τον άνθρωπο χωρίς έλεος για να του δώσει αυτό που ζητά χωρίς να τον τελειώσει.

Είναι μεγάλη η διαδρομή που κάνει ο νους όταν μιλά γι' αυτά τα ζητήματα. Είναι μεγάλη γιατί προσπαθεί να μην αδικήσει, να μη μικρύνει τα πράγματα για να τα χωρέσει κι έτσι όταν μιλά για κίνηση θέλει να μιλά για ακινησία, όταν μιλά για σιωπή να μιλά για Λόγο, όταν μιλά για την ανθρωπότητα να μιλά για κάποιον ένα ή για τον πλέον συγκεκριμένο εμένα, εμένα που σου γράφω στην πόλη του Ναυπλίου και κάνει κρύο στο σπίτι ενώ φίλοι κοιμούνται και τα σύννεφα απλώνουν πάνω από τις οικοδομές στην θάλασσα. Επάλληλα, τεράστια, σε κινoύμενη ακινησία.

Είναι διάφανα αυτά τα ζητήματα κι έτσι όταν τελικά εμφανίζεται το μέγεθος τους ξαφνιαζόμαστε. Σαν να γίνονται τεράστια με βία αναπάντεχη και δεν επιτρέπουν να προσπεράσεις. Όπως δύο άνθρωποι που ενώ σκεπάζουν με βροχή από χάδια ο ένας τον άλλο υπάρχει κάποτε ένα άγγιγμα πολύ απαλό, ανεπαίσθητο που δεν σβήνει με τίποτα, που μένει η αίσθηση του καθαρά να βυθίζεται μέσα σου για ώρα. Αυτο το ανεπαίσθητο χάδι που καίει είναι η τέχνη και επηρεάζει με τρόπο ανεπίγνωστο όλη την κοινωνία και την εποχή. Κι αυτό επειδή είναι σχεδόν ανύπαρκτο, έτσι δεν το σταματούν οι τοίχοι


β.
Για να ξεκινήσουμε από κάπου μπορούμε να θεωρήσουμε ως μεταφορά όλων των Τεχνών την Ποίηση. Να εξηγηθώ λέγοντας πως η Ποίηση δεν έχει να κάνει με τις λέξεις. Ούτε ο Λόγος έχει να κάνει με τις λέξεις. Μόνο. Ο Λόγος αρθρώνεται και με εικόνες και με χειρονομίες και με μουσικές, κάποτε απλά και μόνο από τον τρόπο που στεκόμαστε. Γι' αυτό και η λειτουργία η «ποιητική» είναι για μένα ο καθρέφτης στον οποίο βλέπω όλες τις Τέχνες. Ναι, «εν αρχή ην ο Λόγος», και Λογος είναι ένα πράγμα που δεν το περιορίζει καμία περιγραφή. Όταν αναδύεται το γνωρίζουμε. Έχει δέκα χιλιάδες μορφές κι όλες έχουν κάτι πέρα από την μορφή τους. Δεν έχει να κάνει με την ευκολία του νοήματος αλλά με το θαύμα της Παρουσίας.

Ποιητές είναι όλοι οι άνθρωποι. Αυτή είναι η υψηλή και πλέον κοινή ιδιότητα του ανθρώπινου. Η λέξη είναι αποκαλυπτική. Ποιητής σημαίνει αυτός που ποιεί, που κάνει, οτιδήποτε. Δηλαδή όλοι. Ποια η διαφορά του λοιπόν απ' όλους όσους δεν είναι «ποιητές»; Η διαφορά είναι στην επίγνωση, στην διαύγεια, στην συνείδηση κάθε πραγματος, κάθε ελάχιστης πράξης. Ο ποιητής ονομάζει τα πράγματα μέσα του, τα βλέπει, τα θεωρεί. Αυτό κάνει μια πράξη να συμβαίνει, να είναι συμβάν, να έχει ή να γεννά Λόγο. «Περπάτησα πάνω σ’ αυτήν την γη. Στάθηκα πολλές φορές σε άσχετα σημεία να δω που βρίσκομαι. Τα κτήρια, τα σύννεφα, αν έχει φεγγάρι και δεν το πήρα είδηση. Και σε κοίταξα στα μάτια και μοιράστηκα μαζί σου τις σιωπές, όταν έψαχνες τις λέξεις σου. Είχε λίγο φως, αφύσικο, και η υπόγεια αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο και λέξεις και πράγματα που δεν θα δω ποτέ γιατί σε κοίταξα στα μάτια και μοιράστηκα μαζί σου τις σιωπές, όταν έψαχνες τις λέξεις σου.»

Είναι μεγάλη η ένταση μιας τέτοιας ζωής. Η παραφορά της δεν είναι ορατή. Κάνει την διαφορά μεταξύ παθητικού κι ενεργητικού εκτός θέματος. Κάνει την διάκριση ανάμεσα σ’ αυτόν που παρατηρεί και σ’αυτόν που ζει ανόητη. Συχνά τα πράγματα αλλάζουν πρόσημο. Η νίκη και η ήττα ανταλάσουν θέσεις ιλλιγγιωδώς. Μερικές φορές δεν ξέρεις που να σταθείς. Η προσοχή μετατρέπεται αθόρυβα σε δέος. Αυτός ο τρόπος επαναφέρει το ιερό στον κόσμο. Το ιερό όχι σαν τρόπο να συντηρείται η κοινωνία αλλά σαν φανέρωση του πόθου. Του πόθου που ολοκληρώθηκε και συνεπήρε όλο τον άνθρωπο.

Πιστεύω αξίζει εδώ να υπογραμμίσω πως οι Ποιητές έχουν σαν μέριμνα να ενώνουν αλλά και να χωρίζουν τα μικρά και τα μεγάλα. Την ασήμαντη χαρά και την αίγλη των άστρων, τον ελάχιστο θάνατό μας με την μοίρα χιλιάδων άλλων. Την αίσθηση πως όλα είναι ένα ψέμα, μάταιο και άσχημο, με την δίψα που κινεί τα πλήθη, στους δρόμους, στις λεωφόρους, στα αεροδρόμια, στα μουσεία και στις γιορτές. Έχουν τη λειτουργία να ενώνουν, με τρόπο πηγαίο μια μολυβιά με την Ιστορία ενός λαού κι ένα κομμάτι μάρμαρο με την δίψα της ανθρωπότητας να υπάρξει πέρα από τον χρόνο και τον χώρο. Κι έτσι, αφού με κλωστές ενωθούν τα πράγματα, ξαφνικά αγκαλιάζουμε με τον νου τα πάντα και μπορούμε να σταθούμε. Να αγκαλιάσουμε τα πράγματα ήρεμοι. Να φτάσουμε επιτέλους στη «θεωρία». Στη θέα του κοσμου δηλαδή κι όχι στους σαχλούς συλλογισμούς. Στη θέα που μοιάζει με μυστικό επειδή ελάχιστα απ' όσα βλεπουμε φαίνονται.

Υπάρχει μια διάκριση παλαιά που θέλει από τη μία τη Διάνοια να ασχολείται με τις ακολουθίες των εξηγήσεων και τα επιχειρήματα κι από την άλλη τον Νου να συλλαμβάνει τις «απλές» έννοιες. «Απλά» είναι εκείνα τα πράγματα που εξηγούνται μόνο με τον εαυτό τους, όπως ο χώρος, ο χρόνος, η ελευθερία, η χαρά και άλλα. Η Θεωρία είναι δραστηριότητα του Νου. Όταν ανοίγει κι αγκαλιάζει τα πράγματα και σταματά τον χρόνο, τις εξηγήσεις και τις περιγραφές ως άχρηστες. Όταν ανοίγει ο νους κατανοούμε ακαριαία. Τα πράγματα, τους ανθρώπους, τα παιχνίδια της Ιστορίας και τόσα άλλα. Οι λέξεις και η κοινωνία θα πατήσουν μετά πάνω σ’ αυτές τις γνώσεις. Εκεί θα συναντηθούμε.

Εδώ θα προσπεράσω ένα σημαντικό θέμα. Δεν είναι σαφές το πως ανοίγει ο νους. Ποιος τον «ανοίγει»; Αυτός που κοιτά; Μήπως αυτό που βλέπει; Κάτι άλλο που υπάρχει και στα δυο;

Μη με παρεξηγείς. Η ερώτηση δεν είναι «θεωρητική». Είναι σαν να ρωτάω πώς ερωτευόμαστε.

Και θα σου θυμίσω κάτι παράδοξο. Όσο ρωτάς κάτι τόσο πιο ανεξήγητο γίνεται, τόσο απομακρύνεται. Όπως η αντανάκλαση του Φεγγαριού που τρέμει στη θάλασσα και χαράζει έναν δρόμο που απομακρύνεται όταν πλησιάζεις. Ακόμα και για την επιστήμη το «άγνωστο», αντί να μειώνεται όσο προχωράμε, αυξάνει.

Όσο περισσότερο βλέπεις κάτι τόσο αφανίζεται. Γι’ αυτό ο έρωτας δεν τελειώνει. Γι’ αυτό είναι τυφλός, όπως ο Όμηρος κι ο Τειρεσίας. Εκεί ανήκει και ο θαυμασμός, η έκπληξη, των ερωτευμένων όταν ρωτάν ο ένας τον άλλο: «Ποιος είσαι;» Αυτή η ερώτηση μοιάζει σχεδόν αστεία κι όταν ερωτευόμαστε τείνει να απλωθεί σε όλα τα πράγματα.

Όσοι ζουν αυτήν την αβεβαιότητα είναι καλλιτέχνες, είναι άνθρωποι, είναι φιλόσοφοι, είναι ερωτευμένοι. Πες τους όπως θες, μικρή η διαφορά.


γ.
Είναι μέρες τώρα που αυτό το κείμενο με απασχολεί. Με βροχές, με ήλιο και με συννεφιά, σε διάφορα μέρη ενώ περπατώ και κάνω άλλα πράγματα. Το βλέπω μπροστά μου να εκκρεμεί. Η ισορροπία του επιβάλλει σ’ αυτό το σημείο να πω μερικά πράγματα ακόμα. Να μιλήσω για τις εικόνες που ήταν αφορμή της σύντομης κουβέντας μας ώστε να γίνει πιο συγκεκριμένο. Το άνοιξα τόσο που ο νους μου κινδυνεύει να εξαντληθεί.

Ξεκίνησα αυτόν τον κύκλο έργων το Μάιο του 2010. Κρίση, ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο τίτλος ήταν While dreams die.

Τότε έγραφα στα αγγλικά (μετάφραση στο τέλος του κειμένου [i]):

«[…] While the Consuming Paradise dies … While “hope” dies in a cityscape abandoned, devoured, manipulated … While Economy devours, blatantly (enfin!) Politics without understanding what this is all about …
I look at this mess. I foresee more hope in this agonising state than in virtual realities of the recent past.
I hold on the light that comes through the window, I follow my hand while it moves. No matter what we do, we are doing something.

“While dreams die” I look around. Sometimes I stand devastated by love, by time, by History. While dreams die, scribbling can be a great comfort. On papers and walls, with gestures on the air, just by being there. Scribbles when you look at them are not scribbles any more. They can be mirrors precise and they can be meeting points, proofs of life, manifestations of imperceptible winds.

There is that moment we all know, when you are making lines on paper without knowing what, why or even when. These things that are impossible to recreate, this state of absence is one of the most precise manifestations of oneself.

I see scribbles from two different angles. The first evolves from the specific to the general and describes the impossibility to describe oneself, it defends man, retains hope, calls for attention. The second considers the world as a mass of flowing forces that have a long forgotten source. Man is entangled within. The Agony and the chaos we are entering now is not new, it is an expression of an inherent quality of our world.

Slowly, steadily, our bodies float in the matter.»


Κάπου, είπαν, έγραψε ο Τσέζαρε Παβέζε: «Η μόνη χαρά είναι της ύπαρξης, τα άλλα είναι ανοησίες.» Αν μπορούσα να στο πω με τους δεκάδες τρόπους που αυτό φανερώνεται στη δουλειά μου θα καταλάβαινες καλύτερα. Γιατί κάνω αυτά που κάνω; Θέλω να νομίζω πως ήδη ξέρεις. Ξέρεις όλα αυτά που μόνο τα δικά σου χέρια μπορούν να κάνουν αλλά κι εσύ δε μπορείς να εξηγήσεις. Παίζω συνεχώς με πράγματα και σχήματα που μπορώ να ονομάσω και μετά τα χαλάω για να βρω τη συνθήκη που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πράγματα ή καταστάσεις. Ξανά και ξανά μέχρι να γίνουν οι εικόνες ανίκητες. Να μη μπορώ να τις σβήσω. Να βρω αυτήν την παράφορη στιγμή με τρόπο ήσυχο.

Είναι πάλι η διαφάνεια των εραστών που δίνει το καλύτερο παράδειγμα, όταν δεν ξέρεις πως βρέθηκαν τα χέρια σου εκεί, τα χείλη σου εδώ και οι φωνές, αυτές οι φωνές, αν είναι δικές σου. Αυτά τα κενά είναι το θέμα των εικόνων που είδες. Θαυμαστοί του τίποτα τόποι. Του τίποτα που αποτυγχάνει να ολοκληρωθεί και είναι πάντα κάτι. Του τίποτα που πρέπει να αρνηθεί τον εαυτό του. Με μιαν επίγνωση όμως συνεχή, με το ερώτημα να μένει πάντα εκεί, χωρίς τη δικαιολογία του στυλιζαρισμένου αυτάρεσκου «τίποτα».

Σχεδιάζω και οι χειρονομίες μου είναι αφορμές να χαράζεται με φως ο κόσμος. Χαράζω τον κόσμο χωρίς να τον ακουμπώ και με χαρά ζω την εξαφάνιση των σχημάτων και των εικόνων. Ο χρόνος φέρνει και παίρνει όλη αυτήν τη χαρά κι όλη αυτήν τη θλίψη. Όλα γίνονται με εμπιστοσύνη. Σαν ακρόαση μιας αναπνοής. Μεγάλης και ξένης. Σαν παράδοση. Δική μου. Σε κάτι.

Α. που βρισκόμαστε; Τι κινείται όταν κινούμαστε; Καποια πράγματα μέσα μας μένουν ασάλευτα. Και κάποια άλλα πορεύονται σε άλλους χώρους που μοιραζόμαστε με τον νου. Υπάρχουν τόποι που δεν ξέρουμε αν βρίσκονται μπροστά ή πίσω μας, αν τους περιέχουμε ή αν μας περιέχουν. Σ’ αυτούς τους τόπους ξεδιπλώνονται ξανά και ξανά ρυθμικά και σε παραλλαγές οι επιθυμίες, οι σκέψεις και οι αισθήσεις. Εκεί εμφανίζονται οι έννοιες και οι Ιστορίες σαν καθαροί όγκοι. Όλα, αν τα δεις από απόσταση, μοιάζουν με συχνότητες και ρυθμούς, με γραμμές και επίπεδα. Είναι άγνωστο, όμως, τι τα κινεί. Αυτά και μας. Ποια η ερώτηση — πηγή όλων των ερωτήσεων και ποια η επιθυμία — πηγή όλων των επιθυμιών; Δεν ξέρουμε. Κι αυτή η επίγνωση, εκτός των άλλων, μπορεί να είναι γεμάτη ενθουσιασμό. Ο Έρωτας και η Ερώτηση έχουν κοινή ρίζα.


δ.
Όλα λοιπόν υπάρχουν διότι στο βάθος μένει ο θαυμασμός για το γεγονός πως ο κόσμος μάλλον υπάρχει. Αλλά εδώ υπάρχει ένα άλλο σημείο σημαντικό. Το θαύμα, της παρουσίας μας εδώ, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την απουσία μας. Χωρίς τη συνείδηση του τέλους. Τρομακτική συχνά αλλά όχι μόνο. Μιλώ για τη συνείδηση του τέλους κι όχι για την πληροφορία του. Μιλώ για μιαν αρπαγή. Μιαν εξόντωση που επιτελείται σε ανύποπτους καιρούς και τόπους, στιγμιαία ακόμα κι αν επαναλαμβάνεται. Αυτή η συνείδηση βαθαίνει και σιγά σιγά της παραδίνεσαι. Όπως η ερωμένη αδημονεί και παραδίνεται στην αρπαγή της από τον εραστή. Έτσι είναι αυτή η αίσθηση στην οποία πρέπει να αφεθούμε κάποια στιγμή, έστω την τελευταία, την ακραία, την τέλεια. Είναι κι αυτό μια εκδήλωση του ερωτικού που η ζωή και η τέχνη επιβάλουν.

Μαζί με τη συνείδηση του τέλους υπάρχουν άλλες δύο πολύ κοντινές ποιότητες, μάλλον σκοτεινές, που συνοδεύουν την πορεία του καλλιτέχνη, του ανθρώπου δηλαδή. Κι αυτές είναι η αίσθηση της ματαιότητας και η επιθυμία απώλειας της ύπαρξης. Συχνά τις συγχέουμε μεταξύ τους αλλά διαφέρουν και ανατροφοδοτούνται διαρκώς. Το σκοτάδι αυτό είναι απαραίτητο ή μάλλον αναπόφευκτο. Όσοι το παραμερίζουν το αναγκάζουν να ζει κρυφά και να αναδύεται απρόσμενα σε στιγμές και σε πράξεις που δεν ορίζουν, συχνά είναι εκτεθημένοι ακόμα περισσότερο σ’ αυτήν την ορμή, την οποία δεν αντιλαμβάνονται, κι έτσι παίρνει την μορφή άγχους που νομίζουμε πως προκαλείται από τις δυσκολίες της ζωής.

Απ’ ότι φαίνεται ο άνθρωπος εκπλήσσεται από την προοπτική του θανάτου. Πιστεύω πως αυτό συμβαίνει διότι είναι πλασμένος χωρίς μέτρο, δηλαδή, όπως λέμε, με μέτρο την «Αιωνιότητα».

Από αυτήν την αντίφαση πηγάζουν πολλά. Ιδιωτικά και μη. Της Τέχνης και της ζωής.

Η μυστική γοητεία του ωμού ζωγραφικού πίνακα L’ origine du monde του Gustave Courbet. Η έλξη κι ο τρόμος που ασκούσε το κεφάλι της μυθικής Μέδουσας και πάγωνε όσους το κοιτούσαν. Το χαμόγελο του Αχιλλέα, για πρώτη και τελευταία φορά, όταν τον προκάλεσε ο φίλος του ο Αντίλοχος στην Ραψωδία Ψ’ της Ιλιάδας. Η συνομιλία του Μεγάλου Αντωνίου με τα λιοντάρια στην έρημο, όταν κύκλωσαν την καλύβη του και τα είδε με την αστροφεγγιά. Αυτό το ερώτημα μαστίζει με περιέργεια τους ζωντανούς. Μας καθιστά άγνωστους στον ίδιο μας τον εαυτό. Κάνει τον ίδιο μας τον εαυτό έναν «άλλο».

Όμως πολύ μίλησα για όσα μοιάζουν σκοτεινά. Και πριν λίγο γέμισε ο ουρανός της Αθήνας εορταστικά πυροτεχνήματα τον καινούριο χρόνο. Και μέσα στη νύχτα εξεράγει το φως. Και βγήκα στο μπαλκόνι κι όλα μου φαίνονταν μαγικά κι αστεία, ασήμαντα και ανθρώπινα. Το φως είναι μια σεβαστή ποσότητα αυτού του κόσμου. Και τα πυροτεχνήματα με τα ίχνη και τα χρώματά τους μοιάζανε με τις εικόνες που φτιάχνω. Δεν το ’χα σκεφτεί.

Πρέπει να σταματήσω. Υπάρχουν πολλά θέματα που δεν θα αγγίξω. Αν το έκανα θα γινόμουν κι εγώ και το κείμενο χίλια κομμάτια.
Δεν θα μιλήσω για την άσκηση, για το έργο «αντικείμενο» και για το σώμα. Για το ωραίο. Δεν θα μιλήσω για την επιθυμία, το πάθος και την εμμονή, πράγματα σημαντικά για τα οποία μιλάμε λίγο επιπόλαια και καταναλωτικά. Δεν θα μιλήσω με τρόπο πιο άμεσο, για τη χαρά, την αγάπη και την καλοσύνη. Αυτά, νομίζω, υπάρχουν διακριτικά στα προηγούμενα.

Θα αναφερθώ όμως στο τελευταίο και πλέον πιθανό ερώτημα το οποίο θα μπορούσε να βρίσκεται στην αρχή του κειμένου. Γιατί τα κάνουμε όλα αυτά και τι αξία, τι νόημα, έχουν όταν η δυστυχία περισεύει; Λοιπόν, το να ασχολείσαι με τα άχρηστα και τα «περιττά» είναι που δίνει χώρο στον άνθρωπο να ζήσει. Να μη τον λυώσει η Ιστορία στο πέρασμά της. Το να σκέφτεσαι και να ρωτάς τα πράγματα, τέτοιες εποχές, αντίθετα απ’ ότι υποστηρίζουν οι πονηροί και οι αφελείς, δεν είναι πολυτέλεια αλλά ανάγκη. Δεν είναι η ανία που γεννά τον πόθο και την απορία αλλά η φανέρωση της αποτυχίας του κόσμου.


— Αθήνα 02.01.2012 


[i] «[...] ο καταναλωτικός παράδεισος σβήνει. Η Οικονομία κατασπαράζει την Πολιτική χωρίς να καταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται … Κοιτώ τη σύγχυση. Αναγνωρίζω περισσότερη ελπίδα σ’ αυτήν την αγωνία απ’ ότι στις ψευτοπραγματικότητες του πρόσφατου παρελθόντος. Πιάνομαι στο φως που μπαίνει από το παράθυρο, ακολουθώ το χέρι μου ενώ κινείται. Ότι κι αν κάνουμε, κάνουμε κάτι.

“Ενώ Όνειρα πεθαίνουν” κοιτώ γύρω. Κάποιες φορές κάθομαι συντετριμμένος από την αγάπη, τον χρόνο, την Ιστορία. “Ενώ όνειρα πεθαίνουν” μπορεί το να μουτζουρώνεις να είναι μεγάλη παρηγοριά. Σε χαρτιά και τοίχους, με χειρονομίες στον αέρα, απλά και μόνο όντας εκεί. Οι μουτζούρες όταν τις κοιτάς δεν είναι μουτζούρες πια. Μπορούν να γίνουν καθρέφτες ακριβείς και μπορούν να γίνουν σημεία συνάντησης, αποδείξεις της ζωής, εκδηλώσεις ανεπαίσθητων ανέμων.

Υπάρχει η στιγμή που όλοι γνωρίζουμε, στην οποία κάνουμε γραμμές σ’ ένα χαρτί χωρίς να ξέρουμε το γιατί, το τι ή ακόμα και το πότε. Αυτά τα πράγματα που είναι αδύνατο να αναπαράγουμε, αυτή η κατάσταση απουσίας είναι μια από τις πλέον ακριβείς εκδηλώσεις του εαυτού.

Βλέπω τις μουτζούρες από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Μία που αναπτύσσεται από το ειδικό προς το γενικό και περιγράφει το απερίγραπτο του εαυτού και έτσι υπερασπίζεται το ανθρώπινο, συγκρατεί την ελπίδα, επιστά την προσοχή. Και μιαν άλλη που θεωρεί τον κόσμο σαν μια μάζα δυνάμεων και συνειδήσεων που ρέουν. Η πηγή τους έχει ξεχαστεί. Ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν την ροή. Η αγωνία και το χάος που γνωρίζουμε τώρα δεν είναι κάτι νέο. Πρόκειται για την εκδήλωση μιας εγγενούς ποιότητος του κόσμου. Αργά, σταθερά τα σώματα μας επιπλέουν μέσα στην ύλη.»


Ο Αλέξανδρος Μιστριώτης γεννήθηκε στην Οττάβα, Καναδά, στις 17 Αυγούστου 1973 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Έζησε και σπούδασε στην Γαλλία. Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 2004. Εκτός από τη συμμετοχή του στα εικαστικά πράγματα εργάζεται στο θέατρο και τον χορό, κάνει αναγνώσεις κειμένων του με «σκηνικά» στοιχεία και ενημερώνει το ιστολόγιο ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.


alexandrosmistriotis.wordpress.com
stinathina.wordpress.com
raymondrousselinathens.wordpress.com