Η τέχνη ως κοινωνία και η κοινωνία ως τέχνη: Δημιουργία, γεγονός και η παραγωγή μιας άλλης συμμετοχής
Γιώργης-Βύρων Δάβος


Εάν θελήσει κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσον υπήρξαν θετικές συνέπειες από την τύρβη των κοσμοϊστορικών γεγονότων που ακολούθησαν τις διάφορες κρίσεις που χαρακτήρισαν την τελευταία δεκαπενταετία (χρηματο-οικονομική, πανδημία, #metoo και BLM, σύρραξη στην Ουκρανία, μεταναστευτικό, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός και ων ουκ έστιν αριθμός ακόμη) μέλλει να ανακαλύψει πως τούτη η κοσμογονία αποκάλυψε τη χρεωκοπία του προηγούμενου μοντέλου παραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος και ανέδειξε σε όλο της το μεγαλείο τη σχιζοφρένειά του — που από τη μία πλευρά ευνοεί την αδιάκοπη παραγωγή φυγόκεντρων ροών που το μπολιάζουν και αφετέρου πασχίζει να τις συγκρατήσει. Τούτες οι εξελίξεις, που σε κοινωνικό και καλλιτεχνικό επίπεδο σε πολλές περιστάσεις (πρόσφατα στη χώρα μας με τις κινητοποιήσεις του Support Art Workers ή για το Νομοσχέδιο για Θεατρικές Σπουδές) μοιραία δίνουν τροφή για στοχασμό αναφορικά με τη σχέση της σημερινής τέχνης και την αποστολή της ως μέρος της Κοινωνίας των Πολιτών και τον ενεργητικό ρόλο της (που σε άλλες ταραγμένες στιγμές της ανθρωπότητας έδωσε το παρόν) προκειμένου να αναδειχθούν νέες δυναμικές που — για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Καντ — ξύπνησαν την κοινωνία, την ίδια την τέχνη, την πολιτική, από τον «δογματικό τους ύπνο».

Τα απανωτά πλήγματα απετέλεσαν την αφορμή ώστε να αφυπνισθούν επικαιρικά πολλοί από τις χιμαιρικές τους «βεβαιότητες», από την αμβλυμμένη και «προβλέψιμη» θέαση του κόσμου και του χρόνου. Ένα από τα θετικά αποτελέσματα της κρίσης είναι πως επέφερε δύο μεγάλες μεταβολές: πρώτον, στην αντίληψη του Χρόνου, που πλέον έγινε αυτή η ρευστή και μεταβλητή χρονικότητα του «γεγονότος», της «δράσης» και κατά συνέπεια του «πολιτικού» (όχι της πολιτικής, ως άσκηση κι ως βεμπεριανό Beruf/επάγγελμα, αλλά της διαμόρφωσής της ως «συμμετοχής», εγρήγορσης, «ανυπακοής») και της έκφρασής του. Κι ακριβώς εδώ κείται και η δεύτερη μεγάλη μεταβολή, που σχετίζεται με την «παραγωγή της έκφρασης» όλης τούτης της συμμετοχικότητας, της ανυπακοής. Και κυρίως του στόχου και της διάρκειάς της, στον βαθμό που κάποιος να αναρωτάται εάν η σπίθα τούτη της «αντεξουσιαστικής» ή «κοινωνικής» αφύπνισης της τέχνης είναι — όχι τόσο από την καλλιτεχνική «βάση», όσο από το «εποικοδόμημα» του συστήματος, τις γκαλερί, τις Biennale, τους επιμελητές — πηγαία και ειλικρινής, ή απλώς ένα πυροτέχνημα, ένας πομφόλυγας οργής και αγανάκτησης που απλώς θα σβήσει ή ακόμη ακόμη ένα επικοινωνιακό τέχνασμα για την αναθέρμανση της αγοράς και την προσέλκυση του πλήθους των κομφορμιστών — όλων αυτών που δηλώνουν πάντα ευαισθητοποιημένοι ανάλογα με τη μόδα.

Θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν πλέον αντικειμενικά επιβεβαιώνεται η πεποίθηση του (νεαρού) Μαρξ του 1844 πως η καλλιτεχνική παραγωγή είναι το πρότυπο για τη μη αλλοτριωμένη δραστηριότητα. Είναι προ πολλού όχι απλά ξεπερασμένη, μα οικτρά διαψευσμένη η άποψή του πως οι δραστηριότητες της τέχνης δεν μπορούν να φθάσουν ποτέ στην κατάσταση «της πραγματικής υπαγωγής στο κεφάλαιο». Δεν είναι μόνον η αρραγής πλέον συσχέτισή τους με τους νόμους της αγοράς και του χρηματιστηρίου, δεν είναι μόνον το έργο τέχνης — ιδίως το εικαστικό — μέσο ή υλικό για τη συσσωρευτική επένδυση (κάτι σαν τον χρυσό), που αποκτά με τον καιρό προστιθέμενη αξία, αλλά εξίσου δρα και σα μαυλιστικό υπόδειγμα για την κοινωνική εργασία, την καπιταλιστική ρύθμιση των καθημερινών σχέσεων, την αλλοτριωτική πραγμοποίηση των παραμέτρων όχι μόνον της υλικής πραγματικότητας ή του φαντασιακού του ανθρώπου, αλλά και της αντίληψης για την ίδια την εικόνα του έργου — σαν οιωνεί εμπόρευμα ή καταναλώσιμο αγαθό — που διαπερνά και αναπλάθει τις εκφράσεις και τις μορφές ζωής.

Όταν η λειτουργία του κεφαλαίου είναι η καθολική οργάνωση της ανθρώπινης εμπειρίας, είτε ως πραγματικός έλεγχος είτε ως αισθητηριακή και αισθητική διαμόρφωσή της (που σήμερα υλοποιείται σε όλο το μήκος και πλάτος του κοινωνικά εργασιακού χρόνου, που ταυτίζεται δυνητικά με όλο το εύρος του βιωμένου χρόνου), τότε η μόνη δυνατότητα που μένει στην τέχνη για να επιτύχει τον διττό της ρόλο και ως αυτόνομη έκφραση της εμπειρίας και ως δύναμη κοινωνικής αφύπνισης — σαν μέρος της βάσης και όχι ως αποκομμένη και εξυψωμένη δραστηριότητα — είναι μόνο να σπάσει τούτη τη συνεκτική δομή που καθορίζει και ελέγχει την εμπειρία. Το ερώτημα πλέον για το εάν η τέχνη είναι σε θέση να διαμορφώσει και να προλειάνει εμπειρίες αντίστοιχες με την παραγωγή δημοκρατικών αιτημάτων και τη διεκδίκηση θεσμικής αναγνώρισής τους από την κοινωνία των πολιτών, παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια ακόμη πιο έντονο, ιδίως μετά την εξαφάνιση των «πρωτοποριακών» κινημάτων, που ως προπομπός και συνοδοιπόρος των κοινωνικών διεκδικήσεων δημιουργούσαν αισθητικά, δηλ. νέα εμπειρικά παραδείγματα.

Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο, εξόν ελαχίστων εξαιρέσεων, πως στα μεγάλα (πλην όμως βραχύβια) κινήματα της αγανάκτησης, οι υπηρέτες των διάφορων genres της τέχνης, πέρα από το επίκαιρο σχόλιό τους πάνω στα γεγονόταα, κάποιες φορές κι ενάντια, δεν βίωσαν ουσιαστικά ούτε τη γέννηση αλλά ούτε και την εξέλιξή τους και λίγο συνδιαμόρφωσαν τα μηνύματα και το «λεξιλόγιό» τους, όπως θα γινόταν στο παρελθόν. Κάποιες φορές και το σχόλιο ή η πολιτική θέση τούτη ήταν ανάλογη και με την προσπάθεια να επιβιώσει κανείς στην κρίση, προσαρμόζοντας τη θεματογραφία του με τις απαιτήσεις της εποχής (βλέπε την αναβίωση του Μπρεχτ στο θέατρο, των «σλόγκαν» κατά της παγκοσμιοποίησης, των ελίτ, την επί τροχάδην θεματολογική εστίαση στα εκάστοτε κινήματα — αγανακτισμένοι, #metoo, Blm — στα εικαστικά). Το επικοινωνιακό τράνταγμα τέτοιων γεγονότων ανάγκασε μάλιστα και θεσμικούς οργανισμούς της τέχνης (Documenta, μπιενάλε, μουσεία) ή ευπροσάρμοστους curators να συντονισθούν με το διαπασών της κοινωνικής αγανάκτησης και να αρτύσουν με κάποια πολιτική χροιά τις εκθέσεις τους και τις επιλογές τους, προκειμένου να προσελκύσουν το κοινό των καταναλωτικών κομφορμιστών, φιλότεχνων και μη, που είναι πάντοτε ευαίσθητοι στις κοινωνικές διεκδικήσεις που είναι εκάστοτε στη μόδα. Σε κάποιο βαθμό, οι εκφράσεις τούτες των κινημάτων υπαγορεύονταν ενίοτε par le haut — άνωθεν.

Μέσα σε τούτη την κομφορμιστική επικοινωνιακή σφαίρα της τέχνης, η ίδια η καλλιτεχνική κοινότητα δεν νοιώθει πλέον την ανάγκη να αυτοκαθορίζεται απέναντι σε προηγούμενες γενιές, ούτε να προκαλέσει ρήξη με μία παράδοση. Εξάλλου, η καταναλωτική οικονομία (ακόμη και στον χώρο της τέχνης) έχει κατορθώσει να μετατρέψει το αίτημα των πρωτοποριών για ριζοσπαστικοποίηση της εμπειρίας σε «αισθητικοποίησή» της μέσα από το έργο ακριβώς της τέχνης (βλέπε, τη συσκευασία της L’Oreal και το έργο του Μόντριαν ή το design). Μεμιάς η τέχνη, έτσι καθώς γινόταν αντιληπτή και καθιερωνόταν η αισθητική ματιά που έστρεφε προς τον κόσμο και προσδιόριζε τα αισθητά πράγματα με τον δικό της κώδικα, έπαυε σταδιακά να περιβάλλεται με την αυτονομία και την κριτική της διάσταση και γινόταν ένα επιπλέον decorum της καθημερινής ιδέας για την τέχνη. Ιδίως μετά την επέκταση της χρήσης του ready-made από την Ποπ αρτ και την εννοιολογική τέχνη, γίνηκε δύσκολο να διαχωρισθεί — ακόμη και στη λειτουργία του — το έργο τέχνης από το καθημερινό αντικείμενο ή το βιομηχανικό προϊόν. Αγκαλά και στην απαρχή του ήταν ένα πικρόχολο σχόλιο στην καταναλωτική κοινωνία, οι μηχανισμοί της αγοράς και τα θεσμικά όργανα της τέχνης επέβαλαν μία διατίμηση — αισθητική κι εμπειρική — και στα έργα που ακριβώς στηλίτευαν τη συγκεκριμένη λειτουργία, διαστρεβλώνοντας την αρχική τους δηκτική δριμύτητα, αμβλύνοντας τον επιτιμητικό τους χαρακτήρα, χρίζοντάς τα εύγλωττους εκφραστές του πνεύματος της εποχής τους.

Η βιομηχανική εποχή ανέτρεψε άρδην με την ταχύτητά της, όχι μόνον τις ανθρώπινες σχέσεις, μα κυρίως την αντίληψη του ανθρώπου για τον περίγυρο, την ουσία, τη μορφή, το περιεχόμενο, τη λειτουργία και την αποστολή των αντικειμένων και την προοπτική των φαινομένων που απαρτίζουν τη ζωή του. Αίφνης, μέσα από την ένταξη των πάντων στους μηχανισμούς και τις λειτουργίες της αγοράς, σαν αλλοτριωμένα συστατικά της και απλά χρηστικά αντικείμενα — που ακόμη και το συμβολικό τους περίβλημα βοηθά στην κατανάλωση ακόμη και των πιο «αθώων» και άδολων πραγμάτων — αποκτούν ένα αλληγορικό και ανταλλακτικό νόημα, που σημαίνει άλλο από την αρχική σημασία. Και ο ίδιος ο φυσικός τρόπος ζωής γίνεται εμπόρευμα, με εναλλακτική διάσταση όμως από την κύρια τάση. Έτσι, ακόμη και η ατημελησία στο ντύσιμο γίνεται συνώνυμο της μόδας κι όχι σκάνδαλο και αμφισβήτηση που στρέφεται ενάντια στην καθιερωμένη τάση.

Το ερώτημα πλέον που γεννάται είναι εάν στις ημέρες μας, η τέχνη μπορεί να δημιουργήσει τούτη την εναλλακτική έκφραση, να γονιμοποιήσει όπως παλιότερα σαν πλατύτερο κι όχι στενά αισθητικό κίνημα, την έκφραση του νέου «λεξιλογίου» υπό την ευρύτερη έννοια μίας κοινωνίας εν τω γίγνεσθαι και υπό την επήρεια των ραγδαίων γεγονότων; Η γενικευμένη αμφισβήτηση της πολιτικής και της αντιπροσωπευτικής άσκησής της, παλαιότερα οδήγησε και στην αποκαθήλωση του κατεστημένου λόγου της, ως γλωσσικού κώδικα, αναδεικνύοντας την ανάγκη να δημιουργηθεί μία νέα γλώσσα. Όχι όμως μία ερμηνευτική Μεταγλώσσα αλλά μία ανανεωτικά ανατρεπτική «μειονοτική» γλωσσική ιδιωματική γλώσσα, που θα έλεγε ο Gilles Deleuze, η οποία θα καταφέρνει να εκφράσει την ανάγκη όλων αυτών των συγκεντρωμένων σε μία φωνή διαφορετικών οντοτήτων να εκφέρουν τα μηνύματά τους. Η ανάγκη αυτής της νέας έκφρασης είναι ακριβώς κεφαλαιώδους σημασίας για τη διάπλαση του «σποντανεϊστικού» (κατά τη Ρόζα Λούξεμπουργκ) χαρακτήρα αυτής της «αγανάκτησης» σε αρθρωμένη πρόταση, ενσαρκώνοντας την επίσης σοφή παρατήρηση του Deleuze ότι χρειάζεται να «αντιτάξουμε στην (τυφλή) αντίδραση τη δημιουργία» (opposer création à la réaction), καθώς, όπως ο ίδιος επίσης υπογραμμίζει, «υπάρχει πολλή επικοινωνία και λιγοστή δημιουργία» (beaucoup de communication et pas production). Ουσιαστικά, ένα κέλευσμα αντίστοιχο με την εναρκτήρια επιταγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Δηλαδή που προκαλεί, μία κίνηση που μέσα της συγκερνά την ανανέωση των λογικών/εκφραστικών εννοιών και την οντολογική δημιουργία, μέσα από τη δράση του «γεγονότος», τη δυναμική της «κατασκευής» του. Είναι το «γεγονός» εκείνο που θεμελιώνει τις συνθήκες για την ανάδυση του καινούργιου — είτε πρόκειται για την πολιτική, είτε για τη δημιουργία εν γένει …

Τούτη η νέα μετάπλαση συνεπάγεται μία ριζική αλλαγή στη βάση του λογικού εποικοδομήματος της εξουσίας και του καθεστώτος τρόπου ζωής, έκφρασης, παραγωγής, κι η αλλαγή τούτη δεν μπορεί να υπάρξει δίχως την Άρνηση (ως απόρριψη με θετικό πρόσημο, σαν μία μετατόπιση από το αποτυχημένο και παρωχημένο νόημα των πραγμάτων και των εννοιών). Στο πλαίσιο τούτο η κοινωνία γίνεται νοητή μέσα από την ανατροπή και το νέο κι όχι από τις απορυθμισμένες κανονικότητές της. Εάν η πολιτική είναι μία παραγωγή εννοιών που συνοδεύουν τις αποφάσεις, τότε και το αγανακτισμένο πλήθος πρέπει να παράξει τις δικές του έννοιες, εκφράζοντας μία κοινή βάση νοημάτων που θ’ αποδίδουν με αδρό τρόπο την «επιθυμία» του για τη μορφή που οφείλει να λάβει το «γίγνεσθαι» στο οποίο τοποθετεί κι ο ίδιος τα βουλητικά του κίνητρα. Σε μία εποχή που η Ουτοπία (ιδεολογική και προσωπική) έχει ναυαγήσει ολοκληρωτικά (ουδείς πλέον αναμένει τον επίγειο Παράδεισο, ή τη Νήσο των Μακάρων), τη στιγμή που ολάκερη η ανθρωπότητα έχει μετατραπεί σε μία stultifera navis, η βιοτή και ο ζωτικός της χώρος έχουν μετατραπεί σε μία Δυστοπία, που προκαλεί όλο και περισσότερη δυσφορία στο άτομο και στις κοινωνικές ομάδες που ανήκει. Η Ψευδής Συνείδηση, που μέσω της κοινωνικοπολιτικής κρίσης δημιουργεί ο κοινωνικό-οικονομικός ντετερμινισμός (της ανώτερης «Χειρός» που ρυθμίζει τα πάντα και καθοδηγεί τα πεπρωμένα) και η οποία χαρακτηρίζεται από την «οντοποίηση ενός σταθερού πυρήνα» της αλλοτρίωσης, εμφανίζεται πλέον σαν τον ορίζοντα του μαρασμού και της κατήφειας να ελπίζει κανείς στην «αυτορρύθμιση» του Καπιταλισμού για να πραγματώσει τις απωθημένες του επιθυμίες. Ίσαμε τότε είναι αναγκασμένος σε μία χαμοζωή.

Από τη δυσφορία τούτη και την αγανάκτηση εκπηγάζει η ανάγκη της νέας έκφρασης, που θα φέρει ταυτόχρονα μέσα της τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα του προσώπου της εκφοράς της και το κοινό «οπλοστάσιο» του κοινού κώδικα νοήματος (το Κοινό Όνομα, Nome Comune, κατά τον Toni Negri), με το τελικό νόημα να εξαρτάται από τη σωσσυριανή αλληλεπίδραση των «σημείων» μεταξύ τους. Δεν πρόκειται πλέον για την άνωθεν παραγωγή και επιβολή της βούλησης, των αποφάσεων, της έκφρασης της επιθυμίας, αλλά για μία ενθουσιώδη και συμμετοχική θέληση για συνδιαμόρφωση του χώρου και των αποφάσεων της κοινωνικής ζωής. Στην κατασκευασμένη και μηχανιστική επιβολή της «επιθυμίας» (ως αγοραία και μαυλιστική cupiditas για εξουσία, δύναμη, κατανάλωση, λαγνεία) αντιτάσσεται η «ιδεαλιστική» επιθυμία του καντιανού (και σπινοζικού) conatus, της ενθουσιώδους ζέσης που κοιτάζει προς το μέλλον και της ελπίδας, που όμως δύναται ανά πάσα στιγμή ν’ ανατρέψει τα πάντα: σε τούτη τη μορφή του conatus, του ανατρεπτικού και πάντα δημιουργικού κι ανανεωτικού, καινοτόμου, αισθήματος απελευθέρωσης, στηρίζεται κι ο «σχιζοφρενικός» Καπιταλισμός, που πάντοτε επιδιώκει και γνωρίζει να εκμεταλλεύεται τις δημιουργικές του δυνάμεις και ορμές, που όμως ακριβώς επειδή είναι σχιζοφρενικός ενώ τις υποθάλπει και τις ξεδιπλώνει, ταυτόχρονα επιχειρεί να τις καταστείλει, να τις ποδηγετεί, και να τις αναστέλλει κατά το δοκούν. Από την πλευρά της, τούτες οι δυνάμεις, εάν δεν ανανεώνονται (αυτο)δημιουργικά τότε είναι επικίνδυνο να κυλήσουν προς την τυφλή ανατροπή ή να εκφυλισθούν υπέρ του Συστήματος, λειτουργώντας ως μηχανισμοί υπενθύμισης και αυτορρύθμισής του, «διόρθωσης» (κατά τον Marcuse) των όποιων τρωτών σημείων του (παραχωρώντας κάποια «ψιχία» δικαιωμάτων ή αμοιβών).

Μακροσκοπικά, η πολιτική είναι, και σωστά το έχει θέσει σε μία τέτοια βάση ο Deleuze, και κάθε τι το κοινωνικό συνώνυμο με την επιθυμία. Μία άποψη που είναι συντονισμένη με τον ορισμό της économie libidinale και των αντίστοιχων φορέων-machines της του J-F. Lyotard, που κατ’ αντιστοιχίαν στον Deleuze γίνονται machines desirantes. Το ζήτημα όμως είναι οι «μηχανές αυτές» (που στην πιο εξαρτημένη τους γραφειοκρατική μορφή μετατρέπονται σε «γλωσσολογικές μηχανές» (macchine linguistiche) όπως έχει δείξει εύστοχα ο Christian Marazzi) από άβουλες κι επιθυμητικές desirantes, ή libidinales, να μετασχηματισθούν σε κάρπιμες «μηχανές πολέμου» (machine de guerre), που αντιτίθενται — όπως το σύγχρονο Πλήθος των απανταχού «αγανακτισμένων» ανθρώπων — στην εννοιολογική και εμπράγματη υποκίνησή τους από τους μηχανισμούς του Κράτους.

Ο καπιταλισμός έξαφνα έγινε ορατό ότι θριάμβευε σε όλες τις βαθμίδες της οικονομικής, κοινωνικής ζωής, όχι μόνον επιβάλλοντας το μοντέλο παραγωγής και συσσώρευσης του πλούτου/κεφαλαίου, αλλά συνάμα ελέγχοντας το επιθυμητικό, βουλητικό και γνωστικό γίγνεσθαι του ανθρώπου. Επέβαλε τον τρόπο σκέψης του, ασκώντας όχι μόνον επιρροή στις νοητικές και αισθητηριακές αναπαραστάσεις, αλλά και απόλυτο έλεγχο στο σώμα του ανθρώπου, καθιστώντας το μία αφαίρεση — από τη γλώσσα, που απώλεσε το θεμέλιο του νοήματος σαν adequatio του σημαίνοντος και του σημαινομένου, ίσαμε τη νομή του σώματος, που έχει καταντήσει ως οποιαδήποτε εργαλειακή οντότητα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλαχθεί/βελτιωθεί (πλαστική χειρουργική ή cyborgs) ή να μεταγραφεί από φορέα της ύπαρξης και της ταυτότητας σε αλλοτριωμένο σήμα το ίδιο (τατουάζ, μόδα).

Πλέον, η υπαγωγή και η ταύτιση με το κύριο παραγωγικό μοντέλο υπαγορεύει και το ανήκειν του ανθρώπου. Πλέον οι «μειονότητες» δεν είναι απαραίτητο να χαρακτηρίζονται από τον μικρό τους αριθμό σε σχέση με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο: μπορεί να είναι ένα υποσύνολό του και ο επικαθορισμός τους να γίνεται με βάση τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, ή την ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ τους στο γενικότερο μοντέλο εργασίας/παραγωγής και του τρόπου ζωής. Ο νέος, η γυναίκα, ο άνεργος, ο απολυμένος, ο «τρισκατάρατος» δημόσιος υπάλληλος, ή ο απεργός, ο ομοφυλόφιλος, ο χορτοφάγος, ακόμη ακόμη και το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού εν σχέσει προς τους «χλιδάτους» των elites του χρήματος, του θεάματος, της επικοινωνίας, το μέγα πλήθος που δεν μπορεί να ακολουθήσει τον τρόπο ζωής κι επίδειξης, είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί πλέον ως «μειονότητα». Η ριζική και θεμελιακή κατάτμηση του κοινωνικού ιστού, που παρατηρείται στα μεταπολεμικά χρόνια (η ντελεζιανή segmentation) έχει παγιώσει τις συντεταγμένες και στερεότυπες εικόνες για τους φορείς της κοινωνικότητας, ορίζοντας έναν «χώρο» με βάση τις επαναλαμβανόμενες «επωδούς» που τις καθορίζουν.

Στις τελευταίες Μπιενάλε, για παράδειγμα, διαπιστώθηκε το πώς οι σχέσεις της τέχνης με την κοινωνία, τις ταυτότητες, τα δικαιώματα, που πριν κάποιες δεκαετίες με ρηγματικό τρόπο, αντίστοιχα με τις αντεξουσίες έθεταν οι πρωτοπορίες και οι στρατεύσεις, τώρα επιβάλλονται ως «θέμα εργασίας» από τον θεσμό, άνωθεν. Μέσα από εκείνον τον θεσμό που έχει ιδρυθεί από το Κράτος το ίδιο, όχι για να το ανταγωνισθεί, αλλά για να υπογραμμίζει και να θεμελιώνει τη μορφή του και τις ταξικές σχέσεις που θεμελιώνει. Οι θεσμοί και οι ταυτότητες, οι μορφές και οι εικονικές/φαντασιακές λειτουργίες τους δεν είναι μόνον η  παράταξή τους στον χώρο και τον (εκάστοτε επίκαιρο) χρόνο. Άλλωστε το Κράτος πρώτα παγιώνει τη μορφή και τις σχέσεις παραγωγής, εργασίας και εξάρτησης των πολιτικών υποκειμένων, πρώτα τις περιβάλλει με τη φαντασιακή/πολιτιστική τους ιδεολογία και μετά μόνον (και συνήθως έπειτα από σκληρούς αγώνες) παραχωρεί και επιτρέπει δικαιώματα — και τούτα σε τέτοιο βαθμό και κλίμακα που εκείνο πιστεύει ότι δεν πρόκειται να ανατρέψουν την καθεστηκυία σχέση τούτη. Ποτέ δε συμβαίνει το αντίθετο: να εκκινεί η κρατική θέσμιση από τις δικαιωματικές ανάγκες των πολλών και να τις αρτιώνει σε ένα σύστημα που θα καθορίζεται από τις διακυμάνσεις τους και τις διαβαθμίσεις στις σχέσεις των πολιτών και την αναλογική «ανασύνθεση» του πολιτεύματος και της κρατικής σύνθεσης την αναλογική «ανασύνθεση» της δομής και των σχέσεων της βάσης.

Η «πράξη» λοιπόν του καλλιτέχνη είναι φορές που δεν διαμορφώνει νέες σχέσεις με την κοινωνία και τις αντιλήψεις της, αλλά στο πλαίσιο της ιδιοποίησης του κάθε καινοτόμου αιτήματος ή της ανάδυσης ενός νέου δικαιώματος από το «σύστημα», η τέχνη έρχεται απλά να αντανακλάσει τη σχετική και κομφορμιστική, συμβατική, μορφή της διεκδίκησης. Όπως έλεγε και ο Γκέοργκ Λούκατς για τη μη πραγμοποιημένη τέχνη, ως «το δημιούργημα μίας συγκεκριμένης ολότητας που οφείλεται στη σύλληψη μίας μορφής, η οποία κατευθύνεται στο συγκεκριμένο περιεχόμενο του υλικού της υπόβαθρου», στην περίπτωση του δικαιώματος σημαίνει πως αυτό δεν μπορεί να γίνει εκατό τοις εκατό θεμιτό, ακόμη κι άμα θεσπισθεί, παρά μόνον όταν αλλάξεις το συνολικό κοινωνικό πλαίσιο. Εκείνο που πρέπει να αλλάξει είναι η συνείδηση των μελών του πλαισίου αυτού, η δια-ταξική αντίληψη και σύλληψη του νοήματος και της λειτουργικής ουσίας του δικαιώματος αυτού ως δίκαιο και ηθικά αποδεκτό από τους πάντες και όχι μόνον ανεκτό ή νομικά προσδιορισμένο.

Η μεγάλη παρεξήγηση ίσως συνίσταται στη βίωση και κατάφαση του διαφορετικού, που δεν είναι να προβάλει κραυγαλέα και αφηρημένα μία άλλη ταυτότητα σολιψιστική ή μία άνευρη επίκληση ισότητας. Η βίωση της διαφορετικότητας είναι να αναγνωρίζεις πως υπάρχουν οι διαφορές και να αγωνίζεσαι να εξαλειφθούν, μεταβάλλοντας όχι το νομικό και θεσμικό τους πλαίσιο, μα αλλάζοντας τις κοινωνικές σχέσεις και αντιλήψεις για τις σχέσεις που δημιουργούν, πλαισιώνουν και θεσπίζουν ρητά και υπόρρητα τις διαφορές αυτές. Είναι να πασχίζεις να υπάρξει (όχι η ένταξη, όπως λέγεται, που ως ανάγκη να σε αποδεχθούν/ανεχθούν αναγνωρίζει το επιχείρημα των αντιπάλων πως δεν είσαι δικός, πως είσαι ξένος), αλλά μία ενότητα, συναδέλφωση γενικευμένη όλων των στοιχείων στην κοινωνία των πολιτών. Δεν είναι να υιοθετείς μία δική σου «στολή» εν είδει ταυτότητας — όπως κάνει και ο πολύς κόσμος με τη μόδα, σα να θέλει να «μαρκάρει» όποιον δεν την ασπάζεται — και να «μαρκάρεσαι» και συ για να αποτελέσεις στόχο του μίσους, που θέλει ακριβώς να διαχωρίζει ακόμη και την αλλιώτικη μορφή. Ο στόχος είναι να περπατάς στον δρόμο και ο άλλος να μη θεωρείς πως είσαι, όπως και να είσαι, ό,τι και να μοιάζεις, διαφορετικός Άνθρωπος από αυτόν.

Πάντοτε η Τέχνη σε όποια μορφή της (είτε ως λογοτεχνία, είτε ως εικαστικά, ακόμη κι ως αρχιτεκτονική ή πολεοδομική παρέμβαση) έχει ως αποστολή πέρα και πάνω από όλα τα άλλα (τέρψη, εξωραϊσμό, διασκέδαση, καταλαγή και παρηγορία) και τη διαπαιδαγώγηση, όχι του κοινού γούστου — όπως ελιτίστικα διαλαλούν κάποιοι — αλλά της ίδιας της ζωής και της ύπαρξης του κοινού της. Δεν πρόκειται μόνον για μία απλή διδαχή, μία ηθική παιδαγωγία, αλλά για έναν πραγματικό «αλφαβητισμό» των ανθρώπων στα πράγματα και τα «έργα και της ημέρες» του κόσμου αυτού και πώς τα βλέπουνε, τα σκέπτονται, τα αξιολογούν και τα εγκολπώνονται ως βίωμα. Ένα βίωμα πραγματικό, υπό πολλές οπτικές γωνίες και ως περαστική, «φευγαλέα» εμπειρία και μονοδιάστατη εικόνα. Στο κομμάτι τούτο η τέχνη αναλαμβάνει τον ρόλο της αφύπνισης, που μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με την πολιτική κριτική και τη συνειδησιακή και θεωρησιακή κατάρτιση του υποκειμένου-ανθρώπου στις αντικειμενικές συνθήκες της κοινωνικής του θέσης και των στοιχείων που τη συγκροτούν και την περιβάλλουν.

Μέσα από την αναφορικότητα τούτη η Τέχνη «διεγείρει» και την αντίδραση του υποκειμένου ενώπιον της πραγματικότητας, όπως αυτή ξεδιπλώνεται εμπρός του υπό τις πολλαπλές της ακμές, που πλέον φωτίζονται. Μες από το «ολιστικό» παράδειγμα της τέχνης, με τη χρήση όλων των συμβολισμών και της αλληγορίας, που μόνο αυτή δύναται — εν σχέσει με την πεζότητα του καθημερινού λόγου και χειρονομίας — να εντάξει στο «λεξιλόγιό» της και κατορθώνει να άρει την μονοδιάστατη ερμηνεία της εικόνας «κανόνα». Την εμπορευματικοποιημένη δηλαδή και εικονική πραγματικότητα/ανυποστατικότητα, που προωθείται από το κρατούν σύστημα «παραγωγής» πολιτισμού ευρείας κατανάλωσης. Στη μαζικότητα της κατανάλωσης και την αισθητικοποίηση της εμπειρίας η αντίρροπη δύναμη είναι η ένταξη και ο συγκαθορισμός των αντικειμενικών συνθηκών, που γεννούν τα γεγονότα όχι της αναπαράστασής τους. Σκοπός είναι η αναφορά στο «πολιτικό» να μην αποτελεί απλό «τέχνασμα» ή αφελής ακτιβισμός. Σκοπός είναι η αναμέτρηση με τα κοινωνικά προβλήματα να γίνεται με όρους και με έργα που θα υπερβαίνουν τόσο την πολιτική επικαιρότητα, όσο κυρίως τη θεσμική στόχευση της τέχνης. Στόχος είναι να ξαναδημιουργηθούν εκείνη η παγκόσμια (ή έστω μία ευρύτερη) σφαίρα διαβούλευσης και συνδημιουργίας και πολιτικών προγραμμάτων στα περιθώρια της θεσμικής σφαίρας της τέχνης, εναλλακτικότητες που θα κρατούν άσβεστη τη δημιουργική σύγκρουση — γιατί πάντα η τέχνη προόδευε μόνον μέσα από συγκρούσεις και αμφισβητήσεις, στις οποίες αργά ή γρήγορα πάντοτε εμπλεκόταν η κοινωνία των πολιτών.

Μέσα από την εμπλοκή αυτή της κοινωνίας των πολιτών, ή όπως σήμερα κυριαρχεί ως έννοια σε μία μερίδα της διανόησης: του Πλήθους, στη διαμόρφωση των συνθηκών και του χρόνου του γεγονότος, κατά τη στιγμή της δράσης, αναδύεται το ερώτημα «Πώς μπορεί να ληφθεί η (κρίσιμη) απόφαση;» Δηλαδή, κατ’ επέκταση «πώς δύναται μία πολλαπλότητα από μοναδικότητες να αποφασίζει;» Πώς θα μπορεί να συνθέσει όλες αυτές τις ενικές έννοιες της καθεκάστης βούλησης; Πώς μπορεί να υπάρξει μία κοινή παραγωγή βασικών εννοιών που θα διέπουν και θα κανοναρχούν τη νέα αντιπροσωπευτική πραγματικότητα; Μάλιστα, καθ’ην στιγμή η γραφειοκρατική, οικονομική, κοινωνικο-ηθική καταπίεση έχει φθείρει το μεγαλύτερο τμήμα από τις σημασίες που έχουμε συνηθίσει να επικαλούμεθα και να ανακαλούμε οσάκις επιζητούμε να αναφερθούμε σε καταστάσεις κι έννοιες που χαρακτηρίζουν τα «κοινά»; Όταν όλα τα υποκείμενα κι οι προσδιορισμοί έχουν «εξουδετερωθεί» και «ουδετεροποιηθεί» (σε ένα εξίσου σχιζοφρενικό id, αυτό που δεν παραπέμπει σε τίποτα έχοντας περιγράψει και καθορίζοντας τα πάντα, ως αφηρημένο αντικείμενο της «επιθυμίας»).

Τούτο το id, σαν κρυφή έμπνευση και εμψύχωση του εκάστου υποκειμένου με βάση μία ασυνείδητη εικόνα που σε μεγάλο βαθμό καλλιεργείται και υποθάλπεται από τους μηχανισμούς της Εξουσίας και στην ουσία προβάλλεται πάνω στον ορίζοντα της βουλησιαρχικής δυνατότητας του ατόμου, αποτελεί έναν βασικό παράγοντα διαχωρισμού μέσα στο κοινωνικό σύνολο και λόγο διακρίσεων. Γιατί η διαμόρφωση αυτού του επιθυμητικού «αυτού», που αποκόπτει τον φορέα του και τον διακρίνει από τους άλλους, είναι ο τρόπος με τον οποίο η Εξουσία διαιρεί (και υπερισχύει κυβερνώντας) τα άτομα και τις κοινωνικές ομάδες (και με τον τρόπο αυτόν προάγει τους εκάστοτε στόχους της, περιγράφει τους εχθρούς του κράτους). Οι διεκδικήσεις, οι απεργίες, ως έκφραση μίας αποκομμένης επιθυμίας, ενός «αυτού» που δεν συμμορφώνεται με το πολιτικό μοντέλο, στηλιτεύονται αυτοστιγμής ως το «έτερον» και το «καταδικαστέον», ή «αποβλητέον». Η κοινωνία κατακερματίζεται σε ομάδες ετερόκλητες και αυτοτελείς με βάση την «επιθυμία» τους, που ναι μεν είναι παραγωγή της ίδιας της κοινωνίας αλλά τεχνηέντως εξοστρακίζεται.

Στο σημείο αυτό τέμνεται η προσπάθεια του κυριάρχου μοντέλου να διαμορφώσει, μέσω ενός ιδιότυπου οικονομίστικου και πολιτικού «διαίρει και βασίλευε» να περιχαράξει τα όρια της κοινωνικής κινητικότητας με τον καθορισμό κέντρων και περιφερειών, σε οριζόντιο άξονα, με την κάθετη αλλά επάλληλη και διατεμνόμενη διαστρωμάτωση της αυτοδιοργάνωσης των κοινωνιών σε επίπεδα — τα mille plateaux του Deleuze, που αποτελούνται από πολλά στρώματα, τα οποία ωστόσο μεταξύ τους δεν έχουν εντασιακές διαφορές (σε απώτερους σκοπούς, ατμόσφαιρα, χώρο-χρονική δράση, χρώμα, άρωμα κλπ) και στόχος των οποίων θα είναι να προσδιορίζουν έναν «χάρτη των καταστάσεων» δράσης, δημιουργικού χάρις στον αναβρασμό στο εσωτερικό τους που θα μπολιάζει τα άλλα στρώματα χάρις στις διαγώνιες διασυνδέσεις τους.

Και είναι ακριβώς χάρις σε τούτες τις δημιουργικά κινητικές διαστρωματώσεις, που διαπλάθουν τις συνθήκες της «αντίδρασης», τις κοινωνικές «απαντήσεις» στη Ψευδή Συνείδηση της αλλοτρίωσης μέσω της μιζέριας, που συγκροτείται και ένα νέο πεδίο «κοινωνικού εκπολιτισμού» (acculturation) και μία «αντι-κουλτούρα», ένας εναλλακτικός και δυναμικός τρόπος έκφρασης, όχι μόνον με την άμεση δράση, αλλά και μέσα από την Τέχνη. Δεν είναι τυχαίο που στις μέρες μας έχουν πολλαπλασιαστεί τα καλλιτεχνικά γεγονότα και πολύ περισσότερο οι θεατρικές παραστάσεις και performances, οι οποίες εκ φύσεως προσομοιάζουν περισσότερο στην κινητοποίηση στους δρόμους.

Άλλωστε και κατά την αμιγή πολιτική έκφραση της Ανυπακοής και της Δράσης, η δημιουργία κι η κινητοποίηση αποτελούν τις βασικές αρχές. Η δημιουργία είναι το πρώτο κινούν. Κατά την Hannah Arendt, η «δράση» σημαίνει να θέτεις κάτι σε κίνηση. Τούτη η αυθορμησία κινητοποιεί πάντοτε κάτι νέο, καινοτόμο, που «δεν μπορεί να προοικονομηθεί από κάτι που συνέβη σε προηγούμενο χρόνο και κατάσταση», αποβλέπει άλλωστε σε κάτι νέο και απρόβλεπτο με βάση την προϊούσα λογική σκέψη. Τούτη η απαρχή δεν μπορεί να ξεκινήσει από κάποιον που δεν είναι «πρωτόλειος», νεοεισερχόμενος (beginner), που θα είναι τρόπον τινά αμόλευτος, παράτολμος και ορμητικός, γιατί δεν θα περιβάλλεται από τις αντιστάσεις του μετόχου στην προηγούμενη κατάσταση. Τούτη η πράξη του, η δράση, εμπεριέχει λοιπόν και κάποιον «ηρωϊκό και ατομι(στι)κό» χαρακτήρα του δρώντος υποκειμένου.

Για την Arendt η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΥΠΑΚΟΗ είναι το «απρόσμενο πέρασμα δράσεων, παθών και νέων δυνατοτήτων, το αμάλγαμα των οποίων ξεπερνά το σύνολο των βουλήσεων και τη σημασία κάθε καταγωγής του θεσμικού προϋπάρχοντος». Πρόκειται στην ουσία για μία συνάντηση και συμφωνία όλων των «ανυστερόβουλων κρίσεων των ατόμων». Είναι ο ηθελημένος και σκόπιμος συνεταιρισμός των συμφωνιών για ανυπακοή και της συντονισμένης δράσης (χωρίς ν’ απεμπολείται η προσωπική δημιουργικότητα). Σύμφωνα με την ίδια, τούτη που ξανοίγεται είναι μία σημαίνουσα ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ για τους ανθρώπους να δράσουν συλλογικά. Με βάση τους κοινούς σκοπούς τους και τις συνδυασμένες προσωπικές τους ικανότητες για να θεσπισθεί ένα ελεύθερο πεδίο ζωής και σκέψης.

Τούτη η συνδυασμένη δράση είναι που θεμελιώνει τις συνθήκες για την διάπλαση ενός νέου χαρακτηρισμού του πληθυντικού αυτού στοιχείου που με τη δράση του αποκτά μία ενιαία, συνειδητή, έκφραση, δίχως να απεμπολεί τις πολλαπλές μοναδικότητες που το συνθέτουν. Το πληθυντικό τούτο στοιχείο παύει να είναι πλέον ο προδομένος από την πολιτική και τους αντιπροσώπους του Λαός. Δεν αισθάνεται πλέον Πολίτης, νοιώθοντας τη δυσφορία της ζωής μέσα σε μια διαρκή απαξίωση. Δεν ταυτίζεται πλέον με οποιονδήποτε προσδιορισμό που παραδοσιακά χρησιμοποιείται για να εκφράσει τους Πολλούς. Πλέον αποτελεί και θέλει να ανήκει σ’ ένα Πλήθος, όχι μία Μάζα. Θέλει να αποτελεί στοιχείο ενός κύματος, που υποκινημένο από την κινητική ενέργεια της συλλογικής δράσης, μπορεί και φουσκώνει κι εκφράζεται. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή που η έννοια του ΛΑΟΣ, πολιτικά και ιστορικά, κείτεται διαστρεβλωμένη, απομυθοποιημένη και κακοποιημένη από τις διαπλοκές της οικονομίας με την εξουσία για την αποψίλωση και ισοπέδωση των προκειμένων που την καθορίζουν, το ΚΡΑΤΟΣ-ΕΘΝΟΣ και το ΚΡΑΤΟΣ-ΠΡΟΝΟΙΑ, το ΠΛΗΘΟΣ έρχεται να πάρει τη θέση του ως «πολλαπλή μοναδικότητα» που αρνείται να ενσωματωθεί και να υποταχθεί σ’ αυτήν την Ενική μορφή (Paolo Virno) του κράτους — υποτελούς της «αφηρημένης συνείδησης» που δημιουργεί η οικονομική εξουσία στην παντοδυναμία του ελέγχου της. Δημιουργείται έτσι (κατά τον Negri) μία «παράλληλη κοινωνία» για την οποία είναι απολύτως αναγκαία η γενίκευση των ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ που την συναρθρώνουν (δομικά και εκφραστικά) και απαιτεί την ανάκτηση των δικτύων και κόμβων διεύθυνσης/διοίκησης των κοινών.

Ο πληθυντικός χαρακτήρας του «αυτοκαθορισμού» των πολιτών/μοναδικοτήτων σήμερα τείνει να καταλάβει όλες τις μορφές της κοινωνικής ζωής μέσα από εναλλακτικούς τρόπους υλοποίησης της βούλησης του conatus του: ακόμη μέσα από την αυθόρμητη κι ολόψυχη φιλανθρωπία, την αυτο-οργάνωση για την προστασία της γειτονιάς, καταλήψεις απειλούμενων δημόσιων χώρων και φυσικά μέσα από την αυτο-δημιουργία, καλλιτεχνική και χρηστική. Για να υπερβαθεί η κατήφεια της παραπαίουσας πολιτικο-οικονομικής κατάστασης, η ασυνέπεια και τ’ αδιέξοδα της συνδικαλιστικής δράσης, το πλήθος όλο και περισσότερο τείνει προς την ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ, υποστηρίζοντας και δημιουργώντας τις άλλες εκφάνσεις του πράττειν. Εκείνο που πραγματικά έχει κοινό το Πλήθος είναι η «γλώσσα», ως ένα γενικότερο πλέγμα δημιουργικής έκφρασής του, και μέσα απ’ αυτήν, την προσωπική και κοινή, πλέον πασχίζει να εκφράσει από μόνο του, όχι διαμεσολαβημένα και δι’ αντιπροσώπων, viva voce θα λέγαμε, τη δική του βούληση, διατρανώνει και διεκδικεί έντονα κι άμεσα τη ρουσωϊκή volonté générale.

Σ’ ένα σύστημα που καρκινοβατεί, το Πλήθος — ως νέα κοινωνία των πολιτών, δημιουργική δύναμη κι εκφραστική πλημμυρίδα — αρνείται να αφεθεί στο αμείλικτο ερώτημα που ακολουθεί μετά τη διερώτηση σχετικά με τη δυνατότητα του Πλήθους ν’ αποφασίζει και αφορά την, διαπιστωμένη και από τον F. Guattari στις εννέα θέσεις του για την Αριστερή Αντιπολίτευση (Psychanalyse et Transversalité) την αδυναμία ενός κινήματος «να μεταβάλλει αυθόρμητα τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και την κρατική εξουσία προς όφελος της αστικής νομιμότητας». Το νέο ερώτημα, αρχικά διατυπωμένο από τον La Boetie στο Discours de la servitude volontaire (Λόγος περί της εθελούσιας δουλείας) και που σε πολλές εκδοχές του το ξανάπιασαν οι Σπινόζα, Ρουσώ, εν μέρει και εν άλλαις λέξεσι οι Καντ (στο ηθικό πεδίο) και Μαρξ, φθάνοντας ίσαμε τον Βίλχελμ Ράιχ, και κατόπιν τον ίδιον τον Deleuze (πάντοτε με άλλα λόγια) είναι αυτό που ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος πασχίζει κι εύχεται να μη δει ποτέ να πραγματώνεται: «πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να παλεύουν τόσο για τη σκλαβιά τους (μένοντας τόσο απαθείς κι υποτακτικοί) σάμπως να επρόκειτο για την ευημερία τους;»

Η αστική τέχνη έχει φθάσει στο τέλος της: πρώτον, γιατί η αστική τάξη όπως τη γνωρίζαμε δεν υφίσταται πλέον και δεύτερον, γιατί το σύστημα παραγωγής με το οποίο συνδέεται σήμερα η ιδέα του αστισμού, ο «τουρμποκαπιταλισμός», δεν παράγει έργα — με την έννοια μιας συμπαγούς δημιουργίας που εκφράζει σε όρους υποστατικούς την ανθρώπινη κατάσταση — αλλά «προϊόντα» ευπώλητα και ευκολοκαταναλώσιμα, εποχιακά, ρευστά και κυρίως πανομοιότυπα στη μορφή και την αποστολή τους. Πομφόλυγες, που απλά αποτυπώνουν μία περιστασιακή εικόνα, ένα ενσταντανέ, της ρέουσας και άπλαστης πραγματικότητας, που δεν έχει κάποια ιδιότητα, αλλά συντίθεται από πολλά κομμάτια και μεταλλάσσεται διαρκώς, δίχως να στεριώνει και να παγιώνεται σε μία άξια αναφοράς έκφρασή της. Η σημερινή «αστεοποιημένη» (urbanized) τέχνη εκφράζει όχι το ατομικό όραμα του καλλιτέχνη για μία γενική, κοινή, εικόνα των αντικειμενικών συνθηκών και της προσδοκίας για τη βελτίωσή τους ή τον καυτηριασμό τους με στόχο την αλλαγή τους, αλλά εκφράζει τον «ατομισμό» του. Έναν «ατομισμό» που όμως είναι κοινότυπος, σαν μία απλή συζήτηση στα chat, παροδικός και με «μικρές αφηγήσεις» και επεισόδια — όπως στις αυτοτελείς τηλεοπτικές σειρές, τα μάνγκα και τα κόμικς, τη science fiction, τα «χρονογραφήματα» της λαοφιλούς δημοσιογραφίας του life-style. Μια καρικατούρα δηλαδή της αντικειμενικής πραγματικότητας — δίχως με τούτο να θέλουμε πομπώδικα να υπερασπισθούμε μία εξιδανικευμένη και ηρωοποιημένη ή απλά «δασκαλίστικη» παράστασή της.

Όμως, αφαιρώντας από την τέχνη την όποια σχέση της με την αντικειμενική πραγματικότητα και τις υλικές της σχέσεις (γιατί στο τέλος πάντοτε γυρίζουμε στην υλική βάση της αναπαράστασης/έκφρασης μέσω της τέχνης) υπάρχει κίνδυνος να την καταστήσουμε τελείως αδρανή και κενή. Κινδυνεύουμε να μειώσουμε το περιεχόμενο και συνεπώς τη σημασία της. Σαν τις διαφανείς σφαίρες του Πλωτίνου, που εάν από την πρώτη, όπου περιέχει ταυτόχρονα όλα τα γεγονότα, «αφελείν τον όγκον και τους τόπους» παίρνουμε τη δεύτερη, ένα μικρότερο αντίγραφο της πρώτης. Κάτι που μας αναγκάζει να καταφεύγουμε σε μία μεταφυσική σχεδόν (θρησκευτικού τύπου, έστω και εναλλακτικού) αναγωγή για να δικαιώσουμε την αποτυχία τούτη: πείτε το new age, «οικολογία» light (που χωρίς πολιτική καταντά κηπουρική, όπως θα έλεγε και ο μεγάλος αγωνιστής Τσίκο Μέντες).

Για καιρό πλέον η τέχνη, σαν τμήμα της πολιτιστικής συγκρότησης της κοινωνίας και του κράτους — είτε σαν αποτέλεσμα της αισθητής/αισθητηριακής αντίληψης του φυσικού είναι, είτε σαν σχέση και κοινωνικές συνθήκες του ανθρώπου-παραγωγού/καταναλωτή-βάσει των αναγκών — χρησιμοποιήθηκε στις διάφορες μορφές της για να «διακοσμήσει», να «εξιστορήσει», να «καθορίσει» και να «διαποτίσει», διαλαλώντας τη μορφή και την εξουσία του κράτους στην εκάστοτε μορφή του, μέσα από την υποτέλεια του δημιουργού, ανάλογα με την εποχή, πρώτα στον «μαικήνα», μετά στον θεσμό ή την εξουσία και σήμερα στο κυρίαρχο υπερθεσμικό ιστόρημα. Πέρασαν στιγμές αμφισβήτησης, από τον Διαφωτισμό και δώθε, μετά το σήκωμα μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων και ταυτόχρονων ρηγματικών δονήσεων στην τέχνη, για να διαπιστωθεί η σημερινή απόλυτα φετιχιστική και αποξενωτική ρίζα της θέσμισης του κράτους σαν πολιτιστική κοινωνία που παγιώνει στο φαντασιακό της σύστημα και στην αισθητικοποιημένη εμπειρία την εξαρτημένη σχέση υποκειμένου/πολίτη με τις επιβεβλημένες και καθαγιασμένες συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης. Στην τέχνη, σαν ακόμη δυνητική έκφραση της μη αλλοτριωμένης παραγωγής, ιδίως ως γέννημα της Ιστορίας ως γίγνεσθαι, εναπόκειται μία νέα ανάδυση ως εναλλακτική και παρεμβατική έκφραση, όχι αφηρημένα, ούτε οραματικά (με τη μεταφυσική έννοια) αλλά με όρους ανάληψης ευθύνης. Μία παρέμβαση για την αποκαθήλωση της πρακτικής αποξένωσης και της ιδεολογικής αλλοτρίωσης, που αλλοιώνουν τον κατά Μαρξ «πολιτιστικό δεσμό» της κρατικής και κατ’ επέκταση οικουμενικής διάστασης της δομής της κοινωνίας.