Ο προορισμός είναι το έργο
Μια συζήτηση του Χριστόφορου Μαρίνου με τον Δημήτρη Αληθεινό


Ο διακεκριμένος ζωγράφος Δημήτρης Αληθεινός αφηγείται στον ιστορικό τέχνης Χριστόφορο Μαρίνο τη δημιουργική του πορεία, σχολιάζοντας τη σχέση του έργου του με την ύλη, τον χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε με αφορμή την ατομική του καλλιτέχνη στην γκαλερί ROMA (3 Φεβρουαρίου – 15 Μαρτίου 2022) και δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά.

ΧΜ: Θα έλεγε κανείς ότι φοβάσαι τον θάνατο σε αυτή τη νέα σειρά έργων.

ΔΑ: Όχι, δεν τον φοβάμαι. Ούτε τον συμπαθώ βέβαια. Ένας που τον φοβάται δεν του αντιμιλάει κι εγώ όταν δουλεύω υψώνω τη φωνή μου και συχνά τον φοβερίζω. Ο παππούς μου έλεγε «στον εχθρό και στον γείτονά σου, μια φορά την εβδομάδα να τους δείχνεις το δάχτυλό σου». Ο θάνατος είναι εχθρός και γείτονας, και είναι μάταιο όσο κι ανώφελο να προσπαθείς να τον κάνεις φίλο.

ΧΜ: Υπάρχει έντονο το στοιχείο του διαλόγου στη δουλειά αυτή, έτσι δεν είναι;

ΔΑ: Ναι, όλα ξεκινούν από το απλό ερώτημα «Τι είναι Τέχνη;». Το θέτω συχνά όταν μιλάω σε νέους ζωγράφους ή στο κοινό, και οι απαντήσεις που παίρνω είναι κατά κανόνα συναισθηματικής φύσης. Σπάνια η απάντηση εμπεριέχει έναν σαφή ορισμό. Όμως ένα ερώτημα τόσο ουσιαστικό και τόσο σπουδαίο, δεν μπορεί να στερείται συγκεκριμένου ορισμού, έτσι δεν είναι; Θεωρώ λοιπόν ότι Τέχνη είναι η αέναη ερμηνεία του αινίγματος της ζωής του έρωτα και του θανάτου. Στους αιώνες που μεσολάβησαν από τη σπηλιά του Λασκώ μέχρι σήμερα, το αίνιγμα παραμένει σταθερά ίδιο, ενώ αυτό που αλλάζει από εποχή σε εποχή και από πολιτισμό σε πολιτισμό είναι τα διαφορετικά δεδομένα με τα οποία το προσεγγίζουμε.

ΧΜ: Οι Ρομαντικοί έτρεφαν μεγάλη αγάπη για το αίνιγμα. Και είχαν προσδιορίσει τη δουλειά τους σε σχέση με το αίνιγμα και την αμφισημία.

ΔΑ: Πιστεύω ότι όλες οι εποχές (ακόμα κι όσες υποτάχτηκαν σε μονοσήμαντα φανατικά συστήματα ή όσες ασφυκτιούν ακόμα και σήμερα απ’ αυτά) έχουν την ίδια σχέση με το αίνιγμα. Με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο, η ερμηνεία του αινίγματος ενυπάρχει σε όλα τα ανθρώπινα έργα. Σκέψου την αρχαία Ελλάδα, την Αίγυπτο, τους Ασσύριους. Και το λέω αίνιγμα διότι δεν είναι ερώτημα. Το ερώτημα έχει απάντηση ενώ το αίνιγμα επιδέχεται κάθε φορά καινούργιες ερμηνείες. Και πώς φτιάχνονται αυτές οι καινούργιες ερμηνείες; Με τα επιστημονικά, φιλοσοφικά, αισθητικά, μεταφυσικά, πολιτικά ή ό,τι άλλο, δεδομένα της κάθε εποχής, τα οποία είναι διαφορετικά από μιας άλλης, προηγούμενης ή επόμενης. Σύμφωνα με την προσωπική μου άποψη λοιπόν, όποιο έργο ερμηνεύει το αίνιγμα, το θεωρώ έργο τέχνης χωρίς να με ενδιαφέρει αν είναι «μεγάλο» ή «μικρό» (αυτό είναι άλλο θέμα). Ό,τι δεν το κάνει, είναι διακόσμηση, design.

ΧΜ: Ωραίος διαχωρισμός είναι αυτός.

ΔΑ: Ναι … και για να μην είμαι άδικος, θεωρώ πως και η διακόσμηση είναι χρήσιμη στην καθημερινότητα. Δεν μπορείς να ζεις κάθε μέρα με το βάρος του αινίγματος … εκτός κι αν είσαι ποιητής. Οι ποιητές, όπως γράφω κάπου, είναι μονοκύτταροι μύκητες προσκολλημένοι ασύμμετρα στο εκκρεμές της τρέλας, του αινίγματος και της τέχνης.

ΧΜ: Όντως, η αρχαία ελληνική τέχνη, τι είναι; Μόνο αίνιγμα.

ΔΑ: Σε μεγάλο βαθμό ναι. Αίνιγμα και έρευνα. Στην αρχαιότητα οι λέξεις «ανακάλυψη», «πρωτόφαντο», «καινοτομία» είχαν ιδιαίτερη σημασία, διότι όταν τις χρησιμοποιούσαν κυριολεκτούσαν. Τότε άλλωστε μπήκαν τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, το επιβεβαιώνω κάθε φορά που διαβάζω Πλίνιο, Λουκιανό και λοιπά. Από το ξεκίνημά μου μέχρι σήμερα λοιπόν, άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε ασυνείδητα, ερμηνεύω τις διαφορετικές εκδοχές του αινίγματος με τα δεδομένα της εποχής μου. Δεν την καταγράφω, την ερμηνεύω. Η άποψη που καθορίζει την πορεία μου είναι ίδια, απλά στο ταξίδι μου δεν μένω μέσα στο καράβι, κατεβαίνω σε λιμάνια κι εξερευνώ καινούργιους τόπους χωρίς να χαθώ στους πειρασμούς και τα παζάρια, ούτε να χάσω την πορεία μου, διότι ξέρω πού θέλω να πάω.

ΧΜ: Έχεις όμως γνώση του προορισμού.

ΔΑ: Για όποιον δεν είναι σε διαρκή εγρήγορση, κάθε καινούργια στάση θα μπορούσε να αποτελέσει τελικό προορισμό. Το δικό μου καράβι το λένε Τέχνη, το ταξίδι μου γίνεται στον ωκεανό της εικαστικής γλώσσας με σωσίβια λέμβο το έργο και υποθετικό, όσο κι επιθυμητό προορισμό, τη γονιμοποίηση της μνήμης.

ΧΜ: Όταν βλέπαμε πριν τα νέα σου έργα, χρησιμοποίησες τη λέξη «τέλος» αναφερόμενος σε αυτά. Θέλεις να το διευκρινίσεις; Κάπως το διατύπωσες, ότι η κατάληξη είναι …

ΔΑ: Η κατάληξη είναι γνωστή, αν λέμε γι’ αυτό.

ΧΜ: Αναφέρθηκες συγκεκριμένα στο «τέλος».

ΔΑ: Το τέλος είναι γνωστό, όσον αφορά την ύλη. Αν λέμε το ίδιο και αν σε αυτό αναφέρεσαι. Το τέλος είναι αναπόφευκτο, ο ποιητής το γνωρίζει καλύτερα από όλους, όμως δεν μπορεί να ζει στον προθάλαμο του χρόνου … ζει και δρα ως αθάνατος, ένας ημίθεος ο οποίος υπακούει στις επιθυμίες της ποίησης, αντλώντας από αυτό που τον εξαντλεί.

ΧΜ: Η υλικότητα πώς εξυπηρετεί το αίνιγμα σε αυτή τη δουλειά; Πώς σχετίζεται με το αίνιγμα; Πώς λειτουργεί; Για παράδειγμα, τα ανθρώπινα μαλλιά.

ΔΑ: Έννοιες. Όλα είναι έννοιες, λέξεις-σημεία της εικαστικής γλώσσας, άλλα γνωστά κι άλλα πρωτόφαντα, άλλα αγγίζουν το συναίσθημα του θεατή, άλλα την συνείδησή του. Σαν χάδι, ή σαν χαστούκι Η στήλη με τις φυσικές κοτσίδες στην οποία αναφέρεσαι, είναι ένας τύμβος φτιαγμένος από τις θυσίες μερικών χιλιάδων γυναικών κι έχει θέμα την Ύβρη. Από τον εξουσιαστή ηγέτη έως τον εξουσιαστικό σύντροφο. Θα μπορέσουμε να μιλήσουμε καλύτερα γι’ αυτό το έργο όταν ολοκληρωθεί.

ΧΜ: Ακόμα και ο χρόνος. Θέλω να πω ότι στα έργα σου ο χρόνος έχει μια υλική υπόσταση, έτσι δεν είναι;

ΔΑ: Φαινομενική θα έλεγα, διότι ουσιαστικά χρόνος είναι ανύπαρκτος, τα ρολόγια δεν εφευρέθηκαν για να μετράνε τον χρόνο αλλά για να καθορίζουν τη σχέση μας με την καθημερινότητα κι εντέλει με τον κοινωνικό χώρο. Τα ρολόγια είναι τα δεσμά της ζωής μας. Τον πραγματικό χρόνο της ύπαρξης τον κατέχει και τον μετράει η καρδιά, το μοναδικό ρολόι που ορίζει τον ρυθμό και τη διάρκεια της ζωής και το οποίο δυστυχώς δεν ακολουθούμε ούτε το φροντίζουμε όσο θα έπρεπε.

ΧΜ: Το καλυμμένο ρολόι, ο «καλυμμένος» χρόνος, παραπέμπει στο σουρεαλιστικό αντικείμενο. Αν το εξετάσουμε με όρους της ιστορίας της τέχνης.

ΔΑ: Ναι, παραπέμπει στην ανυπαρξία των διαστάσεων, στη διαγραφή του κοινωνικού χρόνου και χώρου, στην υπενθύμιση της άγνωστης στιγμής. Το παρόν διαρκεί όσο μια στιγμή και η στιγμή δεν έχει μόνο μια ερμηνεία... Η στιγμή για τους τυπογράφους είναι το 0,376 του χιλιοστού, για τους μαθηματικούς μονάδα χρόνου χωρίς διάρκεια, για τους φιλόσοφους το άπειρο. Για μένα η στιγμή, κι άρα το παρόν, διαρκεί τόσο όσο χρειάζεται ο εγκέφαλος μέχρι να συνειδητοποιήσει μια εικόνα ή μια έννοια. Τα κρυμμένα με χώμα ή με ύφασμα ρολόγια, δηλώνουν τη μη ορατή ροή και ίσως μια άγνωστη έκτη ή έβδομη διάσταση.

ΧΜ: Άρα γι’ αυτό, όπως είπες πριν, ο χρόνος είναι σύμμαχος, δεν είναι εχθρός. Ακριβώς γιατί τον κουβαλάμε.

ΔΑ: Ο χρόνος είναι ο πλέον πολύτιμος φίλος μας, όσο περισσότερο χρόνο έχουμε τόσο καλύτερα αισθανόμαστε.

ΧΜ: Σε αντίθεση με τον χώρο.

ΔΑ: Ναι. Πιστεύω ότι εχθρός της ύλης και της ζωής δεν είναι ο χρόνος άλλα ο χώρος. Η βίαιη φθορά εξαρτάται από τη σχέση της ύλης με τον χώρο, όχι με τον χρόνο. Οι αρρώστιες, ψυχικές ή σωματικές, δεν είναι συμπτώματα χρόνου, είναι αποτελέσματα της προστριβής μας με τον χώρο. Κατά κανόνα, αυτοί που ζουν εκατό χρόνια, ζουν σε περιβάλλον τελείως διαφορετικό από αυτό που έζησαν όσοι έφυγαν πρόωρα.

ΧΜ: Σε έχουν βοηθήσει κάποια βουδιστικά κείμενα στο να αφομοιώσεις αυτή την προσέγγιση, αυτή τη θεωρία; Έχει προκύψει μέσα από διαβάσματα όλο αυτό;

ΔΑ: Μου δόθηκε η ευκαιρία (ή ίσως την έφτιαξα μεγαλώνοντας) να μπορώ να συνδυάζω το διάβασμα με την πράξη, τη μελέτη ενός φαινομένου με την επιτόπια έρευνα. Είμαι από τη φύση μου τόσο υλιστής όσο και μεταφυσικός, και ίσως γι’ αυτό, τα τελευταία σαράντα χρόνια, η επαφή μου με τα θρησκευτικά και μεταφυσικά φαινόμενα καθορίζεται περισσότερο από τη σχέση μου με τις τελετές των διαφόρων πολιτισμών και τους ιερείς τους, παρά από τα βιβλία και τη θεωρία.

ΧΜ: Με ποιους ιερείς;

ΔΑ: Αυτούς που συναναστρέφομαι: από τους βουδιστές μοναχούς έως τους ιερείς βουντού, συμπεριλαμβανομένων των σαμάνων. Η σχέση μου με τις θρησκείες και τους πολιτισμούς ξεκίνησε το 1985, αρχικά με τον Σαμανισμό και τους σαμάνους του Νεπάλ, μια σχέση που διαρκεί από τότε ως σήμερα και περιλαμβάνει τελετές, έκσταση, μαθητεία ιερών σχεδίων κλπ. Σχεδόν παράλληλα με τον Σαμανισμό, ήρθα σε επαφή με τον Βουδισμό και τους βουδιστές μοναχούς. Το αποτέλεσμα αυτής της σχέσης πήρε μορφή με μια τελετή στο Μπόντνατ (Boudhanath), ένα από τα πιο σημαντικά στούπα των βουδιστών (ίσως έχεις δει τις φωτογραφίες από τον κατάλογο της αναδρομικής μου στο ΕΜΣΤ). Το στούπα είναι ένας τύμβος μέσα στον οποίο κρύβονται οστά από τις εμφανίσεις του Βούδα. Κατά διαστήματα, οι μοναχοί που φροντίζουν το στούπα κάνουν μια τελετουργική προσφορά (ένα είδος αναίμακτης θυσίας) προς τον Βούδα. Αυτή την τελετουργική προσφορά, εμπιστεύτηκαν να την κάνω εγώ, πράγμα σπανιότατο, για να μην πω μοναδικό. Όπως καταλαβαίνεις, υπάρχει πολλή δουλειά και προετοιμασία πίσω από τη λέξη «Κατάκρυψη» ή «Συμμετοχή στους Πολιτισμούς του Κόσμου». Στον ίδιο κατάλογο, θα δεις μια φωτογραφία μου στην καρδιά της ζούγκλας του Βόρνεο, όπου ευλογώ τον σαμάνο ενός χωριού των Iban, κατά τη διάρκεια μιας τελετής. Γνωρίζοντας καλά τις δυσκολίες, ορισμένες φορές μου φαίνεται απίστευτο το πώς έγιναν όλα αυτά χωρίς καμία βοήθεια, αν και ξέρω ότι είχα πάντα τη βοήθεια των θεών μου. Κάτι εξίσου απίθανο έγινε στην Ουιντά του Μπενίν (και συνεχίζει ως σήμερα). Η Ουιντά είναι για τους ανιμιστές ότι το Βατικανό για τους καθολικούς. Το 1993 συνδέθηκα φιλικά (και κάτι περισσότερο, μιας και τον θεωρώ σαν πατέρα μου) με τον αρχηγό-ιερέα στον ναό του Φιδιού Ουράνιου Τόξου, και πολύ σύντομα άρχισα να φτιάχνω τις τοιχογραφίες του. Την ίδια εποχή, ξεκίνησα το έργο Συμμετοχή στους Πολιτισμούς του Κόσμου, το οποίο, ακολουθώντας τις Κατακρύψεις απλώθηκε σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Όλα αυτά έγιναν και γίνονται μόνο για την υποστήριξη των πολιτισμών του ανθρώπου και της τέχνης του. Να πω ότι είναι δύσκολα; Είναι. Να πω ότι είναι απίστευτα; Είναι. Να πω ότι είναι σαν παραμύθι; Και πάλι είναι. Και για να απαντήσω στην προηγούμενη ερώτησή σου, ναι, όλες αυτές οι εμπειρίες συνοδεύονται από διαβάσματα τα οποία, επί της ουσίας, μετουσιώνονται σε πράξεις, δηλαδή λέξεις-σημεία (συχνά ανείπωτα) στο γλωσσάρι της Τέχνης.

ΧΜ: Εννοώ ότι τις τροφοδοτούν τα βιβλία.

ΔΑ: Μερικές φορές τα βιβλία μοιάζουν με τουριστικό οδηγό που σε συμβουλεύει σε ποιο εστιατόριο μπορείς να φας, χωρίς όμως να γνωρίζει τη διάθεση του μάγειρα και το αποτέλεσμα, την ημέρα της δικής σου επίσκεψης. Πριν πάω στο Νεπάλ, το μόνο σχετικό βιβλίο που γνώριζα, ήταν ο Σαμανισμός του Μιρτσέα Ελιάντε, από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.

ΧΜ: Αυτό το βιβλίο λοιπόν το είχες διαβάσει πριν κάνεις τα ταξίδια.

ΔΑ: Σε ό,τι αφορά τον Σαμανισμό, ναι (δεν αναφέρομαι σε άλλα ανθρωπολογικά βιβλία, όπως του Λεβί-Στρος, του Μαλινόφσκι ή ακόμα και του Καστανέντα, ούτε στα εξερευνητικά, όπως του Χένρι Στάνλεϊ). Ας πούμε ότι ήταν το μόνο σχετικό με τον σαμανισμό εφόδιο που είχα πριν ξεκινήσω.

ΧΜ: Η ιδέα όμως για να πας εκεί, πώς γεννήθηκε;

ΔΑ: Όλα ξεκίνησαν από την έρευνα στην περφόρμανς, από μια ανάγκη που γεννήθηκε δουλεύοντας την περφόρμανς. Ήδη από το 1975 πίστευα ότι αυτός ο τρόπος έκφρασης έπρεπε να εμπλουτιστεί με καινούργια στοιχεία, κατ’ εμένα τελετουργικά, και το επιχείρησα αρκετές φορές «πειραματικά»: από τον ναό του Ήφαιστου το 1975, τη Γραφή στον Χώρο στον Δεσμό, έως τον Άγιο Σεβαστιανό και τις πρώτες Κατακρύψεις το 1980. Παράλληλα, εκτός από τις τρεις γνωστές διαστάσεις του χώρου και τη μία του χρόνου (τις οποίες από το 1970 είχα ενσωματώσει στα έργα και στην εικαστική μου γλώσσα με τις τρισδιάστατες κατασκευές, την κίνηση, τον ήχο και την περφόρμανς), αναζητούσα κι άλλες, άγνωστες. Όμως οι γνώσεις μου σχετικά με τις άγνωστες διαστάσεις περιορίζονταν στις θεωρίες των βιβλίων φιλοσοφίας και μυστικισμού. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Ερμή Τρισμέγιστο δεν υπάρχει κενό στον χώρο, το «κενό» είναι γεμάτο αόρατες ενέργειες και οι ενέργειες (συμπέρανα εγώ) γεμάτες αόρατο χρώμα. Από αυτό το συμπέρασμα γεννήθηκε η σειρά των δράσεων Γραφή στο Χώρο, που συνοψίστηκαν σε περφόρμανς στο πεζοδρόμιο του Δεσμού τον Γενάρη του 1979. Θα έλεγα ότι οι τελετές είναι ένας τρόπος, ένα μέσο ενεργοποίησης του «κενού» και των αόρατων ενεργειών, ο χειρισμός των οποίων, την εποχή εκείνη, μου ήταν άγνωστος.

ΧΜ: Αναφέρθηκες στον Ερμή τον Τρισμέγιστο. Άρα συμφωνείς, να υποθέσω, με τον Τζερμάνο Τσέλαντ, ο οποίος έγραφε — στο μανιφέστο του για την Arte Povera — ότι ο καλλιτέχνης είναι ένας αλχημιστής. Έχεις αναφορές στην αλχημεία, έτσι δεν είναι;

ΔΑ: Ναι … κάποτε προσπάθησα να μετατρέψω τη σκουριά σε χρυσό αλλά δεν είχα μεγάλη εμπορική επιτυχία (γελάει). Όσο για τους χαρακτηρισμούς … πιστεύω ότι πολύ συχνά οι κριτικοί υπερβάλλουν αποδίδοντας στους καλλιτέχνες ιδιότητες ανύπαρκτες, διότι ανάμεσα στο είμαι και το υποδύομαι μεσολαβεί χάος. Τρανό παράδειγμα ο χαρακτηρισμός του Γιόζεφ Μπόις ως σαμάνος. Το διαβάζω και γελάω. Ο καλλιτέχνης, επαναλαμβάνω, υποδύεται, ο ιερέας είναι. Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν των κυττάρων μου, ανακαλύπτω ότι στο σόι της μητέρας μου υπήρχαν διάφορες περίεργες θείες και ξαδέρφες οι οποίες με μπόλιασαν από μικρό με μεταφυσικά στοιχεία. Ανάμεσά τους μια διάσημη μέντιουμ και μερικές «μάγισσες», με την καλή έννοια. Τις επισκεπτόμασταν τακτικά κι εγώ παρακολουθούσα τα «δρώμενα» γεμάτος παιδική περιέργεια. Είναι επόμενο να έχω αναφορές μυστικιστικές και να υπάρχουν τα ανάλογα βιβλία στην κρυφή βιβλιοθήκη μου.

ΧΜ: Από το Δώρο του ανθρωπολόγου Μαρσέλ Μως.

ΔΑ: Αυτό είναι το απλό. Για να επιστρέψουμε στην τέχνη, θα έλεγα ότι θεωρώ σπουδαίο, κάτι σαν «αλχημιστή» της λογοτεχνίας, τον Μπόρχες.

ΧΜ: Δηλαδή, από βιβλία, ποια σου άνοιξαν τα μάτια; Τα βιβλία του Μπόρχες;

ΔΑ: Ο Μπόρχες, στη σωστή στιγμή, συνέβαλε στην προέκταση της εννοιολογικής μου όρασης.

ΧΜ: Πότε τον διάβασες για πρώτη φορά;

ΔΑ: Μόλις μεταφράστηκε στα ελληνικά.

ΧΜ: Πράγματι, τη δεκαετία του ’80, ήταν πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα.

ΔΑ:. Και ίσως λίγο πιο πριν. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούσα να διαβάσω άλλο σύγχρονο συγγραφέα. Για να ικανοποιήσω την ανάγκη μου για διάβασμα (έχω εξάρτηση από το διάβασμα όπως άλλοι από τις ουσίες) διάβασα σχεδόν όλους τους αρχαίους συγγραφείς, κι αν ξεκινούσα κάποιο άλλο βιβλίο, σύγχρονο, στη δεύτερη σελίδα το πέταγα. Επέστρεψα στο σήμερα διαβάζοντας τους Γιαπωνέζους.

ΧΜ: Ξεκίνησες από τον Μισίμα;

ΔΑ: Από τον Ισιγκούρο. Μετά ακολούθησαν οι άλλοι.

ΧΜ: Ακόμα θεωρείς κορυφαίο τον Μπόρχες;

ΔΑ: Ναι, πιστεύω ότι έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην εννοιολογική τέχνη του 20ού αιώνα. Και χωρίς να είναι το ίδιο, μιας και μιλάμε για τους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, θεωρώ μεγάλο συγγραφέα τον Χουάν Ρούλφο. Ο Πέδρο Πάραμο είναι ένα σπουδαίο βιβλίο.

ΧΜ: Πολλοί είναι οι καλλιτέχνες που έχουν συνειδητές αναφορές στον Μπόρχες. Και δεν μιλάμε φυσικά μόνο για τους Ισπανούς ή τους Ισπανόφωνους, όπου εκεί γίνεται χαμός. Από Έλληνες, ποιοι σε ενδιαφέρουν;

ΔΑ: Υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι Έλληνες συγγραφείς και ποιητές με τους οποίους είμαι δεμένος συναισθηματικά από τα προεφηβικά μου χρόνια. Δεν ξέρω πως να τους ξεχωρίσω, δεν μου επιτρέπω να το κάνω.

ΧΜ: Κάποιοι που σου έρχονται άμεσα στο νου;

ΔΑ: Ό,τι και να σου πω θα είναι τυχαίο, δεν θα είναι με σειρά αξιολόγησης. Μου έρχεται στο νου ο Αξελός. Και μου έρχεται και ο Σκαρίμπας. Δύο μυαλά φαινομενικά διαφορετικά, που εγώ τα βρίσκω συγγενικά … Και ο Φώτης Αγγουλές, ο Γιοσέφ Ελιγιά, ο Μάριος Χάκκας, ο Δημήτρης Χατζής, ο Λουντέμης, ο Αλέξανδρου, ο Τσίρκας … Παρασύρθηκα όμως … όλοι τους είναι τόσο απόντες όσο και παρόντες ισότιμα μέσα μου. Με ορισμένους μάλιστα είχα την τύχη να συνομιλήσω …

ΧΜ: Αν καταλαβαίνω καλά, έχεις μια ιδιαίτερη σχέση με τον χρόνο.

ΔΑ: Πολύ συχνά — χωρίς υπερβολή — απομακρύνομαι από το παρόν, και περπατάω νοερά στα πολύχρωμα κι απαστράπτοντα μωσαϊκά μιας ρωμαϊκής βίλας. Ακούω τους ανθρώπους να μιλάνε, να γελάνε, να αισθάνονται και να πράττουν ακριβώς όπως εμείς πιστεύοντας ότι είναι αθάνατοι. Και κατόπιν, επιστρέφοντας στο σήμερα, βλέπω τα μωσαϊκά κατεστραμμένα, τους τοίχους γκρεμισμένους, τα συντριβάνια εξαφανισμένα. Και προσπαθώ να μην παρασύρομαι από πράγματα που δεν έχουν νόημα. Γιατί; Γιατί τα 100 επόμενα χρόνια ή τα 2.000 επόμενα χρόνια, θα έρθουν. Αγνοώ πώς θα είναι τότε ο πλανήτης, όμως δεν γίνεται να μην έρθουν. Κι εγώ το ξέρω, το ζω περπατώντας στα μωσαϊκά αυτής της ρωμαϊκής βίλας, σαρκάζοντας την απαίσια παγίδα που με φυλακίζει. Με δυο λόγια, είμαι ένας απαισιόδοξα αισιόδοξος ή αισιόδοξα απαισιόδοξος άνθρωπος, γιατί γνωρίζω χωρίς στρουθοκαμηλισμούς την πραγματικότητα, κατάλαβες; Δηλαδή αντιμετωπίζω χωρίς ψευδαισθήσεις τα 2.000 χρόνια που θα έρθουν χωρίς εμένα. Για παράδειγμα, αυτό το σπίτι που είμαστε τώρα, το σπίτι που έφτιαξαν οι γονείς μου και συνέχισα εγώ, το βλέπω σε 100 χρόνια (το πολύ) χωράφι και ίσως, ανάλογα με τις επιθυμίες των άγνωστων απογόνων μου, πολυκατοικία.

ΧΜ: Προβολή στο μέλλον;

ΔΑ: Δεν υπάρχει μέλλον. Όλα βασίζονται σε υποθέσεις, και η υπόθεση είναι προβολή σε μια πιθανή όσο και απίθανη πραγματικότητα. Αρχίζοντας από την επόμενη στιγμή και φτάνοντας στο τέλος του κόσμου, όλα είναι υποθέσεις.

ΧΜ: Αυτό που μου έλεγες πριν, το ότι έχεις μάθει να νικάς και να αντιμετωπίζεις τις δύσκολες καταστάσεις, σε έχει βοηθήσει και στην τέχνη, έτσι δεν είναι; Στην καλλιτεχνική πορεία σου.

ΔΑ: Για να περιοριστώ στην τέχνη — η προσωπική μου ζωή δεν αφορά τους αναγνώστες μας —, έχω μάθει να παλεύω με την εικαστική γλώσσα, άλλοτε σαν φίλος κι άλλοτε σαν αντίπαλος. Με ρώτησες πριν αν θα εκθέσω αυτά τα έργα. Πίστεψέ με, η έκθεση είναι το τελευταίο πράγμα που υπάρχει στο μυαλό μου. Έχω ένα σωρό δυσκολίες όταν μπαίνω στο εργαστήριο. Υπάρχουν έργα που περιμένουν να γίνουν και άλλα που πρέπει να ολοκληρωθούν, αύριο, χθες, σήμερα, κι εγώ πρέπει να δουλέψω γιατί δουλεύοντας μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω ή ξεπερνάω αυτά που ήδη γνωρίζω. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι δεν είναι στις προτεραιότητές μου μια έκθεση. Το αποτέλεσμα για σένα που θα γράψεις το κείμενο — αν θέλεις — θα είναι συγκεκριμένο, αλλά κι αν δεν γίνει η έκθεση τον Δεκέμβρη και γίνει τον Γενάρη ή γίνει τον Οκτώβρη, λίγο μετράει για εμένα. Το τι κάνω στο εργαστήριο, αυτό είναι το ουσιαστικό, η χαρά μου είναι να λύνω τα αινίγματα, τις προκλήσεις που μου φέρνει η γλώσσα, να ακολουθώ τη ροή του έργου. Διότι το έργο δεν είναι εύρημα ούτε — στην καλύτερη περίπτωση — μια ακόμα επανάληψη του γνωστού εαυτού μας. Το έργο είναι η υλοποίηση της άποψης και η άποψη είναι η πυξίδα της ύπαρξης.

ΧΜ: Αυτό το έργο με τις κομμένες κοτσίδες αναφέρεται στη θυσία, όπως μου είπες. Είναι πολύ συγκεκριμένη η αναφορά.

ΔΑ: Συμπυκνωμένη θα την έλεγα. Η θυσία είναι μια «απλή» λέξη η οποία περιγράφει τη σύνθετη κι άλλο τόσο σκοτεινή επιθυμία της επικοινωνίας του ανθρώπου με το θείο. Μια τελετή περίπλοκη, στο κέντρο της οποίας χορεύουν αγκαλιά ο θύτης με το θύμα. Το έργο αναφέρεται στη θυσία της γυναίκας. Ελπίζω κάποτε να πάψει αυτός ο διαχωρισμός και να μιλάμε για την πανανθρώπινη θυσία χωρίς να διαχωρίζουμε τα φύλα, για την ώρα όμως η γυναικεία θυσία έχει έντονα τα στοιχεία μιας δίχως εξαγνισμό σφαγής. Το κόψιμο των μαλλιών, όταν συμβαίνει χωρίς τη συναίνεση του ατόμου, είναι πράξη βίαιη, «αιματηρή», κι αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι καθόλου υπερβολικός. Να διευκρινίσουμε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη θυσία και τη σφαγή. Στη θυσία, το ζώο προσφέρεται στη θεότητα με αντάλλαγμα τον εξαγνισμό της ψυχής του, ο ιερέας-θύτης πριν το θυσιάσει το ρωτάει κι εντέλει του ζητάει συγνώμη, ενώ στη σφαγή ο εκτελεστής παραμένει ψυχρός και αδιάφορος στις ικεσίες του θύματος. Στο συγκεκριμένο έργο οι κοτσίδες κόπηκαν από υπάρξεις οι οποίες ρωτήθηκαν και προσφέρθηκαν να θυσιάσουν εθελοντικά ένα κομμάτι τους στην τέχνη, προκειμένου να συμβάλουν στην καταγγελία της σφαγής. Αυτή η προσφορά είναι πραγματική, διότι αν έτρεχε αίμα από το κόψιμο των μαλλιών, όπως από το κόψιμο ενός άκρου ας πούμε, ο τόπος θα είχε γίνει κατακόκκινος.

ΧΜ: Να υποθέσω ότι πιστεύεις στη μετενσάρκωση.

ΔΑ: Όχι, δεν πιστεύω σε άλλη ζωή. Πιστεύω σ’ αυτή τη στιγμή. Τίποτ’ άλλο. Ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον. Και δεν με ικανοποιεί ούτε με παρηγορεί η διαρκής μετάλλαξη της ύλης. Όπως είπαμε πριν, τα 1.000 χρόνια θα έρθουν, κι όσο υπάρχει ο ήλιος θα εξακολουθούν να έρχονται κατά χιλιάδες. Κι όταν σβήσει ο ήλιος θα εξαφανιστούν όλα.

ΧΜ: Η στιγμή δεν είναι το παρόν;

ΔΑ: Η στιγμή είναι η συμπύκνωση μιας ζωής, σε αργή κίνηση. Τα υπόλοιπα είναι κοινωνικός χρόνος.

ΧΜ: Σε φοβίζουν τα λάθη;

ΔΑ: Όχι, αρκεί να μην αναιρούν το παρελθόν μου.