«Like a dog, he hunts in dreams
and thou art staring at the wall»
— Alfred Tennyson, Locksley Hall, 1842
Συμβαίνει μερικές φορές η παραμονή σε έναν τόπο να προσδίδει στη ζωή μια ιδιάζουσα αποξένωση. Οι οικείες σχέσεις δεν υπάρχουν πλέον. Οι βεβαιότητες παύουν. Και αισθάνεται κανείς ότι τίποτα δεν του ανήκει πέρα από την αδιαμφισβήτητη παρουσία του σώματος στον τόπο και στη στιγμή. Είναι συχνά ευεργετική αυτή η αποδέσμευση από την ταυτότητα και την καταγωγή. Την αποζητούμε, άλλωστε, με διάφορους τρόπους: ταξιδεύοντας, διαβάζοντας, αλλοιώνοντας εμπρόθετα την πραγματικότητα που μας περιβάλλει ... Μπορεί, όμως, την ίδια στιγμή να καταστεί ανυπόφορη. Το ίδιο συμβαίνει και με την καθημερινότητα. Ο συρμός του βίου συχνά παρασύρεται σε μια ροή που μοιάζει με κύλισμα σε λειασμένη επιφάνεια. Τότε κανείς δεν τον σταματά. Δεν υπάρχουν αμυχές, τριβή, λαβές για να πιαστεί η σκέψη. Τίποτα δεν επιβραδύνει την απομάκρυνση. Η ζωή αποκτά μια παράξενη αποπροσωποποίηση. Οι διαφορές εξαλείφονται. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει, ούτε καν η μνήμη. Γιατί κι εκείνη με τη σειρά της καθιστά το βίωμα κάτι αλλότριο από το πρόσωπο. Η μνήμη λαθεύει και χάνεται. Σβήνει. Τοποθετεί αυθαίρετα τα γεγονότα σε θέσεις απρόσμενες. Γεμίζει τα κενά με επινοήσεις ή τα αφήνει να χάσκουν ανεκπλήρωτα. Κι έτσι, κανένα εφόδιο δεν επαρκεί πλέον. Καμία εξήγηση δεν είναι ικανοποιητική. Καμιά μυθοπλασία δεν αναπληρώνει το απολεσθέν βάρος της ύπαρξης. Η ζωή καθίσταται μια διαρκής αιώρηση. Πόσο ευεργετικό μπορεί να είναι κάτι τέτοιο! Και πόσο τρομακτικό!
Κώστας Ρουσσάκης, Η αυλή των ηρώων, 2021. Ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη.
Πριν από ενάμιση χρόνο έζησα για έξι μήνες σε ένα σπίτι, ψηλά στον λόφο του Hottingen πάνω από την πόλη της Ζυρίχης. Ήταν σε μία από τις βόλτες μου στον Βοτανικό Κήπο της πόλης όταν επέστρεψα στο σπίτι κρατώντας μια μικρή Αλόη με το θαυμάσιο όνομα Aristaloe Aristata. Θυμάμαι την τοποθέτησα στο πρεβάζι του παραθύρου και κατόπιν έγραψα αυτό το σημείωμα:
«Το ταξίδι σε αποξενώνει. Παρότι η περιέργεια του επισκέπτη στρέφεται εξωστρεφώς στον τόπο, στους ανθρώπους, στη φύση, στην ιστορία, στη σημειολογία της ζωής... κατ’ ουσίαν το ταξίδι του αρδεύεται από το απόθεμα που φέρει μαζί του, την ουσιαστικότερη αποσκευή του: τις εμμονές, τους φόβους, τις επιθυμίες, τη γνώση και τις δεξιότητές του. Είναι αυτή η εργαλειοθήκη που κατασκευάζει εκ νέου τον νέο τόπο. Ο επισκέπτης, λοιπόν, ανοίγεται στη νέα ζωή ως ξένος. Δεν είναι δυσάρεστη αυτή η αποξένωση, αυτή η αίσθηση ανεστιότητας και απόστασης. Είναι μία από τις αρετές του αλλότριου. Ένα από τα κέρδη της αναχώρησης. Μόνο που, με τον καιρό, καθώς ο χρόνος μακραίνει, αυτή η αιώρηση γίνεται σταδιακά όλο και βαρύτερη. Συνορεύει με τη δυσάρεστη επίγνωση του θανάτου. Κανείς δεν ζητά κάτι από εσένα. Δεν χρωστάς σε κανέναν την έγνοια σου. Μπορείς άφοβα να αφιερωθείς στη ναρκισσιστική επιθυμία σου: στη βόλτα που θέλεις να κάνεις, στο κολύμπι, στα μουσεία όπου σου αρέσει να χάνεσαι. Μόνο που, σταδιακά, κάτι σε στεναχωρεί και σε δυσκολεύει. Γιατρεύεται αυτή η δυσανεξία. Με την κίνηση, με την περιέργεια, με την αλλαγή... Τι γίνεται, όμως, αν παραμείνεις για καιρό σε ένα μέρος; Πώς να απαντήσεις σε αυτή την έλλειψη; Στην απανθρώπιση; Χρειάζεσαι κάποιον … Όταν ταξιδεύω για καιρό σε ένα μέρος αναζητώ κάποιον για να φροντίζω. Σήμερα επισκέφτηκα τον Βοτανικό Κήπο της Ζυρίχης. Υπάρχει εδώ ένα φυτώριο αφιερωμένο στα παχύφυτα. Αγαπώ πολύ τις Αγαύες, τις Αλόες, τους Αθανάτους … Πήρα μαζί μου ένα λουλούδι (έτσι τα αποκαλώ χαϊδευτικά). Το όνομά της είναι “Aristaloe Aristata”. Θα με συντροφεύει για όσο μείνω εδώ».
Το μικρό εκείνο ελβετικό παχύφυτο ζει τώρα μεταφυτευμένο σε μια γλάστρα στο μπαλκόνι του διαμερίσματός μου στην Κυψέλη. Εγκλιματίστηκε θαυμάσια στην Αθήνα και απέκτησε τρεις ολοζώντανες εκβλαστήσεις. Σκέφτομαι ότι κάποια από αυτές τις μέρες θα πάρω τη μία και θα τη φυτέψω στο Πεδίον του Άρεως. Δεν μπορώ να εντοπίσω επακριβώς την πηγή αυτής της παρόρμησης. Μπορεί να είναι η ασυνείδητη ανάγκη να βάλω μια ρίζα εδώ. Μετακόμισα σ’ αυτό το διαμέρισμα μόλις έναν μήνα προτού φύγω για τη Ζυρίχη – υπό μια έννοια το σπίτι όπου ζω στην Αθήνα είναι κι αυτό ακόμα λιγάκι ξένο... Ή ίσως να θέλω ενδόμυχα να συνδέσω αυτούς τους δύο τόπους. Ή μπορεί να είναι και ένας αδιερεύνητος αποχαιρετισμός... Πάντως, η Αρισταλόη ετούτη ανήκει ήδη –κρυφά, δίχως να το προσέξει κανείς– σε μια γωνιά του πάρκου. Και διαφεύγοντας την προσοχή όλων –επισκεπτών, κηπουρών, φυλάκων, ενοίκων– θα μεγαλώνει φερμένη από κάπου αλλού. Φυτεμένη εκεί από ένα δαιδαλώδες γύρισμα της τύχης και του ψυχισμού. Αν την προσέξει ποτέ κανείς, είμαι σίγουρος ότι θα είναι κάποιο φιλοπερίεργο παιδί που θα παραξενευτεί από το ψηλόλιγνο άνθος που βγάζει κάθε καλοκαίρι.
Κώστας Ρουσσάκης, Η αυλή των ηρώων, 2021. Ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη.
Μπορείς πάντοτε να καταφεύγεις στα αγάλματα και στα δέντρα … Ζω δίπλα στο Πεδίον του Άρεως ακριβώς έναν χρόνο τώρα. Αισθάνομαι συχνά τη νυχτερινή εκπνοή των δέντρων στο μπαλκόνι μου. Πηγαίνω εκεί περίπατο την κόρη μου. Συχνά μόνο χαζεύω στις διαδρομές περπατώντας. Πότε αρχίζει κανείς να οικειοποιείται τον τόπο όπου ζει; Πότε τον αισθάνεται δικό του; Πότε μπορεί να κοιτάξει ουσιαστικά αυτό που τον περιβάλλει; Ζω στην Κυψέλη δεκαέξι μήνες. Διακεκομμένη διαμονή. Με απουσίες και επιστροφές. Σήμερα πρόσεξα μια συστάδα ασπρόρουχα να στεγνώνουν προσεκτικά κρεμασμένα μπροστά στο παράθυρο του ισόγειου σαλονιού στην αντικρινή πολυκατοικία. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο η εικόνα εκείνη αποτέλεσε έξαφνα την πρώτη συμβολική επιβεβαίωση της νέας μου τοποθέτησης. Η Αρισταλόη ευδοκίμησε στη βεράντα μου. Μεγαλώνει δίπλα στην Αγαύη που μετέφερα εδώ όταν μετακόμισα από το προηγούμενο διαμέρισμα. Εκριζωμένη από τον λόφο του Αρδηττού. Πάντα κάτι οφείλει να μετοικεί, να ριζώνει ξανά. Πάντα κάτι οφείλει να διασώζεται.
Μπορείς πάντοτε να καταφεύγεις στα αγάλματα και στα δέντρα. Η μονιμότητά τους μοιάζει αδιαμφισβήτητη, μολονότι είναι απατηλή. Τα αγάλματα και τα δέντρα συχνά μετοικούν και αυτά, εκριζώνονται και μεταφυτεύονται. Μπορούν ακόμα και να μεταναστεύσουν. Το Πεδίον του Άρεως — ο τόπος που με υποδέχεται όταν δεν βρίσκομαι στο διαμέρισμά μου — συγκροτείται από μια διάταξη αυτών των δύο στοιχείων: δέντρα και αγάλματα.
Πεύκη, Κουκουναριά, Κυπαρίσσι, Ευκάλυπτος, Ελιά, Αριά, Χαρουπιά, Λιγούστρο, Ψευδακακία, Δάφνη, Λεύκη, Μιμόζα, Σοφόρα, Γαζία, Σφενδάμι, Αείλανθος, Μέλια, Καζουαρίνα, Φιλύρα, Πλάτανος, Κερλεοτέρεια, Μουριά, Κουτσουπιά, Ακακία, Νεραντζιά, Βραχυχίτωνας, Γιακαράντα, Φοίνικας.
Υψηλάντης, Τζαβέλλας, Μαυρομιχάλης, Κανάρης, Μπότσαρης, Καραϊσκάκης, Μιαούλης, Νικηταράς, Παπαφλέσσας, Μπουμπουλίνα, Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ανδρούτσος, Κολοκοτρώνης, Διάκος, Μαυρογένους, Παπανικολής, Βισβίζη, Παπάς, Κριεζώτης, Πλαπούτας, Υψηλάντης, Κωνσταντίνος, Μπότσαρης, Πραΐδης.
Η ζωή κυλά γύρω μας κι εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε, αλλά ζούμε βυθισμένοι σε έναν βυθό ονομάτων. Το ενυδρείο του βίου είναι γεμάτο λέξεις. Δίχως αυτές ακόμα και η απλούστερη εικόνα που θα αντικρίζαμε θα ήταν μια εφιαλτική αινιγματική παραδοξότητα. Έστω κι αν ήταν το ευγενικό πρόσωπο ενός άλλου ανθρώπου. Έστω κι αν ήταν το προσφιλές μας μητρικό πρόσωπο. Έστω κι αν ήταν η αντανάκλαση του δικού μας προσώπου σε έναν καθρέφτη. Πόσο τερατόμορφο, φευ, θα ήταν αυτό το αντικείμενο που μας επιστρέφει το είδωλό μας αν δεν μπορούσαμε να το ονοματίσουμε …
Χρήστος, Πέτρος, Αποστολία, Πετρόμπεης, Κωνσταντίνος, Βασιλική, Γεώργιος, Αναστασία, Αθανάσιος, Δημήτρης, Δόμνα, Γαλήνη, Κίτσος, Μάρκος, Ανδρέας, Άννα, Γρηγόριος, Νικολέτα, Λασκαρίνα, Ιωάννα, Θεόδωρος, Μαντώ, Χρήστος, Εμμανουήλ, Ελένη, Νικόλαος, Ζήσης, Χάρης, Οδυσσέας, Αλέξανδρος, Νότης.
Κάθομαι στα παγκάκια του Πεδίου του Άρεως και παρακολουθώ τους περαστικούς να διαβαίνουν μπροστά και ανάμεσα από τ’ αγάλματα. Τα ονόματα μπλέκονται σε μια σχεδόν χορογραφημένη ροή δημιουργώντας ένα ολοζώντανο παλίμψηστο. Δεν γνωρίζω τα ονόματα των ανθρώπων γύρω μου. Επιλέγω λοιπόν να τους αποδώσω τα ονόματα οικείων μου προσώπων, ανεξάρτητα από ηλικία ή καταγωγή. Ίσως από μια ανεξήγητη παρόρμηση. Ίσως πάλι να φταίει ότι εγώ ζω ανάμεσα σε λέξεις και στον αναχρονισμό των ονομάτων. Κάθομαι στο πεζούλι της Λεωφόρου Ηρώων και παρακολουθώ τους περαστικούς να διαβαίνουν μπροστά και ανάμεσα από τ’ αγάλματα, ενώ εκείνα σταδιακά εξαφανίζονται αποκαλύπτοντας στη φαντασία μου μια λεωφόρο δίχως ήρωες.
Από τις αρχές του αιώνα είχε αρχίσει η συζήτηση για τον εορτασμό το 1921 της Εκατονταετηρίδος της Ελληνικής Επανάστασης και διατυπώνονταν διάφορες απόψεις. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι και η νικηφόρα έκβασή τους προκάλεσαν πρωτόγνωρη καλλιτεχνική κίνηση και η λεγόμενη «πολεμική τέχνη» καθιερώθηκε. Με τον νόμο 1275 του 1918, ορίστηκε εορτάσιμο όλο το έτος 1921 και διορίστηκε Κεντρική Επιτροπή με πρόεδρο τον Πρόεδρο της Βουλής, Θεμιστοκλή Σοφούλη, και Γενικό Γραμματέα τον Ιωάννη Δαμβέργη. Στη συνέχεια συγκροτήθηκαν 20 ειδικές επιτροπές με σκοπό να μελετήσουν τα επί μέρους θέματα που έπρεπε να ερευνηθούν και να προωθηθούν στα πλαίσια του εορτασμού, αφού σκοπός του δεν ήταν μόνο η έκφραση ευγνωμοσύνης προς τους συντελεστές του Εικοσιένα αλλά και η παρουσίαση της προόδου των Ελλήνων σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής στα εκατό χρόνια ελεύθερου βίου τους. Η συνεχιζόμενη όμως Μικρασιατική εκστρατεία εμπόδισε την προετοιμασία και την πραγματοποίηση όλων των εορταστικών εκδηλώσεων και ο εορτασμός αναβλήθηκε για το 1930, όταν θα συμπληρώνονταν εκατό χρόνια από την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η Επιτροπή Ηρώου, που συγκροτήθηκε από γνωστές προσωπικότητες της τέχνης και ειδικά της αρχιτεκτονικής, προετοίμασε πανελλήνια κινητοποίηση, με αποτέλεσμα να καταφθάνουν εισφορές από τους απανταχού Έλληνες, αφού επιθυμία της Κεντρικής Επιτροπής ήταν «να συμμετάσχη πας Έλλην ως ιδρυτής και χορηγός έστω και δι’ ελαχίστου». Η συμμετοχή όλων των Ελλήνων θα εκφραζόταν και με τη συμβολική αποστολή ενός «κυβόλιθου» που θα εντοιχιζόταν στο Μνημείο και θα έφερε το όνομα κάθε Δήμου και Κοινότητας από την Ελλάδα, την Κύπρο και τις παροικίες. Με εισήγηση της ειδικής Επιτροπής Ηρώου, η Κεντρική Επιτροπή, στις 16 Αυγούστου 1929, προκήρυξε διαγωνισμό μεταξύ Ελλήνων καλλιτεχνών για την εκπόνηση σχεδίου. Η επιτροπή ειδικών που θα έκρινε τα σχέδια θα υπέβαλλε όσα προκρίνονταν σε νέα «διεθνή κρίσιν».
Η προκήρυξη όριζε τον σκοπό του μνημείου, τη θέση του και τα βασικά στοιχεία της σύνθεσης ως εξής: « … Το Ηρώον τούτο μέλλον να διαιωνίση την ευγνωμοσύνην του Έθνους προς τους ήρωας λυτρωτάς της Πατρίδος, ιδρύεται πρώτιστα εις δόξαν Θεού τη συνάρσει του οποίου εστέφθη ο ιερός απελευθερωτικός αγών. Ιδρυθήσεται εν τω κέντρω του Πεδίου του Άρεως εν μέσω φυτειών και αλσυλλίων, δύναται δε να είναι σχήματος κυκλικού, τετραγώνου ή πολυγώνου. Εσωτερικώς θα έχη τύπον ναού, κατά τα ψηφίσματα των Εθνοσυνελεύσεων με την Αγίαν Τράπεζαν εις την Ανατολικήν πλευράν. Αι άλλαι πλευραί θα τοιχογραφηθούν με εικόνας ιστορούσας τα του Ιερού αγώνος. Εξωτερικώς θα κυκλωθή και κοσμηθή δι’ ανδριάντων, προτομών και γλυπτικών συμπλεγμάτων και συμβόλων … ». Σύμφωνα με την παραπάνω διατύπωση, το σχεδιαζόμενο μνημείο θα ήταν συνδυασμός ναού και Πανθέου και, επομένως, η μελέτη όφειλε να επεκταθεί και στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου που θα δεχόταν τα έργα τέχνης, αλλά αυτό δεν αναφερόταν στην προκήρυξη. Η παράλειψη αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, που έκρινε ότι η διατύπωση της προκήρυξης δεν εξασφάλιζε την επιτυχία του διαγωνισμού και υπέβαλε στην Κεντρική Επιτροπή προτάσεις τροποποίησης των όρων του. Η παρέμβαση των αρχιτεκτόνων ανάγκασε την Εκτελεστική Επιτροπή να παρατείνει την προθεσμία υποβολής των μελετών, χωρίς όμως να πολλαπλασιάσει το ποσό των 10 εκατομμυρίων της προβλεπόμενης δαπάνης, όπως αυτοί απαιτούσαν. Συνεπής, ωστόσο, προς την αρχική της εξαγγελία, στις 30 Μαρτίου 1930, η Κεντρική Επιτροπή προχώρησε στην πανηγυρική θεμελίωση του Ηρώου και στον σχηματισμό ενός πρόχειρου περιζώματος από τους αποσταλέντες κυβόλιθους. Με αυτή τη συμβολική ενέργεια έκλεισε ουσιαστικά το θέμα. Όσο για το Πεδίον του Άρεως, από τα μεγαλεπήβολα σχέδια έμεινε μόνο η γνωστή «Λεωφόρος των Ηρώων» με μερικές προτομές αγωνιστών που αποκαλύφθηκαν στις 25 Μαρτίου 1937. Και η αυλαία έπεσε μέχρι τη στιγμή που η δικτατορία του 1967 ανακίνησε το θέμα και μας έκανε να ζήσουμε έναν πρωτοφανή αναχρονισμό. [ii]
Αν λοιπόν αυτός ο κήπος, όπου παίζει η μικρή κόρη μου, σηματοδοτεί οτιδήποτε, τότε μοιάζει να είναι ένα μνημείο για αυτό που έμεινε συλλογικά ανεκπλήρωτο. Ο κήπος είναι ό,τι απέμεινε από το εφήμερο. Διαβάζω με προσήλωση αυτό τον καιρό τα βιβλία του ψυχαναλυτή Μάσιμο Ρεκαλκάτι. Ο Ρεκαλκάτι μάς διδάσκει ότι ο πατέρας «κατασκευάζει» τον εαυτό του, επινοεί μια γονεϊκότητα και έτσι «υιοθετεί» το παιδί του εμπρόθετα και με πίστη. Συνεπώς, καθίσταται εκείνος ο φορέας του Λόγου και η κύρια εξανθρωπιστική δύναμη στη ζωή του νέου ανθρώπου: «Η πρώτη γέννηση, της σάρκας και του αίματος, ποτέ δεν είναι αρκετή για να καταστήσει μια ζωή ανθρώπινη. Η ζωή δεν εξανθρωπίζεται λαμβάνοντας τον γενετικό της εξοπλισμό. […] Αυτό που κληρονομείται πάντα είναι μια μαρτυρία: υπό αυτή την έννοια κάθε πατρότητα είναι ριζικά θετή» επισημαίνει ο Ρεκαλκάτι. Ο πατέρας κληροδοτεί μια δυνατότητα του κόσμου ως μαρτυρία. Πρόκειται για το προσωπικό παράδειγμα της επιθυμίας και της επιδίωξης να βρεις έναν τρόπο να ζήσεις. Η πατρότητα οφείλει εδώ να απομακρυνθεί από τη δεσποτική γονεϊκότητα. Το παιδί δεν λαμβάνει πλέον τον πατρικό λόγο ως υπόδειξη. Το παιδί αντιλαμβάνεται «πράξεις, επιλογές και πάθη που μπορούν να γίνουν μαρτυρία για το πώς μπορεί κανείς να σταθεί στον σημερινό κόσμο με επιθυμία και ταυτόχρονα με ευθύνη». [iii]
Κώστας Ρουσσάκης, Η αυλή των ηρώων, 2021. Ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη.
Κοιτώντας τα αγάλματα σκέφτομαι αυτή ακριβώς την πατρότητα, τη συλλογική γονεϊκότητα των ηρώων που, όμως, απέμεινε ανολοκλήρωτη. Μάλλον ευεργετικά ανεπίδοτη. Που δεν τοποθέτησε κάποιο ασήκωτο αίτημα στην πλάτη μας. Που –ευτυχώς– δεν μας κατέστησε «παιδιά» της. Κι έτσι, εμείς και οι ήρωες πάνω στα βάθρα τους, μπορούμε να κοιταζόμαστε με την τρυφερότητα και την ελευθερία της αμοιβαία εκφρασμένης επιθυμίας μας. Κοιτώ ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή γύρω μου στο πάρκο. Κοιτώ το παιχνίδι των μεγάλων.
Ισιώνει ένα κλαδί και το χαράσσει.
Κρατά έναν καρπό στο στόμα του.
Πίνει μια γουλιά κρασί.
Κάθεται ανάμεσα σε δύο θάμνους σε ένα σκαμνί.
Βάζει ένα κομμάτι τυρί στο στόμα.
Βγάζει το ρούχο.
Βρέχει το στόμα με νερό από τη βρύση.
Γονατίζει κάτω και με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού και πιάνει ένα φύλλο.
Ένα καλάθι με αυγά.
Ένα τσιγάρο ακουμπισμένο στα χείλη.
Φωτεινό κόκκινο φωτεινό μπλε σκούρο μπλε φωτεινό πράσινο σκούρο πράσινο φωτεινό βιολετί.
Ακούγεται ο ήχος ενός κουδουνιού ποδηλάτου.
Τα χέρια δεμένα στην πλάτη.
Έντονη μυρωδιά αμμωνίας.
Το ρούχο λευκό.
Δένεται ένα μαντίλι γύρω από τον λαιμό.
Χύνει νερό πάνω στο κεφάλι.
Τα μάτια.
Το μέτωπο.
Ένα λεπτό χαμόγελο.
Τα παιδιά.
Μια κίτρινη γραμμή.
Μια κόκκινη γραμμή.
Κοιτώ τις εικόνες του πάρκου τις ολιγάνθρωπες ώρες της ημέρας και η υπόδειξη της μνημειακότητας εξαφανίζεται στο βλέμμα μου σαν στεγνή καλοκαιριάτικη σκόνη. Και το μόνο που απομένει είναι η ελαφρότητα ενός χώρου δίχως σημεία και πλάσματα. Τα δέντρα και τα αγάλματα εξομοιώνονται σαν να ήταν όλα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι όλα διάφανα και ελαφρά. Σχεδόν παιγνιώδη. Κι έτσι, πίσω από τα φυλλώματα οι μορφές, ή περίβλεπτες πάνω στα βάθρα τους, μοιάζουν με τα παιδιά στη σκέψη του Ρεκαλκάτι που αναζητούν απέναντι στη ζωή μια θέση που ακόμα δεν έχουν. Όπως η Αρισταλόη στο μπαλκόνι μου, τα αγάλματα αναμένουν κάποια οριστική τοποθέτηση.
«Αι Αθήναι χθες εξεχύθησαν εις μίαν απέραντον και μαινομένην θάλασσαν εις το Πολύγωνον. Και από τα έγκατα αυτής, ως υπό σεισμού συγκλονισθείσης και διανοιχθείσης, ανεδύθη αίφνης και υψώθη όρος μέγα και τρομερόν: ο Όλυμπος ενός αναθέματος!». Τη 12η Δεκεμβρίου 1916 καταχωρείται η εξής αναγγελία στις εφημερίδες: «Η εντολοδόχος επιτροπή του Πανελλήνιου Συνδέσμου Συντεχνιών καλεί σύμπαντα τον ελληνικό λαόν, όπως σήμερον 12η Δεκεμβρίου και ώρα 3 μ.μ. προσέλθη εις το Πεδίον του Άρεως και αναθεματίσει τον τρισκατάρατον προδότην Βενιζέλο. Όλοι ανεξαιρέτως, νέοι, γέροντες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ρίψατε ανά έναν λίθον αναθέματος κατά του μισαρού προδότου και δολοφόνου της Πατρίδος και του Βασιλέως ημών». Την κατάρα αποδίδει πρώτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Θεόκλητος: «Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου, φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδαν, ανάθεμα έστω». Οι πέτρες που είχαν την κατάρα της Ιεράς Συνόδου το 1916 έγιναν οικοδομικά υλικά για την ανέγερση του μεγάλου Ιερού Ναού Αγίου Ελευθερίου στου Γκύζη, ο οποίος και θεμελιώθηκε από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. [iv]
Απέναντι από τα αγάλματα στέκονται οι απόντες. Ανάμεσα στους αδειανούς διαδρόμους. Ζούμε εμείς οι ίδιοι ανάμεσα σε αυτό που διαρκώς χάνεται. Οι απωλεσθέντες μας κυκλώνουν. Το αντιλήφθηκα κοιτώντας την εικόνα του μεγαλειώδους έφιππου ανδριάντα στην εισόδου του πάρκου. Απέναντι στον Βασιλέα — ή έστω κάπου εκεί γύρω, όταν ακόμα εκείνος ήταν ζωντανός στον θρόνο του, προτού γίνει άγαλμα πάνω στο άλογο — έστεκε το εφήμερο μνημείο ενός αναθέματος του αντιπάλου. Κάθε δάσος έχει τα φαντάσματά του. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Είμαι σίγουρος ότι όλο και κάποιο λιθάρι εκείνης της παλιάς κατάρας θα έχει επιβιώσει κρυφά μεταφυτευμένο σε κάποια γωνιά του Πάρκου και πάνω του θα διακρίνεται ακόμα χαραγμένη η λέξη «προδότης».
Το μυαλό, λοιπόν, αντιμεταθέτει τις εικόνες. Ή, μάλλον, τις στοιχίζει τη μία δίπλα στην άλλη όπως το στερεοσκόπιο. Οι έρημοι διάδρομοι, το άδειο πάρκο αυτών των φωτογραφιών, οι εικόνες επιτελούν ανάμεσα στ’ άλλα και μια έκκληση εξανθρωπισμού και ενοίκησης. Σε προσκαλούν όχι μόνο να ανασύρεις το αποθησαύρισμα της μνήμης, αλλά να επιστρέψεις στον τόπο κάνοντας τα ίδια βήματα, να δοκιμάσεις εκεί την ευαισθησία της πρόσληψής σου. Είναι αυτή μια δεύτερη επίσκεψη, μια άλλη χαρτογραφία.
Τι σημαίνει να φεύγει κανείς από τον ριζωματικό του χώρο; Τι σημαίνει να εγκιβωτίζεται ένας τόπος σε έναν άλλο; Κυριολεκτικά και συνειδησιακά. Βαδίζοντας όχι ανάμεσα στα αγάλματα αυτή τη φορά, αλλά ανάμεσα στα γλυπτά που κρατούν στο ύψος των ματιών τις εικόνες των αγαλμάτων. Επισκέπτης ξανά. Οι οικείες σχέσεις δεν υπάρχουν πλέον. Οι βεβαιότητες παύουν. Και αισθάνεσαι ότι τίποτα δεν σου ανήκει πέρα από την αδιαμφισβήτητη παρουσία του σώματος στον τόπο και στη στιγμή. Να κάνεις τα ίδια βήματα. Να βάλεις τα μάτια σου στο εικονοσκόπιο. Να κρατήσεις την ανάσα σου για να μη θολώσεις με την αναπνοή σου την εικόνα.
Κώστας Ρουσσάκης, Η αυλή των ηρώων, 2021. Ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη.
Σύντομα, καθώς οι γραμμές αυτές γράφονται, ακόμα μία προσωπική μετοίκηση θα αλλάξει τον οικείο τόπο των καθημερινών μου βημάτων. Η βόλτα στο Πεδίον του Άρεως θα μεταλλαχθεί σύντομα από την παρούσα εγγύτητα μιας απλής εξόδου από την πόρτα του διαμερίσματος σε μια επίσκεψη από κάπου αλλού. Και με αυτόν τον τρόπο θα έχει επιτευχθεί ακόμα μία ένθεση στη μνήμη. Την ίδια στιγμή, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, συναρμολογείται από τον Κώστα Ρουσσάκη άλλη μία μεταφορά και ακόμα μία μνημονική μετατόπιση του ίδιου τόπου. Μια αναδόμηση των κινήσεων, των βημάτων, του βλέμματος. Του πλησιάσματος και της απομάκρυνσης. Η «Αυλή των ηρώων» σηματοδοτεί πλέον μια προσωπική αναχώρηση και την ίδια στιγμή μνημειοποιεί έναν πολυσήμαντο αποχαιρετισμό. Με ποιον τρόπο να μιλήσεις, άλλωστε, για ένα έργο τέχνης αν δεν μπορείς να μιλήσεις για αυτό σαν να ήταν ένα δικό σου, προσωπικό κτέρισμα;
Χρήστος Χρυσόπουλος, Κυψέλη, 13.10.2021
[i] Το κείμενο βασίζεται σε προηγούμενη εκδοχή η οποία συμπεριλήφθηκε στην έκδοση που συνόδευε την έκθεση του Κώστα Ρουσσάκη Η αυλή των ηρώων στην Υπηρεσιακή Αυλή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Η έκθεση πραγματοποιήθηκε από 4 Νοεμβρίου 2021 έως 23 Ιανουαρίου 2022, επιμέλεια του Χρήστου Χρυσόπουλου, στο AnnexM του Μεγάρου Μουσικής, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Άννας Καφέτση.
[ii] ΜΑΡΚΑΤΟΥ, (1995). ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΗΡΩΟ TOΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ (1830–1930). Μνήμων, 17, 37–68. doi:https://doi.org/10.12681/mnimon.524.
[iii] Μάσιμο Ρεκαλκάτι, «Το σύνδρομο του Τηλέμαχου - Γονείς και παιδιά μετά τη δύση του πατέρα», Κέλευθος, 2016.
[iv] https://www.mixanitouxronou.gr/to-anathema-kata-tou-venizelou-kai-ta-aimatira-noemvriana-tis-athinas-ntokoumenta-apo-to-matomeno-1916-pou-sfragise-ton-ethniko-dixasmo-stin-mixani-tou-xronou-nea-ekpobi-vinteo/