Αποσπάσματα από το Μουσείο των Λειχηνών
A. Laurie Palmer


 

Από την Εισαγωγή

Με το που βγεις έξω, δεν χρειάζεται να πας μακριά. Μπορείς να βρεις λειχήνες στο πεζοδρόμιο, σε μια αυλή στα προάστια, σε άνυδρες ερήμους, σε βαθιά δάση, στην τούνδρα της Αρκτικής, σε ένα ενεργό ηφαίστειο, στα δάση βροχής του Αμαζονίου, στα απόνερα της θάλασσας και σε νεκροταφεία. Οι λειχήνες ζουν σε ακραία και ποικίλα περιβάλλοντα και καλύπτουν περίπου το 8% της επιφάνειας της γης, νούμερο τεράστιο αν αναλογιστεί κανείς το μικροσκοπικό τους μέγεθος. Οι λειχήνες βρίσκονται στη γη εδώ και εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια, και χάριν στην μεγάλη διάρκεια ζωής τους και την εφευρετική, προσαρμοστική φύση τους, γνωρίζουμε πως θα ξεπεράσουν την ανθρώπινη παρουσία στον πλανήτη. (Κάποια είδη μπορεί να ζουν ως και 4.000 χρόνια, κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι λειχήνες μπορούν να ζήσουν 8.000 χρόνια, ενώ ορισμένοι συμβιωτικοί σχηματισμοί λειχηνών μπορεί να μεταβολίζονται αργά για 10.000 χρόνια — αν πιστεύουμε τελικά ότι στην πραγματικότητα πεθαίνουν). Μόλις εγκατασταθούν, οι λειχήνες παραμένουν στο μέρος που έχουν επιλέξει, άμεσα εξαρτώμενες από τις μικροκλιματικές συνθήκες. Όταν τις δεις, μπορεί να θελήσεις να τις πλησιάσεις από περιέργεια, και μετά μάλλον θα απομακρυνθείς επειδή απλά κάθονται εκεί. Αλλά θα σου προτείνω να μείνεις εκεί, μαζί τους, μαζί μας, για λίγο ακόμα, και να επιτρέψεις στον εαυτό σου να μπει σιγά σιγά στο Μουσείο των Λειχηνών.


 

Ο στόχος αυτού του μουσείου ως ένα εννοιολογικό καλλιτεχνικό έργο … είναι να στρέψει την προσοχή σε αυτά τα οριζοντίως (αλλά όχι αποκλειστικά!) αναπτυσσόμενα όντα προκειμένου να διαρρήξουμε τις ανθρωποκεντρικές μας σχέσεις με τον χώρο, τον χρόνο και τη γνώση. Στόχος του Μουσείου των Λειχηνών είναι να βοηθήσει στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε, να διακόψει και να αμφισβητήσει ορισμένες συνήθειες και δομές γνώσης, ύπαρξης, σχέσης και περιγραφής, μέσω της ενασχόλησης μας με μορφές ύπαρξης που φαίνεται να οργανώνουν τη

Όταν άρχισα να σκαλίζω βαθύτερα το διαρκές αλλά μέχρι τότε αδιερεύνητο ενδιαφέρον μου για τις λειχήνες, αναγνώρισα τον τρόπο με τον οποίο οι εκπληκτικές τους ιδιότητες απέναντι στο είναι και το γίγνεσθαι συντονίζονταν με τις δικές μου ελπίδες και επιθυμίες για έναν άλλο κόσμο και ένα διαφορετικό μέλλον. Αυτά που έμαθα για τις λειχήνες (ομολογουμένως από ανθρώπινες παρατηρήσεις και καταγραφές) έμοιαζαν να παρουσιάζουν ένα σύνολο ιδιοτήτων και τρόπων συσχετισμού από τα οποία θα μπορούσα να αναπτύξω εναλλακτικές διαδρομές και πρακτικές, ως απάντηση στην καταστροφική πορεία του ρατσιστικού καπιταλισμού. Κάποιοι από τους ριζοσπαστικούς τρόπους ζωής των λειχηνών περιλαμβάνουν: την συλλογική ταυτότητα (πρόκειται για ένα συμβιωτικό μίγμα μυκήτων, φυκών και διαφόρων άλλων οργανισμών), την αλληλοβοήθεια, την αποκέντρωση, την αλληλεξάρτηση, την ταπεινότητα και την αντίσταση στο να χρησιμοποιούνται, καθώς και την βραδύτητα, την διαπερατότητα, την προσαρμοστικότητα, την άγρια ποικιλομορφία στη μορφή και τις στενές σχέσεις με το περιβάλλον τους.

* * *

Από το Κεφάλαιο 4
«Eπί τόπου»

Αν περάσεις λίγο χρόνο με τις λειχήνες, σταθείς ισότιμα απέναντι τους ως κατεξοχήν άλλος, ίσως συνειδητοποιήσεις το πώς ανταλλάσσεις αέρα με φωτοσυνθετικά έμβια όντα γύρω σου, το πώς στην πνοή του ανέμου ανατριχιάζει το χέρι σου, το πώς κάτω από τον ήλιο ιδρώνεις, πόσο μόνος είσαι ή πόσο αμήχανα ορατός, το πώς φιλτράρεις τις μυρωδιές της βενζίνης, του χόρτου ή της πασχαλιάς, ή το ότι δεν μπορείς να αγνοήσεις τον ήχο των αυτοκινήτων που αυξομειώνεται γύρω σου ασταμάτητα. Μπαίνοντας στο Μουσείο των Λειχηνών επιτρέπεις στον εαυτό σου να θυμηθεί το διαπερατό, αισθητηριακό, ευάλωτο σώμα σου και τις στενές σχέσεις σου με το μέρος όπου βρίσκεσαι.

[…] Οι λειχήνες είναι ταυτόχρονα προσαρμοστικές αλλά και προκλητικές - βρίσκουν τρόπο να ζουν εκεί όπου δεν ζει τίποτε άλλο, αλλά δεν θα αναπτυχθούν όπου τους πεις εσύ. Κάποιες μπορούν να παραμείνουν σε νάρκη για 10.000 χρόνια μέσα σε ένα βράχο στην Ανταρκτική. Άλλα δεν μπορούν να επιβιώσουν αν τις μετακινήσεις είκοσι μέτρα στην πίσω αυλή του σπιτιού σου.

[…] Σε πιο ήπια κλίματα, κάποιες λειχήνες αναπτύσσονται ακολουθώντας μια υπερβολική καμπύλη (hyperbolic curve) με επαναλαμβανόμενες αυξομειώσεις σε μορφή φράκταλ μεγαλώνοντας έτσι τη διαθέσιμη επιφάνεια για να απορροφήσουν τη βέλτιστη υγρασία, τον αέρα και τον ήλιο. Σε πιο αντίξοα κλίματα, κάποιες φύονται ανάμεσα στους κρυστάλλους μιας πέτρας καθώς ορυκτοποιούνται ως μια άλλη εκδοχή συνεργατικού εναγκαλισμού. Αν ο ατομικισμός είναι ένα σύστημα πεποιθήσεων που εξαθλιώνει και εν τέλει αποδυναμώνει, καθώς περιορίζει τις ικανότητές μας ως αλληλοεξαρτώμενα μέρη ενός συλλογικού, κοινωνικού σώματος, και δεν αντέχει στις πιέσεις της ζωής, η ατομικότητα — κατανοητή ως έκφραση συγκυρίας και χρόνου — ενισχύει τη δυνατότητα, τη μεταβλητότητα και τις δημιουργικές ικανότητες των κόσμων που αναδύονται μέσα από σχέσεις αλληλεξάρτησης ή ενδοεξάρτησης - στη ροή του χρόνου.

«Τα έμβια όντα δεν προηγούνται του περιβάλλοντος ούτε το περιβάλλον προηγείται των έμβιων όντων.»
— Kinji Imanishi [i]

 

Ο Mike Simms, παλαιοντολόγος στο Μουσείο Ulster στο Μπέλφαστ, και αφοσιωμένος μελετητής των λειχηνών κατά το επάγγελμα, με ξενάγησε στη βοτανική συλλογή λειχηνών όπου εργάζεται. Περπατήσαμε ανάμεσα σε ψηλές, σκοτεινές βιβλιοθήκες και συρτάρια, γεμάτα φακέλους με αποξηραμένες μορφές που θύμιζαν χνούδι. Τα δείγματα, ακίνητα, αφυδατωμένα, σκονισμένα, μπεζ ή γκρίζα, είχαν καθένα την ετικέτα με την λατινική ονομασία του, καθώς και τον τόπο και την ημερομηνία συλλογής. Ο Mike αστειεύτηκε με το παράλογο του πόσο λίγα από αυτά τα δείγματα έμοιαζαν με ζωντανές λειχήνες: «Μερικές φορές το χαρτί στο οποίο είναι τυλιγμένο είναι πιο ενδιαφέρον από το ίδιο το δείγμα» — καθώς ξεκολλούσε από το κιτρινισμένο απόκομμα εφημερίδας, μια λειχήνα που έμοιαζε με αποξηραμένη μύξα και είχε συλλεχθεί το ταραχώδες έτος του 1968.

[…] Τα περισσότερα από όσα περιέγραφε ο Mike καθώς εξετάζαμε τα δείγματα ήταν αφηγήσεις για την ανεύρεση τους, μικρούς θριάμβους που είχε κατά την έρευνα σε μια περιοχή, την εύρεση μιας συγκεκριμένης λειχήνας, το πώς ήταν ο καιρός εκείνη την ημέρα, το είδος του βράχου στον οποίο είχε σκαρφαλώσει και με ποιον ήταν μαζί. Είχε ιστορίες και ανέκδοτα για τους συντρόφους του, των οποίων η εμπειρία, η προθυμία, το χιούμορ και οι μικρές τους εκκεντρικότητες έκαναν τις συγκεκριμένες εξορμήσεις αξέχαστες. Αυτό που έχει απομείνει πλέον στα συρτάρια του μουσείου στο Μπέλφαστ είναι μόλις ένα ίχνος της προηγούμενης ζωής της κάθε λειχήνας — το ερμάρια του μουσείου δεν είναι παρά ένας κατάλογος, που φιλοξενεί ένα αδιόρατο αρχείο DNA φυλαγμένο σε μικρά κομμάτια και «τούφες», αλλά από το οποίο λείπει το μεγαλύτερο μέρος αυτού που κάνει τις λειχήνες λειχήνες, η σχέση τους με τον τόπο τους: ο ήλιος, το νερό, ο βράχος, το δέντρο, ο άνεμος. Αυτό που προκύπτει από το περιεχόμενο των συρταριών, και είναι όντως πλούσιο σε πληροφορία, και θα μπορούσε να χαθεί χωρίς αυτά είναι οι ιστορίες των συναντήσεων με τις λειχήνες (και τους μελετητές τους) σε έναν ζωντανό τόπο — όταν, αυτό που τώρα είναι ένα κομμάτι μπεζ χνούδι, ήταν τότε ζωντανό πορτοκαλί κάτω από το φως του ήλιου του βάλτου.

* * *

Οι λειχήνες δεν είναι πραγματικά φυτά, αλλά ομοίως με τα φυτά δεν είναι «ελεύθερες», αν σκεφτούμε την ελευθερία με αριστοτελικούς όρους, ως την ικανότητα μετακίνησης από τόπο σε τόπο. Όμως οι λειχήνες, όπως και τα φυτά, «κινούνται» με την έννοια ότι αναπτύσσονται, αλλάζουν σχήμα, αναπνέουν (διαπνέουν), παράγουν και διαδίδουν σπόρους και πολλαπλασιαστικό υλικό και παράγουν τροφή από τον ήλιο. Όλες αυτές οι δραστηριότητες συνδέονται και εξαρτώνται από το άμεσο περιβάλλον τους.

Στο βιβλίο Plant Thinking [ii], ο φιλόσοφος Michael Marder εξετάζει πώς οι αρχαίοι δυτικοί φιλόσοφοι προσδιόριζαν την κατάσταση της ψυχής των φυτών με βάση τους βαθμούς ελευθερίας της κίνησης αλλά και την ικανότητά τους για εσωτερικότητα ή αυτοσυγκράτηση. Για τον Αριστοτέλη, οι άνθρωποι ήταν πιο ελεύθεροι και οι πιο έμψυχοι με βάση την ικανότητά τους να μετακινούντα — τα ζώα ήταν λίγο λιγότερο — και τα φυτά είχαν μόνο μια φυτική ψυχή, χαμηλότερη στην ιεραρχία, που τους παραχωρήθηκε απρόθυμα με βάση την ικανότητά τους για ανάπτυξη. Για τον Νικόλαο τον Δαμασκηνό, μερικές φορές γνωστό και ως ψευδο-Αριστοτέλη, τα φυτά ήταν «ατελή» επειδή δεν έχουν «εσωτερικό»: πεπτικό σύστημα και εσωτερικό «χώρο», και έτσι, κατά μία έννοια, η φυτική ψυχή τους είναι επιφανειακή. Ολόκληρη η ύπαρξη ενός φυτού είναι προσανατολισμένη προς τα έξω, εξαρτώμενη πλήρως από το περιβάλλον του για τη ζωή και την ανάπτυξή του. Οι λειχήνες, δίχως ρίζες ή αγγειακά συστήματα, ανίκανες να ρυθμίσουν την υγρασία που εισέρχεται ή εξέρχεται στο σώμα τους, και ως συμβιωτικά σύνολα, είναι αναμφισβήτητα ακόμη λιγότερο προικισμένες από τα φυτά όντας δίχως έναν εσωτερικό, κεντρικό πυρήνα, επειδή — περισσότερο από οτιδήποτε άλλο — καθορίζονται από μια σχεσιακή αλληλεξάρτηση. Οι λειχήνες είναι κατά συνέπεια, και λόγω σύστασης, πλήρως προσανατολισμένες προς τους συμβιώτες που τις απαρτίζουν. Η ιδέα της ελευθερίας ως ικανότητας ανεξάρτητης κίνησης αντικαθίσταται από τη μη-ανάγκη να ξεφύγει ή να διαχωριστεί κανείς, επειδή το «είναι» του είναι ήδη διαμοιρασμένο σε πολλούς.

Ο διανοητής από την Καραϊβική, Édouard Glissant, χρησιμοποιεί τον όρο errantry (περιπλάνηση) για να περιγράψει μια κίνηση προς τον «Άλλο» (ο όρος του Glissant) και έναν τρόπο σχέσης που δημιουργείται εντός και μέσω αυτής της κίνησης, ο οποίος διαμορφώνει θεμελιωδώς μια ταυτότητα. Οι αποικιοκράτες ξεκινούν από ένα φανταστικό κέντρο, μια «ολοκληρωτική ρίζα», μια «μισαλλόδοξη ρίζα», μια εδαφική ρίζα, και επεκτείνονται από αυτό το «αρπακτικό ριζικό υπόβαθρο» για να συλλέξουν και να αποκτήσουν άλλα εδάφη, πόρους, δείγματα και εργασία, επιχειρώντας να ενσωματώσουν, να αφομοιώσουν, να αφομοιώσουν ή να εκμεταλλευτούν. Αλλά για τον Glissant:

«Η σχεσιακή ταυτότητα:
— δεν συνδέεται με μια δημιουργία του κόσμου αλλά με τη συνειδητή και αντιφατική εμπειρία των επαφών μεταξύ των πολιτισμών·
— παράγεται στο χαοτικό δίκτυο της Σχέσης και όχι στην κρυφή βία της συγγένειας·
— δεν επινοεί καμία νομιμοποίηση, ως εγγύηση του δικαιώματός της, αλλά κυκλοφορεί, επεκτεινόμενη διαρκώς εκ νέου·
— δεν θεωρεί τη γη ως έδαφος από το οποίο μπορεί να προεκταθεί προς άλλα εδάφη, αλλά ως τόπο στον οποίο προσφέρει και μοιράζεται παρά αρπάζει.» [iii]


 

Ένας μικρός αριθμός «περιπλανώμενων λειχηνών» [iv] μεγαλώνουν δίχως σύνδεση, υπενθυμίζοντάς μου ότι η εξαίρεση αναιρεί κάθε γενίκευση για τις λειχήνες. Αλλά, ως επί το πλείστον, οι λειχήνες αναπτύσσουν στενές σχέσεις με και διαμέσου οποιουδήποτε υποστρώματος στο οποίο προσκολλώνται. Μπορούν να αναπτυχθούν σχεδόν σε οτιδήποτε — σκυρόδεμα, γυαλί, μέταλλο, πλαστικό, χώμα, καουτσούκ, δέρμα, άμμο, στο πορτμπαγκάζ ή στην οροφή ενός αυτοκινήτου — αλλά θα τις βρείτε πιο συχνά σε ξύλο ή πέτρα, επιφάνειες που είναι απίθανο να διαταραχθούν επειδή οι περισσότερες λειχήνες αναπτύσσονται πολύ αργά. Οι κρεμαστές λειχήνες (θαμνοειδείς μορφές) προσκολλώνται στα δέντρα από ένα «πόδι» που μοιάζει με στέλεχος. Οι κατσαρές, φυλλώδεις, οριζόντια φυώμενες λειχήνες (φυλλώδεις μορφές) αναπτύσσουν «ριζίδια» που δρουν σαν δαγκάνες για να κρατηθούν σε μια επιφάνεια. Οι κρουστώδεις λειχήνες δεν έχουν πυθμένα (κατώτερο φλοιό) και συνδέονται πιο στενά με το υπόστρωμά τους, μπλέκοντας κυριολεκτικά τα μυκητιακά τους νήματα (υφές) με τη δομή και τους κόκκους του βράχου ή του φλοιού του δέντρου. Φανταστείτε τα πέλματα στον πάτο των ποδιών μας να ανοίγουν, και τα νεύρα και τα τριχοειδή μας αγγεία να αναπτύσσονται μέσα στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο. Οι μελετητές λειχήνων που θέλουν να πάρουν δείγματα από κρουστώδεις λειχήνες πρέπει να αφαιρέσουν ολόκληρο το κομμάτι της πέτρας.

* * *

Είχα μαζί μου μια μεταχειρισμένη έκδοση του βιβλίου Biosphere του V.I. Vernadsky (1926) όταν συμμετείχα σε μια αποστολή στην Βόρεια Πολική ζώνη. Είχα μόλις αρχίσει να σκέφτομαι ότι οι λειχήνες, η κύρια βλάστηση βόρεια του 80ού παράλληλου, θα ήταν το επίκεντρο της μελέτης μου — οι λειχήνες ως δείκτες χρονικών ορίων πέρα από τον άνθρωπο, για διαστήματα μικρότερα από τον συνολικό γεωλογικό χρόνο και άρα δυνητικά εντός της ικανότητάς μας να κατανοήσουμε με φαντασία, αν όχι με αντίληψη. Είχα επίσης διαβάσει αρκετά ώστε να γνωρίζω ότι θα μπορούσα να βρω κρυπτοενδολιθικές λειχήνες στην Αρκτική και ότι οι προφητικές περιγραφές του Vernadsky για τον σχηματισμό της πρώιμης γης (ως αποτέλεσμα γεωλογικών και βιολογικών διεργασιών) θα μπορούσαν να σχετίζονται με τη σύνδεση της γήινης ύλης και της ζωής έτσι όπως ενσωματώνονται στο σύμπλεγμα πέτρας και λειχήνας.

* * *

Οι μελετητές λειχηνών έχουν εκτιμήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης της λειχήνας «lichen map» (Rhizocarpon geographicum) σε 6–8 χιλιοστά το χρόνο (περίπου ένα τέταρτο της ίντσας). Ήθελα να παρακολουθήσω, με μια βιντεοκάμερα, την ανάπτυξη των λειχηνών. Αντί να κοιτάξω ψηλά και να καταγράψω σε μακροσκοπική κλίμακα και σε ανθρώπινο χρόνο τις θεαματικές εικόνες αποκολλημένων παγόβουνων και των εκπληκτικών, μεταβαλλόμενων, τοπίων που δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά, κοίταξα κάτω και εστίασα μυωπικά στις επιφάνειες των βράχων και σε κινήσεις που ήταν, πρακτικά μιλώντας, αόρατες. Αν οι κρυπτοενδόλιθοι μπορούσαν να επιβραδύνουν τον μεταβολισμό τους στην ταχύτητα των 10.000 ετών, τότε φαινόταν πιθανό να μπορώ να επιβραδύνω κι εγώ λίγο — όντας σε τόσο χαμηλές θερμοκρασίες και τόσο εκτός συγχρονισμού με τον συνήθη κύκλο φωτός στον οποίο είχε συνηθίσει το σώμα μου. Ίσως αυτό να επέτρεπε στους αισθητήριους μηχανισμούς μου να αποκτήσουν «κρυπτοενδολιθική» πρόσβαση σε ένα διαφορετικό είδος ηλιακού χρόνου και να εισέλθω στον χρόνο των λειχηνών.

Στην πραγματικότητα, ο ανθρώπινος μεταβολισμός επιταχύνεται στο κρύο, εκτός αν πάθεις υποθερμικό σοκ … Σταματώντας κάθε τόσο για να δω τις λειχήνες να μεγαλώνουν, έμενα πάντα πίσω, σαν δόλωμα για πολικές αρκούδες, επιβραδύνοντας την υπόλοιπη παρέα. «Παρακολουθούσα» σε σύντομες διακοπτόμενες περιόδους λίγων λεπτών ή δευτερολέπτων, καταγραφές που αντανακλούσαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την ασυνέχεια της παρουσίας μου εκεί, παρά οποιαδήποτε δυνατότητα να είμαι μαζί τους. Οι πιο αξιομνημόνευτες φωτογραφίες που τράβηξα είναι, κατ’ έμε, αυτές που έδειχναν όλο το πλήρωμα να σκαρφαλώνει στον πάγο οπλισμένο με φωτογραφικές μηχανές και τρίποδα μοιάζοντας με παράλογη αναπαράσταση εξερευνητών του 19ου αιώνα. Αναρωτιόμουν τι έκανα εγώ εκεί. Αναγνωρίζω το προνόμιο που μου δόθηκε, αυτή η αξέχαστη ευκαιρία, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό δυνατή λόγω της τήξης των πάγων, της οποίας ήμασταν όλοι μάρτυρες και θα περιγράφαμε αργότερα επιστρέφοντας. Οι καλλιτέχνες είναι συχνά οι πρώτοι που καλούνται να αποικίσουν μέρη στα οποία οι άλλοι δεν θέλουν να πάνε (ακόμα) για οποιονδήποτε λόγο. Συνήθως δεχόμαστε, και δεν αναγνωρίζουμε ή δεν παραδεχόμαστε πάντα πως, αυτό που θεωρούμε ως αυτονομία μας — η «ελευθερία» μας — συγχωνεύεται με, και κατευθύνεται από, μεγαλύτερες δυνάμεις. Η πέτρα, σύμφωνα με τον Σπινόζα, νομίζει ότι κυλάει επειδή το επιθυμεί και το βούλεται, και όχι επειδή την έσπρωξαν. [v]

* * *

Η ελευθερία και η ανεξαρτησία συνδέονται με την κίνηση — την ικανότητα να διαφεύγεις, να αναχωρείς και να επιστρέφεις, να εξερευνάς και να εκμεταλλεύεσαι. Αν είστε προσκολλημένοι, αν παραμένετε στη θέση σας, κινδυνεύετε να γίνετε αντικείμενο, και ενδεχομένως αντικείμενο προς χρήση. Οι βράχοι, η γη και οι ωκεανοί, τα φυτά και τα δάση, φαινομενικά ακίνητα, γίνονται ένα σκηνικό για την ανθρώπινη δραστηριότητα, γίνονται «το περιβάλλον», μια ζωγραφισμένη σκηνή μέσα σε ένα διόραμα. Μέσα σε αυτήν τη σκηνή, η προφανής κίνηση στην κλίμακα της ανθρώπινης αντίληψης εξισώνεται με τη δράση και τη βούληση, και όλα όσα μένουν στατικά γίνονται φυσικοί πόροι. Αλλά η σκέψη σε ένα μεγαλύτερο χρονικό πλαίσιο μετατοπίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τι κινείται και τι είναι ακίνητο. Αυτό που με οδήγησε στο να θέλω να παρακολουθήσω τις λειχήνες στην Αρκτική ήταν το πώς η ριζικά διαφορετική κλίμακα και οι σχέσεις τους με τον χρόνο, έρχονται σε αντίθεση με ό,τι είναι άμεσα διαθέσιμο στην ανθρώπινη αντίληψη, συμπεριλαμβανομένων των θεαματικών επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη που είναι πλέον «ορατή» στον ανθρώπινο χρόνο λόγω της κορύφωσης της κλιματικής κρίσης. Στον χρόνο των ορυκτών, τα πετρώματα μεταβαίνουν από το υγρό στο στερεό και πίσω στο υγρό, τα φυτά μετατρέπονται σε υδρογονάνθρακες, οι ήπειροι γλιστρούν η μία πάνω και κάτω από την άλλη, τα οικοσυστήματα καταρρέουν και αναγεννώνται με διαφορετικό τρόπο. Ορισμένες λειχήνες διαβρώνουν σταδιακά τα πετρώματα. Άλλες μένουν αδρανείς για αιώνες. Σκεπτικές.


[αποσπάσματα από το The Lichen Museum, University of Minnesota Press, 2023]

Μετάφραση: Αναστασία Δούκα


 

Η Laurie Palmer είναι καλλιτέχνις, συγγραφέας, ακαδημαϊκός και ακτιβίστρια. Η τοποκεντρική της πρακτική, προσανατολισμένη στην έρευνα, παίρνει τη μορφή γλυπτικής, δημόσιων δράσεων και εκδόσεων. Συνεργάζεται σε στρατηγικές δράσεις στα πλαίσια της κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Το πρώτο της βιβλίο, In the Aura of a Hole (Black Dog, 2014), διερευνά την στοιχειώδη υλικότητα και τον τρόπο με τον οποίο η εξόρυξη υλικών μεγάλης κλίμακας διεξάγεται μεταξύ της γης και των σωμάτων μας. Το πρόσφατο βιβλίο της, The Lichen Museum (University of Minnesota, 2023), εξετάζει τον ρόλο της λειχήνας ως αντικαπιταλιστικής συντρόφου και επιζώντα οργανισμό της κλιματικής αλλαγής. Η Palmer συνεργάστηκε για είκοσι χρόνια με την τετραμελή καλλιτεχνική κολεκτίβα Haha σε έργα που πραγματοποήθηκαν σε χώρους τέχνης και κοινότητες. Έχει παρουσιάσει τα έργα της διεθνώς, μεταξύ άλλων στο Haus der Kunst, Μόναχο· Grimaldi Forum, Μονακό· The Renaissance Society, Σικάγο· Artists Space, Νέα Υόρκη· Aperto XLV Μπιενάλε Βενετίας· Magasin, Centre d’Art Contemporain, Γκρενόμπλ· The Museum of Contemporary Art, Σικάγο· Randolph Street Gallery, Σικάγο· MASS MoCA, North Adams. Είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Τέχνης του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, Santa Cruz.

Το βιβλίο της The Lichen Museum (Το Μουσείο των Λειχηνών), εκδόθηκε από το University of Minnesota Press. Λειτουργώντας ως οδηγός και συνοδευτική έκδοση του ομώνυμου εννοιολογικού καλλιτεχνικού έργου, το Μουσείο των Λειχηνών διερευνά πώς τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά των λειχήνων παρέχουν ένα πολύτιμο πρότυπο για τον επαναπροσδιορισμό των ανθρώπινων σχέσεων σε μια εποχή οικολογικής και κοινωνικής επισφάλειας. Κινούμενη μεταξύ του προσωπικού, του επιστημονικού, του φιλοσοφικού και του ποιητικού, η Laurie Palmer χρησιμοποιεί ένα διεπιστημονικό πλαίσιο που αντικατοπτρίζει έντεχνα τις συλλογικές σχέσεις των λειχηνών, παροτρύνοντας μας να οραματιστούμε εναλλακτικούς τρόπους ζωής βασισμένους στην αλληλεξάρτηση και όχι στον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό. Οι λειχήνες είναι σύνθετοι οργανισμοί που αποτελούνται από μύκητες και φύκη ή κυανοβακτήρια που ευδοκιμούν σε μια αμοιβαία επωφελή σχέση. Το Μουσείο των Λειχηνών αντιλαμβάνεται αυτούς τους πολύπλοκους οργανισμούς, αξιοσημείωτους για τη συμβίωση, την ποικιλομορφία, τη μακροζωία και την προσαρμοστικότητά τους, ως πρότυπα σχέσεων που έχουν τις ρίζες τους στη συνεργασία και τις μη ιεραρχικές δομές. Με την αντίστασή τους στην ταχεία ανάπτυξη και την εμπορευματοποίηση, οι λειχήνες προσφέρουν επίσης δυνατότητες στους ανθρώπους να αναδιαμορφώσουν τη σχέση τους με το χρόνο και την προσοχή έξω από τον επιταχυνόμενο ρυθμό της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Συγκεντρώνοντας ένα σύνολο διαφορετικών φωνών, συμπεριλαμβανομένων συναντήσεων με μελετητές λειχηνών και τις ίδιες τις λειχήνες, η Palmer οραματίζεται και ενορχηστρώνει μια νέα ριζοσπαστική προσέγγιση για τις ανθρώπινες διασυνδέσεις. Χρησιμοποιώντας αυτόν τον μικροσκοπικό οργανισμό ως έμβλημα μέσω του οποίου περιηγείται στις περιβαλλοντικές και κοινωνικές ανησυχίες, το βιβλίο αυτό αμβλύνει το χάσμα μεταξύ του ανθρώπινου και φυσικού κόσμου, δίνοντας έμφαση στην αμοιβαία εξάρτηση ως απαραίτητο μέσο επιβίωσης και ευημερίας.


[i] Kinji Imanishi, The World of Living Things, tr. Pamela J. Asquith (Hoboken : Taylor and Francis), 2013, σ. 25.
[ii] « … κάτι λιγότερο και από ένα αντικείμενο, κάτι που περιμένει την ολοκλήρωσή του με την παραγωγική καταστροφή του, που χρησιμοποιείται για ανώτερους ανθρώπινους σκοπούς — διατροφή, παραγωγή ενέργειας και στέγαση.» Michael Marder, Plant Thinking (New York: Columbia University Press), 2013, σ. 23.
[iii] Édouard Glissant, The Poetics of Relation, tr. Betsy Wing (Ann Arbor: University of Michigan), 1997.
[iv] «Μια, από οικολογικής σκοπιάς, ενδιαφέρουσα ομάδα φυλλοειδών λειχήνων είναι οι περιπλανώμενες λειχήνες, όπως η Xanthomaculina convoluta και η Chondropsis semivirdis στις ερήμους και τις ημιερήμους. Στην ξηρή κατάσταση οι θύλακές τους συρρικνώνονται, αποκαλύπτοντας έτσι τους κατώτερους φλοιούς τους. Όταν προσλαμβάνουν νερό, οι θύλακες αναδιπλώνονται και εκθέτουν την άνω επιφάνεια στο φως του ήλιου … Όταν είναι ξηρές και συρρικνωμένες, οι λειχήνες μπορούν εύκολα να παρασυρθούν από τον άνεμο και μόλις εμφανιστεί η δροσιά, αναδιπλώνονται και εκθέτουν και πάλι την άνω επιφάνεια.» B. Büdel και C. Scheidegger, «Thallus morphology and anatomy,» στο Lichen Biology, second edition, ed. T.H. Nash (Cambridge University Press), 2008, σ. 46.
[v] Baruch Spinoza, Ethics, 1677.