A flock of fakes
Συζήτηση του Θοδωρή Μάρκογλου με τον Γιώργο Γεροντίδη και τον Δημήτρη Αμελαδιώτη
Απόψεις της έκθεσης A flock of fakes: ορισμοί του μη φυσικού. Φωτογραφίες: Χριστίνα Παναγιωτάρα.
Με αφορμή την έκθεση του εικαστικού Γιώργου Γεροντίδη με τίτλο A flock of fakes: ορισμοί του μη φυσικού, που πραγματοποιήθηκε στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά στην Αθήνα, από τις 11 Μαΐου έως τις 25 Ιουνίου 2023, ξεκινάμε μια συζήτηση τόσο για τα θέματα της έκθεσης, όσο και για την ευρύτερη εργασία του καλλιτέχνη, στην οποία θα είναι σημαντικός αρωγός και ο Δημήτρης Αμελαδιώτης, εικαστικός καλλιτέχνης και συνεργάτης του Γεροντίδη στο πρότζεκτ Εργοστάσιο Θαλάσσιου Γυαλιού και όχι μόνο. H έκθεση έγινε σε συνεργασία με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αιθουσών Τέχνης, ο οποίος στο πλαίσιο της Art Athina 2022 καθιέρωσε τον θεσμό του βραβείου για έναν νέο καλλιτέχνη με έπαθλο μια ατομική έκθεση στο συγκεκριμένο μουσείο.
Ο Γεροντίδης προτείνει μέσα από τις τρεις ξεχωριστές «ζωντανές» εγκαταστάσεις-ενότητες που συνθέτουν την έκθεση στον χώρο (Οι τρόποι που μαθαίνουμε για τα είδη των ζώων, Τμήμα Τεχνητών Πεταλούδων, Εργοστάσιο Θαλάσσιου Γυαλιού) νέους τρόπους να αποκωδικοποιήσουμε, να ερμηνεύσουμε και να κατηγοριοποιήσουμε το φυσικό μας περιβάλλον και κατ’ επέκταση να δούμε εκ νέου τη μουσειακή καταγραφή και παρουσίασή του. Και αν αυτό αρχικά φαίνεται να αφορά μόνο τα μουσεία φυσικής ιστορίας, τελικά μεταλλάσσεται ως βεβαιότητα. Ταριχευμένα ζώα σε έναν νέο τρόπο έκθεσης υπό νέα ηχοτοπία, πολύχρωμες πεταλούδες που αποτυπώνονται πλέον σε πολλά και διαφορετικά υλικά και μια κριτική θέση απέναντι στη χρήση και τη διαχείριση του ίδιου του γυαλιού, βάζουν στο στόχαστρο τον τρόπο που ζούμε, που καταναλώνουμε, που κινούμαστε και συμβιώνουμε, τον τρόπο που εν τέλει ζούμε στο όποιο πλαίσιο μας περιβάλλει.
Θοδωρής Μάρκογλου: Γιώργο, θα ξεκινήσω με μια σχετικά απλή ερώτηση, η οποία θα μας δώσει το έναυσμα να προχωρήσουμε τη συζήτηση περαιτέρω. Γιατί διάλεξες να ασχοληθείς με το θέμα των μη-ανθρώπινων όντων στην εικαστική σου δημιουργία; Είναι μια θεματική με την οποία έχεις ασχοληθεί και στο παρελθόν; Και από πού πιστεύεις πως έχει προέλθει;
Γιώργος Γεροντίδης: Η απόφασή μου να επιλέξω το θέμα των μη-ανθρώπινων όντων στην εικαστική μου έρευνα βασίζεται σε μια συνδυασμένη προσέγγιση τόσο των ατομικών μου ενδιαφερόντων όσο και των τρεχουσών κοινωνικών και πολιτισμικών προκλήσεων, αφού τα τελευταία χρόνια (κυρίως στο εξωτερικό) τόσο στον τομέα της έρευνας όσο και σε αυτόν της εκπαίδευσης και της τέχνης, έχουν ξεκινήσει συζητήσεις για τη σχέση του ανθρώπου με τα μη ανθρώπινα ζώα. Με ενδιαφέρει η ανθρώπινη σχέση με το περιβάλλον και ανέκαθεν με προβλημάτιζαν οι αντιλήψεις μας για τη φύση και τα ζώα, ο τρόπος με τον οποίο μαθαίνουμε ως παιδιά για αυτά στο εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και σε διάφορα μέσα ψυχαγωγίας, από το παιχνίδι μέχρι τα κινούμενα σχέδια. Τρόποι που έχουν επιδράσει στο πώς αντιμετωπίζουμε και αλληλοεπιδρούμε με τον κόσμο γύρω μας. Η επιλογή μου να ασχοληθώ με το θέμα αυτό στην παρούσα φάση, πηγάζει από την ανάγκη να εκφράσω πώς οι αντιλήψεις μας για τα μη-ανθρώπινα όντα εξελίσσονται και ουσιαστικά επικεντρώθηκα σε αυτήν την φάση στο εμπόριο ζώων συντροφιάς που έχει ως στόχο κυρίως παιδιά. Πώς το ζώο παιχνίδι βοηθάει στην οικειοποίηση των ζώων ως κάτι που μας ανήκει. Μέσα από τη θεωρητική έρευνα της διπλωματικής μου εργασίας στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Τέχνη και δημόσια σφαίρα» του τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του ΑΠΘ μού δόθηκε η ευκαιρία να εστιάσω τους προβληματισμούς μου, στοχεύοντας και αναδεικνύοντας πώς η αναπαράσταση της φύσης έχει αλλάξει μέσα στον χρόνο, επηρεάζοντας και τη σχέση μας με το συνολικό περιβάλλον. Επιπλέον, η σύγχρονη κρίση του περιβάλλοντος και η ανάγκη για βιώσιμες σχέσεις με τα άλλα ζωντανά όντα ενισχύουν τη σημασία της αναδιαμόρφωσης των αντιλήψεών μας. Στόχος μου ήταν και είναι να δημιουργήσω έργα που θα προκαλέσουν σκέψη για τη σχέση μας με τον κόσμο των μη-ανθρώπινων όντων και να συνεισφέρουν σε μια πιο βιώσιμη και συνειδητή συνύπαρξη μέσα από ομαδικά workshop, συνεργασίες με ειδικούς σε διάφορους σχετικούς τομείς, αλλά και εκπαιδευτικά προγράμματα.
ΘΜ: Οι σχέσεις μας με τα υπόλοιπα έμβια όντα θεωρώ πως λίγο πολύ ακολουθούν την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού, με την έννοια πως πάντα βαδίζαμε παράλληλα ως συμβολικοί και πραγματικοί συγκάτοικοι του φυσικού περιβάλλοντος, αν και δυστυχώς η εκμετάλλευση και η βία που έχουν υποστεί πριν την Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι και σήμερα είναι τεράστια. Ο John Berger στο εκπληκτικό άρθρο του Why look at animals? διατρέχει μια τέτοια ιστορία του ανθρώπου μέσα από τη σχέση του με τα έμβια όντα, ξεκινώντας από το πώς βλέπαμε τα ζώα στις προϊστορικές κοινωνίες μέχρι πώς τα «βλέπουμε» σήμερα, με όλες τις πρακτικές και πνευματικές αλλαγές. Πόσο σ’ έχει επηρεάσει η συγκεκριμένη θεωρία και γενικά πως τοποθετείσαι εσύ απέναντι στον θεωρητικό όγκο των αντίστοιχων εργασιών;
ΓΓ: Η θεωρία του John Berger, όπως αναπτύσσεται στο κείμενο του Why Look at Animals?, έχει έντονη επίδραση στη σκέψη μου και στο ερευνητικό μου έργο, καθώς αποτελεί τη βάση για αυτή τη συζήτηση. Ο τρόπος με τον οποίο εξετάζει τη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα από την προϊστορία μέχρι τις σύγχρονες εποχές αναδεικνύει τις μεταβολές στην ανθρώπινη συνείδηση και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μέρος της φύσης. Αυτή η θεωρία με καθοδήγησε εν μέρει στη σκέψη περί του πώς η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή ευαισθητοποίησης και κριτικής προς τις περιβαλλοντικές προκλήσεις. Σε γενικές γραμμές, θέλω να αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως συμμετέχοντα στον ευρύτερο διάλογο που αναπτύσσεται μεταξύ των διαφόρων θεωρητικών προσεγγίσεων σχετικά με την ανθρώπινη σχέση με τα ζώα. Οι εργασίες των αντίστοιχων συγγραφέων, συμπεριλαμβανομένου του Berger, δίνουν τη βάση για την κατανόηση του πώς μορφοποιείται η σχέση μας με τον φυσικό κόσμο και πώς μπορεί να αναδειχθεί μέσα από την τέχνη και τη συζήτηση.
ΘΜ: Ας επικεντρωθούμε στις ενότητες της έκθεσης: Οι τρόποι που μαθαίνουμε για τα είδη των ζώων, Τμήμα Τεχνητών Πεταλούδων και Εργοστάσιο Θαλάσσιου Γυαλιού. Πες μας λίγα λόγια για την κάθε μια. Σε αυτό το σημείο Δημήτρη (Αμελαδιώτη) μπορείς να τοποθετηθείς και για την τελευταία ενότητα, στην οποία, απ’ όσο γνωρίζω, αποτέλεσες σημαντικός παράγοντας και με «ζωντανό» επιτελεστικό χαρακτήρα, πέρα από τη συνεργασία σας.
ΓΓ: Το έργο A Flock of Fakes: Ορισμοί του μη φυσικού εξιστορεί την επίδραση της σύγχρονης αγοράς στη φύση και την αλλοίωση της πραγματικότητας μέσα από την παρέμβαση του ανθρώπου. Το έργο αυτό, χωρισμένο σε τρεις νοηματικές ενότητες, παρουσιάζεται ως ένα Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, αλλά με μια αλλοιωμένη ονομασία, το Μουσείο Α-φύσικης Ιστορίας (Museum of Unnatural History). Η συγκεκριμένη αλλοίωση στοχεύει στην ώθηση της συνείδησης και την ενθάρρυνση της συζήτησης σχετικά με την επίδραση του ανθρώπου στη φύση και τις συνιστώσες της εμπορευματοποίησης αυτής. Σε αυτό το πλαίσιο, στις τρεις αυτές ενότητες-εγκαταστάσεις παρουσιάζονται παιχνίδια, χρηστικά και διακοσμητικά αντικείμενα που περιγράφουν την αντικειμενοποίηση των ζώων και την απώλεια της αυθεντικότητάς τους. Αυτά τα παιχνίδια συμβολίζουν τον τρόπο με τον οποίο η φύση υποτάσσεται στις εμπορικές απαιτήσεις. Εκτός από τα παιχνίδια και τη διακόσμηση, μια από τις πτυχές του έργου επικεντρώνεται στο παράνομο ή και νόμιμο εμπόριο άγριων ειδών ως ζώα συντροφιάς. Μέσα από αυτήν την οπτική, επιδιώκεται η δημιουργία της συνειδητοποίησης για την εξουσία του ανθρώπου πάνω στη φύση και την αντικατάσταση της γνώσης μας για τη φυσική ιστορία με μια αφύσικη πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, παρακάτω αναλύονται οι τρεις ενότητες: Η πρώτη εγκατάσταση παρουσιάστηκε ως ένα εν εξέλιξη εργαστήριο, με τον τίτλο The Way We Learn About Animal Species ,το οποίο εστίασε στη διαδικασία παραγωγής ενός εκπαιδευτικού προγράμματος με σκοπό την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των παιδιών σχετικά με την προστασία των άγριων πτηνών και τη σημασία της φύσης και της βιοποικιλότητας. Στο εργαστήριο επιλέχθηκαν εφτά είδη ταριχευμένων πτηνών, τέσσερις παπαγάλοι και τρία είδη της ελληνικής ορνιθοπανίδας, που παγιδεύονται παράνομα ή εκτρέφονται νόμιμα και μεταπωλούνται ως ζώα συντροφιάς. Επιπλέον, υπάρχει μια βιβλιοθήκη με εγκυκλοπαιδικά βιβλία, θεωρητικά βιβλία σχετικά με την αντικειμενικοποίηση των ζώων και βιβλία φροντίδας κατοικίδιων, καθώς και ένας υπολογιστής με αρχεία που περιέχουν πληροφορίες σχετικά με το παράνομο εμπόριο των ειδών αυτών και τις πρακτικές παγίδευσης τους. Κατά τη διάρκεια της έκθεσης, πραγματοποιήθηκαν δύο συναντήσεις, με σκοπό τη συλλογή ιδεών, με μια ομάδα ενηλίκων και με μια ομάδα παιδιών ηλικίας εννέα ετών. Στις συναντήσεις αυτές, συζητήθηκαν θέματα σχετικά με την ανατομία, τις συνήθειες των ειδών στο φυσικό τους περιβάλλον, τις επιπτώσεις αλλαγής αυτού, αλλά και την ιστορία τους ως κατοικίδια. Η προσέγγιση αυτή αποδείχθηκε να ενδυναμώνει την κριτική στάση στον παραπάνω προβληματισμό και να παρέχει στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να μάθουν για τη βιοποικιλότητα, τη σημασία των άγριων πτηνών και την ανάγκη της προστασίας τους. Επιπλέον, το εργαστήριο περιλάμβανε γλυπτικές εγκαταστάσεις που αναπαριστούν εγκαταλελειμμένα ή κατεστραμμένα παιχνίδια, τα οποία παρουσιάζουν μορφολογικά χαρακτηριστικά ζώων. Αυτές οι γλυπτικές εγκαταστάσεις έχουν δημιουργηθεί με σκοπό να προκαλέσουν τη συναισθηματική αντίδραση και να ενισχύσουν την αίσθηση της ψεύτικης αντίληψης που έχουμε για τη φύση και τα είδη ζώων. Στη δεύτερη ενότητα της έκθεσης, το Department of Artificial Butterfly, δημιουργήθηκε μια καμπάνια στα social media προκειμένου να συλλεχθούν αντικείμενα που σχετίζονται με το σύμβολο της πεταλούδας. Έτσι, σε πρώτο στάδιο αρχειοθετήθηκαν ώστε να αναδειχθούν οι τρόποι με τους οποίους η πεταλούδα έχει ενσωματωθεί σε διάφορα αντικείμενα και αναπαράγεται μέσα από κοσμήματα όπως κολιέ, βραχιόλια, δαχτυλίδια και σκουλαρίκια που έχουν σχεδιαστεί με την ίδια θεματική. Επίσης, συμπεριλαμβάνονται ρούχα με εκτυπώσεις πεταλούδων. Λειτουργικά αντικείμενα, όπως τσάντες, κούπες, τηλέφωνα και ρολόγια με σχέδια ή περίγραμμα πεταλούδων. Το έργο επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο όσον αφορά τις πεταλούδες. Εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο έχουμε δημιουργήσει τα ψεύτικα αντίγραφα των πεταλούδων και τα έχουμε ενσωματώσει στην καθημερινή μας ζωή, ενώ παράλληλα εξετάζεται η πρακτική της συλλογής πεταλούδων μέσα από μια συνέντευξη με τον διευθυντή του Εντομολογικού Μουσείου του Βόλου, ο οποίος, μέσα από τις απαντήσεις του εξηγεί τα εργαλεία, τους στόχους και την έρευνα που έκανε ο ίδιος ως εντομολόγος, όπως και κάποιες θέσεις που έχει για την εκπαίδευση μέσα από τη Φύση. Στο τρίτο σκέλος, ο κύριος θεματικός άξονας ήταν ο ορυκτός πλούτος της ανθρώπινης ρύπανσης, με την παρουσίαση του εν εξελίξει έργου Τhe sea glass factory. Στο τμήμα αυτό διερευνάται αρχικά η μετατροπή ενός σκουπιδιού σε ένα πολύτιμο και συλλεκτικό αντικείμενο, ενώ στη συνέχεια μετασχηματίζεται σε εμπόρευμα που ικανοποιεί τις σύγχρονες ανάγκες των ανθρώπων, με μια κριτική ματιά στον σύγχρονο τρόπο ζωής, την κτητική φύση των ανθρώπων και την υπερκατανάλωση. Η εγκατάσταση εμφανίζει τη συγκρότηση του σχεδιασμού και της κατασκευής ενός εργοστασίου, στο οποίο πραγματοποιείται η βιομηχανική και τεχνητή παραγωγή θαλάσσιας γυαλόπετρας (seaglass), της οποίας η μορφή είναι παρόμοια με τα κομμάτια γυαλιού που βρίσκονται κατά μήκος της ακτής. Στόχος είναι να βρεθεί η λύση στην αναζήτηση ενός δυσεύρετου -για κάποιους, ακόμη και πολύτιμου- αντικειμένου. Με μια δόση ειρωνείας, αυτό που προτείνεται είναι η ακύρωση του μοναδικού και πολύτιμου χαρακτήρα των γυάλινων βότσαλων, με το να υποβληθούν σε μαζική παραγωγή. Η εμπορευματοποίηση του γυάλινου πετρώματος της θάλασσας υποδηλώνει την περιφρόνηση του σύγχρονου πολιτισμού για κάθε ίχνος ρομαντισμού που έχει απομείνει. Την ώρα που ολόκληρη η κοινωνία τρέχει με φρενήρεις ρυθμούς, ο ρομαντικός συλλέκτης αναζητά τη «μοναδική» γυάλινη πέτρα, ενώ το εργοστάσιο έχει ήδη μεταμορφώσει αυτό το πολύτιμο αντικείμενο σε εμπόρευμα. Σημαντικό μέρος του έργου αυτού είναι και η συνεργασία με τον Δημήτρη Αμελαδιώτη. Ως ξεναγός και περφορμερ στην εγκατάσταση αυτή, ο Δημήτρης δίνει της απαραίτητες πληροφορίες και λεπτομέρειες στο κοινό, δημιουργώντας ένα επιτελεστικο μοτίβο μέσω εκφραστικών χειρονομιών και ερμηνευτικής εκφοράς του λόγου.
ΔΑ: Με τον Γιώργο Γεροντίδη συνδέομαι φιλικά εδώ και αρκετά χρόνια. Πέρα από τη φιλία μας έχουμε δουλέψει μαζί σε πολλά πρότζεκτ. Επομένως, η πρόσκληση του Γιώργου να επιτελέσω δια ζώσης τον ρόλο του ξεναγού σε ένα φαντασιακό εργοστάσιο θαλάσσιου γυαλιού υπήρξε μία φυσική και πηγαία εξέλιξη της φιλίας και της συνεργασίας μας. Όταν μιλώ για το «εργοστάσιο θαλάσσιου γυαλιού» του Γιώργου, όπου έχω και τη χαρά να αποτελώ μέρος της εν λόγω ενότητας ως performer, προτιμώ να χρησιμοποιώ τον όρο «φαντασιακό». Χρησιμοποιώ τον όρο «φαντασιακό», διότι ο Γιώργος Γεροντίδης «χτίζει» και «ανανεώνει» συνεχώς το εργοστάσιό του τα τελευταία χρόνια ξυπνώντας παιδικές μας μνήμες από τα καλοκαίρια μας στις αμμουδιές, όπου μέρος του παιχνιδιού ήταν η εξερεύνηση, η αναζήτηση και η συλλογή γυαλόπετρων. Βλέπαμε ως μικρά παιδιά έναν πολύτιμο και σπάνιο θησαυρό αγνοώντας πολλές φορές τις συνθήκες προέλευσης της κάθε μίας γυαλόπετρας. Ο Γεροντίδης, με παιγνιώδη τρόπο, αντίστοιχο της παιδικής μας ανάμνησης, στήνει το εργοστάσιό του. Χρησιμοποιεί μεθόδους ευρεσιτεχνίας, χειροτεχνίας και ερασιτεχνίας ώστε να μας διδάξει και να μας περιγράψει διά της μεθόδου της ρητορικής και της ειρωνείας, ότι όλο το σύνολο των υαλοπετρών που συναντάμε στην υδάτινη φύση αποτελούν αρχαιολογικά θραύσματα του υλικοτεχνικού μας πολιτισμού, μέσω του οποίου επεμβαίνουμε στη φυσική εξέλιξη του περιβάλλοντος. Μας διδάσκει με υπόγειο χιούμορ από πού προέρχεται και πώς «φτιάχνεται» μια υαλόπετρα θαλάσσης και μας θέτει ένα ψευδοερώτημα περί της διάκρισής τους σε «φυσικές» και σε «τεχνητές». Σε γενικές γραμμές, μια υαλόπετρα λέγεται «φυσική» όταν το γυαλί έχει βρεθεί στον βυθό της θάλασσας και στο βάθος του χρόνου μεταμορφώνεται φυσικά, οργανικά και σταδιακά σε μία όμορφη υαλόπετρα. Και ονομάζεται «τεχνητή» όταν το θραύσμα του γυαλιού μπαίνει σε έναν μηχανισμό μετασχηματισμού από τον άνθρωπο, ο οποίος επιδιώκει να μιμηθεί και να βιάσει αυτή την ατέρμονη φυσική διαδικασία σε πολύ σύντομο χρόνο με τη βοήθεια της τεχνολογίας, με σκοπό πάντα το οικονομικό κέρδος και τη μαζική παραγωγή. Υφίσταται τελικά αυτό το ερώτημα; Το ερώτημα αυτό, αλλά και τη διδασκαλία του Γιώργου, προσπαθώ να τα «ανοίξω» ως performer μέσω του λόγου που εκφέρω κατά τη δράση μου ως ξεναγός-εργάτης του εργοστασίου, μέσω ενός εκπαιδευτικού λόγου του οποίου η σύνταξή του προέκυψε από τις συζητήσεις που είχαμε μεταξύ μας εμείς οι δύο. Στην performance αυτή ξεναγώ το κοινό περιηγούμενος σε τρία νοητά επίπεδα του εργοστασίου θαλάσσιου γυαλιού, ξεκινώντας από την παρουσίαση μιας μακέτας μέχρι την επίδειξη ενός επίπλου-βιτρίνας με πολυάριθμες ποικιλίες υαλοπετρών, ταξινομημένες σε κατηγορίες ανά σχήμα, μέγεθος, χρώμα, σχέδιο κτλ. Μέσω ενός λόγου που ακροβατεί ανάμεσα στη φαινομενικά επιστημονική διάλεξη και το παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, διδάσκω τρόπους παρασκευής και δημιουργίας υαλοπετρών θαλάσσης, άλλοτε ως δάσκαλος γεωλογίας σε πειραματικό εργαστήριο για παιδιά και άλλοτε ως δάσκαλος εικαστικών σε ερασιτέχνες μαθητές. Επί της ουσίας μιλώ μέσω της αλληγορίας και του συνειρμού για το ότι οι χαρακτηρισμοί του «φυσικού» και του «τεχνητού» έχουν να κάνουν κυρίως στο πώς δημιουργείται η υαλόπετρα και όχι με την καταγωγή της.
ΘΜ: Υπάρχουν αρκετοί καλλιτέχνες, απ’ όσο γνωρίζω, όπως οι Mark Dion και Polly Morgan, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, που έχουν μεταφέρει τη φύση στην εικαστική τους πρακτική και συγκεκριμένα εισάγοντας ταριχευμένα ζώα σε εγκαταστάσεις και περιβάλλοντα. Είναι κάτι που έχεις κάνει κι εσύ Γιώργο και θα ήθελα να το σχολιάσεις και να μας πεις αν συμφωνείς, κι αν είναι κάτι που σκέφτεσαι να επαναλάβεις. Τέλος, ιδιαίτερα ο Mark Dion έχει συγγράψει και το μανιφέστο Some Notes Towards a Manifesto for Artists Working With or About the Living World (2000), το οποίο επίσης θα ήθελα να σχολιάσεις.
ΓΓ: Η αυξημένη παρουσία των ζώων στην τέχνη έρχεται με την άνοδο ενός ξεχωριστού και διεπιστημονικού πεδίου μελετών των ζώων κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990, κυρίως στην Αμερική. Οι έρευνες για τα δικαιώματα των ζώων και οι μελέτες που αφορούν τα ίδια, συνοδεύθηκαν από αναθεώρηση της σχέσης μας με τον κόσμο των ζώων. Η δημιουργία και η ανάδειξη μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στα ανθρώπινα και τα μη ανθρώπινα ζώα, μαζί με την αυξανόμενη τάση αποχώρησης από τον ανθρωποκεντρισμό, ενέτειναν αυτήν την τάση. Ένα από τα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση είναι ότι παρόμοιες πρακτικές απουσίαζαν σχεδόν εντελώς στην Ελλάδα, σαν να μην απασχολούσε καθόλου το θέμα αυτό τους καλλιτέχνες της χώρας μας. Η ενσωμάτωση της φύσης στην εικαστική πρακτική αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό τρόπο να εξερευνήσουμε τη σχέση μας με το περιβάλλον και τα υπόλοιπα ζωντανά όντα. Καλλιτέχνες όπως ο Mark Dion, η Polly Morgan, η Bryndis Snaebjornsdottir, η Kate Clark και θεωρητικοί της τέχνης όπως ο Steve Baker και ο Giovanni Aloi, έχουν υιοθετήσει αυτή την προσέγγιση, ενώνοντας την τέχνη με τη φύση και θέτοντας ζητήματα πολύ μεγάλης σημασίας. Χρησιμοποιώντας φυσικά δείγματα ζώων, αυτοί οι καλλιτέχνες επισημαίνουν την περιορισμένη οπτική προσέγγιση προς τα ζώα. Προκαλούν τον θεατή να εξετάσει τις ανθρώπινες σχέσεις με αυτά τα όντα και να επανεξετάσει τον ρόλο του ως ανθρώπου. Αυτή η προσέγγιση ενθαρρύνει τον θεατή να σκεφτεί το πλαίσιο στο οποίο προσεγγίζεται η φύση και η ζωή των ζώων στη φυσική ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, είναι πάντα απαραίτητο να προσεγγίζουμε με προσοχή τον τρόπο παρουσίασης του έργου. Οι ηθικές αξίες εξελίσσονται συνεχώς, και απλά να δηλώσουμε ότι ένα έργο τέχνης δημιουργήθηκε με ηθικό τρόπο δεν είναι αρκετό. Οι καλλιτέχνες που εργάζονται με νεκρά ζώα πρέπει να είναι ικανοί να συζητήσουν ανοιχτά το ηθικό δίλημμα του θανάτου του ζώου και να αντιμετωπίζουν τις ηθικές προκλήσεις που ανακύπτουν. Προσωπικά, αντιμετώπισα αυτή τη διαδικασία αντιφατικά στην αρχή, καθώς επιθυμούσα να προβώ με προσοχή στην παρουσίαση του έργου. Τελικά, μέσα από αυτή την έρευνα, αποφάσισα ότι το έργο θα επικεντρωνόταν σε εκπαιδευτικά προγράμματα, μια προσέγγιση που με ικανοποίησε. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω ξανά αυτή την πρακτική για να αντιμετωπίσω και άλλα προβληματικά ζητήματα, αλλά αυτό εξαρτάται πάντα από το υλικό που θα βρω. Ο Mark Dion και ο Robert Marbury δημοσίευσαν το 2000 ένα επιδραστικό κείμενο με τίτλο Some notes toward a manifesto for artists working with and about taxidermy animals, όπου επισημαίνουν ότι οι καλλιτέχνες που εργάζονται με ζώντες οργανισμούς πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη για την ευημερία τους. Αυτό το μανιφέστο είναι ένα δυναμικό έργο σε εξέλιξη και ανοιχτό σε συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες για την τελική του διαμόρφωση. Ο σκοπός του είναι να αναδείξει ορισμένες από τις ηθικές, πρακτικές και κοινωνικές επιπτώσεις που συνδέονται με αυτήν την καλλιτεχνική πρακτική. Συνολικά, η ενσωμάτωση της φύσης στην καλλιτεχνική πρακτική μπορεί να προσφέρει σημαντικές εισηγήσεις για την κοινωνία και να προάγει τον διάλογο σχετικά με τη σημασία της συνύπαρξης με όλα τα όντα.
ΘΜ: Έχοντας υπόψιν μας πως τα Μουσεία Φυσικής Ιστορίας δέχονται αρκετή κριτική τα τελευταία χρόνια για τoν τρόπο οργάνωσης και παρουσίασης μιας «φύσης» που ανταποκρίνεται μόνο στον άνθρωπο και τη δική του ματιά, αλλά ταυτόχρονα και της δικής σου παρουσίασης σ’ ένα μουσείο, θα ήθελα να σχολιάσουμε τον ρόλο της τέχνης, του συστήματος και των μουσείων στις περιβαλλοντικές εξελίξεις και αν όντως είναι κάτι που σε απασχολεί στη δουλειά σου. Για μένα είναι σημαντικό, από ιστορική σκοπιά, η συμβολή, από τον Διαφωτισμό και μετά, του πνεύματος της οργάνωσης, ταξινόμησης και παρατήρησης, μέσα από την οποία δημιουργήθηκαν οι πρώτες συλλογές έργων τέχνης, αντικειμένων αλλά και εξωτικών ζώων και τα πρώτα μουσεία, υπό το «άγρυπνο βλέμμα» του πρώιμου καπιταλισμού και της εκμετάλλευσης πόρων από την αποικιοκρατία. Κάποιο σχόλιο πάνω σ’ αυτό;
ΓΓ: Ναι, θα πρέπει πρώτα να πούμε ότι τα μουσεία φυσικής ιστορίας από χώρα σε χώρα έχουν μεγάλες διαφορές, αφού οι συλλογές τους σχεδόν πάντα προκύπτουν από κάποια δωρεά, η οποία με τη σειρά της προκύπτει από αποικιοκρατικές εκστρατείες. Σε ένα γενικό πλαίσιο παρατηρείται ότι οι εκθέσεις φυσικής ιστορίας έχουν αλλάξει σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, συμβαδίζοντας με την άνοδο ενός γενικού κινήματος αισθητικοποίησης στον δυτικό πολιτισμό. Αυτό προκύπτει συνήθως από την προσπάθεια να γίνουν οι εκθέσεις πιο ελκυστικές, ώστε να παρέχουν στο κοινό πολυάριθμους τρόπους να διασκεδάσει. Οπότε, κάποιες φορές μπορούμε να δούμε μουσεία τα οποία χρησιμοποιούν τα εκθέματα τους αλλά με πιο καλλιτεχνικούς τρόπους, είτε από τους επιμελητές του μουσείου, είτε καλώντας καλλιτέχνες να δουλέψουν με τη συλλογή του μουσείου, άλλα μουσεία που κρατάνε τα εκθέματα τους πιο σταθερά με πιο επιστημονικές μεθόδους και άλλα που δημιουργούν ψυχαγωγικά κέντρα. Εδώ συναντάμε ένα δίπολο: πώς μπορούμε σαν θεατές να δούμε τα εκθέματα ως έργο τέχνης ή ως επιστήμη. Αυτή η στάση θα μπορούσε να μεταμορφώσει όχι μόνο την οπτική γωνία του επισκέπτη, αλλά και το νόημα του πραγματικού περιεχομένου της έκθεσης. Η εισαγωγή καλλιτεχνικών εργαλείων ή η κατασκευή καλλιτεχνικού έργου στο πλαίσιο των εκθέσεων φυσικής ιστορίας, γεννούν ερωτήματα για το αν οδηγούν σε αποδυνάμωση της κατανόησης της επιστήμης από τους επισκέπτες, καθώς η συμπερίληψη του καλλιτεχνικού και του αισθητικού μέρους, μπορεί να παραπλανήσει τους επισκέπτες ώστε να δίνουν λιγότερη σημασία στις επιστημονικές μεθόδους. Από την άλλη, ναι μεν παρεμβαίνει σε ορισμένες από τις αρχές της επιστήμης, όπως την αντικειμενική απόσταση, αλλά η κατασκευή του καλλιτεχνικού έργου στο πλαίσιο των εκθέσεων αυτών, είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών επανασύνδεσης της αισθητικής με την επιστήμη. Ίσως οι εκθέσεις φυσικής ιστορίας άρχισαν κάποια στιγμή να καταβάλλουν υπερβολική προσπάθεια για την ερμηνεία, γεγονός που υπονόμευε το αίσθημα της ίσης παρουσίας και της συνύπαρξης στον κόσμο. Σήμερα η οικολογία και οι περιβαλλοντικές μελέτες έχουν καταστήσει εμφανές ότι δεν μπορούμε πλέον να επιμένουμε σε μια προσέγγιση που μας τοποθετεί ως παρατηρητές έξω από αυτόν τον κόσμο. Είναι αναγκαίο να αναπαρασταθεί αυτή η αλληλεξάρτηση και να δοθεί στους επισκέπτες μια σωματική αίσθηση ότι βρισκόμαστε στον κόσμο μαζί. Η κατασκευή του καλλιτεχνικού έργου και η στροφή στην εκπαίδευση νομίζω ότι εμφανίζονται ως αναγκαίες στρατηγικές, διότι οι έννοιες που είναι δύσκολο να επικοινωνηθούν στη γλώσσα της επιστήμης, μπορούν να εκφραστούν στη γλώσσα της τέχνης.
ΘΜ: Είναι συμβολική η εικαστική σου πρακτική γενικά και ειδικότερα στη συγκεκριμένη παρουσίαση; Δηλαδή, πέρα από τις αναπαραστάσεις των ζώων και τη μεταφορά τους σ’ έναν χώρο τέχνης, τις περιβαλλοντικές αλλαγές και την ανάγκη ενός συστήματος εμπορίας και κατανάλωσης να εκμεταλλευτεί το σώμα και την εικόνα άλλων έμβιων όντων, μήπως τελικά μιλώντας για τα ζώα, μιλάμε και για τον άνθρωπο κατευθείαν και για τη δική μας ιστορία;
ΓΓ: Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτές οι πρακτικές και οι συμβολισμοί διαστέλλονται πέρα από την παιδική ηλικία. Ενσωματώνονται στην ενήλικη ζωή και μεταβιβάζονται στις επόμενες γενιές σχεδόν με αυτοματισμό. Επομένως, αυτές οι πρακτικές δεν περιορίζονται στα ζώα, αλλά αντανακλούν και την ανθρώπινη σχέση με τον κόσμο. Πέρα από την ανάλυση της σχέσης μας με τα ζώα, αυτές οι εικαστικές πρακτικές αποτυπώνουν επίσης την ανθρώπινη ιστορία και τη σχέση μας με τον κόσμο. Η εποχή της αποικιοκρατίας αντιπροσωπεύει μια περίοδο όπου οι ανθρώπινες πράξεις είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη φύση, τα οικοσυστήματα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Εξερευνώντας αυτές τις ιστορίες, μπορούμε να αναδείξουμε τις επιπτώσεις τους και να προωθήσουμε τον διάλογο για τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος συνδέεται με τον εαυτό του, με τους συνανθρώπους του, με το περιβάλλον και τα υπόλοιπα ζωντανά όντα. Συνολικά, αναδεικνύεται ότι μιλώντας για τα ζώα, πραγματικά μιλάμε και για τον άνθρωπο, και πως αυτή η διεργασία συμβολίζει την ιστορία, τις αξίες και τις επιλογές μας ως ανθρώπινη κοινότητα.
ΘΜ: Κρατώ για το τέλος μια προβοκατόρικη ίσως ερώτηση/σχόλιο. Μήπως τελικά δεν πρέπει να μιλάμε καθόλου για τα ζώα, ούτε να τα παρουσιάζουμε σε εκθέσεις και να τα αφήσουμε ήσυχα; Μήπως, σκέφτομαι, ακόμη και η εμπλοκή τους σ’ ένα έργο τέχνης συνιστούν εκμετάλλευση και όχι κριτικό σχόλιο και επαγρύπνηση του θεατή;
ΓΓ: Η ερώτηση αυτή αντικατοπτρίζει βαθιά και σημαντικά διλήμματα σχετικά με την ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Με ποιον τρόπο ασκούμε κριτική; Για εμένα η εμπλοκή των ζώων σε έργα τέχνης είναι θεμιτή, υπό την προϋπόθεση της εκπαιδευτικής στροφής. Δηλαδή το έργο οφείλει να ακολουθεί προδιαγραφές ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης και διαλόγου με το κοινό. Για να φτάσουμε στο σημείο να μην μιλάμε για αυτό, θα σημαίνει πως αποκαταστάθηκε η σχέση μας με το περιβάλλον – τότε δεν θα χρειαζόταν να μιλάμε για αυτό.
Ο Δημήτρης Αμελαδιώτης φοίτησε στις Σχολές Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, της Koninkijke Akademie Γάνδης και του Chelsea College of Art Λονδίνου. Έργα του έχουν παρουσιαστεί στην Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, MOMus, ΚΜΣΤ, ΜΜΣΤ, στο Μουσείο Μπενάκη σε σύμπραξη με το ΔΕΣΤΕ και το Νew Museum of New York, στο Casino Luxembοurg, στο The Symptom Projects Άμφισσας, στο Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, στο ΠΜΙΕΤ, στο Ινστιτούτο Γκαίτε κ.ά. Επίσης έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις, performances, εργαστήρια και projects σε ανεξάρτητους χώρους και αίθουσες τέχνης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ συνεργάζεται με ομάδες καλλιτεχνών. Έργα του υπάρχουν σε συλλογές, δημόσιες και ιδιωτικές, όπως το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης κ.ά. Έχει συνεργαστεί με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (2014) και το Μουσείο Μπενάκη (2017–18) ως εικαστικός επιμελητής σε εκπαιδευτικά προγράμματα ξενάγησης αρχειακού υλικού και εκθεμάτων σε επισκέπτες με προβλήματα όρασης ή τυφλότητας. Επίσης, έχει οργανώσει εικαστικά εργαστήρια σε σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το 2019 επιμελήθηκε εικαστικά εργαστήρια για τα παιδιά προσφύγων υπό την αιγίδα του ΜΟΜus Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης και της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, όπως επίσης και στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας του Σωφρονιστικού Καταστήματος Διαβατών. Τέλος, έχει πραγματοποιήσει παρουσιάσεις και διαλέξεις στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ.
Ο Γιώργος Γεροντίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1987. Φοίτησε στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του ΑΠΘ και στο Τμήμα Πλαστικών τεχνών ERSEP της σχολής Καλών Τεχνών στη Λιλ (Γαλλία). Παρακολουθεί από το 2021 το ΔΠΜΣ «Τέχνη και δημόσια σφαίρα: Καλλιτεχνικές δράσεις και πρακτικές». Έχει πραγματοποιήσει οκτώ ατομικές εκθέσεις: η τελευταία του ατομική έκθεση, A flock of fakes: definitions of the unnatural, σε επιμέλεια Θοδωρή Μάρκογλου, παρουσιάστηκε στο ΜOΜus Μουσείο Άλεξ Μυλωνά στην Αθήνα. Έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις και προγράμματα φιλοξενίας, όπως: Coffins Of Black Coffins of Luck στο Κέντρο Τεχνών Ileana Tounta (2019), THE EQUILIBRISTS, διοργάνωση του Ιδρύματός ΔΕΣΤΕ και του New Museum της Νέας Υόρκης, Μουσείο Μπενάκη, σε επιμέλεια Gary Carrion-Murayari και Helga Christoffersen με τον Massimiliano Gioni (2016), Island of Absurd, Staedtische Gallery στην Βρέμη (2015), 4η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης (2014). Έργα του έχουν διακριθεί σε εικαστικούς διαγωνισμούς και βρίσκονται στη μόνιμη συλλογή του MOMus Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης, του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ και στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες Κύπρου, όπου και έχει λάβει χορηγίες και υποστήριξη για παραγωγές έργου.
Ο Θοδωρής Μάρκογλου είναι ιστορικός τέχνης και επιμελητής εκθέσεων και εργάζεται στον MOMus Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης και στην Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης. Ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές σπουδές του στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια παρακολούθησε τον μεταπτυχιακό κύκλου σπουδών της ίδιας σχολής με κατεύθυνση την Ιστορία της Τέχνης. Από το 2022 παρακολουθεί το ΔΜΠΣ «Σημειωτική, Πολιτισμός, Επικοινωνία» του ΑΠΘ. Έχει συντονίσει, οργανώσει και επιμεληθεί εκθέσεις, δράσεις, εκδόσεις και περφόρμανς για φορείς, ιδρύματα και μουσεία σε Ελλάδα και εξωτερικό. Τα βασικά ενδιαφέροντά του είναι η σχέση τέχνης και πολιτικής, καθώς και οι θεωρίες του φύλου και της ταυτότητας και με ποιο τρόπο τα παραπάνω αποτυπώνονται στη σύγχρονη διεθνή και ελληνική εικαστική σκηνή.