Αρχαιολογίες: Summer, Spring, Winter, Autumn
Ο Αλέξανδρος Τζάννης συνομιλεί με τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη, με τρεις παρεμβάσεις της Έφης Φαλίδα


⁰¹ Μεταλλωρύχοι στη Σέριφο, π. 1895. Φωτογραφία: Θεολόγος Φυντανίδης, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
⁰² Νεώρια Σύρου, 1977. Φωτογραφία: Δημήτριος Χαρισιάδης, Μουσείο Μπενάκη.
⁰³⁻⁰⁵ Φωτογραφίες των έργων της έκθεσης Summer, Spring, Winter, Autumn στο εργαστήριο του καλλιτέχνη, Μάιος 2023.
⁰⁶ Το εξώφυλλο του καταλόγου της έκθεσης L’informe: mode d’emploi, επιμέλεια :Yve-Alain Bois, Rosalind Krauss, Centre Pompidou 1996.


1. Αρχαιολογία της εξόρυξης

Γιώργος Τζιρτζιλάκης: Αλέξανδρε, εδώ και κάμποσα χρόνια εκδηλώνεις μια ιδιαίτερη προσήλωση στα νησιά του Αιγαίου, που εν προκειμένω κατασταλάζει στη Σύρο, με την έκθεση Summer, Spring, Winter, Autumn στο Δήμο της Ερμούπολης.

Αλέξανδρος Τζάννης: Ναι έτσι είναι, πράγματι. Με ενδιαφέρουν οι Κυκλάδες αλλά και τα Δωδεκάνησα. Ξεκίνησα ως επισκέπτης, παρατηρητής και μετά άρχισε να με ενδιαφέρει περισσότερο η Σύρος, κυρίως λόγω τριών χαρακτηριστικών της: α) του αστικού-νησιωτικού τοπίου, β) του λιμενικού και γ) του γεωλογικού παρελθόντος της. Είναι ένα από τα νησιά των Κυκλάδων — μαζί με τη Σέριφο — όπου ήδη από παλιά γινόταν εξόρυξη σιδήρου, η οποία στη συνέχεια συνδυάστηκε με τη βιομηχανική της ιστορία. Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, έχουμε την αποθέωση της κλωστοϋφαντουργίας και το Νεώριο, τη μεγαλύτερη βιομηχανική μονάδα του Αιγαίου που αποτελεί ένα από τα παλαιότερα μηχανουργεία και από τα μεγαλύτερα ναυπηγία της Ελλάδας. Ο σίδηρος στα ναυπηγεία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εργασίας, η οποία, ωστόσο, αποτελεί και κομμάτι της ιστορίας της θάλασσας.

ΓΤ: Υπάρχει αυτό το παράδοξο. Η Σύρος μοιάζει να είναι ένα νησί κολάζ. Ένα συμπιεσμένο αστικό σύμπλεγμα που τοποθετήθηκε πάνω σ’ ένα μουσκεμένο βράχο του Αιγαίου. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι πρόκειται για ένα κατεξοχήν παράδειγμα αστικού κολάζ. Όπου η εγκαθίδρυση μιας μεγαλοπρεπούς νεοκλασικής αστικής δομής στο κέντρο των Κυκλάδων, τροποποιεί την αυτόνομη σημασία και των δύο αυτών αντιθετικών θραυσμάτων, δημιουργώντας καινούργια. Το νησί έχει τη βιομηχανική παράδοση, που αναφέρεις, κτίρια πολιτειακά (Δημαρχείο) ακόμη και Όπερα-Θέατρο, όλα γνωστών αρχιτεκτόνων. Κτήρια μεγάλα, που αν σκεφτούμε την κλίμακα του νησιού δεν τα έχει ούτε ο Πειραιάς. Διακρίνω, λοιπόν, στην περιγραφή σου ένα συνδυαστικό ενδιαφέρον για αυτή τη βιομηχανική και αστική παράδοση η οποία σιγά σιγά γίνεται γεωλογία. Γεωλογικές και κοινωνικές διαστρωματώσεις, συσσωρεύσεις υλικών που διαμορφώνει και απολιθώνει η ιστορία. Μια κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή συνύπαρξη του νησιωτικού ήλιου και του αιγαίου αρχιπελάγους με τα σκοτεινά και χθόνια ίχνη της μεταλλουργίας, που αναπαράγονται στα σκουριασμένα κύτη των πλοίων του Νεωρίου. Με όλα τα έγκατα.

ΑΤ: Το ενδιαφέρον μου αυτό ξεκίνησε από το νησί της Σερίφου. Από τη σχέση που έχει η γη, αυτά τα έγκατα, με την εξόρυξη και την τυποποίηση αυτού του προϊόντος που είναι ο σίδηρος και αποτελεί ένα από θεμελιακά στοιχεία της ανθρώπινης ιστορίας. Η Σέριφος ήταν η αφετηρία μου και στη συνέχεια βρήκα στοιχεία και κράματα τα οποία με ενδιαφέρουν και σε άλλα νησιά, όπως τώρα η Σύρος αλλά και η Νίσυρος, λόγω του ηφαιστείου, με τα πανάρχαια πετρώματα, τις εξάρσεις όγκων και βράχια καλυμμένα από ηφαιστειακές εναποθέσεις. Πηγή μου είναι σταθερά η ίδια: Η γεωλογία, το ανάγλυφο και η ανθρώπινη παρέμβαση, με όλη την υπόλοιπη διαδικασία που ακολουθεί.

ΓΤ: Που είναι μια βίαιη παρέμβαση, μια εξόρυξη, όπως το λέει και η λέξη. Δηλαδή μια αφαίρεση, μια εξαγωγή.

ΑΤ: Στο δικό μου το μυαλό όλο αυτό έχει και έναν ρομαντισμό. Γιατί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν πρόκειται για μια βιομηχανία που έχει διαλύσει εξ ολοκλήρου τα πάντα στο πέρασμά της, όπως ίσως σε άλλες βιομηχανικές περιοχές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Η ιστορία της μηχανής-Θεός εδώ είναι ισχνή, αδύναμη συνήθως με μικρότερες μονάδες που δεν έχουν καταστρέψει εξολοκλήρου το τοπίο και σταδιακά ενσωματώθηκαν σ’ αυτό. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο σε όλες αυτές τις νησιωτικές περιπτώσεις είναι το ίδιο το τοπίο. Η παρατήρηση του τοπίου μέσω των μερών του. Αυτός ήταν, για παράδειγμα, ο σκοπός της ομαδικής έκθεσης Mines and Minerals που επιμελήθηκα το 2021 στα μεταλλεία του όρμου Μεγάλο λιβάδι της Σερίφου.

ΓΤ: Απ’ ό,τι καταλαβαίνω είσαι αφοσιωμένος στην τοπογραφία της εξόρυξης, σ’ αυτήν την ιδιαίτερη γεωλογική ιστορία που με μια σύγχρονη αντίληψη μπορούμε να θεωρήσουμε καθεαυτού υλική ιστορία: Μια ιστορία που διαβάζουμε στη γεωλογία έως τα πιο σύγχρονα ίχνη της. Κατά συνέπεια αντιμετωπίζεις αυτά τα τοπία σαν αρχαιολόγος. Δηλαδή, ασχολείσαι με τα στρώματα, τα ίχνη, τα ιζήματα, τις εκδορές. Οι αλληλεπιδράσεις της βρώμικής ανθρώπινης εργασίας με την ύλη ως εκδοχές του Άλλου — όχι οι κατηγοριοποιήσεις και οι αξιολογήσεις τους.

ΑΤ: Υπάρχει και ένα συνθετικό κομμάτι, το οποίο λειτουργεί στα ίδια τα υλικά σαν κολάζ. Σαν ένας τρόπος να ενώσεις διαφορετικές πραγματικότητες, διαφορετικές ιστορικές περιόδους και μορφές της ύλης. Κι αυτό γίνεται διακριτό στα έργα της σειράς Summer, Spring, Winter Autumn που εκτίθενται στη Σύρο. Θέλω να πω ότι τα κομμάτια της ιστορίας αυτής φαίνονται μέσα στα γλυπτά με τη μορφή ενός συμπλέγματος, ενός κολάζ. Ξεκινώ χρησιμοποιώντας στη βάση των γλυπτών παλιές σιδερένιες καγκελόπορτες, ή κιγκλιδώματα, από τα παράθυρα και τις κουπαστές που βρήκα σε ένα τοπικό σκραπατζίδικο με μεταλλικά απόβλητα της Ερμούπολης. Κόπηκαν προσεκτικά για να βρω τα σχήματα και τις δομές που με ενδιαφέρουν και πάνω σε αυτά χτίστηκαν τα γλυπτά. Οπότε, υπάρχουν στην αφετηρία θραύσματα και σχήματα σιδήρου, η απόσπαση και η μορφοποίηση του υλικού αυτού που προέρχεται από τη γη, και μέσω της συνθετικής διαδικασίας προστίθενται σκουριασμένα κομμάτια από χυτήρια και άλλα υλικά που κάνουν το γλυπτό να αποκτά αστικό, ουρμπανιστικό χαρακτήρα, ο οποίος χαρακτηρίζει και το νησί.


2. Αρχαιολογία του παρασίτου

ΓΤ: Από τα objets trouvés της Ερμούπολης έως τα φύλλα της σκουριάς μοιάζει να ανακατασκευάζεις μια φανταστική αρχαιολογία. Ίχνη και φαντασιώσεις ενός παρελθόντος που αποτελεί ταυτόχρονα μέλλον. «Χίλια επίπεδα», ή «χίλια πλατώματα», κατατμήσεις, καθεστώτα σημείων τα οποία μοντάρονται.

ΑΤ: Έτσι συγκροτούνται τα layers, τα διαφορετικά επίπεδα των γλυπτών. Βάζω διαφορετικά στοιχεία τα οποία με ενδιαφέρουν. Δηλαδή το ίδιο το σίδηρο και το τι γίνεται στην πορεία της επεξεργασίας του. Οι φόρμες που παίρνει από τη χύτευσή του, αλλά και η σκουριά. Πρόκειται για μια σειρά που ξεκίνησε το 2015 και λέγεται The Parasite Cities. Τα βασικά τους υλικά είναι ο σίδηρος και ο μαγνήτης. Ο στόχος τότε, στην πρώτη τους εκδοχή που ήταν πιο αρχιτεκτονικά, ήταν να παρασιτούν στον οργανισμό του κτιρίου, κυρίως στο εσωτερικό αλλά και σε εξωτερικά σημεία. Η πρώτη έμπνευση γι’ αυτά τα γλυπτά ήταν οι αυθόρμητες ανθρώπινες παρεμβάσεις στα κτίρια. Κραυγαλέο παράδειγμα είναι τα air-conditions που βλέπουμε να προεξέχουν στους τοίχους και τα υαλοπετάσματα των κτηρίων της Αθήνας, μέχρι κάθε είδους μικρές αυθαίρετες ιδιοκατασκευές που επινοούν οι κάτοικοι και γαντζώνονται πάνω στα κτίρια σαν βεντούζες. Ένα συνονθύλευμα πραγμάτων και δομών τα οποία προσέθεταν με τα χρόνια οι ίδιοι κάτοικοι παρασιτώντας στα δοκάρια, στις κολώνες, στις ταράτσες και στις όψεις των κτιρίων.

Τ: Μια αρχαιολογία παρασίτων θα έλεγα, λοιπόν, εφόσον η έννοια του παράσιτου έχει τη δική της ιστορία. Παρασιτικοί ή σαπροφυτικοί ετερότροφοι οργανισμοί που επιβιώνουν από οργανικές ενώσεις τις οποίες λαμβάνουν από άλλους οργανισμούς (παράσιτα) ή από νεκρούς ιστούς (σαπρόφυτα).

ΑΤ: Υπάρχει ένα σημαντικό βιβλίο που με συνοδεύει σταθερά και με επηρέασε, Tο παράσιτο του Michel Serres, το οποίο αναλύει τρία πολύ βασικά στοιχεία για μένα: α) ότι το παράσιτο το βρίσκουμε σε όλες τις μορφές του πολιτισμού αλλά και σε φυσικές μορφές, όπως τα σαπρόφυτα που λες∙ β) ακόμη και αν είναι μικρή η διείσδυσή του, οι μεταβολές, η ένταση και οι παρεμβολές που προκαλεί είναι έντονες∙ γ) οι σχέσεις μεταξύ παρασίτου και ξενιστή (ο οργανισμός το που φιλοξενεί) ενώ στην αρχή είναι ξεκάθαρες και προφανείς ως προς το ποιος είναι ο ξενιστής και ποιο το παράσιτο, στη συνέχεια αναπτύσσουν μια τέτοια συνάφεια που δεν μπορείς να αναγνωρίσεις ποιος παρασιτεί σε ποιόν. Έτσι, πλάι στην αγάπη μου για το σίδηρο και όλη αυτή την ιδιότυπη ιστορία του, τη γεωλογία του σιδήρου, ήρθε να προστεθεί και να κολλήσει ένα άλλο στοιχείο πολύ έντονο, ο μαγνήτης. Ο σίδηρος έλκει τον μαγνήτη και ο μαγνήτης ανταποδίδει, μεταφέροντας κάποιες ιδιότητές του στον σίδηρο. Οπότε έχουμε αυτή τη αλληλεξάρτηση μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων πάνω στα οποία χτίζονται τα γλυπτά. Ταυτόχρονα, τα ίδια τα γλυπτά όπως τοποθετούνται σφηνώνουν σε διάφορα σημεία του χώρου, κάνουν ακόμη και το μικρότερο γλυπτό να εκπέμπει από μόνο του μια ένταση που φαίνεται να προσβάλει τον χώρο γύρω του. Ταυτόχρονα, τα γλυπτά μπορούν να μεταβληθούν, να αλλάξουν εν μέρει τη μορφή τους λόγω του μαγνήτη και του χώρου.

ΓΤ: Μετακινώντας τους μαγνήτες;

ΑΤ: Ναι, αλλά και σε ορισμένα επιμέρους στοιχεία τους ας πούμε, στις ενώσεις που μετατοπίζονται από το ένα σημείο στο άλλο, στα λεπτά κομμάτια του μαγνήτη τα οποία φτιάχνουν τις γέφυρές τους και αλλάζουν και αυτά ανάλογα την κίνηση.

ΓΤ: Άρα είναι γλυπτά σε καθεστώς μετασχηματισμού. Υπ’ αυτήν την έννοια, γλυπτά-οργανισμοί. Το παράδοξο είναι ότι όλα αυτά τα μεταλλικά υλικά ορυκτής προέλευσης μοιάζει να περνάνε στο στάδιο μιας νέας απολίθωσης. Γίνονται πάλι fossils, λίθοι κατά κάποιο τρόπο, μεταλλικοί. Οργανισμοί σκουριάς. Και η σκουριά είναι κατεξοχήν εντροπικό στοιχείο. Έχει να κάνει με τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, τη ροπή προς την αυξανόμενη αταξία και την αποσύνθεση σ’ ένα σύστημα. Τη σταδιακή εξάντληση της ενέργειας και τη φθορά της ύλης. Κοιτώντας κανείς αυτά τα γλυπτά αισθάνεται αυτό το μυστήριο. Οι συναρμογές, των μετάλλων, των επιπέδων και των υλικών μορφών, μοιάζει να επαναφέρουν ξανά αυτό το μυστηριώδες του υπεδάφους από το οποία προέρχονται. Διατηρούν αυτό το μυστικό της καταγωγής τους παρότι αιωρούνται, σφηνώνουν και εξαπλώνονται.


3. Αρχαιολογία του άμορφου

ΑΤ: Η σκουριά με ενδιαφέρει για δύο λόγους. Το ένα είναι ότι έχεις αυτή την εξόρυξη, φτιάχνεις ένα υλικό, στερεό, συμπαγές και ταυτόχρονα το ίδιο αυτό το υλικό μπορεί να γίνει σκόνη, να γίνει ξανά χώμα, να διαλυθεί. Ταυτόχρονα όμως, μου φαίνεται ενδιαφέρον το ότι μπορείς σ’ αυτά τα έργα να βρεις κομμάτια τα οποία είναι σχεδόν ατόφια. Θέλω να πω ότι αν σκάψεις μες στη σκουριά θα βρεις το σίδερο ατόφιο. Οπότε υπάρχει μια πάλη μεταξύ αυτών των δύο καταστάσεων της ύλης: από τη μία διαλύεται η ύλη και από την άλλη επιστρέφει εκ νέου.

ΓΤ: Νομίζω ότι αυτό που λες διαφωτίζει την ίδια τη διαδικασία της δουλειάς σου και μας επαναφέρει σ’ ένα κρίσιμο προβληματισμό στη σύγχρονη τέχνη, ο οποίος αναγνωρίζεται ιδιαίτερα σ’ αυτά τα τελευταία έργα. Η ύλη υπερέχει της μορφής. Η ύλη κάνει τη μορφή. Γνωρίζουμε ότι αυτή η προτεραιότητα της ύλης έναντι της μορφής, είναι ένα στοιχείο της κουλτούρας του «άμορφου» (informe). Αυτό που ονόμασε έτσι ο George Bataille και το επανέφεραν δύο ιστορικοί της τέχνης, η Rosalind Krauss και ο Yve-Alain Bois. Στο «άμορφο» η ευτελής και άξεστη υλικότητα αποκτά την πρωτοκαθεδρία. Μέχρι τότε η γλυπτική πάσχιζε να υποτάξει την ύλη στη μορφή. Εδώ όμως έχουμε το αντίστροφο.

ΑΤ: Αυτό ισχύει και για τα κόμματα του σιδήρου, τα οποία τα περισυλλέγω. Πρόκειται για objets trouvés, τα οποία δίνουν τη μορφή από μόνα τους. Δημιουργούν το γλυπτό από μόνα τους και το ίδιο συμβαίνει και με ένα ακόμη υλικό που χρησιμοποιώ συχνά, το οποίο είναι ρευστό στην αρχή αμέσως μετά γίνεται σταθερό: Μιλώ για το υγρό γυαλί και την εποξική ρητίνη, τα οποία δεν μπορείς να τα ελέγξεις απόλυτα. Η εποξική ρητίνη έχει μια μορφή που μπορείς να τη βάλεις σε καλούπι και να γίνει αυτό που έχεις οριοθετήσει αλλά, από την άλλη, η ίδια θα πάρει τη μορφή που είναι να πάρει όταν στεγνώσει μετά από αυτές όλες τις διαδικασίες. Οπότε σε προκαλεί πάλι το ίδιο το υλικό. Προς τα πού θα πάει, πού θα κινηθεί αυτό το γλυπτό;

ΓΤ: Νομίζω ότι αυτή είναι η μεθοδολογία με την οποία δουλεύεις και πραγματικά αξίζει να την προσέξουμε. Όπως την περιγράφεις και τη βλέπω και στο εργαστήριο έχεις μια έλξη προς αυτό που θα το θεωρούσαμε «ευτελές» ή «βρώμικο». Δεν υπάρχει το μάρμαρο, δεν υπάρχει κάτι Υψηλό που θεωρούμε υπερβολικά πνευματώδες. Η πνευματικότητα προκύπτει μέσα από την ευτελή ύλη, τη μαύρη ύλη, τη σκουριά που την αντιμετωπίζουμε με απέχθεια και απαξίωση. Άνοιξες μια πόρτα στην έρευνά σου και αναμετριέσαι με οτιδήποτε έχει να κάνει με την απώθηση, το ενοχλητικό ή το απρόσιτο. Κατά κάποιο τρόπο μοιάζει να ασχολείσαι με ό,τι απωθεί ο σύγχρονος πολιτισμός μας, με εκείνο που δεν μπορούμε να εκλεπτύνουμε. Με δυο λόγια, μια αναμέτρηση με εκείνη την κατάσταση της ύλης που θεωρούμε απόβλητο.

ΑΤ: Νομίζω ότι το περιγράφεις πολύ ωραία. Δεν θα είχα να προσθέσω κάτι σε αυτό, γι’ αυτό θα επανέλθω σ’ εκείνο που σου έλεγα πριν. Στο κολάζ των διαφόρων πραγμάτων, τα οποία είναι κολάζ αναμνήσεων και εμπειριών από τα μέρη που έχω επισκεφθεί. Με απασχολεί πώς όλα αυτά τα διαφορετικά και απωθημένα στοιχεία μπορούν να συνυπάρξουν. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουμε ευτελή, τα leftovers, τα απαξιωμένα, τα υπολείμματα της ανθρώπινης εργασίας, όλα αυτά τα οποία δεν χρειαζόμαστε πια, πώς μπορούν να αποκτήσουν μορφή και να συντεθούν μαζί. Να αποκτήσουν μια νέα ζωή. Είναι κάτι που με απασχολεί ιδιαίτερα.


4. Αρχαιολογία της φωτιάς

Έφη Φαλίδα (εισέρχεται στο δωμάτιο της συζήτησης): Αυτό το κολάζ έχει μια σκοτεινιά;

ΑΤ: Ναι. Η οποία σχετίζεται με τις αναμνήσεις. Στα τοπία αυτά του Αιγαίου βλέπεις τρύπες, σκαψίματα, σπηλιές, σήραγγες, σκοτάδια που βγαίνουν από μέσα. Μπαίνεις μέσα και αισθάνεσαι ένα μυστήριο, μια παγωνιά. Και από την άλλη, βλέπεις τα ίχνη μιας ανθρώπινης ιστορίας, η οποία είναι σκοτεινή από μόνη της. Αναπόσπαστο κομμάτι είναι και οι εργάτες των μεταλλίων, οι μεταλλεργάτες, που δούλευαν σε σκληρές, άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες. Στο έργο μου προσπαθώ να ενσωματώσω και αυτήν την πλευρά. Πρόκειται από τα πιο σκληρά επαγγέλματα ιστορικά. Από την αρχή της εξόρυξης μέχρι την τη μεταποίηση και την κατεργασία του υλικού που εξορύσσεται. Με τη φωτιά οι πέτρες μετατρέπονται σε χαλκό, η άμμος σε γυαλί και δημιουργείται ο σίδηρος.

ΓΤ: Πρόκειται, πράγματι, για μια πανάρχαια ιστορία. Η εποχή του χαλκού αρχίζει στο Αιγαίο γύρω στο 3.000 π.X. ενώ η εποχή του σιδήρου γύρω στα 1000 π.Χ. Ας τις χαρακτηρίσουμε μορφές ενός «πρώιμου ανθρωπόκαινου» που αποφεύγουμε να εξετάσουμε από αυτή τη σκοπιά. Σε απασχολεί, λοιπόν, ιδιαίτερα όχι μόνο το τεχνικό επίτευγμα, το προϊόν της μεταλλουργίας, αλλά η ίδια η ανθρώπινη εργασία και τα ίχνη της σ’ αυτό το πλαίσιο. Μια ολιστική «αρχαιολογία της φωτιάς», ας την πούμε. Οι προσωπικές αναμνήσεις, που αναφέρεις, έχουν βάθος χρόνου;

ΑΤ: Έχουν βάθος στα παιδικά μου χρόνια, όπου λόγω της στενής σχέσης που είχα με το νησί της Σερίφου, πέρναγα πολλές ώρες στις τρύπες και στις στοές των ορυχείων του νησιού, ψάχνοντας υλικά, συλλέγοντας με μανία μικρές πέτρες κάθε καλοκαίρι και περιμένοντας να το επαναλάβω το επόμενο. Τώρα είναι πλέον σπάνιο να πετύχεις μία ημιπολύτιμη πέτρα, όπως ο αμέθυστος που τότε τον έβρισκα εύκολα. Περίμενα πως και πως να πάω εκεί και να μαζέψω πέτρες ή άλλα υπολείμματα και θραύσματα που είχαν απομείνει και μπορούσα τότε να κουβαλήσω, όπως μικρά μεταλλικά κομμάτια από τα βαγονέτα και άλλα παρόμοια τα οποία διατηρώ ακόμα. Πολλά από τα πρώτα γλυπτά μου βασίστηκαν εκεί, αλλά και όλο το τοπίο της σκουριάς στο έργο μου έχει να κάνει μ’ αυτές τις ισχυρές αναμνήσεις από το νησί. Συμπίπτει κιόλας το τοπίο αυτό των μεταλλείων της Σερίφου να βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, οπότε έτσι κι αλλιώς διαθέτει κάτι από τη μελαγχολία της δύσης, του τέλους της μέρας. Οπότε, όλα αυτά μαζί με έχουνε καθορίσει και επηρεάζουν το έργο μου.

ΕΦ: Αυτό το παρελθόν που περιγράφεις, κάνει ταυτόχρονα προβολή στο μέλλον. Αισθάνομαι πως ότι περιγράφεις ως τρύπες, ορυχεία, εξορύξεις, ή οποιοδήποτε άλλο χθόνιο στοιχείο του υπεδάφους, είναι ένα είδος επίκλησης σ’ έναν πλανήτη με τον οποίο έχει έρθει αντιμέτωπος ο στόλος της Γης.

ΓΤ: Οι «σκουληκότρυπες» της επιστημονικής φαντασίας, που μας μεταφέρουν φανταστικά από το ένα σημείο στο άλλο. Ας τις αποκαλέσουμε, με βάση αυτά τα τελευταία σου έργα, «σιδερότρυπες». Σε ενδιαφέρει η επιστημονική φαντασία;

ΑΤ: Ναι, σίγουρα όλη αυτή η δουλειά, έχει πολλά τέτοια στοιχεία. Με ενδιέφερε πάντα αυτή η σχέση της επιστημονικής φαντασίας, η επιθυμία της να προβλέπει το μέλλον. Με απασχολεί ποια στοιχεία της λογοτεχνίας του φανταστικού, ή του κινηματογράφου του φανταστικού, έχουν επαληθευτεί και ποια όχι. Με ενδιαφέρουν οι ατμόσφαιρες, η δυστοπία. Αυτό το παιχνίδι της επαλήθευσης και της διάψευσης με την απόσταση του χρόνου μου αρέσει πολύ.


5. Αρχαιολογία του αόρατου

ΓΤ: Βλέπω κάτι επιπλέον σ’ αυτά που λες. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεις τις ενοχλητικές μορφές της ύλης, όπως η σκουριά, με τη φροντίδα ενός τεκμηρίου που εμπεριέχει μνήμη αλλά και κάποια τρυφερότητα. Η σκουριά στα έργα σου γίνεται χνούδι, ύφασμα «ντραπέ» που πέφτει δημιουργώντας δίπλες και κίνηση.

ΑΤ: Αυτό που λες δεν έχει να κάνει μόνο με τα γλυπτά μου αλλά και με τα σχέδια: Τα σχέδια, τα οποία κυρίως αναφέρονται σε γεωλογικές φόρμες οι οποίες προέρχονται από φωτογραφίες και εκ πρώτης όψεως διαθέτουν κάτι σκληρό, κάτι στερεό, αλλά τελικά αποκτούν μια ρευστή και σχεδόν αιθέρια μορφή. Το ίδιο συμβαίνει και με τα γλυπτά. Ενώ μιλάμε για βαριά αντικείμενα με σκληρά και άγρια υλικά, τελικά φτιάχνουν μια δική τους ρευστή κατάσταση και φόρμα.

ΓΤ: Η σκουριά είναι σαν τη σκόνη, σαν ένα είδος ύλης που αποδιώχνουμε, αλλά ταυτόχρονα σε έλκει να θες να την ακουμπήσεις. Μια τραχιά και παράλογη επιθυμία αφής χαρακτηρίζει τα πλατό των έργων σου. Η ρευστότητα που αναφέρεις τα καθιστά μια εναέρια γεωλογία. Όπως και να τα τοποθετήσεις, στις γωνίες, στους τοίχους, στους δοκούς, ακόμα και στο δάπεδο, μοιάζει να επιτυγχάνουν μια παράδοξη συνεύρεση, τη ζεύξη, που ανέφερες προηγουμένως, ανάμεσα στον ξενιστή και το παράσιτο. Στην περίπτωσή αυτή έχουμε βέβαια μια παράδοξη αντιστροφή: τη διαφάνεια του γεωλογικού. Συνήθως μιλάμε για τα στρώματα της γης, τις τεκτονικές πλάκες που βρίσκονται στα έγκατα. Εδώ οι πλάκες γίνονται ρευστές. Μετατοπίζονται από το βαρύ και το γήινο στο υπερυψωμένο και το εναέριο κάνοντας τη γη να διαμελίζεται μπροστά μας σε στρώματα, μικροοργανισμούς, συμπλέγματα μορίων τα οποία μοιάζει να περιστρέφονται γύρω μας σαν μικροί πλανήτες. Μεταλλικοί πλανήτες και διαστημόπλοια που κινούνται με γεωλογική διάταξη. Και αυτό ξεπερνά τις συμβάσεις της επιστημονικής φαντασίας. Γίνεται μια μυθοπλασία (speculative fabulation) που μας τοποθετεί μπροστά σ’ ένα μυστήριο ακατανόητο το οποίο αναστατώνει. Θες να παρατηρήσεις προσεκτικά αυτά τα γλυπτά, να τ’ ακουμπήσεις. Τα φοβάσαι και σε έλκουν ταυτόχρονα. Θα έλεγα ότι πρόκειται για έργα που εντάσσονται σε μια αναθεωρημένη παράδοση του Υψηλού (Sublime) στην εποχή της Ανθρωπόκαινου. Ένα είδος απόλαυσης που αναμιγνύεται με φόβο καθορίζοντας την αισθητική κουλτούρα της εποχή μας.

ΑΤ: Σε αυτά τα στοιχεία θα προσέθετα ακόμη ένα. Ο ήχος που έχουν αυτά τα γλυπτά. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για ηχητικά γλυπτά, αλλά νιώθω ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει. Ίσως εξαιτίας του μαγνήτη που κάνει μικρούς ανεπαίσθητους ήχους, ίσως είναι ο τρόπος που συντέθηκαν τα ίδια τα γλυπτά. Και αυτό είναι κάτι το οποίο με ενδιαφέρει πολύ. Διαθέτουν αυτό το στοιχείο που λες. Θες να τα πιάσεις, αλλά δεν καταλαβαίνεις. Παρότι είναι αιχμηρά πάλι θέλεις να τα πιάσεις. Αν τα ακουμπήσεις και μετακινήσεις στοιχεία τους θα ανακαλύψεις ότι βγάζουν ήχο από μόνα τους, γιατί ο μαγνήτης κάνει χρατς-χρατς. Τα ίδια τα γλυπτά είναι σαν να εκπέμπουν, γίνονται πομποί ηχητικών παλμών. Κι αυτό μου αρέσει, γιατί διαθέτει το στοιχείο του παράσιτου. Όσο μικρά και να είναι προσβάλλουν τον χώρο στον οποίο βρίσκονται και αρχίζουν να εξαπλώνονται με τον τρόπο τους.

ΓΤ: Ο παλμός (pulse)! Ιδού ακόμη ένα στοιχείο του άμορφου. Όπως το περιγράφεις αντιλαμβάνομαι ότι τα γλυπτά αυτά διαθέτουν μια άλω, ένα φωτεινό περίγυρο, μια αύρα που μάλλον σχετίζεται και με τα μαγνητικά πεδία και την ενέργεια του μαγνήτη. Βλέπεις δηλαδή ένα γλυπτό, το οποίο εκτός την αμορφία, τον ιδιότυπο ευτελή υλισμό διαθέτει και την αδιόρατη ενέργεια του μαγνήτη, η οποία συνυπάρχει στο έργο. Αυτό ίσως τους προσδίδει τον βόμβο που αναφέρεις, τον βουβό ήχο ή τον σιωπηλό θόρυβο. Άρα περνάμε σε ένα άλλο στάδιο της γλυπτικής. Γλυπτική δεν είναι μόνο ό,τι αναγνωρίζουμε με το μάτι, είναι και το αόρατο, τα μαγνητικά πεδία του μαγνήτη τα οποία ενδιέφεραν και τον γλύπτη Τάκη, με διαφορετικό τρόπο. Σε αυτές τις συναρμογές των επιπέδων συνυπάρχουν υλικά και άυλα στοιχεία, ορατά και αόρατα, σκουριασμένα μέταλλα και μια φασματική αόρατη γλυπτική που βρίσκεται έξω από την ύλη.

ΑΤ: Αν λειτουργούν σαν πλανήτες, ερχόμαστε ξανά στο θεμελιακό στοιχείο κάθε πλανήτη που είναι το μαγνητικό του πεδίο ή το πεδίο που φτιάχνουν τα ίδια αυτά τα γλυπτά γύρω τους. Ο τρόπος που αλληλοεπιδρά το ένα με το άλλο, και όλα μαζί με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται.

ΓΤ: Εκεί σε οδηγεί αυτή η αρχαιολογία του υπεδάφους, που διαθέτει πολλαπλά στρώματα, ενέργειες. Η γλυπτική γίνεται έτσι μια δομή, ή αν θες μια «αντι-δομή». Ο σκελετός ενός πράγματος που δεν βλέπουμε ακόμη, ή τουλάχιστον, δεν βλέπουμε το πλήρως.


6. Αρχαιολογία της ανθρωπόκαινου

ΑΤ: Δεν έχει μόνο ενέργεια, αλλά και μνήμη. Τα υλικά τα ίδια διαθέτουν μνήμη. Αυτό που επιχειρώ να ενσωματώσω δεν είναι μόνο η μνήμη των υλικών αλλά και η μνήμη της ανθρώπινης διαδικασίας, που αναφέραμε προηγουμένως, καθώς και η μνήμη των τόπων από τους οποίους προέρχονται. Τόσο στα σχέδια, όσο και στα γλυπτά χρησιμοποιώ όλες αυτές τις πηγές. Μια λεπτομέρεια από ένα κτήριο, ένα μάρμαρο που μετατρέπεται σε σχέδιο, όπως για παράδειγμα αυτό εδώ [δείχνει] που προέρχεται από μια πέτρα που βρίσκεται έξω από το Δημαρχείο της Σύρου. Άλλα σχέδια προέρχονται από τις πλάκες ενός οδοστρώματος ή ενός πεζοδρόμου, από την είσοδο μια πολυκατοικίας στην Κυψέλη και ταυτόχρονα απροσδόκητες υλικές εικόνες από την Κίμωλο, την Αμοργό, τη Νίσυρο.

ΕΦ: Όλες αυτές οι εικόνες λειτουργούν σαν Πύλη.

ΑΤ: Ναι σαν Πύλη για να πας κάπου.

ΓΤ. Τοποθετείς με ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο την έννοια του χρόνου και της μνήμης, στην εποχή που, παρά τις διαφορές και τις ενστάσεις, συνηθίσαμε να αποκαλούμε Ανθρωπόκαινο και στην οποία η εξόρυξη αποτέλεσε πρωταρχικό εργαλείο και αρχέτυπο. Σε αυτή την εποχή βλέπουμε να διαμορφώνονται πολλαπλές θέσεις και απόψεις, τις οποίες σχηματοποιώντας αναγκαστικά θα συμπύκνωνα σε δύο: Η μια μοιάζει να τείνει στην ιδεαλιστική ανακατασκευή ενός νέου παραδείσου, στην επαναφορά μιας «πράσινης ουτοπίας» όπου ο άνθρωπος θα διεκδικήσει ξανά, μάλλον με περισσή αφέλεια, την αθωότητα, επιβεβαιώνοντας, εν τέλει, ακόμη μια φορά την κυριαρχία του! Ταυτόχρονα υπάρχει όμως και μια άλλη πιο σκοτεινή στάση, στην οποία μοιάζει να κινείσαι και εσύ, που δεν διστάζει να βάλει τα χέρια της βαθιά στο πρόβλημα, αναζητώντας άλλους τρόπους σκέψης και πρακτικές της τέχνης για αυτόν τον αδιανόητο κόσμο στον οποίο ζούμε. Πρακτικές που δοκιμάζουν να αναμετρηθούν μ’ όλα τα φαντάσματα και τα τέρατα της νεωτερικότητας. Με τα ίδια τα όρια της ικανότητάς μας να κατανοήσουμε The Dust of This Planet, όπως λέει ένας σύγχρονος στοχαστής, ο Eugene Thacker. Κάποιος θα μπορούσε να προσθέσει τους υβριδικούς συμβιωτικούς μηχανισμούς, [i] άλλος τις ψυχαναλυτικές πρακτικές της «υπερταύτισης» και άλλα πολλά. Πώς τοποθετείσαι σε αυτό το αναδυόμενο σύμπαν;

ΑΤ: Έχεις δίκιο, κι αν ήταν επιλέξω μεταξύ αυτών των δύο, σίγουρα δεν θα ήμουν κοντά στο πρώτο. Παρότι θα μπορούσε ιδεατά, και προφανώς όλοι θα θέλαμε να είναι τα πράγματα έτσι. Οι «ουτοπίες» που προτείνονται αυτή τη στιγμή, σίγουρα δεν αφορούν την μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου. Στο έργο μου παλεύω με τα δικά μου φαντάσματα και τις δικές μου ουτοπίες. Πρόκειται για ουτοπίες που ξέρω ότι θα χαθούν, αλλά τουλάχιστον τις έχω βιώσει και τις έχω στη μνήμη μου. Τρυπώνουν σαν εικόνες, σαν μνήμες και σκέψεις με δυστοπική διάσταση. Τώρα, όσον αφορά την εποχή μας, την Ανθρωπόκαινο, παρατηρώ ότι χαρακτηρίζεται από μια αδιανόητη ρευστότητα στα πάντα, η οποία έχει επηρεάσει τη δουλειά μου τα τελευταία χρόνια: Η αίσθηση της διαρκούς ρευστότητας. Σε όλα τα επίπεδα, από την εργασία μέχρι την ίδια τη ζωή, από τα ζητήματα της ταυτότητας του ανθρώπου μέχρι του μέλλοντος μας, ας πούμε του κοντινού. Είναι μια στιγμή στην ανθρωπότητα όπου το μέλλον φαντάζει εξαιρετικά αβέβαιο, η μόνη φορά που η ανθρωπότητα δεν μπορεί να σχεδιάσει ή να οραματιστεί ένα μέλλον. Κι αυτό έχει τις συνέπειές του.

ΓΤ: Πράγματι, μοιάζει να είμαστε αποκλεισμένοι από το μέλλον. Ωστόσο, αυτή η αρχαιολογία της Ανθρωπόκαινου που αναμοχλεύεις με το έργο σου δημιουργεί μια νέα συνείδηση, μια ριζοσπαστική συνείδηση θα έλεγα, μιας σειράς ανοίκειων στοιχείων του περιβάλλοντος που έχουμε αγνοήσει, ξεχάσει ή και παραβλέψει. Και αυτό είναι ένα πολύτιμο σημείο αφετηρίας για όλους μας στην αναδιάταξη της εποχικής και κλιματικής σειράς που επισημαίνει ήδη ο τίτλος σου: Summer, Spring, Winter, Autumn.


Κορυτσάς 39, Βοτανικός, Μάιος 2023


[1] Ζήσης Κοτιώνης, Γιώργος Τζιρτζιλάκης (επιμ.), Συμβιώσεις. Η αρχιτεκτονική στην εποχή των φυσικοπολιτισμών, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2015.