Μορφές του ορατού στο κατώφλι του αοράτου
Αποστόλης Αρτινός
Η τέχνη, αν κάτι κομίζει στον κόσμο δεν είναι άλλο απ’ την αδυναμία του, τη μορφική του αδυναμία, μπροστά στο κατώφλι του αοράτου. Τα κατώφλια είναι περάσματα, σινιάλα μιας συν-κίνησης, μιας διέγερσης ψυχικής, καθώς προσπερνώντας τα είμαστε αλλού, είμαστε ήδη στο άλλο. Το ορατό δεν ανήκει στον κόσμο, κι ο κόσμος δεν ανήκει στο ορατό, ο κόσμος ανήκει στ’ αόρατο. Αυτό είναι και το πεπρωμένο του κόσμου, η μορφική του αδυναμία, η ανοικτότητά του, σ’ αυτό που τον υπερβαίνει.
Ο οφθαλμός ενοπτρίζει τον κόσμο, διαγράφει το σχήμα του και το αποδίδει στο βάθος των ψυχικών του εγγραφών. Οι μορφές του εξαντλούνται έτσι σ’ ένα άλλο φως, που δεν είναι το φως του νοήματος, αλλά στο θάμβος μιας Νύχτας του, μιας βαλπούργειας Νύχτας, μιας διεγερμένης σκηνής, αυτής της σκηνής του Έξω, και σε όλη τη κλίμακα των δυνατών της φωνών. Η τέχνη αναγνωρίζεται έτσι ως μια εμπειρία αποκάλυψης, αυτής της αποκάλυψης του Έξω, όχι μια εμπειρία του Έξω — υπάρχει το Έξω, λέει ο Foucault, αλλά κανείς δεν είναι εντελώς Έξω — αλλά ως μια εμπειρία εκ-σωτερικότητας, ως μια εμπειρία διάνοιξης. Η τέχνη δεν καθιστά κάτι ορατό, μόνον αποδίδει το ίχνος του ορατού, το ίχνος της ίδιας της ορατότητας στο κατώφλι του αοράτου, αυτό είναι το έργο της τέχνης, αυτό ακριβώς το ιχνογράφημα, και στον τόπο αυτής ακριβώς της διάνοιξης. Ένα ισχυρό ποιητικό πεδίο που ανανεώνει, μυστικώς κι ανεπαισθήτως, το μορφικό αίτημα αποκατάστασης του παρόντος στο προαιώνιο ενδιαίτημά του. Οι μορφές είναι αποκαλυψιακές γιατί ενδίδουν σ’ αυτή τη Νύχτα, τη φέρουν μέσα τους, τη κυοφορούν, τη διασύρουν και τις διασύρει κι αυτή. Οι μορφικές απολήξεις είναι αυτή η φιλανθρωπία της Νύχτας, το αδύνατο παρόν τους, καθώς καμιά διάρκεια δεν υπάρχει, παρά μόνον αυτή η διάρκεια της Νύχτας. Οι μορφές είναι ό,τι διαγράφει η ακαριαία στιγμή μιας αστραπής, το απόκοσμο φως της καθώς αποθανατίζει τον κόσμο. Υπάρχουν έτσι, και δεν υπάρχουν, μόνο οι εξάρσεις των καιρών τους, οι δυνατές υποσχέσεις των παρόντων τους, κι όλα αποθησαυρίσματα του νοητού.
Οι μορφές, ως μορφές μιας στιγμιαίας, εφήμερης και εν πολλοίς τυχαίας αποκάλυψης, δεν συναγωνίζονται μεταξύ τους, δεν κραδαίνουν τα πρωτεία μιας αποκαλυψιακής αλήθειας, έστω της δικής τους αλήθειας, υπάρχουν βέβαια τέτοιες αντιλήψεις στην Ιστορία της Τέχνης, στις αβανγκαρντίες του 20ού αιώνα για παράδειγμα, ή στο σημερινό contemporary, αλλά όλες μαζί συνθέτουν μια ζώσα ιστορία που διαρκώς ενεστωτοποιεί, και πάλιν απογοητεύει, αυτό το αίτημα των μορφών. Η καινοτομία του νεωτερικού, είναι μια απόφανση του παρελθόντος, κι όχι του παρόντος που εκδηλώνεται. Οι παρελθούσες μορφές δεν είναι απολιθωμένες μορφές, είναι μορφές που διατίθενται, που διανοίγονται στη νέα τους, μοναδική δυνατότητα, οι δημιουργοί το ξέρουν αυτό, ακόμη κι όταν δεν το ομολογούν. Βρισκόμαστε στον επιτηδευμένο, όσο και υπαρξιακό όμως, ορίζοντα μιας διαλεκτικής που αισθητοποιεί μία εξέλιξη κοσμική. Η «διαλεκτική των μορφών» είναι η διαλεκτική της ίδιας της Ιστορίας, κι απογοήτευσή της είναι το δρασκέλισμα στην τελικότητά της, στο αδύνατό της πεπρωμένο. Η γλώσσα έτσι του έργου, η προσίδια γλώσσα του, είναι μια γλώσσα που εμμένει, και μαζί μια γλώσσα που απευθύνεται, μια γλώσσα λοιπόν του αδυνάτου. Το έργο, ένα ενικό είναι, διαφαίνεται, γίνεται ο τόπος της συν-κίνησής του, ο τόπος εν τέλει του διασυρμού του. Η προσίδια γλώσσα, υπάγεται στη σκηνή του άλλου, σε μια σκηνή που την υπερβαίνει, αλλά και τη συγκροτεί ταυτόχρονα. «Βρισκόμαστε στη καρδιά του ανοίκειου», όπως θα πει η Kristeva, που ’ναι όμως και το προνομιούχο πεδίο της τέχνης. Μια εμπειρία ετερότητας που ιχνογραφείται στο έργο, κι εκθέτει το έργο, κι όλο μαζί το περιβάλλον της θεώρησής του. Αυτή είναι κι η σιωπή του έργου, η πιο βαθιά σιωπή της γλώσσας, που έλκει τον κόσμο πέραν των σημείων του, στον τόπο του άλλου, του αδύνατου Άλλου, που ’ναι κι ο τόπος όμως της μυστικής του απόλαυσης. Το έσω που γίνεται Έξω, το Άλλο που ενοικεί στο ίδιον, μοναδικά βιώματα στο σύμπαν των ομοιοτήτων.
Η ενεστωτική στιγμή των μορφών είναι έτσι μια στιγμή δωρεάς. Ένα αποκαλυψιακό παρόν που διανοίγεται σε μια υπόσχεση μέλλοντος. Είναι το συμβάν μιας ιστορικής εξ-αίρεσης που αποκαλύπτει τις μορφές καινές, και υπαγορεύει τον κόσμο στις εξ-άρσεις του. Κάτι διαφαίνεται εδώ, κάτι μοναδικά αποσύρεται, κάτι που ανθίσταται και κάτι που υποχωρεί στην καταγωγική του λήθη. Είναι το ίχνος. Αυτό που μένει ως μορφή και θεωρείται σαν διάρκεια είναι ο δικός του απόηχος, ο απόηχος της επιστροφής του, αυτή η τροχιά που εντάσσει και την αποκαλυψιακή στιγμή στο πεδίο της εμπειρίας. Αυτή διανοίγει και τον οφθαλμό, αυτή η αναχώρηση της μορφής, το ξεθώριασμά της, οι στάχτες της. Ο οφθαλμός είναι ένας αδρανής μυς, γιατί οι μνήμες των εικόνων του είναι μυθολογικές, εικόνες που διαρκούν πέραν της εμβέλειάς τους. Το πεδίο του ορατού είναι ένα πεδίο μεταβάσεων, διαρκών αναχωρήσεων, είναι εικόνες περάσματα, μια ολόφωτη, αν και της Νύχτας, ποιητική εμπειρία. Οι μορφές έτσι, σ’ αυτή την εξ-αιρετικότητα του χαρακτήρα τους, καθίσταται δι-αφάνειες του Πραγματικού, αποκαλυπτικές στιγμές μιας γλώσσας που δι-εγείρεται στον τόπο του Άλλου. Μια γλώσσα που δεν αρθρώνει τον οικείο λόγο, το λόγο της πραγματικότητας, του παρόντος της, αλλά το σάστισμά της στην απειρία της ανοικτότητάς της. Όταν ο κόσμος πρωτοαντίκρισε τις ζωγραφιές του Giotto στο παρεκκλήσι Scrovegni σάστισε μπροστά στο θέαμα, έβλεπε στους τοίχους φαντάσματα, ανοίκεια ίχνη. Οι μορφές έτσι, ως μορφές μιας εξ-αίρεσης μέσα στην Ιστορία, δεν συνομιλούν με το παρόν τους, αλλά το διανοίγουν στην υπέρβασή του, στη διαθεσιμότητά του, εν τέλει, στην ίδια του την τελικότητα.
Το περιβάλλον των αποκαλυπτικών μορφών είναι το περιβάλλον μιας ευρυχωρίας, που μόλις κι αχνοφαίνεται. Μια καταιγιστική ροή εικόνων που γίνονται αντιληπτές στη στιγμή της διαφυγής τους. Όπως ακριβώς κι οι ονειρικές εικόνες, που όσο προσπαθείς να τις συλλάβεις, τόσο αυτές εξαχνώνονται. Σινιάλα μόνο, μαγικά σημεία, πεδία άσκησης μιας ενατένισης ποιητικής. Η ποιητική στάση, είναι όμως και μια ποιητική πράξη, μιαν άλλη εγρήγορση της σκέψης που υπαγορεύει εν τέλει και το ίδιο το έργο. Το έργο γι’ αυτό το λόγο είναι ιχνογράφημα, γιατί είναι εγγραφή, γιατί σε κάθε εγγραφή κάτι απολύεται και κάτι μοναδικά διασώζεται. Το έργο είναι έργο πάντα μιας απώλειας, η αισθητικοποιημένη μορφή αυτής της απώλειας και μάλιστα μίας απώλειας διπλής, καθώς μαρτυρά την απώλεια του κόσμου, αλλά κι αυτή του υποκειμένου. Όσο ο κόσμος αποσύρεται, κι όσο το υποκείμενο υποχωρεί μέσα στη γλώσσα του έργου, τόσο το έργο ανακτά τη δι-αφάνειά του. Το έργο έτσι δεν είναι αντικειμενικό, ο κόσμος εκλείπει, αλλά δεν είναι και υποκειμενικό, το υποκείμενο ταπεινώνεται, το έργο είναι μια αφαίρεση, μια καθαρή αφαίρεση, και μέσω αυτής διασώζεται όλη η αλήθεια του κόσμου. Μοιάζει παράδοξο να αφαιρείς και να συλλαμβάνεις το άπειρο, αλλά ο κόσμος δεν εντοπίζεται στις περιγραφές του, ή στις ερμηνείες του, αλλά στις εναισθητικές του συλλήψεις, και στις αποσπασματικές του αποκαλύψεις. Το Πραγματικό άλλωστε, όπως μας έδειξε κι η λακανική σκέψη, δεν θεωρείται, μόνο εκ-δηλώνεται, στιγμιαία και συμβαντικά. Σ’ αυτή την αποκαλυψιακή του σκηνή, η απώλεια γίνεται δυνατότητα, το α-δύνατο της γλώσσας του έργου, μια κρυπτική γλώσσα, που ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει πολλά.
Στη σκηνή αυτή, των διασταυρούμενων απωλειών, ιχνογραφείται και το μοιραίο υποκείμενο της. Ένα είναι-μέσα-στον-κόσμο που τανύζεται σ’ αυτή την α-δυνατότητα της γλώσσας, αφιερωμένο και καθημαγμένο απ’ αυτή. Το υποκείμενο αυτό είναι ένα σαγηνευμένο υποκείμενο, σαγηνευμένο απ’ τις γλωσσικές του αναπαραστάσεις, κι εξαντλημένο πάλι απ’ αυτή του την αυτοαναφορικότητα. Η γλώσσα όμως είναι κι η εγερτήρια φωνή του, γιατί είναι πάντα και μια γλώσσα απεύθυνσης, προς ένα εσύ, προς έναν αδύνατο άλλον. Οι μορφές έτσι που έρχονται απ’ Έξω, απ’ αυτό το Έξω του Άλλου, διαχέουν στο υποκείμενο μια εκστατική σαγήνη. Είμαι εδώ, αλλά είμαι αλλού. Ό, τι διαγράφεται σ’ αυτό το φωτεινό, όσο και σκοτεινό ορίζοντα του Άλλου, είναι φασματικές αποκαλύψεις που καθιερώνουν και το πεδίο της ίδιας της ορατότητας του υποκειμένου. Ένας ορίζοντας που ’ναι κι η Νύχτα της γλώσσας, τ’ αναπαράστατο, το άρρητο, τ’ ακατανόμαστο, το μυστικό, που εν τούτοις είναι. Το υποκείμενο έτσι εξαντλείται σ’ αυτή την επιθυμία του Άλλου, όπως θα πει ο Lacan, εμμένει σ’ αυτή, δεν της αντιστέκεται, και καθηλώνεται στην έκ-στασή του, μένει έτσι ένα παθητικό υποκείμενο, αλλά εν πλήρη εγρηγόρσει, μένει στην αναμονή του, για να θυμηθούμε τη Μονέλ του Marcel Schwob, μια φλεγόμενη λαμπάδα εν τω μέσω της νυκτός. Ο Άλλος μ’ εντοπίζει, μ’ εντοπίζει εδώ, στον τόπο και στη στάση της αναμονής μου. Κι έπειτα το σαγηνευτικό του φως, οι αποκαλυψιακές του εικόνες, κι αυτή η τέχνη του εαυτού, ενός εξαρνημένου πλέον εαυτού, ποικιλοτρόπως μετανοημένου.