Περί μυθομανίας
Γιώργος Κουλούρης


1.
Άνθρωποι: παιδιά απ’ τη σπορά του μηδενός — αγαπούν κι απορφανίζουν.

2.
Ο μυθομανής: ένα ζωηρό σύντριμμα του χώρου και του χρόνου. Λειψός μα με περίσσια ισχνότητα εισδύει μεταξύ μνήμης και λήθης σε ένα παρόν ανέγνωρο, όπου σχεδόν εχέμυθα διασταυρώνεται με την ανέλπιστή του φύση.

3.
Θρυψάλινος λαθρεπιβάτης που διασκορπίζεται σε αναμνήσεις και καθημερινά στιγμιότυπα. Αδύνατο να ανασυρθεί αρτιμελής από τη λαθραία του αποδρομή. Ακόμη και το καύκαλό του είναι επιφάνεια εύθρυπτη, στο μυχό του οποίου άραγε, τι και πώς κουρνιάζει;

4.
Μπρος στην ύπαρξή του όλος ο κόσμος στέκει αμάρτυρος, σαν κωφάλαλος ορυμαγδός. Και να μπορούσε να θρυψαλιαστεί επί τόπου … το σώμα του να κυλούσε σαν απόξυσμα κι ο απόκτυπός του να σήμανε μια παρουσία μες στον κόσμο …

5.
Δουλειά του να κατοικεί στις ρωγμές. Οι εποχές εναλλάσσονται ερήμην του. Το περιθώριο είναι η φυσική του κατοικία. Ο παρατεταμένος του εγκλεισμός: η στάση του στον χρόνο· μια πέμπτη εποχή.

6.
Ο μυθομανής πάσχει. Η ίριδά του, ζαλισμένη από τις απότομες στροφές των ματιών, βρίσκεται καλά κρυμμένη στο έδαφος και σαν ανεστραμμένο ψηφιδωτό μορφάζει διαρκώς προς τα κάτω· χρειάζεται μέρος απάνεμο για να επιβιώσει. Καλά κρυμμένος σαν μήτρα μοιάζει με εκμαγείο, του οποίου το αρνητικό αποτύπωμα αγνοούμε.

7.
Η καθημερινότητα αναπνέει και πότε πότε γουργουρίζει. Φουσκώνει σαν θώρακας, αναδιπλώνεται και κατακάθεται. Μα ο μυθομανής εξεγείρεται διαρκώς σε ένα καθεστώς καθίζησης, πότε ακανόνιστος σαν ρόγχος και πότε πηχτός σαν φλέγμα, εκχερσώνεται και ξεχύνεται.

8.
Όλος του ο εαυτός, αυτό το άφθονο περίσσευμα, είναι ένα κατώφλι. Το ορμητήριο μιας οδυρόμενης συνείδησης, ενός ψυχισμού φαινομενικά κάθιδρου κι αποσκελετωμένου, τον σπαραγμό του οποίου ακούς κατά παρέκκλιση.

9.
Κάμπτει ολοένα και περισσότερο τις αποστάσεις που τον διακρίνουν από τους άλλους, οικειοποιείται τις εμπειρίες τους, ζει περιθωριακά ανάμεσα στις στιγμές τους. Στο λιπόσαρκο βίωμα που με τη φαντασία του ανασυνθέτει μάλλον είσαι το παρόν.

10.
Το σώμα γλιστρά κι ο εαυτός προπορεύεται. Για κάθε στιγμή που κατονομάζεται, εκείνος ανατρέπει μια προηγούμενη και συχνά εγκαθίσταται στην επόμενη. Όσο για τη συνείδηση: δίχως σώμα ουδεμία συνείδηση — παρά μονάχα κλαγγές, εσχατιά κι αντίλαλος. Ευχήσου μαζί του, ευχήσου στη ναρκοθετημένη αθλιότητα των παιδικών σας χρόνων.

11.
Το ψέμα υπήρχε, η αλήθεια έπρεπε να εφευρεθεί. Ο μυθομανής είναι ένα τέχνασμα. Μια ελάχιστη γεωμετρία. Κάτι μονίμως τον εξωθεί στα άκρα.

12.
Κάθε φορά που η ψυχή του αναδύεται, προσκρούει στην επιφάνεια των πραγμάτων κι απορροφάται σαν κραδασμός. Απέθαντος σαν λαβύρινθος κι αγύριστος σαν κόλαφος είναι η πιο μακάβρια υπενθύμιση της αγάπης του γκισέ. Υπάρχουν, ναι υπάρχουν, άνθρωποι που ζουν σαν να έχουν ξαναζήσει, σαν να μην χρειάζεται να υπάρχουν –ή μήπως παριστάνουν τους νεκρούς;

13.
Μαθημένος στην εξόρυξη αγάπης και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα, ο μυθομανής γλιστρά σε βάθη ανίατα, παρόμοιας υφής με εκείνα του έρωτα: ζεστά, καθησυχαστικά κι ονειρώδη –εκ πρώτης. Η αυτοχειρία που δεν επιχειρεί είναι ο φύλακας άγγελός του: για όσο τουλάχιστον διατηρεί το αίτημα της αγάπης στον πυρήνα της, μοιάζει το μέγιστο υποκατάστατό της. Οι ερωτευμένοι στα μάτια του φαντάζουν κιόλας νεκροί.

14.
Ο μυθομανής πάσχει από λήθη, από εκείνη που σαν κινούμενη άμμος αναμασά το έδαφος, που αν τύχει και ξεχαστείς, σε καταπίνει.

15.
Κοιτώ την καθημαγμένη του συνείδηση. Μου θυμίζει το επίμονο κουφάρι ενός κισσού, κρεμασμένο ακόμη στη ράχη μιας οικοδομής που επισκέπτομαι συχνά. Συνείδηση ξεχαρβαλωμένη από το έδαφος, να έρπει σαν απτικές ρίζες σε τόπο ενστικτώδη.


 

16.
Φανταστικός ή μυθαλέος, κάποτε ο εαυτός μάς μαρτυρά. Κάποτε το σώμα δεν αντέχει να συντηρεί ούτε τα στοιχειώδη: τον εαυτό του. Κάποτε τρεφόμαστε και κατά μόνας στα κρυφά.

17.
Η χαρά μάς αιφνιδιάζει, η λύπη είναι γνώριμος προορισμός. Από την ελαύνουσα ατοπογραφία της μέλλουσας στιγμής πάντα κάτι μας χωρίζει: ένας αδιάπτωτος συριγμός.

18.
Ο μυθομανής είναι καρπός διχόνοιας. Τα αντίζηλα άκρα ολοένα τέμνονται διαμέσου του· εισρέουν, ξεσυνερίζονται κι εκκενώνουν. Η εύνοιά του ταλαντεύεται. Οι ιαχές που τρυπώνουν στα αυτιά του αναμειγνύουν τα σπλάγχνα του κάνοντας το κορμί του να τραυλίζει. Το πνεύμα του ολοένα κουλουριάζεται. Η θωριά του χάσκει μισάνοικτη σαν βράγχιο.

19.
Η φαντασία κάποτε αναλαμβάνει χρέη νυχτοφύλακα· η αισθητηριακή αντίληψη καρπός βροτός κι άρα βρώσιμος. Ο λογισμός τάχα κατεργάζεται τη φαντασία, τάχα φροντίζει τη διάρθρωσή της, τάχα διασφαλίζει τη διάρκεια και την ένταση των φαινομένων, τάχα εξασφαλίζει πρόσβαση στην επικράτεια των ανθρώπων: δίχως φαντασία τα πράγματα είναι σκέτη βορά, τα πάντα ενστικτωδώς μας ανήκουν. Πιστός δευτερότοκος υιός ο λογισμός, ανεπίδοτος και κατάμονος, προικοδοτεί το τίποτα. Η αξία δεν του χαρίζεται: χαράσσεται καθ’ οδόν.

20.
Δίχως φαντασία γινόμαστε αχώνευτοι και μηρυκαστικοί, παύουμε να τρέφουμε ιδέες, τα συναισθήματα περιττεύουν. Απουσιάζουμε από το σώμα και τις ανάγκες του, συχνά ακόμη κι από τις ίδιες μας τις αισθήσεις.

21.
Το περιβάλλον αποδεικνύεται λειψό, μα ο μυθομανής συμπληρώνει: επιχειρεί να σημαίνει, επιζητεί να βιώσει· γυρεύει να ανακτήσει με κάθε τρόπο τη χαμένη του αισθητηριακή αντίληψη.

22.
Συχνά η αγάπη — λέξη αντικλείδι — ρέπει προς μια απροϋπόθετη οικειοποίηση των άλλων. Αποσπά διά της εισχώρησης, προδίδει μια έφεση, θα λέγαμε, στην αλλοτριοφαγία. Φέρει κάτι ληστρικό στον πυρήνα της, στέκεται σε ό,τι συμβαίνει με διάθεση κλοπιμαία. Ο πόνος κάποτε είναι το γλυκύτερο αρπακτικό, το χρησιμότερο είδος αισχροκέρδειας· η πρόσβαση στο πραγματικό: ένα ολοζώντανο πεδίο μάχης· κι εμείς … ετεροβγάλτες.

23.
Τα σκιρτήματα της αγάπης των ανθρώπων αναδύονται αβίαστα σε συνθήκες μόνωσης. Η βούλησή τους δοκιμάζεται περισσότερο όταν παύουν να σημαίνουν από συνήθεια. Η αγάπη κάποτε αποδεικνύεται ανεπαρκής. Κάποτε πείθουμε τους άλλους πως ξεχειλώνουμε την ψυχή μας για χάρη τους, τη στιγμή που τίποτα άλλο δεν κάνουμε παρά να χαράζουμε οπές στο πολλοστό τους σώμα.


 

24.
Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι ξεχνούν κι εγκαταλείπουν πολύ συχνότερα απ’ όσο αισθάνονται, κι αγαπούν πολύ περισσότερο απ’ όσο επιτρέπουν να διαφανεί. Κι ο καλύτερος τρόπος για να τους κατανοήσεις είναι μάλλον ξαπλώνοντας κοντά τους –μιας που μονάχα στον ύπνο του το ανθρώπινο πλάσμα μοιάζει αποκεκαλυμμένο. Όσοι μας αγαπούν υπερασπίζονται τον ύπνο μας· δεν συλλαβίζουν την αγάπη τους κοφτά και δεν χνωτοβατούν αλάργα.

25.
Φυσικά, για τους περισσότερους από εμάς, ο ύπνος των άλλων είναι μια μάλλον ανιαρή υπόθεση. Όσοι παραμένουν ξάγρυπνοι και πασχίζουν να κατανοούν σε βάθος τα πράγματα, αργά ή γρήγορα υφαρπάζονται από αυτά, κι από κυνηγοί καταλήγουν το θήραμα. Το σθένος της υπέρβασης τους χώνει βαθύτερα στον βούρκο. Ασχημονούμε, δίχως πρόσωπο, με κάνη την απουσία στην οποία μουλιάζουμε και μόνο όταν οι άλλοι την αποδιώχνουν, καταφεύγουμε κακήν κακώς σε ένα τέτοιο, ακόμη κι αν πρόκειται για το δικό τους. Δεν κοιμόμαστε καλά, κι αυτό φαίνεται.

26.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που ξερνά κι αναγουλιάζει με την ίδια του τη φύση ή τέλος πάντων με τα απολειφάδια της φύσης των άλλων εντός του· με την τάχα σκάρτη εκείνη ύλη που τόσο πρόθυμα ιδιοποιείται και μεταμφιέζεται. Περνά καιρός μέχρι οι αισθήσεις του να αποβάλλουν υποτυπωδώς τον κηριτρεφή ψυχισμό και να αρχίσουν να πορεύονται. Τόσος καιρός, καμιά φορά, που τα αντιληπτικά του όργανα αχρηστεύονται. Στο μεταξύ, παραδόξως, ό,τι χάνεται φαντάζει αναλλοίωτο, σαν τον κόσμο των ιδεών ένα πράγμα ή σαν την οσμή του καμένου γάλακτος στο μπρίκι.

27.
Αν εξαιρέσουμε ορισμένες περιπτώσεις που υπεκφεύγουν του κανόνα, οι άνθρωποι αρέσκονται να αναζητούν συμμάχους και να λαχταρούν εχθρίσκους (μινιατούρες δηλαδή και υποκοριστικά εχθρών γνήσιων). Ο έρωτάς τους είναι μια ηχηρή υπενθύμιση του μίσους που εκτρέφουν. Το βάθος που τάχα διαθέτουν οι συναναστροφές τους — έτσι ισχυρίζονται — είναι κοιλότητες ατροφικές· όσο ψαχνό τούς απομένει ανάμεσα από τα κόκκαλα. Η αγάπη τους συμβαίνει στο μεδούλι, στο λυκαυγές το εξώτερο, κι αν κάποτε ακκίζονται μεταξύ τους είναι λόγω οξύτητας.


 

28.
Η επικράτεια του μυθομανή, λοιπόν: ένας εύξεινος οιωνός. Ένας τόπος που ολοένα συρρικνώνεται, ένας χώρος που δεξιώνεται το μέλλον στάλα στάλα. Το αδειανό του κέλυφος κάποτε γίνεται το εφαλτήριο της πιο αβρής φιλοξενίας. Σαν να ξεχάσαμε πως η μαγεία αυτού του κόσμου απορρέει από τη φιλοξενία του χώρου και του χρόνου, την αραιοκατοικημένη τους υφή και τον διάλογο — συγχέουμε τη φλυαρία με τη γενναιοψυχία ολοένα και περισσότερο.

29.
Ο κόσμος νυστάζει και κατέχεται: τάχα φαντάζεται. Η όρεξή του ξάγρυπνη, χιλιετηρίδες τώρα, κρατά τα μάτια του μισάνοιχτα. Το φως του ζέχνει και λυγρίζει. Πώς να αγαπήσεις έναν κόσμο που τόσο δυσκολεύεται να αποκοιμηθεί, που τόσο ανάλγητος από την αϋπνία του κατήντησε; Πώς, καλά καλά, να τον γνωρίσεις;

30.
Ό,τι φοβόμαστε έχει ήδη συμβεί, ό,τι κάποτε τρέμουμε έχει κιόλας περέλθει. Η μυθομανία είναι το επιμύθιο μιας έλλειψης, ένα αλλόκοτο είδος πίστης· προσάναμμα μιας ολόκληρης μυθολογίας της ντροπής, εκείνης που συχνά ωθεί τους ανθρώπους στην αυτοχειρία.

31.
Ο μυθομανής, λοιπόν: τα ροδοκόκκινα μάγουλα της Ιστορίας, μία ακόμη συμφορά του λόγου. Μία ακόμη υπενθύμιση πως το μέλλον κάποτε ορφανεύει ακριβώς τη στιγμή της υιοθεσίας του.

32.
Το παρελθόν φεγγοκοπά μες στις ουλές μας ανεξέλεγκτα σαν φλεγόμενο άτι. Ή μήπως ένας θρόμβος είναι όλος κι όλος που το διατηρεί εδώ κι εκεί σαν ακέφαλη κότα; Ο χαμένος χρόνος μυθεύει τα άκρα, μυθεύει την απουσία, μας εγκαλεί να τη σαρκώσουμε· να πολεμήσουμε μέχρις εσχάτων μάχες αλλότριες, να πάψουμε να αισθανόμαστε περήφανοι για τη λήθη και τα λάθη μας. Μας αποτρέπει πάντως να υπάρχουμε κομματιασμένοι και λειψοί –δυσαπόσπαστοι.

33.
Το να ζεις εξάλλου δεν ήταν ποτέ αρκετό. Μάθε να πεθαίνεις.

34.
Ακόμη και τα ισχυρότερα ζώα άπαξ κι αφεθούν στη μοίρα τους πεθαίνουν, η φύση τα αναρροφά ανένδοτα. Ο εγκαταλελειμμένος άνθρωπος, αντιθέτως, ζώο συσκότιστο κι αλλόκοτο, συνήθως ρεύεται και δροσολογεί το μέλλον. Μιλά στις κουφάλες των δέντρων, τινάζει από πάνω του τη μισομαραμένη αντηλιά του χειμώνα, επανορθώνει τη ματιά του στον ορίζοντα –διορίζεται πρόξενος κι αναλαμβάνει χρέη σημαδούρας.

35.
Στα χέρια του κόσμου προεξέχουμε σαν φλέβες.


 

Θεσσαλονίκη, 27.05.2023

Ο Γιώργος Κουλούρης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1995. Σπούδασε μουσική και κλασική κιθάρα. Συνέχισε με σπουδές Ειδικής Αγωγής (Μητροπολιτικό Κολέγιο) και Φιλοσοφίας (Πανεπιστήμιο Κρήτης, ΑΠΘ). Ασχολείται ερευνητικά με τη μυθομανία στην προεφηβική ηλικία και με το πρόβλημα του ριζικού κακού στη νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη. Τα τελευταία χρόνια συνδυάζει τη συγγραφή με τη φωτογραφία δρόμου και την αστική περιπλάνηση.