Άσπα και Άννι
Ιορδάνης Παπαδόπουλος
Τα χέρια τους είναι τα έργα τ̶έ̶χ̶ν̶η̶ς τους, κατέληξα σχεδόν αυθαίρετα, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιος ιδιαίτερα βαθύς συλλογισμός και γι’ αυτό ένιωσα ασφαλής, ότι δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να με αμφισβητήσει, να με ρίξει κάτω. Γνώριζα όμως πολύ καλά γιατί διέγραψα την τέχνη. Τα χέρια τους μ’ έφταναν όπου κι αν ήμουν, με ξετρύπωναν χωρίς κόπο και αυτό το ένιωθα ως κάτι παράτολμο εκ μέρους τους παρά ως μια απλή επιδεξιότητα. Ότι για παράδειγμα δεν θα διστάσουν να εμπλακούν σε μάχη για χάρη μου ή ότι έχουν διαρκώς την έγνοια μου.
Τελευταία ανατρέχω συχνά σε δύο φωτογραφίες που η καθεμιά ενσωματώνει με διαφορετικό τρόπο ένα έργο. Στην πρώτη βλέπω μια αριστερή παλάμη, σε ήπια ηδονική ένταση, με έκθετη την εσωτερική πλευρά της, ενώ στη δεύτερη δύο παλάμες ενωμένες, περιποιητικές, μισόκλειστες να σχηματίζουν κάτι σαν φωλιά. Η γραμμένη παλάμη της Άσπας Στασινοπούλου και οι παλάμες της Άννι Άλμπερς (Anni Albers) φωτογραφισμένες από την Νάνσυ Νιούχωλ (Nancy Newhall).
Η Άσπα θα μπορούσε να έχει φωτογραφίσει η ίδια το χέρι-φύλλο της. Μέσα στα χέρια-φωλιά της Άννι κάθεται ένα κεφάλι αγαλματιδίου Ολμέκ. Φαίνεται καλοδιατηρημένο παρά τη μαυρίλα στην κορυφή του. Είναι μικρό, θα χωρούσαν σίγουρα άλλα δύο ή και τρία, σκέφτομαι βλακωδώς φτάνοντας στο σημείο να μετράω αφήνοντας δαχτυλιές στην οθόνη του υπολογιστή. Αναρωτιέμαι αν η Άσπα ήταν δεξιόχειρας, αν έγραψε η ίδια την πρόταση πάνω στο δέρμα της. Το μελάνι είναι μαύρο, τα γράμματα προσεγμένα, καλής μαθήτριας, παρά τον αυστηρά αποφαντικό, σχεδόν καταγγελτικό, τόνο του μηνύματος. Οι Ολμέκοι ήταν ο αρχαιότερος πολιτισμός της Κεντρικής Αμερικής, στο Μεξικό. Μεταξύ πολλών άλλων έμειναν στην ιστορία για τις αιματοβαμμένες τελετουργίες τους και για ένα παιχνίδι πρόδρομο του ποδοσφαίρου. Επίσης, κατασκεύαζαν κολοσσιαία κεφάλια — ως και τρία μέτρα ψηλά και 55 τόνους βαριά — και γνώριζαν την έννοια του μηδέν.
Οι δυο γυναίκες πολλά χρόνια τώρα περπατάνε στους ίδιους δρόμους με κλειστές παλάμες, στην Αθήνα και στο Όραντζ του Κονέκτικατ. Σ’ αυτούς τους περιπάτους οι παλάμες είναι το έργο, η ένταση της περίσφιξης, όχι το περιεχόμενό τους. Μιλάνε συνεχώς, κοιτάζονται στα χέρια παρά τα 8.000 χιλιόμετρα που τις χωρίζουν, οι γροθιές τους σφίγγουν όλο και περισσότερο και μέχρι να γυρίσουν σπίτι έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Τα κεφάλια τους όμως παραμένουν τεράστια και σε ένα αδιόρατο σημείο ενωμένα.
Καλύτερα να μου κοπούν τα πέντε δαχτυλάκια, παρά η τέχνη πούφκιαξα να μπει σε σαλονάκια, γράφει η παλάμη της Άσπας και εκπέμπει το σώμα της.
Ένα δάχτυλό μου προτείνεται προς τις κλειστές παλάμες τους, επιμένει να τρυπώσει μέσα τους, ακούσια και μάταια, σαν σκουλήκι, σαν μια μακρόσυρτη ιδέα. Η μια πεθαίνει 82 χρονών, η άλλη 94. Δεν έχει σημασία ποια πρώτη, πότε και πού. Φαντάζομαι την Άσπα να γυρίζει σπίτι μετά τις βόλτες στην πόλη και να ξαναπατάει το μήνυμα που μισοσβήστηκε από τον ιδρώτα της παλάμης και την τριβή με τα νύχια της και την Άννι να σκουπίζει τον ιδρώτα που κόλλησε στο κεφαλάκι του αγαλματιδίου, να μη μαυρίσει περισσότερο. Τα μόνιμα μαυρισμένα νύχια τους δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την έμμονη έγνοια συντήρησης του περιεχομένου των χεριών τους. Ναι, πάση θυσία, με κάθε τίμημα, αλλά δεν αποσκοπούν κάπου, δεν θα σώσουν τον κόσμο ή τις ίδιες. Μόνο να μην ξεκολλήσουν τα κεφάλια τους.
Σε μια άλλη φωτογραφία το αριστερό χέρι της Άσπας είναι πιασμένο σε μια φάκα. Δεν υπάρχει στοιχείο μυθοπλασίας σε αυτό το έργο, καμιά μεταφορά ή αλληγορία. Πρόκειται για ωμό ρεαλισμό, για ένα καθαρό σχήμα σώματος και όχι λόγου. Τουλάχιστον ένα χέρι της κάθε στιγμή είναι πιασμένο κάπου, σε μια πόρτα, ανάμεσα σε δόντια, κάτω από μια κοτρώνα ή ένα πόδι, σε μια μέγγενη. Μ’ αυτό το χέρι δουλεύει τα έργα της κάθε φορά. Αυτό γίνεται το καλό της χέρι στην ιδέα και μόνο ενός νέου έργου, κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με την ύλη. Μια ικανότητα αμφιχειρίας που ενεργοποιείται από επικείμενα φαινόμενα θλίψης και την προσέγγιση του προσωπικού ορίου θραύσης.
Αγγίζουμε τα πράγματα για να έρθουμε σε στενή επαφή με την πραγματικότητα, για να θυμηθούμε ότι είμαστε μέσα στον κόσμο, όχι πάνω από αυτόν.
Τα χέρια της Άννι πιάνονται στην πλεκτική μηχανή, μια πελώρια παγίδα-ιστός που τον στήνει επιμελώς η ίδια κάθε μέρα. Κοιτά τα μελανιασμένα της δάχτυλα, σφίγγει τις γροθιές, πιπιλάει τα δάχτυλα, κάτι να φύγει, να περάσει, τα δάχτυλα γρανίτες, τρώγονται, λιώνουν, θα σωθούν αργά ή γρήγορα.
Η Άσπα και η Άννι κάποια στιγμή κοιτάζουν ταυτόχρονα τα παγιδευμένα χέρια τους κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή αποσύρεται η ατλαντική θάλασσα ανάμεσά τους. Εκείνη τη στιγμή μιλάνε μεταξύ τους σαν να ήταν πάντα δίπλα η μια στην άλλη, με τα κεφάλια τους ενωμένα να σχηματίζουν το άπειρο και τα σώματά τους να υπονομεύουν κάθε επίσημη έννοια παραλληλίας. Η γεωμετρία τους παρετυμολογείται διαρκώς, όπως και η γεωγραφία τους. Το βλέμμα τους στο σημείο και στον άτλαντα ταυτίζεται πλήρως.
A.: Αγγίζω αυτά που αγαπάω, επικοινωνώ μαζί τους. Η επαφή είναι ο λόγος μου, μια αντανακλαστική λειτουργία.
Α.: Με αγγίζουν σχεδόν όλοι και όλα δίχως να ξέρω τον λόγο. Ίσως από απλή περιέργεια. Νιώθω σαν ένα κομμάτι φίνας σπασμένης πορσελάνης που βρίσκουν ξαφνικά στον δρόμο. Ίσως από ένα αστήρικτο αίσθημα συγγένειας με αυτό.
Α.: Μπορώ να πω ότι η αφή ορίζει τη σχέση μου με τους ανθρώπους και τα αντικείμενα και αφήνομαι, την εμπιστεύομαι.
Α.: Κάποιες φορές με πιάνουν άγαρμπα κι αφήνουν σημάδια στο γυαλί μου. Άλλες φορές πάλι κόβονται, αφήνουν μια σταγόνα αίμα. Σαν τάμα που δυσκολεύομαι να σηκώσω. Και κλαίω, σαν να μη μου μένει τίποτα άλλο να κάνω.
Α.: Δεν μου φτάνουν τα δάχτυλά μου.
Α.: Το σώμα μου γεμίζει ξένα δάχτυλα.
Α.: Ενώνομαι με τους ανθρώπους κι αν είμαι τυχερή, πολλαπλασιάζονται τα δάχτυλά μου.
Α.: Γλείφομαι σαν γάτα που προσπαθεί να αποβάλλει κάθε ξένη οσμή από πάνω της.
Α.: Δεν μπορώ να κάνω κάτι.
Α.: Δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
Δεν έχει σημασία ποια είναι ποια, ποια είπε τι.
Το ίχνος του πόνου τις ενώνει, η μοίρα των χεριών, το χάσμα που άφησε η θάλασσα, ο κύκλος τους, να πέφτουν στην παγίδα, να φτιάχνουν έργα, ο κλοιός των δαχτύλων, να φτιάχνουν, να πέφτουν, να χάνονται.
Τραβούσα τα πάντα, τον δρόμο, τα πόδια μου, τα χέρια των φίλων μου…, λέει η Ά.
Για να φύγει, να εξαφανιστεί, για να εμφανιστεί σαν αστραπή στον ορίζοντα, να τους τυφλώσει και να τους τρομάξει, για να τους διώξει, για να τους έχει πάντα κοντά της. Αυτά κάποτε ήταν ευθείες ερωτήσεις ολικής άγνοιας, όχι όμως άλλο.
Δεν έχει σημασία πια.
Ήρθε η μέρα που η Άσπα και η Άννι κοιτάζουν τα άδεια και άγραφα χέρια τους σαν ένα πρόβλημα λογικής, ξένο. Για να λυθεί, το νιώθουν και το αποφασίζουν από κοινού, δεν πρέπει να ξαναφτιάξουν τίποτα, δεν γίνεται έτσι, όχι με αυτά τα χέρια. Η ψυχρότητα αυτής της στιγμής τις κάνει παραδόξως να νιώθουν πλήρεις, ευτυχείς, ένα μεγαλείο. Τώρα τα ορθάνοιχτα, λευκά και άπραγα χέρια τους μου επιτρέπουν να γράφω ακάλυπτος για την τέχνη των χεριών τους.
Δεν θα ξαναβρεθούν, δεν θα ξαναβγούν από το σπίτι.
Χωρίζουν τα κεφάλια τους και όλο το νερό πίσω στη θέση του.
[Τις φωτογραφίες της Άσπας Στασινοπούλου που αναφέρονται στο κείμενο τις πρωτοείδα στην έκθεση «Ρεμπέτικο» (2022), σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου. Τη φωτογραφία της Άννι Άλμπερς μού την υπέδειξε η Νάνα Σαχίνη. Τα καρέ που συνοδεύουν το κείμενο είναι από το ψηφιοποιημένο φιλμ Σούπερ 8 «Άσπα» (2014) του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου]