Από τις 3 Οκτωβρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023:
Θάνος Σταθόπουλος


Η Sharon Stone στις 8 Ιουλίου 2023. Φωτογραφία από τον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram.


Καμία οδός δεν είναι κοινή. Τα βήματά μου αλλάζουν κάθε μέρα. Η απόσυρση της Ν.· η επάνοδος. Εξακολουθώ να βλέπω καλλιτέχνες. Όταν το 1972 ο John Berryman έπεφτε στα νερά του Μισισιπή, ήμουν παιδί στον κήπο. Τα άνθη της πανδημίας· Λίζη Καλλιγά: μαύρα άνθη με φως· κανείς δεν ανέφερε ότι η Καλλιγά έχει πιάσει κουβέντα με τον Τσίγκο. (Επιμέλεια: Αποστόλης Αρτινός, Γκαλερί Σκουφά.) Η ιστορία του χρόνου μου στο τίναγμα ενός σκύλου. Δεν φεύγει ποτέ απ’ το μυαλό μου το δεν βαριέσαι. Όχι ότι δεν με νοιάζει. Χειρόγραφα και Εικονογραφημένα χειρόγραφα: τα «οπτικά κείμενα» της Νίκης Καναγκίνη — όπως αποκαλούσε η Καναγκίνη τα έργα αυτών των ενοτήτων και επαναφέρει η επιμελήτρια της έκθεσης Η υλικότητα της γραφής, Έλενα Χαμαλίδη. (Γκαλερί Roma.) Θυμάμαι τη μία και μοναδική φορά που συνάντησα την Καναγκίνη, το 2003. Οι σημειώσεις με παίρνουν. «Μες στο πνευματικό σκοτάδι μου. Το σκοτάδι του χιονιού. Επειδή αυτό είναι το θέλημά του. Κατρακυλάω στους αμμόλοφους, άμμος στα μάτια μου, στα τέσσερα υμνολογώ, ένα σακί γεμάτο λίπος και νερό που κλαψουρίζει. Καμία προσμονή. Καμία μακαριότητα. Καμία τάξη, άνεση ασφάλεια. Αυτή η δίψα». (Hugo Claus, «Ο πειρασμός», μτφρ. Γιάννης Ιωαννίδης, Καστανιώτης.) Ω γε· Ράνια Ράγκου: ένας κόσμος πάνω στον άλλο μέσα στον άλλο κάτω απ’ τον άλλο. (Επιμέλεια: Χριστόφορος Μαρίνος, Γκαλερί Alma.) Συνεχίζω να περπατάω. «Αν και, παρεμπιπτόντως, το τρένο πήγαινε πράγματι στη Ζυρίχη,» (Friedrich Dürrenmatt, Το τούνελ, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, Αντίποδες). Ο παρένθετος μοντερνισμός του Φίλιππου Θεοδωρίδη (Misremembered Memories, Γκαλερί Ζουμπουλάκη) και της Κατερίνας Σάρρα (a.antonopoulou.art). Έχουν περάσει όλοι απ’ τον ύπνο μου. Da capo: ο ήλιος το στρώνει στην πλατεία· ο Γιώργος Βέλτσος, μου λέει: «Τρεις είναι οι πόλεις μου: Θεσσαλονίκη, Παρίσι, Αθήνα». «Κι έρχεσαι συνεχώς από τη Μύκονο», λέω. Δένουμε τις αρρώστιες μας στο κολωνάκι. Τα γλυπτικά συμπλέγματα της Κυριακής Μαυρογεώργη: οι μινιατούρες του ανοίκειου. «Καλύπτουμε το Φοβερό κάτω από σεντόνια προτομών προς αποκάλυψη», σημειώνει ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης σε κείμενό του για την έκθεση. (The Secret Room, Γκαλερί Genessis.) Η σύγχρονη τέχνη εκκολάφθηκε στο χιόνι, μ’ ένα σπασμένο βραχίονα. Είμαι ετοιμόλογος — τις καλύτερες προτάσεις όμως τις έχω σκεφτεί εκ των υστέρων. Έχω συνδέσει την ευτυχία μου με το βαθμό ανακούφισης που αισθάνομαι όταν πλένω τα χέρια μου στους νιπτήρες των εστιατορίων. «Ήταν νωπό και λευκό και γοργό και που είμαι/ δεν ξέρουμε./ Ήταν σκοτεινά και μετά/ δεν είναι./ Θα ’θελα να ’ρθει ο γκέκας. Φαίνεται πως δεν έχει τίποτε για φαΐ./ Είμαι ασυνήθιστα κουρασμένος./ Και είμαι μοναχός. Μακάρι να ’ρχόταν ο αλλόκοτος με τα τόσα λίγα ποδάρια,/ θα ’κανα την προσευχή μου βελάζοντας, όπως συνήθως./ Που ’ναι οι νότες του που μ’ έθελγαν τόσο, Ίσως και να ’ναι φρικτές δύσκολο να πεις./ Ο γκέκας με δαγκάνει μα νιώθω ούτως ή άλλως/ πως είναι κι αυτός με το μέρος μου. Είμαι πολύ μόνος. Φως δεν βλέπω. Αν όλοι γινόταν/να τρέξουμε, καλύτερο θα ’ταν. Πεινάω./ Ο ήλιος δεν ζεσταίνει./ Την έχω άσχημα εδώ χάμω/ Αν ήταν να ξαναρχίσω μπρος πίσω/ δεν θα ξανάρχιζα πάλι». (John Berryman, Ονειρικά τραγούδια, «Χιονογραμμή», εισ.-μτφρ. Αντώνης Ζέρβας, Περισπωμένη.) «Χιονίζει./ Κάτω από τις νιφάδες η πόρτα/ Ανοίγει επιτέλους πιο πολύ στον κήπο/ Παρά στον κόσμο». (Yves Bonnefoy, «Ο κήπος», Σε αναζήτηση τόπου, επιλ.-εισ-μτφρ.-επιμ. Θανάσης Χατζόπουλος, Στερέωμα.) Ανήκω σε αυτούς. Έζησα είκοσι χρόνια χωρίς να πάθω τίποτα γνωρίζοντας ότι χρειάζεσαι πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβεις, όχι τι θέλεις να κάνεις, αλλά τι θέλεις ακριβώς να κάνεις και να το κάνεις. «Γιατί μερικές φορές φαίνεται το παρελθόν σαν όνειρο, δηλ. ποιος είναι ο βαθμός αλήθειας στην ανάπλαση περασμένων βιωμάτων; Μήπως η έλλειψη πάγιου εγώ δεν επιτρέπει παρά σκόρπιες διασταυρούμενες παραστάσεις από το παρελθόν; Κατά πόσο το παρελθόν ως οργανωμένη ιστορία βίου είναι αναγκαία μυθοπλασία, που τη χρειαζόμαστε για το παρόν;» (Απόσπασμα από τις σημειώσεις του Παναγιώτη Κονδύλη για το ημιτελές έργο του, Το Πολιτικό και ο άνθρωπος, επιμ. π. Ευάγγελος Γκανάς, «Νέα Εστία», τχ. 1717, Νοέμβριος 1999.) Κάτι θα κάνω. «Συνέχεια νιώθω εξαντλημένη, αλλά ταυτόχρονα καταλαβαίνω ότι αυτή η εξάντληση είναι πηγή μεγάλης ευχαρίστησης, είναι μια καλή εξάντληση. Στην πανδημία, που την περάσαμε σε αυτό εδώ το σπίτι, ο κήπος εδώ που βλέπεις δεν υπήρχε, υπήρχε μονάχα μια παλιά ελιά και άλλα δυο-τρία δέντρα που φύτεψε η μαμά του Τάσου (σ.σ. Βρεττού) που ζούσε εδώ. Έσκαβα σε όλη την πανδημία και η εξάντληση που ένιωθα ήταν μια τρομερή απόλαυση, γιατί οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πόσο σημαντική είναι η σχέση με τη γη, με το χώμα». (Νάντια Αργυροπούλου, «Κάντε τους σοφούς να αισθανθούν άβολα, ταρακουνήστε τους!», LiFO, 13.10.23.) Έξω φρενών από ευχαρίστηση. Πανδαιμόνιο. (Κτίριο Νομπέλ Δήμου Χαλανδρίου.) Τους περισσότερους ανθρώπους που βλέπω τους έχω ξαναδεί: όταν πεθάνουμε όλοι κανείς δεν θα θυμάται κανένα. «Στους τίτλους της αρχής θα γράφει με μια μονοκοντυλιά πλέον: ΤΕΛΟΣ». (Θανάσης Χατζόπουλος: «Τελετές τέλους», Κρατήρας, Πόλις.) Κώστας Μπασάνος: Working Title (Προσωρινός τίτλος): η γλυπτική αποτύπωση της γλώσσας· η λέξη ως έδαφος. (Επιμέλεια: Χριστόφορος Μαρίνος, Κέντρο Τεχνών.) Όταν πέθανε η Louise Glück, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι μου άρεσε πολύ ως γυναίκα. Γράφουν-μιλούν για μένα⸳ μιλάω κι εγώ. Μου αρέσει να είμαι συνεχώς ντυμένος. «Όταν τα υλικά “ξεχωρίσουν από το χάος”, όταν “πράγματα χωρίς επιφάνεια”, γράφει ο Ανρί Φοσιγιόν, “κρυμμένα, θαμμένα στο βουνό ή βυθισμένα στη λάσπη, βγουν στην επιφάνεια, … τότε και η πραγματική ζωή της ύλης μεταμορφώνεται”. Δύο βασίλεια — η Φύση και η Τέχνη —, μια καινούργια τάξη εγκαθίσταται. Τα υλικά του πέρατος – του ορίου: “το περιεχόμενο του περιγράμματος, το σκάλισμα της ύλης, το χρώμα της, η κλίμακα της μορφής και ο φωτισμός της”, γράφει ο Παναγιώτης Μιχελής. Για την αρχιτεκτονική, τα φυσικά υλικά (το ξύλο, το μάρμαρο, η πέτρα) κρατάνε τους δεσμούς με την καταγωγή τους. Σ’ εμάς μένει η απόφαση της λεπτής και ευαίσθητης ερμηνείας αυτής της καταγωγής. Πολλές φορές η αποξένωση είναι πολύ πιο σωστή από τη φυσικότητα, έτσι η σχέση γίνεται πιο βαθιά — μυστική και υπόγεια». (Σουζάνα Αντωνακάκη: «Ταξίδι — Ο Μπούσουλας και τ’ Αστέρι: Κατεύθυνση — Μέθοδος, Αρχιτεκτονική ποιητική, επιμ.-εισ. Στέλιος Γιαμαρέλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.) Και τι πειράζει; Το αριστερό χέρι του Αλέξη Κυριτσόπουλου. Hania Rani, Ghosts, 1:06:30. Εάν συνεχίσω να ζω, σε είκοσι χρόνια μάλλον δεν θα μπορώ να γαμήσω, αλλά ποιος ξέρει. Στα εστιατόρια υπάρχω. Embodying Pasolini· Olivier Saillard: η Tilda Swinton μέσα στα σαράντα κοστούμια του Danilo Donati που έφτιαξε για τα φιλμ του Pier Paolo Pasolini, ενσαρκώνοντας τον Pasolini. «Αντιμετώπισα τα ρούχα σαν γλυπτά», είπε η Swinton. (Ίδρυμα Ωνάση – Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.) Τι είδα. Περπατούσαμε με το Νίκο Αλεξίου στην οδό Σκουφά. Δεν μιλούσαμε. Ξαφνικά γύρισε και με φίλησε. 371 τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με τη Ν. Στις 10 Ιουλίου, όταν έγινα 60 ετών, ξαφνικά μού έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι. «“Τικ, τικ, τικ”, είπε η Λόρα, “δεν είναι τίποτα, είναι η ζωή που περνάει και χάνεται, στιγμή προς στιγμή”». (Delmore Schwartz, Ο κόσμος είναι ένας γάμος, μτφρ. Σοφία Αυγερινού, Έρμα.) «Ο μπαμπάς έπεσε σε κώμα στις 3 τα χαράματα». (Αλέξανδρος Ψυχούλης, Τροφοσυλλέκτης, Νήσος.) The Callas (Lakis & Aris Ionas), Strange Fruits: πανκ ταπισερί· το ύφος της χειρονομίας. (Γκαλερί Δύο χωριά.) Έχω την εντύπωση ότι, κατά κάποιον τρόπο, η Sharon Stone υπάρχει. «Λοιπόν, ιδού το βούτυρο, μα πού είναι η γάτα; Ο V. Francl, θέλοντας να δείξει πόσο το επιμέρους, η περιπτωσιολογία, η αναγωγή στο μερικό, το συμπίλημα εξαερώνουν το όλον ή την ουσία, μνημονεύει την εξής περίπτωση. Ένας Εβραίος διαμαρτυρήθηκε στο δικαστή ότι η γάτα του γείτονά του καταβροχθίζει το βούτυρό του. Ο δικαστής ζήτησε να μάθει πόσα κιλά ήταν το βούτυρο, και ο γείτονας απάντησε πως ήταν πέντε. Τότε ζύγισε τη γάτα, την βρήκε πέντε κιλά και αναφώνησε: “Το βούτυρο το βρήκαμε, αλλά πού είναι η γάτα;”» (Γιώργος Αριστηνός: Θανατόφιλα ερωτοπαθή, Σμίλη.) Είδα την Τοστιέρα του Ζενέ της Λήδας Παπακωνσταντίνου το 1997. Έκτοτε, πρέπει να έχω δει δια ζώσης περίπου 30.000 έργα τέχνης. Είμαι ένα κράμα μέριμνας και αμεριμνησίας. Ρένα Παπασπύρου⸳ Επιφάνειες, οδηγίες χρήσης*: ο τοίχος, το ξύλο, το μωσαϊκό, το δάπεδο. Το βλέμμα πάνω στην ύλη· γραμμένες εικόνες. (Επιμέλεια: Σοφία Ελίζα Μπουράτση, Εθνική Πινακοθήκη — Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου.) «Αυτοκτόνησε η Γαλλίδα ηθοποιός Emmanuelle Debever που είχε κατηγορήσει για σεξουαλική επίθεση τον Gerard Depardieu. Η Debever είχε υποδυθεί τη Λουιζόν, στην ταινία Δαντών, στο πλευρό του Depardieu. Η ηθοποιός, σύμφωνα με πληροφορίες, αυτοκτόνησε στα 60 της χρόνια, πηδώντας στο Σηκουάνα, στις 7 Δεκεμβρίου». Tala Madani: «Στ’ αλήθεια, γελάω όταν ζωγραφίζω». Κάποιες φορές τα πράγματα απέχουν ελάχιστα μεταξύ τους. Κάθε καλλιτέχνης κοιτάζει το είδωλό του στον καθρέφτη και κάθε λίγο διακόπτει για να ρίξει μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο. “Watched Poor Things and Leave the World Behind last two days. Two extremely well made, very stylish, very intellectual and very SURREAL films. Is this a trend? If so, how would you describe it?” (Paul Schrader, 21 Δεκεμβρίου.) «Όποια λέξη έχεις πει, την έχεις χάσει». (Lao Tzu.) Υποστολή της σημαίας: σβήνουν τα φώτα. «Για να κάνουμε Χριστούγεννα σαν άνθρωποι»: ένας αποδιωγμένος στίχος από τον Ευγένιο Αρανίτση. Αλλάζω τρόπο. Τρεις γάτες κυνηγούν ένα ποντίκι στην οδό Απόλλωνος. Τους ξέφυγε! Αγαπάω τις γάτες αλλά αγαπάω και το ποντίκι. «Το χειρόγραφο που με περιμένει είναι ο θάνατος». (Μαρία Λαϊνά: Ένα κλεφτό φιλί, Άγρα.) Την είχα αναζητήσει πριν από δέκα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Οι πληροφορίες δεν ήταν καλές. Δεν επέμεινα. Σήμερα διάβασα το αγγελτήριο θανάτου της. Η Μαριάννα Δήτσα, «τι ν’ απόγινεν διαβάταις και περάταις/ το περιστέρι μου/ η σέρβικια ομορφιά μου;» «Μαριάννα, κι ένα μόνο ποίημα αν μου ζητάτε,/ ίσως ο νους του σάς φανή πτωχός, μα η ρίμα/ μες στην κρυφία ψυχή σκιρτά. Να μελετάτε/ τ' αποτελέσματα που έπονται είναι κρίμα·/ η πλήρης μοναξιά που υφέρπει στο τραπέζι/ θα γίνη ένα παιδί ― θα κλαίη και θα παίζη». (Ηλίας Λάγιος: Το βιβλίο της Μαριάννας, Ίκαρος.) « […] Όταν ήσουν μικρός, ήταν συμμαθητές, φίλοι. Το περιβάλλον γύρω σου. Δεν σε ενδιέφερε και τόσο πολύ το να ψωνίζεσαι κάθε βράδυ. Μεγαλώνοντας βέβαια και γνωρίζοντας αυτές τις συνήθειες, το να αλλάζεις συντρόφους, να κάνεις ξεπέτες, μάθαινες και τους χώρους όπου γινόταν αυτό: τα πάρκα, το Ζάππειο και λιγότερο το Πεδίον του Άρεως, οι δημόσιες τουαλέτες του Συντάγματος, του Εθνικού Κήπου και της Ομόνοιας, οι κινηματογράφοι και τα μπαρ της Πλάκας. Εγώ ήμουν της γενιάς των μπαρ της Πλάκας, το “Μύκονος” κ.ά. Το “Μύκονος” θα μπορούσε να είναι κι ένα σημερινό γκέι μπαρ. Ήταν γνωστό και στους ανθρώπους που έρχονταν για διακοπές εδώ, είχε πάρα πολλούς ξένους, ειδικά όταν πλησίαζε το καλοκαίρι. Το είχε ο Αλέκος μαζί με τη Νόρα. Το μπαρ του Αλέκου ήταν πολύ σοφιστικέ. Ήταν ένα μπαρ για ξένους τουρίστες και για τέτοια γούστα. Μην ξεχνάς ότι ήταν πολύ “τσαρουχική” η αντίληψη των ομοφυλοφίλων τότε. Αγόρια, ανακτορική φρουρά, μπετατζήδες, με όλα τα παρελκόμενα. Ο Αλέκος δεν ήταν έτσι. Ας πούμε, δεν είχε στρατιώτες. Υπήρχαν μπαρ στην Πλάκα που πηγαίναν άτομα από την ανακτορική και μετέπειτα προεδρική φρουρά, όπως υπήρχαν και μπαρ για τρανς. Πρέπει να ήταν πάνω από 5-6, αρκετά μεγάλος αριθμός για την εποχή. Τότε ήταν και πάρα πολύ εύκολο να κάνεις σεξ. Από το ταξί που έπαιρνες, αν ήθελες να “παίξεις” με τον ταξιτζή, μέχρι τους στρατιώτες, που ερχόντουσαν από την επαρχία και ήταν η πρώτη φορά που ήταν ελεύθεροι. […] Στην Ελλάδα, μέσα στις δυνατότητες του καθενός, ένιωθες ότι οποιονδήποτε ήθελες τον έπαιρνες». (Ο Θέμης Ραγιάς χαρτογραφεί το ψωνιστήρι μιας άλλης εποχής σε 248 λέξεις. — Συνέντευξη στον Πέτρο Αλεξανδρή, Antivirus magazine, 20.8.2023.) Μου αρέσει να θέτω ερωτήματα· ενίοτε παίρνω απαντήσεις. «Και ένα τελευταίο μήνυμα:/ Ο χρόνος είναι χασάπικο/ τι να κάνουμε;» (Νίκος Καρούζος, 22.01.81.) Δεν έχω καταλάβει τι διαβάζουν οι άλλοι σ’ ένα κείμενο.